image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ




δείτε το αφιέρωμα
συντροφιά
με τους
γεροντάδες μας







ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα
ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ο Σιμωνοπετρίτης

Περί Θεού: Λόγος Αισθήσεως

© 2004, ΙΕΡΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΟΡΜΥΛΙΑΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ, Εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, Αθήναι 2004.


2. Η Προσευχή του Αγίου Όρους


Α'

1. Εις την Πάλαιαν Διαθήκην o Θεός απαιτεί από τους Ισραηλίτας να αγιάζουν το όνομά του• π.χ. εις τον Ησαΐαν αναφέρεται ότι «δι' εμέ αγιάσουσι το όνομά μου»(5). Οκτακόσια χρόνια προ του Χριστού ο Θεός δια του προφήτου αυτού λέγει• θα μου αποδίδουν δόξαν και θα με ομολογούν ως τον μόνον άγιον, επικαλούμενοι το άστεκτον και υπερύμνητον όνομά μου. Η θεϊκή αυτή προσφώνησις είναι προσευχή, αγιασμός, δόξα και προσκύνησις του Θεού.

Ακόμη λέγει η Παλαιά Διαθήκη ότι εν ονόματι Αυτού καυχώμεθα(6), εξομολογούμεθα Αυτώ(7), δι' Αυτού λυτρούμεθα(8), δι' Αυτού σωζόμεθα(9), εν Αυτώ αγαλλιώμεθα(10), διότι όπου το όνομα του Κυρίου εκεί και η παρουσία του.

Και εις την Καινήν Διαθήκην ο Κύριος εζήτει να κάνωμεν τας αιτήσεις μας προς τον Θεόν εν τω ονόματι Αυτού, του Χριστού(11). Ο δε απόστολος Παύλος, όπως ενθυμείσθε, λέγει ότι ο Θεός εχάρισεν εις τον Υιόν του όνομα, το υπέρ παν όνομα, ώστε εν τω ονόματί του να τον προσκυνώμεν προσευχόμενοι(12). Την δε προσευχήν μας την θέλει αδιάλειπτον(13).

Ο αποστολικός Πατήρ Ερμάς, θέλων τόσον πολύ να είναι εις τον νουν και εις την καρδίαν μας το όνομα του Ιησού, λέγει ότι πρέπει να δεθώμεν με το όνομα του Χριστού, ωσάν να το έχωμε φορέσει επάνω μας και δεν το βγάζομε ποτέ(14).

Ο Μ. Βασίλειος εγνώριζε και ωμιλούσε δια την νοεράν προσευχήν, δια των αυτών λέξεων που την χρησιμοποιούμεν και σήμερα• και έλεγεν ότι είναι η καθολική προσευχή της Εκκλησίας. Και ο ιερός Χρυσόστομος φέρεται λέγων «Βοάτε από πρωί έως εσπέρας το Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον ημάς»(15).

Ας μνημονεύσωμεν τώρα σποράδην μερικούς ασκητικούς Πατέρας, οι οποίοι δεν τονίζουν τίποτε άλλο τόσον, όσον συνιστούν μοναδικώς την ευχήν.

Πολύ γνωστή μας είναι η τριάς των αγίων Ιωάννου του της Κλίμακος του ισαγγέλου, Ισαάκ του Σύρου που σε συνεπαίρνει, και του Συμεών του Νέου Θεολόγου του πνευματοδύτου. Αναλύουν την προσευχήν, και δι' αυτούς που ζουν εις την έρημον, και δι' εκείνους που είναι εις μοναστήρια, και δι' αυτούς που είναι εις τον κόσμον.

Να ενθυμηθώμεν και τους άλλους αετούς, τον όσιον Νεϊλον τον υπερβάμονα, τους οσίους Βαρσανούφιον και Ιωάννην τους διακριτικωτάτους, τον Διάδοχον Φωτικής τον θαυμάσιον.

Τι να είπωμεν και δια τον Γρηγόριον τον Σιναΐτην, ο οποίος μετέφερεν από τα μέρη του Σινά την προσευχήν, την εζωοποίησε και την ανέπτυξεν εις το Άγιον Όρος τον ΙΔ’ αιώνα; Ασφαλώς δε η προσευχή του Ιησού υπήρχε και προηγουμένως εις το Όρος• αλλ' αυτός εγύρισε γην και ουρανόν, εις το Όρος και παντού δια να την διαδώση και την κατέστησε προσευχήν καθημερινήν. Βεβαίως, το Όρος και πριν ουδέποτε εστερείτο αθλητών της ευχής, κατά πρώτον ζώντων απομεμονωμένως, διότι ο ησυχασμός προεβλήθη ως η τελειότερα οδός πνευματικής ζωής.

