ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ο Μέγας
Για το Άγιο Πνεύμα
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Εισαγωγή: Στυλ. Παπαδόπουλος, Απόδοση: Βασ. Μουστάκης
Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος
ΙΗ'.
Πώς, στην ομολογία των τριών υποστάσεων, φυλάμε το ευσεβές δόγμα της μοναρχίας. Όπου γίνεται κι ο έλεγχος αυτών που λένε πως το Πνεύμα υπαριθμείται(7).
44. Για τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα διδάσκοντας ο Κύριος, δεν χρησιμοποίησε μαζί κι αρίθμηση. Δεν είπε δηλαδή: Στον πρώτο και δεύτερο και τρίτο. Ούτε: Σ' ένα και δύο και τρία. Αλλά με άγια ονόματα, χάρισε τη γνώση της πίστης που άγει στη σωτηρία. Άρα, ό,τι μας σώζει, είναι η πίστη.
Κι ο αριθμός επινοήθηκε σαν σημάδι για να γνωρίζουμε πόσα είναι τα πρόσωπα. Αλλά εκείνοι που από παντού συνάζουν ζημίες για τον εαυτό τους, χρησιμοποιούν εναντίον της πίστης και την ικανότητα της αρίθμησης. Λοιπόν, ενώ τίποτ' από τα άλλα δεν μεταβάλλεται με την προσθήκη του αριθμού, τρέμουν να χρησιμοποιήσουν τον αριθμό στη θεία φύση, μήπως έτσι υπερβούν το μέτρο της τιμής που οφείλεται στον Παράκλητο. Αλλά, σοφότατοι, οπωσδήποτε τα απρόσιτα πρέπει να είναι πάνω από αριθμούς. Όπως κι η παλιά ευλάβεια των Εβραίων με ιδιαίτερα σημάδια δήλωνε το όνομα του Θεού, που δεν επιτρεπόταν να το προφέρει κανείς, παριστάνοντας κι έτσι την υπεροχή του απέναντι σε όλα. Αλλά αν πρέπει και ν' αριθμούμε, ας έχουμε το νού μας μην κι έτσι κακοποιήσουμε την αλήθεια. Ή με σιγή πρέπει να τιμάμε τα ανείπωτα ή μ' ευσέβεια ν' αριθμούμε τα άγια.
Ένας είναι ο Θεός και Πατέρας, ένας κι ο μονογενής Υιός κι ένα το Πνεύμα το Άγιο. Καθεμιά από τις υποστάσεις την εξαγγέλλουμε μονωμένα. Κι αν χρειασθεί να τις συναριθμήσουμε, δεν γλιστράμε με απαίδευτη αρίθμηση σε έννοια πολυθεΐας.
45. Γιατί δεν αριθμούμε προσθέτοντας, για ν' αυξήσουμε το ένα σε πλήθος, λέγοντας ένα και δύο και τρία, ούτε πρώτο και δεύτερο και τρίτο. «Εγώ Θεός πρώτος κι εγώ κατόπιν»(8). Δεύτερο όμως Θεό ποτέ ως σήμερα δεν έχουμε ακούσει. Γιατί, Θεό από Θεό προσκυνώντας και το ιδιαίτερο των υποστάσεων ομολογούμε και μένουμε στη μοναρχία, χωρίς να διαλύουμε τη θεολογία σε πλήθος ξεχωριστά κομμάτια. Κι αυτό, επειδή ατενίζουμε στο Θεό Πατέρα και στο Θεό Μονογενή κατά κάποιο τρόπο την ίδια μορφή, ενεικονισμένη με απαράλλαχτη τη θεότητα. Γιατί ο Υιός υπάρχει στον Πατέρα κι ο Πατέρας στον Υιό, αφού κι αυτός είναι όπως εκείνος κι εκείνος όπως ακριβώς αυτός. Κι έτσι, είναι ένα οι δύο. Άρα προς το ιδίωμα των προσώπων είναι ένας κι ένας, ενώ ως προς την κοινή φύση οι δύο είναι ένα. Πώς λοιπόν, αφού είναι ένας κι ένας, δεν είναι δύο θεοί; Μα κι η εικόνα του βασιλιά λέγεται βασιλιάς κι όμως δεν είναι δύο οι βασιλιάδες. Γιατί ούτε η εξουσία διχάζεται, ούτε η δόξα διαμοιράζεται. Όπως λοιπόν η αρχή που μας διαφεντεύει κι η εξουσία είναι μία, έτσι κι η από μας δοξολογία είναι μία κι όχι πολλές. Γιατί η τιμή που αποδίνεται στην εικόνα, στο πρωτότυπο περνά. Ό,τι λοιπόν είναι εδώ κατ' απομίμηση η εικόνα, είναι εκεί κατά φύση ο Υιός. Κι όπως στα δημιουργήματα της τέχνης η ομοίωση έγκειται στη μορφή, έτσι και με τη θεία κι απλή φύση, η ένωση είναι στην κοινωνία της θεότητος.
