image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Αθανάσιος Αγγελόπουλος

Η Εκκλησία Θεσσαλονίκης μεταξύ Ρώμης και ΚΠόλεως στο παρελθόν και μεταξύ ΚΠόλεως και Αθηνών στο παρόν. Στο πνεύμα του Ιερού Φωτίου.

Εισήγηση την εορτή του ιερού Φωτίου, 6 Φεβρουαρίου 2004, Διορθόδοξο Κέντρο, Ι. Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Πεντέλη.

1. Η Εκκλησία Θεσσαλονίκης μεταξύ Ρώμης και ΚΠόλεως στο παρελθόν.

Τρεις είναι οι χρονολογίες-κλειδιά, που προσδιορίζουν την δικαιοδοσιακή σχέση της Εκκλησίας Θεσσαλονίκης, ως Εξαρχίας και Βικαριάτου με την Πρεσβυτέρα και τη Νέα Ρώμη: το 395/396 μ.Χ., το 732/733 μ.Χ. και το 879/880 μ.Χ. επί Πατριάρχου ΚΠόλεως του σήμερα τιμωμένου ιερού Φωτίου.

Οι μητροπόλεις και οι επισκοπές του Iλλυρικού διατελούσαν υπό τον Ρώμης, χωρίς αμφισβητήσεις μέχρι το 395 μ.Χ. Tότε συντελείται η διαίρεση του Ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό Ρωμαϊκό. Στα τέλη του 395 μ.Χ. και στις αρχές του 396 μ.Χ. συνήφθη συμφωνία μεταξύ Αρκαδίου και Στιλίχωνος, που επισημοποίησε την διαίρεση.

Σύμφωνα μ’αυτήν, το Ανατολικό Ιλλυρικό, περιείρχετο στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος. Τι εννοούμε γεωγραφικά, όταν λέμε «Ανατ. Ιλλυρικό»; Eννοούμε τη σημερινή Νοτιοανατολική Ευρώπη από τα νότια της Ουγγαρίας, στον μέσο ρου του Δουνάβεως, προς Βορράν, μέχρι Κρήτης προς Νότον και από Αδριατικής Θαλάσσης μέχρι Νέστου ποταμού, του συνόρου μεταξύ Μακεδονίας και Θράκης, ανατολικά.

Η Θεσσαλονίκη κατέστη η μόνιμη έδρα του διαμερίσματος αυτού. Επομένως, και η Εκκλησία Θεσσαλονίκης, στην ομώνυμη πόλη ως έδρα του Ανατολικού Ιλλυρικού, δέσποζε στην περιοχή, απελάμβανε επιβλητικού κύρους, και ως εκ τούτου, και ο επίσκοπος της εξεχούσης θέσεως. Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης κατέχει περίοπτη θέση και ο μητροπολίτης της διατηρεί θέση υπερμητροπολίτου, όπως ακριβώς οι μητροπολίτες Νικομηδείας, Ηρακλείας, Εφέσου, Καισαρείας και Αντιοχείας. Στις παλιές πρώτες Συνόδους βλέπουμε αυτήν την θέση περιωπής του Θεσσαλονίκης, με το να υπογράφει μεταξύ των πρώτων τα Πρακτικά των. Από όλη αυτή την περιωπή σήμερα διατηρείται ο τίτλος «Παναγιώτατος», που φέρει κατά παράδοση ο Θεσσαλονίκης, εντός όμως των ορίων της Επαρχίας του.

Η δεύτερη χρονολογία-κλειδί είπαμε ότι είναι το 732/733 μ.Χ. Τότε το Ανατολικό Ιλλυρικό αποσπάται από τον Πατριάρχη Ρώμης και περιέρχεται και εκκλησιαστικά στον Πατριάρχη ΚΠόλεως. Η βασικώτερη αιτία της νέας εκκλησιαστικής καταστάσεως πρέπει να αναζητηθεί στην εικονομαχική κίνηση, που αναπτύχθηκε κατά τον 8ο αιώνα, και η οποία έγινε αφορμή της υπαγωγής και εκκλησιαστικώς του Ανατολικού Ιλλυρικού στον Κωνσταντινουπόλεως.

Η κίνηση αυτή εμφανίσθηκε και αναπτύχθηκε στο έδαφος της Μ.Ασίας, επειδή μερικοί επίσκοποι δέχθηκαν και καλλιέργησαν εικονομαχικές αντιλήψεις. Το σπουδαιότερο, όμως, είναι ότι την εικονομαχική κίνηση της Μ.Ασίας εγκολπώθηκε ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος, που, ακόμη από στρατηγός, είχε την έδρα του στις περιοχές αυτές και τελούσε υπό το κλίμα όλων αυτών των καταστάσεων. Έχοντας, λοιπόν, τέτοιες ιδέες και εμφορούμενος από ένα τέτοιο εικονομαχικό πνεύμα, ως αυτοκράτωρ (717-741 μ.Χ.), δεν διστάζει και να το επιβάλη.

