Αθανάσιος Αγγελόπουλος
Η Εκκλησία Θεσσαλονίκης μεταξύ Ρώμης και ΚΠόλεως στο παρελθόν και μεταξύ ΚΠόλεως και Αθηνών στο παρόν. Στο πνεύμα του Ιερού Φωτίου.
Εισήγηση την εορτή του ιερού Φωτίου, 6 Φεβρουαρίου 2004, Διορθόδοξο Κέντρο, Ι. Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Πεντέλη.
Δεύτερη τάση κανονικής-δικαιοδοσιακής φύσεως.
Σε καθαρώς κανονικά ζητήματα (μνημόσυνο, πρώτος βικάριος, εκλογές και τα συναφή) εκδηλώνεται οξύς ανταγωνισμός και αντιπαλότητα στο σώμα των επισκόπων διαφόρων διοικητικών βαθμών του Αν. Ιλλυρικού. Η μεγίστη πλειονότης της Ιεραρχίας της Εξαρχίας Θεσσαλονίκης, που συνήρχετο στην Θεσσαλονίκη, και που είναι το πρότυπο, θα λέγαμε, της σημερινής μορφής Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, αρνείται με διαφόρους τρόπους την κανονική αναφορά στον Ρώμης, μέσω του Θεσσαλονίκης ως βικαρίου του επισκόπου Ρώμης. Αντιθέτως, έλκονται οι επίσκοποι προς την άμεση κανονική σχέση με την Εκκλησία ΚΠόλεως. Στην τάση αυτή παρεμβαίνουν οι Πατριάρχες Ρώμης και ΚΠόλεως υπέρ της κατοχυρώσεως ή διευρύνσεως των δικαιοδοσιακών επιρροών τους, ενώ εμπλέκεται αναποφεύκτως και ο αυτοκρατορικός θεσμός.
Το 531, π.Χ., συγκαλείται στην Ρώμη Σύνοδος για εξέταση της προσφυγής του μητροπολίτου Λαρίσσης Στεφάνου, γιατί το Πατριαρχείο ΚΠόλεως δεν αναγνωρίζει την εκλογή του. Ο Στέφανος προσκομίζει στην Σύνοδο σειρά 27 εγγράφων αλληλογραφίας παπικής μετά του Βικαρίου του στην Θεσσαλονίκη και του αυτοκράτορος, την λεγομένη Συλλογή Θεσσαλονίκης (collectio thessalonicensis). Μ’ αυτά θέλει να αποδείξει ότι ο επίσκοπος Ρώμης ήταν ο μόνος αρμόδιος να εκφέρει κρίση για την εκλογή του.
Από την Συλλογή εξάγονται όλα τα στοιχεία, που δικαιολογούν την γένεση και ανάπτυξη της ρωμαϊκής θεωρίας περί του βικαριάτου Θεσσαλονίκης, ως θεσμού προστατευτικού και προωθητικού των προνομίων του Πατριάρχου Ρώμης στο Αν. Ιλλυρικό και συγχρόνως απωθητικού των ομοίων του Πατριάρχου ΚΠόλεως στο ίδιο γεωγραφικό διαμέρισμα. Επικοδομούνται τα δικαιοδοσιακά αυτά ρωμαϊκά προνόμια στα προϋπάρχοντα εξαρχικά δίκαια του Εξάρχου Θεσσαλονίκης. Ιδρυτής του θεσμού αυτού περί βικαριάτου είναι, κατά την επικρατούσα επιστημονική άποψη, ο Ρώμης Ιννοκέντιος (402-417). Αναγγελλών αυτός την άνοδό του στον θρόνο της Ρώμης στον μητροπολίτη-έξαρχο Θεσσαλονίκης Ανύσιο (383-407), του υπενθυμίζει τα δικαιώματά του, που απέκτησε από τους προκατόχους του επισκόπους Ρώμης, να ελέγχει τα πάντα στο Ιλλυρικό, και τα οποία και ο ίδιος επικυρώνει και επαυξάνει, μάλιστα.
Να τα κείμενα:
Κείμενο πρώτο: «ut omnia quae illis partibus gererentur sanctitati tuae, quae plena justitiae est, traderent cognoscenda» (ώστε όλα, όσα εις εκείνους επί μέρους είχαν μεταβιβασθεί, είναι δίκαιο να αναγνωρισθούν στην αγιότητα σου καθ’ολοκληρίαν).
Μέσα από το κείμενο αυτό της επιστολής βλέπομε ότι δεν περιορίζεται ο Ιννοκέντιος στην γνωστή ήδη παρακλητική εντολή επί του Ρώμης Σιρικίου (384-398), του ελέγχου της χειροτονίας μητροπολιτών στο Ιλλυρικό, αλλά, ανανεώνοντας αυτήν την παρακλητική εντολή, δίδει γενικό χαρακτήρα για τα εκκλησιαστικά πράγματα του Ιλλυρικού και ισχυρίζεται, αναληθώς, ότι συνεχίζει την παράδοση των προκατόχων του.
Κείμενο δεύτερο: Σαφώς διατυπούμενο δόγμα βικαριάτου αναφέρεται σε μια άλλη επιστολή του Ιννοκεντίου, του 412 μ.Χ., στον Θεσσαλονίκης Ρούφο (406-434), διάδοχο του Ανυσίου, όπου, εκτός από την ανάθεση της γενικοτέρας φροντίδος σ’ όλες αυτές τις επαρχίες, που τις απαριθμεί, εκτός από την Μακεδονία, την οποία «ipso jure» διοικούσε ο Θεσσαλονίκης, και την αναφορά στους προκατόχους, υπάρχει μια φράση, που ιδρύει και τυπικά το βικαριάτο, «arripe nostra vice per suprascriptas ecclesias curam», δηλαδή, «ανθ’ ημών ανάλαβε (ως εκπρόσωπος) την φροντίδα στις προμνημονευθείσες εκκλησίες».
