Αντώνιος Παπαδόπουλος
Καρπός της αρχικής «καταλλαγής» Ανατολής και Δύσεως η επανακομιδή ιερών λειψάνων
4. Πρωταγωνιστές της επανακομιδής ιερών λειψάνων
Είδαμε ότι στη δημιουργία κλίματος «καταλλαγής» των δύο εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως συνέβαλαν κατά πρώτο λόγο ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ' και στη συνέχεια οι δύο «ειρηνοποιοί», ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ' και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας. Συνείργησαν όμως στην παραπέρα προσπάθεια για τη σταθερότητα του καλού κλίματος πολλά πρόσωπα, εκπρόσωποι και των δύο εκκλησιών, και μάλιστα οι πρωταγωνιστές της επανακομιδής των λειψάνων, για τους οποίους και κάναμε λόγο. Θα επιμείνουμε λίγο για να αναφερθούμε και σ' άλλα πρόσωπα, ή σ' Επιτροπές και Συμβούλια.
Πριν από την επανακομιδή του ιερού σκήνους του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα προηγήθηκαν επανειλημμένες διαπραγματεύσεις, ανταλλαγή επιστολών και άλλα. Πρόσωπα που διαδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο ήταν ο Γραμματέας των εξωτερικών υποθέσεων της Αγίας Έδρας καρδινάλιος Αμλέτος
Ιωάννης Τσικονιάνι, ο Πατριάρχης Βενετίας Καρδινάλιος Ιωάννης Ουρμπάνι, ο επίσκοπος των καθολικών Σικελίας Ιωσήφ Περνιτσάρο με την οργάνωση «Associazione Catholica Italiana per l'Oriente Christiano»(1).
Για την απόδοση της τιμίας Κάρας του Αγίου Τίτου συνέβαλε θετικά ο Ακίνδυνος Πρελορέντζος με δημοσιεύματά του στην «Καθολική». Ο Ακίνδυνος υποστήριζε να επιστραφεί οπωσδήποτε η Αγία Κάρα του Αποστόλου Τίτου και επιπλέον να καθιερωθεί γιορτή κατά την οποία Ανατολή και Δύση αδελφωμένες να πανηγύριζαν το γεγονός. Ο Ακίνδυνος υποστήριζε πως τα λείψανα των αγίων αποτελούν κτίσματα καθολικά και αναφαίρετα της ανθρωπότητας. Τα λείψανα ως ανήκοντα σ' ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο, που φυσικά πιστεύει σ' αυτά, ξεπερνούν κάθε έννοια νομικής ιδιοκτησίας και γι' αυτό καταλύουν τα περιοριστικά όρια του χώρου και χρόνου. Παρά ταύτα όμως, έλεγε, ότι τα ιερά λείψανα πρέπει να κατασκιάζουν τα ιερά εκείνα χώματα που πότισαν με το αίμα τους. Επίσης θετικά κρίνεται και η συμβολή του Τήνιου Καπουκίνου ιερομονάχου Νικηφόρου Προλορέντζου, γιατί εφοδίασε με συστατικά γράμματα (2 Ιουνίου 1964) τον εφημέριο του ιερού ναού του Αγίου Τίτου Νικόλαο Κονιοτάκη, ο οποίος πήγε με προσκηνητές στη Βενετία για να προσκυνήσουν την Αγία Κάρα(2). Ενεργά και θετικά αναμίχθηκε και ο καρδινάλιος Α. C. Cicognani, μεσολαβόντας με επιστολή του προς τον καρδινάλιο Ουρμπάνι, Πατριάρχη Βενετίας. Ο Cicognani μιλούσε ενθαρρυντικά για κατάλληλο κλίμα μετά τη Β' Βατικανή που δημιουργήθηκε και το οποίο ευνοούσε την επιστροφή των λειψάνων(3).