Έτσι το 726 μ.Χ. ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος προσπαθεί να πείση τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανό (715-730) να ακολουθήση εικονομαχική πολιτική. Ο Γερμανός, άνθρωπος ευρείας μορφώσεως και ηπίου χαρακτήρος, αρνείται, κι έτσι επέρχεται διάσταση μεταξύ πατριαρχικού και αυτοκρατορικού θεσμού. Η διάσταση αυτή είχε δυσάρεστες συνέπειες στην αυτοκρατορία, γιατί η άρνηση του πατριαρχικού θρόνου να ακολουθήση εικονομαχική πολιτική είχε απήχηση στο Νότιο Ιλλυρικό, κυρίως στην Πελοπόννησο και στις Κυκλάδες. Και η αντίδραση αυτή δεν ήταν μόνο ιδεολογική και δεν εκδηλώθηκε μόνον με πνευματικά μέσα αλλά πήρε και μορφή ενόπλου επαναστάσεως εναντίον του Λέοντος. Ο «τουρμάρχης» της Ελλάδος Αγαλλιανός με τους άμεσους συνεργάτες του, τον Στέφανο και τον Κοσμά, επαναστατούν κατά της Κωνσταντινουπόλεως, συγκροτούν στρατό, ναυπηγούν πλοία και με τον στόλο τους επέρχονται κατά της Κωνσταντινουπόλεως. Προ της Κωνσταντινουπόλεως, όμως, ηττάται ο Ελλαδικός στόλος. Το υγρό πυρ καταστρέφει τα καράβια, ο Αγαλλιανός μόλις και μετά βίας σώζεται, ενώ οι δύο άλλοι παραδίδονται και αποκεφαλίζονται. Έτσι λαμβάνει πέρας η θερμή αυτή αναμέτρηση, που είχε ως ιδεολογικό υπόβαθρο την διαμάχη μεταξύ εικονολατρών και εικονομάχων.

Συγχρόνως, όμως, παρουσιάζεται και ένα άλλο αξιόλογο φυσικό φαινόμενο. Το θέρος του 726 μ.Χ., λίγο πριν από τις πολεμικές επιχειρήσεις, συνέβη ένας υποθαλάσσιος σεισμός μεταξύ Θήρας και Θηρασίας. Από τον σεισμό ξεπετάχθηκαν ηφαιστιογενή κομμάτια από την θάλασσα και ενώθηκαν με το νησί Ιεράς ή Καϋμένης. Το γεγονός αυτό ερμηνεύθηκε με κριτήρια υπέρ ή κατά των εικόνων. Οι εικονολάτρες το θεώρησαν σαν οργή Θεού εναντίον των εικονομάχων, ενώ οι εικονομάχοι σαν οργή Θεού εναντίον των εικονολατρών.

Τα παραπάνω γεγονότα επέτειναν την συγκεκριμένη λήψη αποφάσεων για την εφαρμογή της εικονομαχικής πολιτικής του Λέοντος. Τα μέτρα τα οποία έλαβε είναι η απαίτηση της παραιτήσεως του πατριάρχου Γερμανού, ο οποίος κατ’ανάγκην τελικά το 730 μ.Χ. παραιτείται, και η έκδοση του πρώτου διατάγματος το 730 μ.Χ. κατά των εικόνων.

Στο διάταγμα αυτό αντιδρά επίσημα η Ρώμη, που ήταν με το μέρος των εικονοφίλων, και τον Νοέμβριο του 731 Σύνοδος στο Βατικανό καταδικάζει την εικονομαχική πολιτική του Λέοντος Γ’. Η καταδίκη συνοδικώς της εκκλησιαστικής πολιτικής του Ισαύρου είχε ως αποτέλεσμα να θεωρήση ο Λέων το όλο θέμα του εκκλησιαστικού Ιλλυρικού με δικούς του πολιτικούς όρους. Ας δούμε, όμως, ποιες είναι πιο συγκεκριμένα οι αντιδράσεις στην Ανατολή και στην Δύση.