Ακόμη στην ίδια αυτή επιστολή καθορίζονται, για πρώτη φορά, και τα καθήκοντα του βικαρίου, π.χ. όλη η αλληλογραφία των μητροπολιτών και των επισκόπων του Ανατολικού Ιλλυρικού θα διέρχεται δι’ αυτού, του βικαρίου του, δηλαδή, και αυτός θα αποφασίζει, εάν τα θέματα θα επιλύει ο ίδιος ή θα τα παραπέμπει στην αρμόδια αρχή. Έχομε, δηλαδή, μια άμεση διοικητική, μέσω απολύτου γραφειοκρατίας, υπαγωγή του ελάσσονος στο μείζον. Δηλαδή έχομε την δημιουργία ενός νέου κατεστημένου, όπου ο Ρώμης διοικεί το Εκκλησιαστικό Ιλλυρικό με απολυταρχικό τρόπο, αλλ’εμμέσως, δι’ εντολής του όχι εφάπαξ αλλά προς το πρόσωπο του εκάστοτε μητροπολίτου Θεσσαλονίκης.
Οι επιδιώξεις αυτές του Ρώμης όμως τινάχθηκαν στον αέρα. Οι αντιδράσεις των επισκόπων, χωρίς ή και με την συμπαράσταση και συνέργια του Θεσσαλονίκης, ήσαν μόνιμες, με αποκορύφωμα επί Ρώμης Βονιφατίου Α’ (418-422), που είναι ο πραγματικός διάδοχος του Ιννοκεντίου στις απόψεις του περί βικαριάτου Θεσσαλονίκης.
Στην β’ επιστολή του, του 419, προς τον Θεσσαλονίκης Ρούφο, με αφορμή την εκλογή του Περιγενούς, ως Επισκόπου Κορίνθου, επαναλαμβάνει όσα είχε καθιερώσει, με πραξικοπηματικό, απολυταρχικό και οπωσδήποτε αναληθή τρόπο, ο Ιννοκέντιος. Το σημείο, που μας ενδιαφέρει, από την επιστολή, είναι το εξής. Κείμενο τρίτο: «cura earum ecclesiarum quas tebi vice sedis apostolicae a nobis creditas recognosces», δηλαδή, «φρόντισε αυτές τις Eκκλησίες, τις οποίες σου έχομε εμπιστευθεί, ως αντιπρόσωπο της αποστολικής έδρας».
Οι δυσαρεστημένοι από τις εξουσίες του αποστολικού βικαρίου Θεσσαλονίκης μητροπολίτες του Ανατολικού Ιλλυρικού αντιδρούν με αναφορά, που την υποβάλλουν στον έπαρχο του Ιλλυρικού Φίλιππο, για να την προωθήσει στην ΚΠολη. Με την αναφορά ζητούν την κατάργηση του Βικαριάτου και την υπαγωγή του Ανατολικού Ιλλυρικού εκκλησιαστικώς στην Ανατολή. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β’ (408-450) δέχεται την αίτηση, συγκατανεύει και εκδίδει, σε συννενόηση με την Εκκλησία ΚΠόλεως, το λεγόμενο Rescriptum (αυτοκρατορική απόφαση κατόπιν σχετικής αιτήσεως) το 421, με το οποίο το Αν. Ιλλυρικό υπήγετο στην Αρχιεπισκοπή ΚΠόλεως.
Οι αντιδράσεις των παπών και κάποιων ελαχίστων επισκόπων του Ιλλυρικού πολλαπλές, όμως αντίθετες προς το ρεύμα της ιστορίας. Η απάντηση ήταν το Rescriptum να συμπεριληφθεί προς ενίσχυση της ισχύος του και στον δημοσιευθέντα το 437 Θεοδοσιανό Κώδικα. Σε επόμενη φάση και οι ίδιοι οι μητροπολίτες Θεσσαλονίκης, οι φέροντες τον τίτλο του Βικαρίου, επαναστατούν κατά του Ρώμης, όπως, π.χ. ο Ανδρέας Α’, προ του 482, και ο Δωρόθεος, λίγο μετά το 482, που υποστηρίζουν τα δίκαια στο Ιλλυρικό του Πατριάρχου ΚΠόλεως.
Φυσικά, η χαριστική βολή πολιτικά, όπως είπαμε, στο απολυταρχικό αυτό εκκλησιαστικό καθεστώς, δίδεται το 732/733 και κανονικά επί Φωτίου το 879/880. Εβλήθη και εξουδετερώθηκε με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους αρχιερείς του Αν. Ιλλυρικού, όχι διότι δεν ανεγνώριζαν το πρωτείο τιμής στον Έξαρχο μητροπολίτη τους Θεσσαλονίκης για λόγους κανονικούς, ιστορικούς και πραγματικούς, αλλ’ εξαιτίας της τακτικής των Πατριαρχών Ρώμης να χρησιμοποιήσουν το κύρος του μητροπολίτου Θεσσαλονίκης ως Εξάρχου του Αν. Ιλλυρικού προς υποταγή σ’ αυτούς επαρχιών, που πολιτικά και κανονικά ανήκαν ή έπρεπε να ανήκουν εις άλλη δικαιοδοσία, αυτή της ΚΠόλεως.
|