image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Αντώνιος Παπαδόπουλος

Καρπός της αρχικής «καταλλαγής» Ανατολής και Δύσεως η επανακομιδή ιερών λειψάνων


1. Οικουμενικό πνεύμα

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με την εκλογή και ενθρόνιση του Πάπα Ιωάννη ΚΓ' εγκαινίασε μια νέα εποχή στις σχέσεις με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Χάραξε στο βραχύ διάστημα της παραμονής του Πάπα Ιωάννη ΚΓ' στο θρόνο μια νέα γραμμή που οδηγεί την εκκλησία του στον οικουμενικό διάλογο σύμφωνα με το πνεύμα της αρχιερατικής προσευχής του Κυρίου. Το νέο πνεύμα καλλιεργεί την αλλαγή στις σχέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ιδιαίτερα προς την Ορθοδοξία. Εκτιμώντας τη συμβολή του Πάπα Ιωάννη ΚΓ' στη δημιουργία καλού κλίματος ο Πατριάρχης Αθηναγόρας σε Δήλωσή του, κατά τη συνεδρία της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, με αφορμή την πληροφορία του θανάτου του Πάπα Ιωάννη ΚΓ', είπε τα εξής «Από της εκλογής και ενθρονίσεως εις τον θρόνον της πρεσβυτέρας Ρώμης, της Α. Αγιότητος, του Πάπα Ιωάννου ΚΓ' εδοκιμάσαμεν, εκ προοιμίων, το ευχάριστον συναίσθημα, ότι μελλοντικώς αι σχέσεις μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Βατικανού θα υφίσταντο εξελίξεις σημαντικάς, προοιωνιζούσας την εν πνεύματι Χριστού προσέγγισιν και συνεργασίαν μεταξύ Ανατολής και Δύσεως»(1). Συνεχιστής του πνεύματος αυτού υπήρξε ο διάδοχός του Πάπας Παύλος ΣΤ', ο οποίος σε Γράμμα του προς τον Πατριάρχη Αθηναγόρα διαπίστωνε αρμονία μεταξύ των αποφάσεων της Γ' Πανορθοδόξου Διασκέψεως και του Συνοδικού Διατάγματος της Β' Συνόδου του Βατικανού που αρχίζει με τις λέξεις «Unitatis Redintegratio», δηλ. «επανολοκλήρωσις της ενότητος». Στο Γράμμα εκείνο της 31ης Μαρτίου 1965 ο Πάπας Παύλος ΣΤ' υπενθύμιζε στον Πατριάρχη Αθηναγόρα, ότι ένα από τα ελατήρια που ώθησεν τον προκάτοχό του προς σύγκληση της Β' Συνόδου του Βατικανού, ήταν η μέριμνά του, όπως συμβάλει στην αποκατάσταση της ενότητας μεταξύ όλων των χριστιανών. Επίσης ο Πάπας Παύλος βεβαίωσε ότι η φροντίδα αυτή διέκρινε όλους τους πατέρες της Συνόδου που συμμερίζονταν το ενδιαφέρον του Πάπα Ιωάννη και γι' αυτό όλοι επιδοκίμασαν το Διάταγμα για τον Οικουμενισμό. Το Διάταγμα για τον Οικουμενισμό εμπνέεται καθολοκληρία από τη θέληση του διαλόγου και την πεποίθηση για τηv ανάγκη δημιουργίας των καταλλήλων συνθηκών ευνοϊκής ατμόσφαιρας για παραπέρα ανάπτυξη καλού κλίματος(2).

Η πρώτη βαθμίδα «καταλλαγής» συντελέστηκε στο όρος των ελαιών. Από τότε, χωρίς να αγνοούνται τα προβλήματα που έχουν εγερθεί, οι δύο «ειρηνοποιοί» «εν ειρήνη κατελθόντες και την προς Εμμαούς, τω Αναστάντι Κυρίω συμπορευόμενοι, αναλαβόντες και αφορώντες εις την κλάσιν του άρτου, επορεύθησαν την άχρι του νυν οδόν, εν αγάπη διαλεγόμενοι»(3). Η επανακομιδή ιερών λειψάνων τοποθετημένη στο όλο πνεύμα καταλλαγής δημιουργεί νέες δυνατότητες για παραπέρα συνεργασία, αφού η χειρονομία της αποδόσεως ιερών λειψάνων από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία χαρακτηρίζεται ως έκφραση της «επαναποκαλυφθείσης αδελφοσύνης» και συμβάλλει στην αύξηση της αγίας ενότητας εν Κυρίω. Όταν ο Πάπας Παύλος ΣΤ' ανακοίνωσε την 23η Ιουνίου 1964 επίσημα ενώπιον του ιερού κολλεγίου των καρδιναλίων την απόφασή του για επιστροφή της τιμίας Κάρας του πρωτόκλητου Ανδρέα, είπε ότι «κύριον μέλημά του» υπήρξε η συνέχιση των εργασιών του ζωτικού έργου της Β' Βατικανής Οικουμενικής Συνόδου. Συνέδεσε με άλλα λόγια τη χειρονομία του ετούτη με τις αποφάσεις της Συνόδου. Επίσης μίλησε για ευκαιρία που δίνεται στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία να προσθέσει στην υπόθεση της ενώσεως ένα νέο γεγονός, το οποίο αν και παραμένει μέσα στα όρια περιορισμένων και απλών γεγονότων, εντούτοις περιλαμβάνει σπουδαιότητα υψίστης σημασίας· «Επιθυμούμεν» είπε ακόμα, «να αποδείξωμεν τον σεβασμόν μας προς την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ως και την πρόθεσίν μας να ανοίξωμεν προς αυτήν την αδελφικήν μας καρδίαν εν τη πίστει, και τη αγάπη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»(4).

