Αθανάσιος Αγγελόπουλος
Τα Πατριαρχικά δίκαια στην Ελλάδα σε σχέση με τα δίκαια της Εκκλησίας της Ελλάδος
3. Επί της παραγράφου των σελ. 4-5 «Εξ ετέρου…να αλλάξη». Εν αντιπαραβολή προς την παράγρ. της σελ. 2 της Αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας από 10 Νοεμβρίου 2003 «Προς τούτοις…όπερ και ομοφώνως ενεκρίθη».
α) Η αντιπαραβολή γενικά των δύο παραγράφων περί του μνημοσύνου του Πατριάρχου στις Ν.Χώρες ως Αρχιεπισκόπου (και Πατριάρχου) δείχνει την σημερινή κριτική διάθεση της Εκκλησίας ΚΠόλεως-Μητρός Εκκλησίας-έναντι της Εκκλησίας της Ελλάδος-θυγατρός και Αδελφής-Εκκλησίας. Η τελευταία το γραπτό αίτημα (διαμαρτυρίας αίτημα) της Μητρός Εκκλησίας ικανοποιεί δια της αποκαταστάσεως του ορθού. Η Εκκλησία της Ελλάδος αποφαίνεται, αποκαθιστώσα την κανονική τάξη, ότι κάμνει την διόρθωση «εις ένδειξιν της αγαθής και φιλαδέλφου διαθέσεως». Η αποκατάσταση αυτή έπρεπε να μη προκαλέσει στην ΚΠολη «απορίαν και θλίψιν» αλλ’ ευχαρίστηση. Διότι, εάν στον Καταστατικό Χάρτη αφηρέθη το «Αρχιεπίσκοπος» και έμεινε το «Οικουμενικός» (καθ’ ημάς-και είναι τούτο αποδεδειγμένο από προσωπική έρευνα και εμπειρία-συγκινεί το ποίμνιον να ακούει του ονόματος «Πατριάρχης», διότι όλοι οι εις την Ελλάδα μητροπολίτες, με πρώτο τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, στην Θ.Λατρεία μνημονεύονται και αυτοί ως Αρχιεπίσκοποι, για να δημιουργείται έτσι σύγχυση ποιμαντικής αναφοράς), αυτό δεν έγινε υπαιτιότητι της παρούσης Εκκλησιαστικής ηγεσίας της Ελλάδος. Η μνημόνευση, εξάλλου, κατά τον Καταστατικό Χάρτη, βρίσκεται σε λεκτική συνάφεια με τον Θ’ όρο της Πατριαρχικής Πράξεως του 1928, που ομιλεί αδιευκρίνιστα γενικώς ότι «Οι εν Ελλάδι Μητροπολίται του Οικουμενικού Θρόνου μνημονεύουσι του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου». Επομένως, εάν υπάρχει σφάλμα, το σφάλλειν είναι ανθρώπινο. Η αποκατάσταση όμως του σφάλματος (εάν είναι σφάλμα) είναι θείον και πάντοτε ευάρεστον γεγονός και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να προκαλεί «απορίαν και θλίψιν» αλλά ικανοποίηση, ως αποδοχή της όντως «αγαθής και φιλαδέλφου διαθέσεως». Γιατί μπορούσε και να μη γίνει δεκτή η πρόταση του Αρχιεπισκόπου από την Σύνοδο Ιεραρχίας, που αριθμεί 80 Ιεράρχες. Δεν είναι εύκολη υπόθεση το να προεδρεύεις ενός τέτοιου μεγάλου σώματος, που ήτο δυνατόν να απορρίψει την πρόταση του Αρχιεπισκόπου, για να έχουμε μια άλλη εμπλοκή περιττή και ακατανόητη πάλι για τον ευσεβή ελληνικό λαό, που αγαπά αμφότερους τους Προκαθημένους (έχουν ιδίαν εμπειρία από τις καθόδους των στον λαό, που τους επευφημεί και τους ρένει με ροδοπέταλα και τα συναφή) και που είναι αυτός ο αγνός λαός, που πρέπει να είναι το κύριο κριτήριο των ενεργειών των ηγετών, και δη των πνευματικών, ώστε να μη προκαλούν σκανδαλισμό. Ο υπογράφων χρειάσθηκε πολλές φορές να εξηγήσει, προφορικά, ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά, την σημασία του μνημοσύνου και του συμμνημοσύνου, διότι η κοινή γνώμη κατά 95% νόμιζε και νομίζει ότι πρόκειται για κάτι παρόμοιο προς το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο υπέρ των τεθνεώτων. Όταν δε τους εξηγούσα τι σημαίνει το μνημόσυνο στην Θεία Λατρεία, έκαμναν το σταυρό τους, διαπορούντες με χαρακτηρισμούς ήκιστα κολακευτικούς για τους εκκλησιαστικούς ηγέτες μας, ως ασχολουμένους και εκδαπανωμένους τοιουτοτρόπως, για να προβληματίζουν αρνητικά την πάντοτε άδολη και καλοπροαίρετη κοινή γνώμη.