Ένα δε είναι και το Άγιο Πνεύμα, που κι αυτό μονωμένα εξαγγέλλεται, αλλά μες από τον έναν Υιό συνάπτεται στον ένα Πατέρα και με τον εαυτό του συμπληρώνει την πολυύμνητη και μακαρία Τριάδα. Που την οικείωσή του προς τον Πατέρα και τον Υιό φανερώνει αρκετά το ότι δεν έχει ταχθεί μέσα στο πλήθος των δημιουργημάτων, αλλά εκφωνείται μεμονωμένα. Γιατί δεν είναι ένα από τα πολλά, αλλά ένα είναι. Όπως δηλαδή ένας είναι ο Πατέρας, ένας κι ο Υιός, έτσι κι ένα Πνεύμα Άγιο. Από τη δημιουργημένη λοιπόν φύση τόσο είναι ξεχωριστό, όσο πρέπει να είναι το μοναδικό από τα συναγμένα και πολλά. Και τόσο ενωμένο είναι με τον Πατέρα και τον Υιό, όσο συγγενική είναι η μονάδα με τη μονάδα.
46. Κι όχι μόνο από εδώ αποδείχνεται η κοινωνία κατά τη φύση, αλλά κι από το ότι λέγεται πως είναι από το Θεό. Όχι όπως όλα είναι από το Θεό, αλλά επειδή προέρχεται από το Θεό, χωρίς να γεννηθεί όπως ο Υιός, αλλά σαν Πνεύμα, δηλαδή πνοή του στόματός του. Κι οπωσδήποτε ούτε το στόμα σαν μέλος, ούτε το Πνεύμα σαν ανάσα που βγαίνει, αλλά και το στόμα θεόπρεπα ας το εννοήσουμε και το Πνεύμα σαν ον ζωντανό, που είναι κύριο του αγιασμού. Έτσι δηλώνεται κι η οικειότης και φυλάγεται κι ο ανείπωτος τρόπος της ύπαρξης.
Αλλά και Πνεύμα Χριστού λέγεται, μια κι είναι κατά τη φύση οικειωμένο μαζί του. Γι' αυτό, «όποιος Πνεύμα Χρίστου δεν έχει, αυτός δεν του ανήκει»(9). Έτσι, μονάχα αυτό δοξάζει άξια τον Κύριο. «Εκείνος θα με δοξάσει»(10), λέει, όχι όπως η κτίση, αλλά σαν Πνεύμα της αλήθειας, ολοκάθαρα φανερώνοντας μέσα του την αλήθεια και σαν Πνεύμα σοφίας, το Χριστό, του Θεού τη δύναμη και του Θεού τη σοφία αποκαλύπτοντας μες από τη δική του μεγαλωσύνη. Αλλά και σαν Παράκλητος, χαρακτηρίζει με τον εαυτό του την αγαθότητα του Παρακλήτου που τον απέστειλε. Και με το αξίωμά του, φανερώνει τη μεγαλωσύνη εκείνου απ' όπου; προήλθε. Είναι λοιπόν ένα είδος δόξας, η φυσική, όπως δόξα του ηλίου είναι το φως. Κι άλλο είδος δόξας, η απ' έξω, αυτή που ελεύθερα και μετά από κρίση αποδίνεται στους άξιους. Αλλά κι αυτή είναι διπλή. Λέει η Γραφή: «Γιος δοξάζει Πατέρα και δούλος: τον Κύριό του»(11). Απ' αυτές λοιπόν, η μεν δουλική προσφέρεται από την κτίση, ενώ η άλλη, η για να την πω έτσι, συγγενική, από, το Πνεύμα εκπληρώνεται. Ο Κύριος έλεγε για τον εαυτό του: «Εγώ σε δόξασα στη γη, το έργο τελείωσα που μου έδωσες να κάνω»(12). Έτσι λέει και για τον Παράκλητο: «Εκείνος εμένα θα δοξάσει, γιατί από μένα θα πάρει και θα σας αναγγείλει»(13). Κι όπως δοξάζεται ο Υιός από τον Πατέρα που λέει «και δόξασα και πάλι θα δοξάσω»(14), έτσι δοξάζεται και το Πνεύμα με την κοινωνία του προς τον Πατέρα και τον Υιό και με τη μαρτυρία του Μονογενούς που λέει: «Κάθε αμαρτία και βλασφημία θα συγχωρηθεί σε σας τους ανθρώπους, η βλασφημία όμως του Πνεύματος δεν θα συγχωρηθεί»(15).