Οι Ρωμαιοκαθολικοί είχαν εντάξει το όλο θέμα της αποδόσεως ιερών λειψάνων εντός του πνεύματος της Β' Βατικανής. Η χειρονομία της αποδόσεως του ιερού σκήνους Σάββα του Ηγιασμένου, έγραφε ο Καρδινάλιος Ουρμπάνι από τη Βενετία στις 12.2.1965 προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Βενέδικτο, θα επισημάνει τις αγαθές διαθέσεις και την αδελφική φιλία, με την οποία αισθανόμαστε ενωμένοι στην αγάπη του Χριστού(5). Αλληλογραφώντας ο Καρδινάλιος Cicognani προς τον Καρδινάλιο Ιωάννη Ουρμπάνι για το θέμα της επανακομιδής και επιστροφής ιερών λειψάνων παρατηρούσε τα εξής «Αι προσεχείς συναντήσεις, κατά την διάρκειαν της Β' Οικουμενικής Συνόδου του Βατικανού, θα προσφέρουν κατάλληλον ευκαιρίαν, διά να κριθή, κατά τον καλύτερον τρόπον, η λύσις της εν λόγω περιπτώσεως», δηλ. η ικανοποίηση του αιτήματος της εκκλησίας της Κρήτης, ως προς την επιστροφή της Αγίας Κάρας του Αποστόλου Τίτου(6). Εξάλλου ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευγένιος αναγγέλλοντας με βαθιά συγκίνηση προς το πλήρωμα της Εκκλησίας Κρήτης την απόδοση της Κάρας του Αποστόλου Τίτου επεσήμανε ότι η επιστροφή της Κάρας του Αγίου Τίτου, «αποτελεί εκδήλωσιν της κοινής νοσταλγίας του ηνωμένου παρελθόντος των δύο αδελφών εκκλησιών, την οποίαν ήναψαν εις τας καρδίας των πιστών οι σεπτοί Προκαθήμενοι, η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και η Αυτού Αγιότης ο Πάπας Παύλος ΣΤ' κατά την εν Ιεροσολύμοις ιστορικήν συνάντησιν αυτών και των καταβαλλομένων εκατέρωθεν αγαθών προσπαθειών διά την καλλιέργειαν της ενότητας και του διαλόγου επί ίσοις όροις μεταξύ των δύο εκκλησιών»(7).

Ομολογείται από τους πρωτεργάτες της επανακομιδής ιερών λειψάνων ότι η χειρονομία αυτή μαρτυρεί μια νέα εποχή στις σχέσεις Ανατολής και Δύσεως, Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού. Στη νέα αυτή εποχή κυριαρχούν η αγάπη, η αφιλοκέρδεια, η ειλικρίνεια, το καλό κλίμα που προάγει τις αδελφικές σχέσεις των δύο εκκλησιών. Η επιστροφή ιερών λειψάνων, τόνιζαν ιδιαίτερα οι εκπρόσωποι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ανταποκρίνεται στο όλο κλίμα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στις δύο εκκλησίες μετά τη συνάντηση των αρχηγών τους στα Ιεροσόλυμα(8).

Παρά τά λεγόμενα και διαλαλούμενα για τη νέα εποχή στις σχέσεις Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, εκφράζονταν και επιφυλάξεις όχι μόνο από τον απλό λαό αλλά και από υπεύθυνους εκκλησιαστικούς ηγέτες. Φοβούνταν πολλοί μήπως υπάρχουν «απόκρυφες σκέψεις και επιδιώξεις του Πάπα Παύλου ΣΤ'». Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος φοβούμενος μήπως γίνει εκμετάλλευση του γεγονότος από την πλευρά των καθολικών, παρότρυνε με σχετική Εγκύκλιό του, να μην παραστούν αρχιερείς στις τελετές της πελοποννησιακής πρωτεύουσας. Συγκεκριμένα φοβόταν ο γηραιός προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας Χρυσόστομος μήπως γίνει εκμετάλλευση από Καθολικούς παρουσιάζοντας την επανακομιδή των ιερών λειψάνων ως γεγονός πραγματοποιήσεως της ενώσεως των εκκλησιών(9). Η Εγκύκλιος εκείνη συνάντησε τις αντιδράσεις του τύπου. Το «Έθνος», θεωρώντας ότι ανέτειλε μια νέα εποχή ανάμεσα στις σχέσεις Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών έγραφε «Διά πρώτην φοράν από του Σχίσματος εισήλθον εις τον ναόν του Αγίου Πέτρου της Ρώμης Έλληνες Ορθόδοξοι κληρικοί, εκπληρούντες επίσημον αποστολήν, η οποία αποτελεί συμβολήν εις την προσπάθειαν προς αποκατάστασιν της χριστιανικής ενότητος». Κρίνοντας στη συνέχεια τη στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος η ίδια εφημερίδα έγραφε και τα εξής «Μόνον η ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος φωράται στερουμένη της χριστιανικής αυτής αρετής, αφού αντιμετωπίζει με προκατάληψιν, ακόμη δε και με εχθρότητα, μίαν κίνησιν, προωρισμένη να χαράξη, είτε το θέλομεν, είτε όχι, την νέαν οδόν, που θα ακολου0ήση ο Χριστιανισμός»(10). Ο συντάκτης της «Εκκλησίας» εκτιμώντας αυστηρά τις προθέσεις της Ρώμης, χαρακτήρισε τις ενέργειες του Πάπα Παύλου ΣΤ' «απαιτήσεις» «ουχί ευθείας, αλλά σκολιάς» «μη προαγαγούσας την αγάπην και την ενότητα»(11).Εμείς που βρισκόμαστε μακριά από τα γεγονότα και κρίνοντας με νηφαλιότητα γεγονότα και σχόλια έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής. Τα γεγονότα εκείνα ήταν πράγματι μεγάλα και οι εξελίξεις ραγδαίες, ώστε ήταν επόμενο και σχόλια ευνοϊκά να διατυπωθούν και επιφυλάξεις να εκφρασθούν, δημιουργήθηκε δηλ. μιά ατμόσφαιρα πού δικαιολογούσε ποικίλες εκδηλώσεις. Οι εκδηλώσεις του λαού και η επιφυλακτική στάση του Αρχιεπισκόπου είχαν μια μεγάλη βάση. Το μεγάλο δίδαγμα της ιστορίας μας, ότι δηλ. οι εξεγερθέντες Έλληνες στην κρίσιμη περίοδο του ιερού τους αγώνα του 1821 έμειναν αβοήθητοι από την ομόθρησκη Ρώμη και η αρχικά αρνητική στάση των Ελλήνων Καθολικών στον αγώνα σε συνδυασμό με τον προσηλυτισμό που ασκούσε η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. σε βάρος της Ορθοδοξίας και η δράση της ουνίας ήταν παράγοντες αρνητικοί(12).