Προτού καν οι αποφάσεις της συνόδου της Ρώμης γίνουν γνωστές και εφαρμοσθούν και στο Ανατολικό Ιλλυρικό, ο Λέων Γ’ ο Ίσαυρος προσαρτά το 732/733 και εκκλησιαστικά την περιοχή αυτή στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να σταματήσει κάθε διείσδυση και επιρροή του Ρώμης στο Ανατολικό Ιλλυρικό, εφ’ όσον ο Ρώμης είχε λάβει αντίθετη θέση στην εικονομαχική πολιτική του. Έτσι αποσαφηνίζεται μια κατάσταση που επί τόσους αιώνες ήταν το μήλο της εκκλησιαστικής έριδος μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως. Τα πράγματα παραμένουν έτσι μέχρι την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, το 787, οπότε έχομε μια πρώτη αποκατάσταση των εικόνων. Η οριστική αποκατάσταση έγινε το 843 από Σύνοδο που συνεκάλεσε η Θεοδώρα.

Το θέμα, όμως, της πνευματικής δικαιοδοσίας επί του Ανατολικού Ιλλυρικού δεν λήγει. Διότι αποκατεστάθη μεν η ειρήνη, και συνεπώς η Ρώμη εκέρδισε ηθική νίκη για την σωστή εκκλησιαστική πολιτική της στο ζήτημα των εικόνων, δεν ήρθησαν, όμως, όλες οι συνέπειες εκ της εικονομαχικής έριδος. Ο Ρώμης εξακολουθεί να στερείται των δικαιωμάτων του στο Ανατολικό Ιλλυρικό και ζητεί αποκατάσταση της τάξεως στο καθεστώς προ της εικονομαχικής έριδος.

Η ανατολική εξουσία της Κωνσταντινουπόλεως, αυτοκρατορική και εκκλησιαστική, δεν ευνοεί μια τέτοια οπισθοδρόμιση, διότι έπρεπε, τέλος πάντων, να τηρηθεί η κανονική αρχή της ταυτίσεως των εκκλησιαστικών ορίων προς τα κρατικά. Ο πάπας Αδριανός Α’ (772-790) δεν συμμετέχει στην Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο περί αποκαταστάσεως των εικόνων, εάν δεν αποκτήσει προηγουμένως τα δίκαιά του στο Ανατολικό Ιλλυρικό. Ο Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του την αξίωση αυτή.

Το θέμα παρουσιάζεται οξύτερο επί πάπα Νικολάου Α’ (858-867), και Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου (858-867, 877-886). Στη Σύνοδο που γίνεται στην Κωνσταντινούπολη το 879-880 αντιδρά η Ρώμη, η οποία ζητεί επιμόνως τα δίκαιά της στο Ιλλυρικό, αλλ’ ο Φώτιος αποδεικνύει στον Ρώμης ότι «τα εκκλησιαστικά και μάλιστα τα περί ενοριών δίκαια ταις πολιτικαίς επικρατείαις και διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι είωθε». Το αξίωμα αυτό κατεκύρωσε η Σύνοδος του 879-880, και περιελήφθη το 884 στον Κώδικα των Βασιλικών κι έτσι οριστικοποιείται και σε κανονική βάση η εκκλησιαστική προσάρτηση του Ανατολικού Ιλλυρικού στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτή είναι η τρίτη χρονολογία-κλειδί.

Μέχρι το 395 μ.Χ., λοιπόν, η Εκκλησία Θεσσαλονίκης αδιαμφισβήτητα προσανατολίζεται στην Εκκλησία της Ρώμης. Διατηρεί στο τότε δικαιοδοσιακό status quo την εσωτερική της αυτονομία, ως Εξαρχία. Δηλαδή, εφ’ όσον η Εκκλησία της Θεσσαλονίκης είχε το προνόμιο της αποστολικής αρχής, η δε ομώνυμη πόλη ήταν το αδιαμφισβήτητο πολιτικό-διοικητικό κέντρο του Αν. Ιλλυρικού, με πολιτικό προσανατολισμό όμως την Ρώμη, αφού δεν υπήρχε ΚΠολη ακόμη, διέθετε τα προσόντα και τις προϋποθέσεις να γίνει κέντρο Εξαρχίας ολοκλήρου του Ιλλυρικού, με τα ίδια περίπου προνόμια των τριών πρώτων Εξαρχιών: Ρώμης, Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας, σύμφωνα, άλλωστε και με τον 6ο κανόνα της Α’ Οικουμενικής Συνόδου. Ο Έξαρχος Θεσσαλονίκης εκινείτο αυτονόμως μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, διετήρει δε άριστες σχέσεις με την Εξαρχία της Αλεξανδρείας επί δογματικών και κανονικών ζητημάτων.