47. Μια λοιπόν και με τη δύναμη που φωτίζει θωρούμε την ομορφιά της εικόνας του αοράτου Θεού και μες απ' αυτήν αναγόμαστε στο υπέρκαλλο θέαμα του αρχετύπου, εκεί κάπου είναι παρόν αχώριστα το Πνεύμα της γνώσης, που με την παρουσία του παρέχει σ' όσους αγαπούν τη θέα της αλήθειας τη δύναμη να κοιτάξουν την εικόνα, όχι απ' έξω δείχνοντάς την, αλλά με τη ζωή που έχει μέσα του εισάγοντας στην επίγνωση. Γιατί, καθώς «κανείς δεν γνωρίζει τον Πατέρα παρά ο Υιός»(16), έτσι και «κανείς δεν μπορεί να πει τον Κύριο Ιησού παρά μέσα στο Πνεύμα το Άγιο»(17). Γιατί δεν ειπώθηκε «μες από το Πνεύμα», αλλά «μέσα στο Πνεύμα». Κι επίσης: «Πνεύμα ο Θεός κι όσοι τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν μέσα στο Πνεύμα και στην αλήθεια»(18). Όπως είναι γραμμένο πάλι: «Μέσα στο φως σου θα δούμε φως»(19), δηλαδή μέσα στο φωτισμό του Πνεύματος. Και: «Φως το αληθινό, που φωτίζει κάθε άνθρωπο ερχόμενο στον κόσμο»(20). Άρα μέσα στον εαυτό του δείχνει τη δόξα του Μονογενούς και στους αληθινούς προσκυνητές μέσα του παρέχει τη γνώση του Θεού. Ο δρόμος λοιπόν της θεογνωσίας ξεκινά από το ένα Πνεύμα, περνά μες από τον έναν Υιό και καταλήγει στον ένα Πατέρα. Κι αντίστροφα, η αγαθή φύση κι ο κατά φύση αγιασμός και το βασιλικό αξίωμα ξεκινούν από τον Πατέρα, περνούν μες από το Μονογενή και φθάνουν στο Πνεύμα. Έτσι κι οι υποστάσεις ομολογούνται και το ευσεβές δόγμα της μοναρχίας δεν γκρεμίζεται.
Αυτοί όμως που χρησιμοποιούν την υπαρίθμηση, λέγοντας πρώτο και δεύτερο και τρίτο, τι πραγματικά κάνουν; Παρεισάγουν την πλάνη της ειδωλολατρικής πολυθεΐας στην άχραντη θεολογία των χριστιανών. Γιατί σε τίποτ' άλλο δεν οδηγεί η κακοποίηση που είναι η υπαρίθμηση παρά στο να ομολογεί κανείς πρώτο και δεύτερο και τρίτο Θεό. Σ' εμάς όμως αρκεί η σχέση των προσώπων που έθεσε ο Κύριος και που όποιος τη συγχέει δεν θα παρανομήσει λιγότερο από εκείνους τους ασεβείς. Για το ότι λοιπόν σε τίποτα δεν ζημιώνεται η κατά φύση κοινωνία των προσώπων με τον τρόπο υπαρίθμησης, όπως αυτοί πλανεμένα θαρρούν, αρκετά ειπώθηκαν. Αλλά ας έλθουμε στον εριστικό και ματαιόφρονα κι ας δεχθούμε πως ό,τι είναι δεύτερο σε σχέση με κάτι άλλο, λέμε πως υπαριθμείται. Ας δούμε λοιπόν τι προκύπτει από τη λογική αυτή. «Ο πρώτος», λέει, «άνθρωπος, από τη γη χοϊκός. Ο δεύτερος άνθρωπος, ο Κύριος, από τον ουρανό»(21). Κι αλλού: «Δεν είναι πρώτο», λέει, «το πνευματικό, αλλά το ψυχικό, έπειτα το πνευματικό»(22). Αν λοιπόν στο πρώτο υπαριθμείται το δεύτερο, το δε υπαριθμούμενο είναι λιγότερης αξίας απ' αυτό όπου αναφέρεται η υπαρίθμησή του, τότε λοιπόν, για σας, μικρότερη αξία έχει από τον ψυχικό ο πνευματικός κι από το χοϊκόν άνθρωπο ο επουράνιος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
7. Υπαρίθμηση εδώ σημαίνει την αξιολόγηση των θείων προσώπων ανάλογα με τον αριθμό-τάξη που τα αναφέρουμε: πρώτο πρόσωπο ο Πατήρ, δεύτερο πρόσωπο ο Υιός, τρίτο πρόσωπο το Πνεύμα. Άρα έλεγαν οι κακόδοξοι, ο Πατήρ είναι ανώτερος από τον Υιό και ο Υιός ανώτερος από το Πνεύμα και άρα είναι υποστάσεις με ξεχωριστή φύση.
8. Ησ. 44,6
9. Ρωμ. 8,9.
10. Ιω. 16,14.
11. Μαλαχ. 1,6.
12. Ιω. 17,4.
13. Ιω. 16,14.
14. Ιω. 12,28.
15. Ματθ. 12,31.
16. Ματθ. 11,27.
17. Α' Κορ. 12,3.
18. Ιω. 4,24.
19. Ψαλ. 35,10.
20. Ιω. 1,9.
21. Α' Κορ.15,47.
22. Α' Κορ. 15,46.
|