Ακόμα και οι ίδιοι οι Καθολικοί δεν μπορούσαν να αγνοούν το παρελθόν γι' αυτό και κατά τις διαπραγματεύσεις συνιστούσαν σύνεση και προχωρούσαν με μεγάλη προσοχή μήπως οι κινήσεις τους δεν εκτιμηθούν θετικά. Σε Γράμμα προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Βενέδικτο ο επίσκοπος Περνιτσιάρο (στις 23/12/1964) μιλούσε για άρση κάθε αμφιβολίας και δυσκολίας «αι οποίαι (αμφιβολίαι και δυσκολίαι) ανθίστανται εις την πραγματοποίησιν της κοινής επιθυμίας να επιστρέψουν εις Ιεροσόλυμα τα ιερά Λείψανα του εν Αγίοις Πατρός ημών Σάββα του Ηγιασμένου»(13). Οι εκπρόσωποι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αντιμετωπίζοντας τη δυσπιστία των ορθοδόξων προσπαθούσαν να άρουν αυτή με κάθε τρόπο τονίζοντας ότι η στάση τους απέναντι στους Ορθοδόξους είναι ειλικρινής. Η χειρονομία με την οποία ο Άγιος πατήρ, έλεγαν, ανταποκρίθηκε στο αίτημα της εκκλησίας των Πατρών επιστρέφοντας την Κάρα του Αγίου Ανδρέα, ανταποκρίνεται στην αγάπη και είναι απόλυτα ειλικρινής και αφιλοκερδής. Ο τονισμός εκ μέρους των εκπροσώπων της Καθολικής Εκκλησίας των αγαθών πάντοτε διαθέσεων του Πάπα, απέβλεπε στο να πεισθούν οι ορθόδοξοι Έλληνες να μην επηρεάζονται από το θλιβερό παρελθόν(14). Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας εκτιμώντας τη χειρονομία της καθολικής Εκκλησίας για επιστροφή ιερών λειψάνων και ενισχύοντας τον λαό χαρακτήρισε «αδελφικήν και σημαντικήν» την επιστροφή και τόνισε ότι «σύμπασα η Ορθοδοξία αγάλλεται»(15).

Επειδή είχαν προηγηθεί οι θέσεις του επισκοπάτου της Εκκλησίας της Ελλάδος που συνοδεύτηκαν με δηλώσεις πολεμικής, oι εκπρόσωποι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας συνιστούσαν υπομονή μέχρι να δημιουργηθεί κλίμα ευνοϊκότερο, ατμόσφαιρα κατάλληλη. Ο Καρδινάλιος Ουρμπάνι γράφοντας στον Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβο αναφορικά με την επιστροφή λειψάνων του Αγίου Ισιδώρου στη Χίο, μιλούσε για αναμονή «ιδιαιτέρας περιπτώσεως εν τη ευνοϊκή προσδοκία» οπότε θα μπορούσε να ευοδοθεί η επιθυμία τους. Ο ίδιος Καρδινάλιος επιθυμώντας να ικανοποιήσει το αίτημα της εκκλησίας της Χίου, που είχε υποβληθεί μέσω του τότε τοποτηρητού του θρόνου, Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου, μιλούσε για τον στενό σύνδεσμο της Βενετίας με την Ανατολή μέσω των ιερών λειψάνων. Η επιστροφή των ιερών λειψάνων θα αποτελούσε «σημείον της αδελφικής φιλίας και δείγμα της ενώσεως εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν»(16). Προς χάρη της ενότητας έπρεπε να μη γίνουν χειρισμοί επιπόλαιοι πριν δημιουργηθεί κλίμα απόλυτης εμπιστοσύνης, την οποία τόσο πολύ επιζητούσαν οι Καθολικοί. Οι Ρωμαιοκαθολικοί εκπρόσωποι έκριναν ότι θα ήταν πολύ θλιβερό αν οι Ορθόδοξοι παρερμήνευαν τις προθέσεις τους και ιδιαίτερα τη χειρονομία του Πάπα. Πάντοτε υπολόγιζαν κατά τρόπο ιδιαίτερο τη θέση της Ελλαδικής Εκκλησίας(17).

Σχεδόν σε κάθε έγγραφο παραγόντων και αξιωματούχων της Καθολικής Εκκλησίας γίνεται λόγος για αγάπη, εγκαρδιότητα, ειλικρίνεια και για αισθήματα αγνά που συνόδευαν κάθε ενέργεια και πράξη τους στο θέμα της αποδόσεως των ιερών λειψάνων. Και είναι πράγματι γεγονός ότι κάθε φορά που επρόκειτο Ρωμαιοκαθολικοί να υποδεχθούν Έλληνες Ορθόδοξους, η προς αυτούς υποδοχή ήταν πάντοτε θερμή. «Οι υμέτεροι αντιπρόσωποι», έγραφε ο Καρδινάλιος Ουρμπάνι προς τον Μητροπολίτη Κρήτης Ευγένιο στις 5 Απριλίου 1965, «εγένοντο δεκτοί παρ' ημίν μετά μεγάλης εγκαρδιότητος και, εκμυστερευόμεθα, ότι ηδυνήθησαν, ίνα διαπιστώσωσι ούτοι μεθ' οποίας καλής θελήσεως προσεπαθήσαμεν, ίνα προσφέρωμεν αυτοίς ευχάριστον και αδελφικήν διαμονήν»(18). Η στάση αυτή θα εκτιμηθεί δεόντως από την ορθόδοξη πλευρά και ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών θα μιλήσει αργότερα για «ευγενή χειρονομία» κατά την παραλαβή του ιερού σκήνους Σάββα του Ηγιασμένου στην Αθήνα, προκειμένου να μεταφερθεί τούτο στη συνέχεια στα Ιεροσόλυμα(19).