Η Επιτροπεία του Αγίου Μάρκου συνεργώντας στην επανακομιδή ιερών λειψάνων, επικαλείται το οικουμενικό πνεύμα που αποτελεί αιώνια ευαγγελική εντολή της Εκκλησίας, την απόφαση της Β' Συνόδου του Βατικανού, το εξαιρετικό γεγονός των Ιεροσολύμων (5 Ιανουαρίου 1964 ), τη μνήμη του Πάπα Ιωάννου ΚΓ' «τον οποίον ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας, εξ ονόματος όλων των Ανατολικών Εκκλησιών, εχαιρέτησε διά των λόγων του Ευαγγελιστού, των αναφερομένων εις τον Πρόδρομον, και δι' ό,τι ο Πατριάρχης της Βενετίας, επιστρέψας εκ της εις Λίβανον πρεσβείας του Ποντίφηκος, ανήγγειλεν εκ του άμβωνος του Αγίου Μάρκου την 5 Νοεμβρίου 1954, αυτούς τους λόγους : τα δύο ονόματα Ανατολή και Βενετία καλούνται να εκφράσουν μίαν και την αυτήν νόταν, όπως οι δύο Μόροι της πλατείας του Αγίου Μάρκου κτυπούν τας ώρας εις ανάμνησιν του μεγάλου Βενετού Ποντίφηκος Ευγενίου Δ'(4), όστις τόσον έργον προσέφερεν εις τον ΙΕ' αιώνα διά την ένωσιν των εκκλησιών της Ανατολής και τής Δύσεως. Δήλον ποιούσα, ότι η Βενετία διά την ιστορίαν, διά τον πολιτισμόν της και διά την ψυχήν των κατοίκων της είναι η γη, ήτις, μετά μεγαλυτέρας ευαισθησίας, ακούει την παγκόσμιον επίκλησιν διά την ένωσιν, και φαίνεται, όπως είπεν ο Πατριάρχης Roncalli, «η πόλις, η περισσότερον ενδεικνυομένη διά μίαν πρώτην συνάντησιν των χριστιανών Ανατολής και της Δύσεως»(5). Το Πατριαρχικό Συμβούλιο, η Επιτροπεία της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου συνέβαλαν
και συμφώνησαν στην επιστροφή της κάρας του Αγίου Τίτου(6). Ο καρδινάλιος Μπέα, του οποίου η συμβολή υπήρξε θετικότατη στην απόδοση λειψάνων, επαινεί την εκκλησία της Βενετίας για την προσέγγιση των πνευμάτων και των καρδιών. Τα ονόματα του Πάπα Παύλου ΣΤ', του Αυγουστίνου Μπέα και πολλών άλλων
ακούονταν δημόσια από ορθοδόξους αντιπροσώπους(7). Για τον καρδινάλιο Μπέα, ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης είπε τα εξής «Ενθυμούμαι τότε, ότι με την διακρίνουσαν υμάς ευγένειαν, καλωσύνην και δικαιοκρισίαν αναγνωρίσατε το δίκαιον του αιτήματος των πιστών της Xίoυ, μας ενθαρρύνατε και μας συμβουλεύσατε να προβώμεν εις τον σεβασμιώτατον Καρδινάλιον Πατριάρχην Βενετίας αρμόδιον διά την λύσιν του αιτήματος»(8).