Και ποιος δεν γνωρίζει ακόμη τον περίφημον Μάξιμον τον Καυσοκαλυβίτην, τον Γρηγόριον τον Παλαμάν τον παμμέγιστον, όστις συνέθεσεν άριστα την δογματικήν και την πρακτικήν περί προσευχής ορθόδοξον διδασκαλίαν, τον άγιον Κάλλιστον, τον Ισίδωρον και τον Φιλόθεον τους Πατριάρχας, και άλλους πολλούς, όπως οι Θεόληπτος Φιλαδελφείας, Κάλλιστος και Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι, κ.ά., οι οποίοι και θεωρητικώς και πρακτικώς έζησαν, εφήρμοσαν και έγραψαν περί της προσευχής.

Ω, τι να ξεχωρίσωμεν από τα τόσα που έγραψε και έζησεν ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο νέος αυτός μυσταγωγός εις την προσευχήν και εις το πατερικόν φρόνημα των ανθρώπων και του κόσμου; Το «Εγχειρίδιόν» του και η «Φιλοκαλία» είναι πλέον κλασσικοί οδηγοί εις όλον τον κόσμον.

2. Ας υπάγωμεν και εις μίαν μονήν και ας ίδωμεν πώς η ευχή έχει σχέσιν με την ζωήν των μοναχών, δια να καταλάβωμεν ποίαν σχέσιν ημπορεί να έχη και δι' ημάς αυτούς. Γνωρίζομεν ότι το μοναστήρι είναι μία αδιάλειπτος σύναξις της αδελφότητας και ολοκλήρου της καθολικής Εκκλησίας. Δεν θα υπήρχε λόγος να υπήρχαν μοναστήρια, αν δεν ήσαν, όντως, μία καθ' ημέραν και κατά νύκτα σύναξις της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι ο Χριστός είναι παρών εν χρόνω και εν τόπω. Δι' αυτό και το κέντρον της μοναχικής ζωής είναι η καθημερινή λατρευτική ζωή, και μάλιστα η θεία λειτουργία. Εκεί ο μοναχός προσοικειούται και αφομοιώνει το μαρτυρικόν, ασκητικόν και λειτουργικόν φρόνημα της Εκκλησίας μας. Τα λειτουργικά κείμενα τον διαποτίζουν και γίνονται προσωπικά του βιώματα.

Συναθροίζονται οι μοναχοί εις τον ναόν γνωρίζοντες ότι δεν είναι μόνοι αλλά μεθ' όλων των αγγέλων και των αγίων, δοξάζοντες τον Θεόν και τιμώντες τον άγιον ή την εορτήν. Η θεία ευχαριστία και η όλη λατρευτική συναγωγή τους προσφέρει μίαν βαθείαν αίσθησιν ότι ο Θεός είναι παρών και αυτοί κοινωνοί Αυτού μυστηριακώς κατά θείαν ενέργειαν. Και όσον αόρατος είναι ο Θεός, κατ' αναλογίαν και τόσον αληθεστέρα είναι η μυστική κοινωνία και η εντρύφησις.

Η του Θεού αύτη κοινωνία εν τη λατρεία, που είναι πρωταρχική, συνεχίζεται εν τω κελλίω και όπου αλλαχού δια της ευχής. Διότι η ευχή δεν είναι απλώς μία προσευχή. Δεν θα υπήρχε λόγος να εκαθήμεθα όλην την ημέραν και να ομιλώμεν εις τον Θεόν, αν ήτο μόνον αυτό, αφού ακούει ο Θεός ακόμη και τα σπλάγχνα μας, όταν κινούνται.

Καλόν αυτό, αλλ' έτι πλέον είναι η ευχή βρώσις του Χριστού, του αμνού του Θεού του παρόντος εν τη μνήμη και επικλήσει του θείου και φρικτού και γλυκυτάτου ονόματός του. Είναι και πόσις μεθυστικού γλεύκους της χάριτος, που καθιστά τον άνθρωπον μετάρσιον. Όλος ο Χριστός προσλαμβάνεται και ευρισκόμεθα ημείς αντανακλώντες τας ιδιότητας του Θεού, θεοί εκ Θεού θεούμενοι, φωτιζόμενοι και μυστικώς ενεργούμενοι.