Το νέο κλίμα που δημιουργούνταν ανάμεσα στις δύο εκκλησίες το παρακολουθούσαν με ιδιαίτερη προσοχή και οι πολιτικοί άνδρες, οι οποίοι έβλεπαν ότι η παραπέρα ευόδωση των σκοπών θα οδηγούσε στο καλό της ανθρωπότητας. «Συγκινούμεθα από την ευρύτητα των ιδανικών τα οποία ηθελήσατε να προσδιορίσετε», δήλωσε ο τότε πρόεδρος της κυβερνήσεως Γ.Παπανδρέου, προς Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς και πρόσθεσε «Ολόκληρος ο ελληνικός λαός έχει δονηθή από συγκίνησιν διά την προσφοράν σας. Εύχομαι η ευρύτης των σκοπών της να δικαιωθή προς το καλόν της χριστιανοσύνης της ανθρωπότητος και του ελληνισμού»(20). Ότι με την επίτευξη της ενότητας του χριστιανικού κόσμου αποσκοπείται και η ενότητα
εν πολλοίς της ανθρωπότητας, διαφαίνεται στους στόχους του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών και της όλης Οικουμενικής Κινήσεως. Σε πολλά συνέδρια της «Πίστεως και Τάξεως» του ΠΣΕ εκφράζεται η πεποίθηση αυτή. Πολλά από τα επιμέρους θέματα του ΠΣΕ αναφέρονται στην ενότητα του χριστιανισμού και στην ενότητα της ανθρωπότητας.Εντός του πνεύματος αυτού της προσεγγίσεως των δύο εκκλησιών ο Πατριάρχης Αντιοχείας αποκάλεσε την Καθολική Εκκλησία «αδελφήν εκκλησίαν», όπως επίσης και πολλοί ορθόδοξοι μητροπολίτες(21).

Η επανακομιδή του ιερού σκήνους του Αγίου Σάββα στη Λαύρα του στα Ιεροσόλυμα θεωρήθηκε γεγονός ιστορικό για την εκκλησία του Χριστού, που το εξήραν και οι δύο εκκλησίες, Ανατολής και Δύσεως. Υπογραμμιζόταν ότι η χειρονομία αυτή της Καθολικής Εκκλησίας θα αποτελέσει το σημείο επαφής στον πρόλογο του μελλοντικού διαλόγου Ανατολής και Δύσεως και θα απέβαινε προς όφελος ολόκληρης της Εκκλησίας και της «των πάντων ενώσεως»(22). Βαθιά συγκίνηση προκάλεσε και η επιστροφή της Κάρας του Αγίου Ανδρέα τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση γιατί πραγματοποιούνταν ένας νέος σταθμός στις σχέσεις Ανατολής και Δύσεως. Η θεοφιλέστατη παπική χειρονομία συντελούσε στον άρρηκτο δεσμό της πόλεως του πρωτοκλήτου με το Βατικανό(23).

Κολακευτικά λόγια λέγονταν και γράφονταν τότε για την Ελλάδα. και τον ελληνικό λαό από εκπροσώπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ο Καρδινάλιος Μπέα παραδίδοντας το ιερό λείψανο της Κάρας του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα, χαρακτήρισε την Ελλάδα χώρα «αγίαν και γόνιμον», τον «λαόν δραστήριον και εργατικόν» ενώ εγκωμίασε το Έθνος, τις θρησκευτικές και πολιτιστικές του αρχές. Με την επίσκεψίν του στην Ελλάδα ήθελε να συμβάλει στην εδραίωση της αγάπης και της ειρήνης(24).

Αισθήματα αδελφότητας των δύο εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης εκφράστηκαν την 30-11-1974, όταν ο π. Πέτρος Duprey επισκέφθηκε την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου μεταφέροντας το λείψανο του Αγίου Κυρίλλου για να μετακομισθεί στη συνέχεια στην πόλη του Αγίου Δημητρίου. Προσφωνώντας τον Πατριάρχη Δημήτριο ο εκπρόσωπος της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας παρατήρησε ότι η παρουσία του λειψάνου του αγίου Κυρίλλου μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών, μεταξύ της αγίας Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και της εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, γενικότερα της αγίας Ορθοδοξίας, έρχεται να υπομνήσει σ' όλους, Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς, τη μεγάλη και ιερή ευθύνη και το καθήκον της καθολικής χριστιανικής μαρτυρίας και του κοινού ευαγγελισμού του κόσμου. Τις αδελφικές σχέσεις μεταξύ των προκαθημένων των δύο αδελφών εκκλησιών χαρακτήρισε με τα εξής λόγια «Ο μακαριστός προκάτοχος Υμών Παναγιώτατε, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α' εν πλήρει αδελφική αγάπη ομού μετά των Αγιωτάτων Παπών Ιωάννου του ΚΓ' και Παύλου του ΣΤ', ενεκαινίασαν μίαν νέαν εποχήν εις την ιστορίαν της χριστιανοσύνης, την εποχήν της καταλλαγής»(25).