Για την επανακομιδή του ιερού λειψάνου του πολιούχου της Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου μεγάλη και θετική υπήρξε κατά πρώτο λόγο η συμβολή της Μαρίας Θεοχάρη, βυζαντινολόγου άρχαιολόγου, που ανακάλυψε τα ιερά λείψανα του Αγίου και η ανακοίνωσή της που επακολούθησε υπό του Ακαδημαϊκού Αναστασίου Ορλάνδου στην Ακαδημία των Αθηνών στις 15.6.1978. Η ανεύρεση των ιερών λειψάνων και η ανακοίνωση στην ακαδημία συνετέλεσαν στο να δραστηριοποιηθεί ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων, ο οποίος επιδεικνύει ευαισθησία προς τους αγίους της Εκκλησίας και ιδιαίτερα της θεοσώσου επαρχίας του και προς τα ιερά λείψανα αυτών. Βοηθούμενος από το Εκλεκτό Επιτελείο του, επέτυχε αρχικά μεν την επανακομιδή της Κάρας του Αγίου Δημητρίου τέλος δε το μεγαλύτερο
μέρος των χαριτοβρύτων λειψάνων του μεγαλομάρτυρα, χαροποιώντας και ενισχύοντας για μια ακόμα φορά τους Θεσσαλονικείς που δοκιμάσθηκαν από τους σεισμούς του 1978. Ο ίδιος ο Παναγιώτατος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κατά το μεγάλο εσπερινό της 12.4.1980, με την ευκαιρία της επανακομιδής
των ιερών λειψάνων του Αγίου Δημητρίου έχοντας ως θέμα του το ψαλμικό «Τι ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων ων ανταπέδωκεν ημίν;» ευχαρίστησε «από καρδίας τους συντελέσαντες εις την ευόδωσιν του θεαρέστου τούτου και εθνοφελούς έργου και δη τον Σεβασμιώτατον Επίσκοπον Φάνο, Πέργκολα, Φοσομπρόνε και Κάλι Κωνστάντζο, Μίτσι, τον Ντον Αράλντο, Ιερατικώς προϊστάμενον της Βασιλικής του Αγίου Λαυρεντίου της πεδιάδος, τον Αξιότιμον Δήμαρχον των Λαυρεντίνων και την ελλογιμωτάτην Δεσποινίδα Μαρίαν Θεοχάρη, ήτις διά της περισπουδάστου ανακοινώσεως αυτής εν τη Ακαδημία Αθηνών υπό του αειμνήστου Ακαδημαϊκού Αναστασίου Ορλάνδου κατά την συνεδρίαν της 15ης Ιουνίου του σωτήριου έτους 1978 συνέβαλεν τα μέγιστα εις την πραγμάτωσιν του ιερού τούτου και ενεκτιμήτου έργου»(9). Θα ήταν παράλειψη και μάλιστα μεγάλη αν δε μνημονεύαμε ιδιαίτερα τη συμβολή του επισκόπου Φάνο Κωνστάντζο Μίτσι όχι μόνο για την επιστροφή των ιερών λειψάνων του Αγίου Δημητρίου αλλά και για την ανεύρεση
αυτών. Η επιστημονική δραστηριότητα του επισκόπου Φάνο συνετέλεσε στην ανακάλυψη και υποστήριξη της αυθεντικότητας των ιερών λειψάνων(10). Τέλος, πολλά ονόματα που συνείργησαν στην ανακομιδή ιερών λειψάνων αναφέρονται στα κείμενα που κατά καιρούς παραθέσαμε.
Στη σύντομη εισαγωγική παράγραφο ετούτης της εργασίας είπαμε ότι δε θα προβούμε σε κρίσεις επί εκκλησιολογικών και άλλων θεολογικών θεμάτων.Θα αρκεσθούμε μόνο να κάνουμε μερικές γενικές παρατηρήσεις.
Στην οικουμενική μας εποχή παρατηρείται προσέγγιση των εκκλησιών και των χριστιανικών ομολογιών, οι καρποί της οποίας παραμένουν ακόμα στο μυστήριο του Θεού. Θα χρειασθεί ίσως πολύς χρόνος μέχρι να δούμε τα αποτελέσματα των μυστικών τρόπων που ενεργεί ο Θεός στην ιστορία. Ως προς τις πραγματικές διαθέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας απέναντι στην Ορθοδοξία, θα είχαμε να παρατηρήσουμε τα εξής. Αφού δεχόμαστε ότι το Άγιο Πνεύμα πνέει όπου θέλει, γιατί να μη δεχθούμε ότι επηρεάζει τις διαθέσεις των Ρωμαιοκαθολικών και μάλιστα τώρα που άρχισε ένας εποικοδομητικός διάλογος; Ήδη έχουμε τα πρώτα δείγματα αυτού του διαλόγου με την έκδοση του πρώτου κειμένου (Μόναχο 1982 ) και επίκειται και επόμενο. (Συνάντηση στο Ηράκλειο τον Ιούνιο 1984). Βέβαια και προβλήματα διαδικαστικά και προβλήματα
ουσίας αναφύονται κατά τη διεξαγωγή του διαλόγου, ελπίζουμε όμως ότι αυτά, με τη βοήθεια του Θεού στο πέρασμα του χρόνου θα εξομαλύνονται.