Ποια όμως ήσαν τα δικαιώματα και τα προνόμια των πρώτων εκείνων Εξαρχιών, προς τα οποία είλκετο και η Εξαρχία Θεσσαλονίκης; Πρώτον, το δικαίωμα λήψεως μέτρων πειθαρχίας επί των μητροπολιτών της Εξαρχίας, δεύτερον το δικαίωμα συγκλήσεως της Συνόδου της Εξαρχίας, εκτός της ipso jure συγκλήσεως της υπό τους μητροπολίτες Επαρχιακής Συνόδου. Εννοούμε, δηλ., το δικαίωμα συγκλίσεως Συνόδου της Εξαρχίας του Αν. Ιλλυρικού, της σημερινής Νοτιοανατολικής Ευρώπης, στην Θεσσαλονίκη, που δεν το είχαν άλλες μητροπολιτικές περιφέρειες, π.χ. Κόρινθος, Λάρισα, Νικόπολη κλπ. Και τρίτον , το δικαίωμα του Εξάρχου συμμετοχής του σε χειροτονία μητροπολιτών όλων των υπό την Εξαρχία Επαρχιών.

Είπαμε ήδη ότι, ενώ το πολιτικό-διοικητικό σκηνικό ως προς το Αν. Ιλλυρικό ξεκαθάρισε οριστικά το 395 μ.Χ., στα πλαίσια της διατηρήσεως σφαιρών επιρροής μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, Κπόλεως και Ρώμης, η διαμάχη περί της εκκλησιαστικής επικυριαρχίας του Αν. Ιλλυρικού ή της Εξαρχίας Θεσσαλονίκης ήταν μακρότερη και τραχύτερη μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης και ΚΠόλεως και πέραν του 395 μέχρι του 733 πολιτικά, κανονικά δε και οριστικά μετά από άλλα 150 χρόνια, επί του σήμερον εορταζομένου Πατριάρχου ΚΠόλεως, του ιερού Φωτίου, το 879-880, με την Σύνοδο της ΚΠόλεως.

Υπό τις ανωτέρω πολιτικές-εκκλησιαστικές προϋποθέσεις, η Εκκλησία Θεσσαλονίκης, ως η πρώτη μεγάλη επί ευρωπαϊκού εδάφους χριστιανική κοινότης, με παρακαταθήκη τις δύο προς Θεσσαλονικείς επιστολές του Απ. Παύλου, που συνιστούν τα δύο αρχαιότερα κείμενα της Κ.Διαθήκης, ως μητρόπολη, υπερμητρόπολη, ως εξαρχία και ρωμαϊκής εμπνεύσεως βικαριάτο, πορεύεται ως διακεκριμένη επαρχία-μητρόπολη της Μητρός Μεγάλης Εκκλησίας ΚΠόλεως, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, από το 733 πολιτικώς και δη κανονικώς από το 880/884 και μέχρι το 1928 από τε πνευματικής και διοικητικής απόψεως, επί 1200 σχεδόν χρόνια συνεχώς.

Ποια η σημασία του γεγονότος αυτού; Aπό ελληνορθοδόξου πλευράς; Δεν είναι του παρόντος η απάντηση στο ερώτημα αυτό. Τούτο μόνο επισημαίνουμε. Χάρις στην εκκλησιαστική πολιτική Λ. Ισαύρου και Πατριάρχου ΚΠόλεως ιερού Φωτίου επιβιώνει μέχρι σήμερα η αγία ημών Ορθόδοξος πίστη και κληρονομιά στην Νοτιοανατολική Ευρώπη ή στην Χερσόνησο του Αίμου, το τ. Αν. Ιλλυρικό.

Προτού έλθουμε στα σύγχρονα, από το 1928 μέχρι σήμερα, αξίζει να μείνουμε ακόμη λίγο σ’εκείνο το παρελθόν. Να αναδιπλώσουμε στιγμιότυπα κάποια. Ποιες, δηλ. τάσεις, ποιοι προσανατολισμοί δικαιοδοσιακοί υπήρχαν από το 395 μέχρι το 733 και 880/884 στο σώμα των Επισκόπων Ρώμης, ΚΠόλεως, Θεσσαλονίκης και των άλλων μητροπολιτών και επισκόπων του Αν. Ιλλυρικού. Έχοντες στον νουν μας πάντοτε το τότε εκκλησιαστικό δίπολο: Ρώμη και ΚΠολη. Θα δούμε τις τάσεις αυτές εν ριπή οφθαλμού μέσα από τα επίσημα τότε κείμενα (αλληλογραφία, νόμοι, αποφάσεις και τα συναφή).

Προηγούμενη Σελίδα