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί εκπρόσωποι εκμεταλλευόμενοι κάθε ευκαιρία προσπαθούσαν να δημιουργήσουν καλύτερο κλίμα. Αναφερόμενοι στο παρελθόν μιλούσαν για αντιθέσεις παρά το γεγονός ότι χάρη στην ιερωσύνη Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί τελούν τα ίδια μυσrήρια. Ο καρδινάλιος Μπέα επισημαίνοντας το πνεύμα της νέας εποχής έγραφε τα εξής «Επί αιώνας εζήσαμεν ως ξένοι προς αλλήλους, ενώ κοινόν βάπτισμα μας κατέστησεν υιούς του Θεού εν Ιησού Χριστώ, αδελφούς αλλήλων. Επι αιώνας ευρέθημεν ατυχώς, πολύ συχνά εις αντίθεσιν οι μεν προς τους δε, ενώ με την χάριν της ιδίας ιερωσύνης επιτελούμεν την ιδίαν θειοτάτην ευχαριστίαν, λαμβάνοντες τον ίδιον άρτον της ζωής, κοινωνούντες του ιδίου αγιωτάτου Σώματος του ιδίου και του μόνου Κυρίου, όστις ήλθε να προσφέρη την ζωήν αυτού ίνα τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγάγη εις εν! Προ του μυστηρίου αυτού παρεκάλεσε τον Πατέρα ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, Πάτερ εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι συ με απέστειλας », (Ιω. 17, 21). Η ενότης των μαθητών του Χριστού, η αγάπη των Χριστιανών προς αλλήλους ήταν το σημείον δι' ου ο κόσμος θα ανεγνώριζε τον Χριστόν και την θείαν αυτού αποστολήν»(26). Ο ίδιος Καρδινάλιος επισήμανε ακόμα ότι στην εποχή μας το Άγιο Πνεύμα μας βοηθεί να, αντιλαμβανόμαστε ολοένα και περισσότερο τις βουλές του Κυρίου και την ευθύνη μας σαν χριστιανοί στον κόσμο. Το πνεύμα που μας υποκινεί σε αγάπη μας κάνει να ξαναβρούμε και εκτιμήσουμε από την αρχή ό,τι έχουμε κοινό και ό,τι μας ενώνει και να αισθανόμαστε ευεργετική οδύνη για ό,τι μας χωρίζει, για ό,τι ακόμα δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε. Πρέπει ωστόσο από τώρα να επικρατήσει η αγάπη με αμοιβαίο σεβασμό, με ευθύτητα, με ειλικρίνεια, με θέληση για να αποκαταστήσουμε βαθμιαία την αδελφοσύνη που λησμονήθηκε επί αιώνες, και όμως διασώθηκε(27).

Την 15η Μαΐου του 1966 επέστρεψε η Αγία Κάρα του Αποστόλου Τίτου στην Κρήτη. Η μέρα εκείνη αποτέλεσε ένα τρανό κήρυγμα πίστεως, αγάπης, ειρήνης και ενότητας. Κατά την επιστροφή της τιμίας Κάρας από τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου οι καμπάνες ηχούσαν πένθιμα, ενώ αντίθετα χαρμόσυνα στην Κρήτη.Η χαρά τόσων χριστιανών ήταν ικανή να φέρει πλησιέστερα την Κρήτη με τους Ενετούς. Μαζί με τον "Άγιο Τίτο που επέστρεφε στην Κρήτη, επανέρχονταν η ειρήνη και η αγάπη(28).

Η ικανοποίηση του θρησκευτικού αιτήματος, της επιστροφής δηλ. των ιερών λειψάνων, συνεργούσε στη σύσφιγξη των δεσμών Ανατολής και Δύσεως, αφού μέγα μέρος του ελληνικού πληθυσμού αισθανόταν ιδιαίτερη ικανοποίηση. Αγωνιζόμενος ο τοποτηρητής του μητροπολιτικού θρόνου στή Χίο να πείσει τον Καρδινάλιο Ουρμπάνι όπως εγκρίνει την απόδοση λειψάνων του Αγίου Ισιδώρου, αναφερόταν στις εβδομήντα χιλιάδες πιστούς στη Χίο, οι οποίοι θα δεθούν ακόμα περισσότερο αδελφικά με τους πιστούς της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στη Βενετία επ' αγαθώ της ανθρωπότητας(29). Εξάλλου ο Ιεράρχης Κισάμου και Σελίνου προσφωνώντας τον Πατριάρχη Βενετίας Ουρμπάνι έλεγε «Ερμηνεύομεν την απόδοσιν των λειψάνων ως μίαν νέαν μαρτυρίαν των καλών και αδελφικών σχέσεων, αι οποίαι καλλιεργούνται τελευταίως μεταξύ των μεγάλων και αρχαιοτέρων εκκλησιών της Ανατολικής Ορθοδόξου και της Καθολικής, οδηγούμεναι εν πνεύματι Αγίω υπό των δύο σεβασμίων πνευματικών αρχηγών, του τε Πάπα Παύλου ΣΤ' και του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα. Είθε να δυνηθούν αμφότεραι αι εκκλησίαι να αισθανθούν εις τας ανανεωθείσας ταύτας τας ημέρας σχέσεις, την παρουσίαν του Παρακλήτου και να εργασθούν μετά ζήλου και εμπιστοσύνης διά την προετοιμασίαν του διαλόγου της αγάπης»(30) Αλληλογραφώντας δύο Καρδινάλιοι ο Αυγ. Μπέα και ο Πατριάρχης Βενετίας Ουρμπάνι, υπογράμμιζαν την ανάγκη επιστρέψεως ιερών λειψάνων στους Έλληνες, γιατί παρόμοιες πρωτοβουλίες αποτελούν σοβαρή συμβολή στην κίνηση για την επαναπροσέγγιση με τις ορθόδοξες εκκλησίες. Οι προλήψεις καταπίπτουν και γεννιώνται αισθήματα εμπιστοσύνης και συμπαθείας, που τόσο πολύ τα είχαν ανάγκη οι Καθολικοί(31). Σε τρίγλωσσο έντυπο, ελληνικό, αγγλικό και γαλλικό, που απηχούσε τη γνώμη των ιεραρχών της Κρήτης παρατηρούνταν τα εξής «Αποτελεί και εκδήλωσιν της κοινής νοσταλγίας του ηνωμένου παρελθόντος των δύο εκκλησιών, την οποίαν ήναψαν εις τας καρδίας των πιστών οι σεπτοί προκαθήμενοι αυτών, η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και η Α. Αγιότης ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ', κατά την εν Ιεροσολύμοις ιεράν συνάντησιν αυτών, την οποίαν προάγουσιν αι εκατέρωθεν αγαθαί προσπάθειαι διά την ενότητα των δύο σεβασμίων αδελφών εκκλησιών»(32). Επίσης ο Μητροπολίτης Ευγένιος τόνιζε ότι η επιστροφή της Αγίας Κάρας του Απ.Τίτου θα συνέβαλε «εις αύξησιν της ενότητος των εκκλησιών ημών, διά την οποίαν τόσας θεοφιλείς προσπαθείας» είχαν καταβάλει οι δύο αρχηγοί(33).