Ο μοναχός δια της νοεράς αυτής «λειτουργίας», ως λέγουν οι όσιοι Πατέρες, «αληθώς μάννα δια παντός εσθίει πνευματικόν»(16). Τούτο είναι πλήρωσις, «πλείον ώδε» από το «μάννα», που συμβολικώς και προτυπωτικώς έρριχνε ο Θεός εις τους Ισραηλίτας διά να ζήσουν με αυτό. Το ωνόμασαν «μάννα»(17), που σημαίνει• «δεν καταλαβαίνω, τι πράγμα είναι αυτό;» Και λέγει τους έδωσε όνομα ακατανόητον, δια να καταλάβουν ότι εκείνος ο άρτος, που κατέβαινε, ήτο συμβολικός. Έτσι και ημείς ημπορούμε να λέγωμεν «Τι μεγάλο γεγονός είναι αυτή η ευχή, η μνήμη του Ιησού, αυτή η μυστική μετάληψις του Χριστού μας ανά πάσαν στιγμήν, όπως τότε που έπιπτον εξ ουρανού αι νιφάδες του "μάννα" και ο λαός ήσθιε και ηυφραίνετο». Αυτό το μάννα, λοιπόν, είναι η ευχή του Ιησού, η οποία μας γεμίζει από τον ουρανόν, μας τρέφει και μας ποτίζει.

Επομένως, βασική προϋπόθεσις νοεράς προσευχής είναι η πίστις ότι δεν είναι απλώς μία προσευχή, αλλά ότι αυτή είναι αληθής Θεού κοινωνία και βάθρον θεώσεως δια των θείων ενεργημάτων του απροσλήπτου Κυρίου, όστις δι' αυτών κατέρχεται εφ' ημάς και ενούται μεθ' ημών των αμαρτωλών. Έχοντες δε τον Θεόν, έχομεν Πατέρα και Υιόν άμα δια του Αγίου Πνεύματος. Ο ίδιος ο σαρκωθείς Λόγος, ο βασιλεύς των ουρανών, Αυτός που εις το εν δακτυλάκι του ημπορεί να κρατάη όλον τον ντουνιά, Αυτός κρατείται από ημάς! Και εισέρχεται εν ημίν και συνδιατρίβει και εμπεριπατεί μέσα μας.

Όπως εις την θάλασσαν της Τιβεριάδος, όταν ήγρευσαν οι μαθηταί πλήθος ιχθύων, είπεν ο Ιωάννης εις τον Πέτρον «ο Κύριός εστιν»(18), ούτω και ημείς, όταν απλώνωμεν τα δίκτυα της προσευχής, ημπορούμεν να επαναλαμβάνωμεν «ο Κύριός εστι» μετά πλήρους πεποιθήσεως, διότι μας το βεβαιοί η Εκκλησία μας, ότι εκεί υπάρχει Αυτός. Νά 'τος! Παρών, ο ίδιος ο Θεός!

Δια να φωταγωγήται όμως και να λαμπρύνεται διά της παρουσίας του Κυρίου ο πιστός με την ευχήν, πρέπει να προσέχη ο ίδιος να είναι ο βίος του ανάλογος με την ζωήν που αρμόζει εις τον Θεόν. Αφού θέλει τον Θεόν, πρέπει να ζη και θεοπρεπώς. Να επιδιώκη να ξεφεύγη από την ανθρωπίνην μιζέρια και την κακομοιριά, να ενδυναμώνη τον εαυτόν του δια της θείας δυνάμεως, να ασκήται, να γίνεται σκεύος χωρητικόν των θείων χαρισμάτων. Ακόμη, να επιθυμή την κάθαρσίν του από πάσης αμαρτίας, πληροφορούμενος από τον λόγον της αληθείας ότι αυτό είναι κατορθωτόν. Με την έμπρακτον θέλησίν του και την ευδοκίαν του Θεού να φέρεται προς την δυνατήν απάθειαν ο ίδιος, και μάλιστα γινόμενος ολονέν θεοειδέστερος.





Σημειώσεις

5. Ήσ. 29, 23.

6. Σοφ. Σεφ. 50, 20.

7. Σοφ. Σεφ. 51, 1.

8. Σοφ. Σειρ. 51,3.

9. Ίωήλ 3, 5.

10. Ψαλμ. 88, 17.

11. Ιω. 15, 16.

12. Φιλιππ. 2,9-11.

13. Α ' Θεσ. 5, 17.

14. Ποιμήν, Παραβολή 9, 16, ΒΕΠΕΣ, τ. 3, σελ. 96, στίχ. 10-11.

15. Επιστολή προς μοναχούς (αμφ.), PG 60, 752.

16. ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΟΥ, «Τα σωζόμενα περί θείας ενώσεως και βίου θεωρητικού» 79, PG 147, 913C.

17. Έξ. 16, 14-15 και 31.

18. Ιω. 21, 7.

Προηγούμενη Σελίδα