Μελετώντας με προσοχή τα κείμενα, τα σχετικά με το θέμα μας, και μάλιστα τα διάφορα έγγραφα (επιστολές - τηλεγραφήματα - αποφάσεις συσκέψεων) της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, μπορούμε να πούμε ότι δε διαφαίνονται σημεία που να θίγουν την Εκκλησία μας. Απεναντίας. Όλα τα έγγραφα συντάχθηκαν με μεγάλη προσοχή. Βέβαια μέσα απ' αυτά περνούσαν εκκλησιολογικές θέσεις και απόψεις, ακόμα και τάσεις στις οποίες όμως υπήρχε η άμεση εκ μέρους των Ορθοδόξων απάντηση.
Κατά την απόδοση και παραλαβή Αγίων Λειψάνων γινόταν αναφορά για την ένωση των δύο εκκλησιών από τους εκπροσώπους και των δύο εκκλησιών όπως επίσης και επίκληση των Αγίων προς ευόδωση του σκοπού αυτού. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν παρέχεται έστω και η παραμικρή εντύπωση δουλικής συμπεριφοράς των Ορθοδόξων από λόγους ευγνωμοσύνης. Τα κείμενα των Ορθοδόξων πρωταγωνιστών της επανακομιδής τιμίων λειψάνων από εκκλησιολογικής και θεολογικής απόψεως είναι συντεταγμένα με προσοχή. Η ευχή όλων, και συνεπώς και των Ορθοδόξων, για την πραγματοποίηση της ενότητας, κατά το πνεύμα της αρχιερατικής προσευχής του Κυρίου «ίνα πάντες εν ώσι» πρέπει να συνδυάζεται με κάθε προσπάθεια για να παρουσιάσουν οι σημερινοί μαθητές του Χριστού στον διηρημένο κόσμον τον Ένα Κύριο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 387. Για περισσότερα βλ. στο περιοδικό του Πατριαρχείου Βενετίας: Rivista Diocesana del Patriarcato di Venezia, Anno 1. Ν. 7-8, Iούνιος-Αύγουστος 1965, σ. 370. Βλ. επίσης «Αναμνηστικόν Τόμον επί τη ανακομιδή του σεπτού σκηνώματος Σάββα του Ηγιασμένου εκ Βενετίας εις την Αγίαν Πόλιν Ιερουσαλήμ». 'Εν Ιεροσολύμοις 1965, σ. 12-13 (Ανάτυπον εκ του: τόμου της «Νέας Σιών»).
2. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 412. Βλ. Καθολική (1203, 1.6.1960, σ. 5).
3. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 414.
4. - Πράγματι ο Πάπας Ευγένιος ο Δ' «εργάστηκε» για την ενότητα. Εργάστηκε όμως όπως εκείνος την εννοούσε τότε. Χρειαζόταν το ένωτικό πυροτέχνημα για να αποκατασταθεί στη συνείδηση του Καθολικισμού, που σπαραζόταν από εσωτερικές τρικυμίες.
5. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 413.
6. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 417.
7. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 415.
8. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 463.
9. - Βλ. Λόγο του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου κλπ., ό.π., σ. 85.
10. - Βλ. Δημ. Βακάρου, «Η Επανακομιδή της τιμίας κάρας του Αγίου Ενδόξου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου», Γρηγόριος ο Παλαμάς 61 (1978) 385.
|