Όταν το ιερό σκήνος του Αγίου Σάββα διακομίσθηκε από τον ιερό ναό του Αγίου Αντωνίου στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου για να παραδοθεί στους ορθοδόξους, ο Καρδινάλιος Ουρμπάνι δήλωσε ότι η παρουσία ορθοδόξων αντιπροσώπων της Σεβασμίας Σιωνίτιδος Εκκλησίας, εκφράζει ένα γεγονός που ανταποκρίνεται στο αίτημα των καιρών και αγκαλιάζει μια νέα εποχή, της οποίας τα αποτελέσματα θα παραμένουν ακόμα στο μυστήριο του Θεού. Στις καρδιές μας, πρόσθεσε ακόμα ο Καρδινάλιος, κτυπούν τα λόγια του Κυρίου «Όπου εισι δύο ή τρεις συνηγμένοι εν τω ονόματί μου, καγώ ειμι εν μέσω αυτών». Οι πέτρες, οι αψίδες, τα ψηφιδωτά του Πανιέρου Ναού τούτου, που εκφράζουν τη στενή φιλία της ενετικής Δημοκρατίας με την Ανατολή, συμμετέχουν στις προσευχές μας για ενότητα(34). Ο αρχιεπίσκοπος Ιορδάνου Βασίλειος ευχαριστώντας τον Πάπα και τον Πατριάρχη Βενετίας για την επιστροφή του σκήνους του Αγίου Σάββα, χαρακτήρισε το γεγονός μεγάλο, που σημειώνει αναμφίβολα, νέο σταθμό στην εξέλιξη φιλαδέλφων σχέσεων μεταξύ των εκκλησιών. Η επανακομιδή του ιερού σκήνους Σάββα του Ηγιασμένου ήταν «όνειρο και προσδοκία αιώνων» και ιστορική η ημέρα της επιστροφής. Τέτοια γεγονότα σφυρηλατούν τους δεσμούς της αγάπης εν τω συνδέσμω της ειρήνης(35).

Η προσέγγιση των δύο εκκλησιών, η καλλιέργεια κλίματος συμφιλιώσεως και η καλλιέργεια της αγάπης, εκφράζουν το πνεύμα της νέας εποχής που χαρακτηρίζεται ως «οικουμενικό». Για οικουμενικό πνεύμα μιλούσαν περισσότερο οι Καθολικοί. «Η αιτία η οποία σας φέρει εδώ από το χαρούμενον νησί σας» είπε ο Καρδινάλιος Ουρμπάνι στους Κρήτες εκπροσώπους για να παραλάβουν την Κάρα του Αγίου Τίτου, «είναι δι' υμάς και δι' ημάς το οικουμενικόν πνεύμα, το οποίον αποτελεί αιωνίως ευαγγελικήν εντολήν της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού και το χαρακτηριστικόν της εποχής μας»(36). Οικουμενικό χαρακτήρα προσέλαβε η επανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Τίτου. Η ιστορία αναφέρει ότι στα χρόνια της Ενετικής κατακτήσεως, στο ναό του Αγίου Τίτου, σε περίοδο θρησκευτικών τελετών συμμετείχαν Ρωμαιοκαθολικοί με τους Ορθοδόξους. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και τώρα. Η νέα όμως συνάθροιση είναι αβίαστη και πηγαία και γίνεται εντός του πνεύματος της αγάπης(37). Το αίτημα του αρχιεπισκόπου Κρήτης για επιστροφή της Αγίας Κάρας του Αποστόλου Τίτου είχε στην καρδιά του καρδιναλίου βαθιά απήχηση «ακριβώς ένεκα των οικουμενικών λόγων, οι οποίοι αποτελούν διά τους Βενετούς ειδικώτερον την προσφιλή κληρονομίαν του Πάπα Ιωάννου ΚΓ' και ευρίσκονται θερμαί εις το πνεύμα του Πάπα Παύλου ΣΤ' και του Πατριάρχου Αθηναγόρα Α'»(38). Και προς την αντιπροσωπεία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων ο καρδινάλιος Βενετίας Ουρμπάνι είπε ότι ήταν αδύνατο να μην ανταποκριθεί η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στο αίτημά τους «Ότε τη προτροπή ενός μεγάλου ποντίφηκος, συνδεδεμένου δι' εξαιρετικών δεσμών αγάπης προς την πόλιν ημών, Πατριαρχικήν αυτού έδραν, προ της ανόδου Αυτού εις τον θρόνον του Αγίου Πέτρου, εκλήθημεν άπαντες εμείς, όπως ζήσωμεν εις εν ένθερμον οικουμενικόν κλίμα, όπερ καταρρίπτει αιωνίους φραγμούς ;και ανοίγει τας καρδίας εις την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Ως ην καθήκον, λόγω μεγάλου σεβασμοϋ και υπακοής, ήτις συνοδεύει ημάς προς τον Ρωμαίον ποντίφικα, Κλειδούχον του Βασιλείου των Ουρανών, ητησάμεθα του πάπα Παύλου VI άδειαν προς αποδοχήν του αδελφικού υμών αιτήματος. Η συγκατάθεσις ήλθε πλήρης, εγκαρδία, ενθαρρυντική παρά του Αγίου Πατρός»(39). Για πνεύμα οικουμενισμού μιλούσαν και οι ορθόδοξοι πρωταγωνιστές. Η παραλαβή του σκήνους του Αγίου Σάββα, είπε ο Πατριάρχης Βενέδικτος, πραγματοποιείται σε μια εποχή στην οποία κυριαρχεί το πνεύμα του οικουμενισμού, δηλ.της αγάπης, της αλληλοκατανοήσεως, της προσεγγίσεως και της ειλικρινείας στις σχέσεις των δύο εκκλησιών(40)
.
Οι Ρωμαιοκαθολικοi δεν παρέλειπαν ευκαιρία να τονίσουν ότι η επανακομιδή λειψάνων συσφίγγει τις σχέσεις Ορθοδόξων και Καθολικών και αποτελεί πορεία προς την ενότητα. Αυτή την ευκαιρία βρήκε και ο εφημέριος του Σαν Λορέντζο Ιn Kampo Don Araldo κατά την επάνοδο στον ναό του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης των χαριτοβρύτων λειψάνων του μάρτυρος. «Όταν τον Οκτώβριο του 1978 επανήλθε εδώ η Τίμια Κάρα του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου, μεγάλη ήταν η αγαλλίαση όλων και αντιληφθήκαμε τότε πόσο το σπουδαίο εκείνο γεγονός ήταν απαρχή πορείας πίστεως με πλούσιες εξελίξεις. Σήμερα με την επανακομιδή των λοιπών οστών του Μεγαλομάρτυρος, η πορεία αυτή της πίστεως στο μοναδικό Θεό και στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό συνεχίζεται και ζωντανεύει βαθύτερη ενότητα, όχι μόνο μεταξύ της μεγαλοπόλεως της Θεσσαλονίκης και της μικρής πόλεως του Σαν Λορέντζο Ιν Κάμπο, αλλά μεταξύ Ορθοδόξου και Καθολικής Εκκλησίας». Και πρόσθεσε· «Στο όνομα του Αγίου Λαυρεντίου σας επαναφέρομεν τα λοιπά οστά του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου, που επί επτά αιώνες φύλαξαν ζηλότυπα οι πατέρες μας. Ο επίσκοπός μας Σεβ. Κωνστάντιος Μίτσι, στη συνάντηση προσευχής που είχαμε στην αρχαία μονή του Αγίου Λαυρεντίου, εξέφρασε ήδη τα αισθήματά μας λέγοντας. «Για σας, αδελφοί εν Χριστώ της Θεσσαλονίκης, η επιστροφή του Αγίου Δημητρίου είναι χαρά μεγάλη. Όμως για μας είναι αιτία οδύνης, γιατί αποχωριζόμαστε ένα μεγάλο φίλο και προστάτη. Αλλά η θυσία μας γλυκαίνεται από τη βεβαιότητα ότι σας προσφέρουμε τη μεγάλη χαρά και συμβάλλουμε στη μεγαλύτερη προσέγγιση των αδελφών εκκλησιών, Καθολικής Δύσεως και Ορθοδόξου Ανατολής και συνεχίζεται η οικουμενική πορεία που άνοιξαν ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ', ο μεγάλος Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας Α' και ο Πάπας Παύλος ΣΤ'. Προς την ίδια κατεύθυνση βάδισαν και ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β' και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος Α' στην πρόσφατη συνάντησή τους, στην Κωνσταντινούπολη»(41).

Όσοι μιλούσαν για το οικουμενικό πνεύμα και ιδιαίτερα οι πρωταγωνιστές της επανακομιδής ιερών λειψάνων, έβλεπαν και βλέπουν τη Θ.Πρόνοια να κατευθύνει την ιστορία προς την ενότητα του χριστιανικού κόσμου.Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο Πάπας Παύλος ΣΤ' χαρακτηρίζονται συνεργοί του Θεού στην ποθητή ενότητα των δύο εκκλησιών. Οι δύο αρχηγοί με πράξεις «κενώσεως» και αγάπης εγκαινίασαν ύστερα από αιώνες χωρισμού και αδελφικής απομονώσεως την καινή εν Χριστώ ζωή και ενότητα με την αγάπη. Και προώθησαν αυτή παρά τα επιπροσθούντα εμπόδια.Η άρση των αναθεμάτων, η επιστροφή ιερών λειψάνων, μαρτυρούν ότι Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί χριστιανοί ίστανται εγγύς, καλλιεργούν και επεξεργάζονται την ιερά καταλλαγή «όπως ταχύ αχθώσι εις το κοινόν παλαιόν κάλλος της μιας αδιαιρέτου Εκκλησίας» πίνοντας από το ίδιο ποτήριο, και τρώγοντας, όπως οι ομολογητές, και οι κοινοί πατέρες, τον ίδιο άρτo(42).





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. - Βλ. «Δήλωσιν του Πατριάρχου Αθηναγόρου κατά την συνεδρίαν της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, επί τω θανάτω του Πάπα Ιωάννου του ΚΓ'», Τόμος Αγάπης Vatican-Phanar (1968-70), Rome-Instabul 1971, σ. 68.

2. - «Γράμμα προς τον Πατριάρχην Αθηναγόραν του Πάπα Παύλου του ΣΤ', αγγέλλοντος αυτώ την έλευσιν παπικής υπό τον Καρδινάλιον Μπέα αποστολής και υπογραμμίζοντος την υπάρχουσαν αρμονίαν μεταξύ αποφάσεων της Γ' Πανορθοδόξου Διασκέψεως και του συνοδικού διατάγματος Unitatis Redintegration», Τόμος Αγάπης κλπ., σ. 188-189.

3. - Βλ. «Αντιφώνησιν του Πατριάρχου Αθηναγόρου εν τω εν Φαναρίω Πανσέπτω Ναώ υποδεχομένου τον Πάπαν Παύλον τον ΣΤ'». Τόμος Αγάπης κλπ., σ. 378.

4. - Στου Π. Γρηγορίου, Πορεία προς την ενότητα, Τόμος Β', Αθήναι 1978, σ. 343.

5. - Βλ. Γράμμα του Καρδιναλίου Ιω. Ουρμπάνι «Προς τον Μακαριώτατον Πατριάρχην Ιεροσολύμων Βενέδικτον», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 389.

6. - Βλ. Επιστολή του Καρδιναλίου Α. G. Cicognani «Προς την Α. Σεβασμιότητα και Παναγιότητα τον Καρδινάλιον Ιω. Ουρμπάνι, Πατριάρχην Βενετίας, στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 413-414.

7. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 420.

8. - Βλ. Γράμμα του Καρδιναλίου Μπέα (20 Ιουνίου 1964) «Τη Αυτού Θειοτάτη Παναγιότητι, Αθηναγόρα τω Α' Αρχιεπισκόπω Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικώ Πατριάρχη», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 344-345, και επίσης Τόμος Αγάπης κλπ., σ. 145.

9. - Βλ. εφημερίδα Έθνος (8.9.1964, και 28.9.1964 ).

10. - Βλ,. εφημερίδα Καθημερινή (16.9.1964).

11. - Εκκλησία 20 (15.10.1964) 528-529.

12. - Βλ. Αντωνίου Παπαδοπούλου, Η στάσις των Ελλήνων Καθολικών έναντι της επαναστάσεως του 1821, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 174 κ.έξ.

13. - Βλ. Γράμμα του Αρβάνου Ιωσήφ Περνιτσιάρο «Προς τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων Βενέδικτον», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 388. «Αναμνηστικόν Τόμον επί τη ανακομιδή του σεπτού σκηνώματος Σάββα του Ηγιασμένου εκ Βενετίας εις την Αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ».Εν Ιεροσολύμοις 1965, σ. 19-20. (Ανάτυπον εκ του Ξ' Τόμου της «Νέας Σιών», Τύποις Ιερού Κοινού του Παναγίου Τάφου).

14. - Bλ. Αρ.Γ.Πανώτη, Παύλος ΣΤ', Αθηναγόρας Α', «Ειρηνοποιοί», Αθήναι 1971, σ. 141.

15. - Βλ. Τηλεγράφημα του Πατριάρχου Αθηναγόρου «Aυτού Αγιότητα Πάπαν Παύλον τον ΣΤ', Άστυ του Βατικανού», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 345. «Ειρηνοποιοί», σ. 141.

16. - Βλ. Γράμμα του Καρδιναλίου Ιω. Ουρμπάνι «Προς τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Μυτιλήνης Ιάκωβον», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 442-443.

17. - Βλ. Επιστολή του Καρδιναλίου Αυγ. Μπέα, «Προς τον Δήμαργον Πατρέων Ν.Βέτσον», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 366.

18. - Βλ. Γράμμα του Καρδιναλίου Ουρμπάνι, Πατριάρχου Βενετίας «Τη Αυτού Σεβασμιότητι τω Ευγενίω Μητροπολίτη Κρήτη», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 425.

19. - Καθολική (άρ. 1461, 27.10.1965), Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 402.

20. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 375.

21. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 377.

22. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 405-406.

23. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 360.

24. - Βλ. Απάντηση του καρδιναλίου Αυγ. Μπέα «Προς Μητροπολίτην Πατρών», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 369.

25. - «Μεταφορά των αγίων Λειψάνων του Αγίου Κυρίλλου εις Κωνσταντινούπολιν και συνεορτασμός της θρονικής εορτής του Αγίου Ανδρέου (30.11.1974», ό.π., σ. 531.

26. - Βλ. ομιλία του Καρδιναλίου Μπέα στην Πάτρα, στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 370.

27. - Στο ίδιο μέρος.

28. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 431-432.

29. - Βλ. Γράμμα του τοποτηρητού του μητροπολιτικού θρόνου Χίου Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου, «Προς την αυτού αγιότητα τον Πατριάρχη Βενετίας Καρδινάλιον Τζιοβάννι Ουρμπάνι», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 444.

30. - Βλ. «Διαβουλεύσεις εις Βενετίαν», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 423.

31. - Βλ. Γράμμα του Καρδιναλίου Αυγ. Μπέα, «Προς την Α. Σεβασμιωτάτην Παναγιότητα τον Καρδινάλιον Ιωάννην Ουρμπάνι, Πατριάρχην Βενετίας», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 416.

32. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 438.

33. - Βλ. Γράμμα του Κρήτης Ευγενίου, «Προς την Α.Εξοχότητα τον Πατριάρχην Βενετίας Καρδινάλιον Ιωάννην Ουρμπάνι», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 411.

34. - Βλ. Ομιλία του Πατριάρχη και Καρδιναλίου Ιω. Ουρμπάνι, στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 400.

35. - Bλ. Αναμνηστικόν Τόμον Πατριαρχείου Ιεροσολύμων..., σ. 165. Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 401.

36. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 436.

37. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 437.

38. - Βλ.Ομιλία Καρδιναλίου Ουρμπάνι, στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 424.

39. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 394.

40. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 405. Βλ. Αναμνηστικόν Τόμον Πατριαρχείου Ιεροσολύμων..., σ. 107-109.

41. - Γρηγόριος ο Παλαμάς 63 (1980) 93-94.

42. - Βλ.Ομιλία του Κρήτης Ευγενίου, στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 433-434.Απόστολος Τίτος (1966, σ. 53-55).

Προηγούμενη Σελίδα