β). Η μνεία στο Πατριαρχικό έγγραφο της από 10 Νοεμβρίου 1928 Εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος για το ακριβές, κατά την τάξη της Θείας Λατρείας, μνημόσυνο του Πατριάρχου ως Αρχιεπισκόπου είναι ισχυρή απόδειξη της ανάγκης τηρήσεως ακριβώς του εκκλησιαστικού τύπου περί μνημοσύνου, εν προκειμένω του Πατριάρχου ως Αρχιεπισκόπου αλλά και της Ιεράς Συνόδου. Η Εγκύκλιος λέγει: «Πάντες οι Αρχιερείς των Νέων Χωρών επικοινωνούν προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην δια της Ιεράς Συνόδου, μνημονεύουσι δε του τε Οικουμενικού Πατριάρχου και της Ιεράς Συνόδου («Εν πρώτοις μνήσθητι Κύριε του Αρχιεπισκόπου ημών…και της Ιεράς ημών Συνόδου των ορθοτομούντων τον λόγον της σης αληθείας») (σελ. 355, έτος Στ’, 10 Νοεμβρίου, Εκκλησία, αριθμ. 44. Πρβλ. και Αθ. Αγγελοπούλου, Η Εκκλησία των Νέων Χωρών, Θεσσαλονίκη 1986-διδακτικό εγχειρίδιο σελ.89). Βέβαια, η Πατριαρχική Πράξη του 1928 ομιλεί στον Θ’ όρο, όπως προείπαμε αλλά πρέπει να το επαναλάβουμε εδώ, περί μνημοσύνου επιλέξει «του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου», και κατά τούτο δεν υφίσταται επί της ουσίας διαφορά μεταξύ Καταστατικού Χάρτου και Πατριαρχικής Πράξεως. Η αυτή διατύπωση παρατηρείται και στην Εκκλησιαστική Πράξη της Συνόδου των Αθηνών, της 20 Νοεμβρίου 1928, στον όρο Ζ’ «Οι εν Ελλάδι Αρχιερείς του Οικουμενικού Θρόνου μνημονεύουσι του τε Οικουμενικού Πατριάρχου και της Ιεράς Συνόδου». Μόνον η Εγκύκλιος εξειδικεύει το πράγμα. Η Εγκύκλιος καθιερώνει ωσαύτως το συμμνημόσυνο Πατριάρχου και Ιεράς Συνόδου, παρότι η Πατριαρχική Πράξη ουδέν περί αυτού λέγει, ενώ η Συνοδική Πράξη των Αθηνών το διαλαμβάνει σαφώς. Εν τούτοις, η συμπερίληψη στην Εγκύκλιο του συμμνημοσύνου δηλώνει, άνευ ετέρου, τα κεκυρωμένα προ-συμπεφωνημένα μεταξύ των δύο Εκκλησιών, πριν την έκδοση του νόμου και των δύο Πράξεων, που προέβλεπαν το συμμνημόσυνο, τα οποία και επιβεβαιώθηκαν τελικά, προς τήρηση των «συμφωνιών κυρίων», στις διασυνοδικές αποφάσεις από Νοεμβρίου 1928 μέχρι Αυγούστου 1929. Εάν δεν προυπήρχε τοιαύτη συμφωνία, δεν θα δικαιολογείτο η εφαρμογή της αρχής του συμμνημοσύνου και δεν θα’ πρεπε η Εγκύκλιος να καθιερώνει το συμμνημόσυνο. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Εκκλησία ΚΠόλεως θα διεξεδίκει ανυποχωρήτως- και θα είχε δίκιο να το κάμει, μόνο πατριαρχικό μνημόσυνο. Και παρά ταύτα- και στην βάση αυτή εφαρμογής μόνο του πατριαρχικού μνημοσύνου-η Πατριαρχική Πράξη αποφεύγει το συμμνημόσυνο. Όταν δε η Αθήνα διαμαρτύρεται, θέτουσα την αρχή του συμμνημοσύνου, ως προσυμπεφωνημένου, η άποψη-θέση της Εκκλησίας ΚΠόλεως καθορίζεται επιλέξει: «όπως οι των επαρχιών του Πατριαρχικού Θρόνου αρχιερείς μνημονεύουσι και εφεξής μόνον του Πατριαρχικού ονόματος ως του μνημοσύνου τούτου αποτελούντος μίαν των πρώτων και σπουδαιοτέρων εκφάνσεων της διατηρουμένης κανονικής εκκλησιαστικής εξουσίας του Πατριαρχικού Θρόνου επί των περί ων πρόκειται επαρχιών αυτού, του δε συμμνημοσύνου της Ιεράς Συνόδου δυναμένου εκληφθείναι ως μειώσεως της εξουσίας ταύτης» (Πατριαρχική επιστολή από 9 Φεβρουαρίου 1929). Η ανταπάντηση στο σημείο αυτό της Συνόδου των Αθηνών είναι εξίσου διαφωτιστική και αποκαλυπτική της αλλαγής εκ των υστέρων πλεύσεως της πατριαρχικής πλευράς, άνευ όμως αποτελέσματος, γιατί δεν μπορούσε να αθετήσει τα μονογραφηθέντα, δηλ. κεκυρωμένα προ-αποφασισθέντα. Λέγει, λοιπόν, η Αθήνα: «Ζητείται όπως οι των Επαρχιών του Πατριαρχικού Θρόνου Αρχιερείς μνημονεύουσι και εφεξής μόνον του Πατριαρχικού ονόματος, εν ω τα περί ων ο λόγος προκαταρκτικά γράμματα ώριζον ότι οι Αρχιερείς έμελλον ινα μνημονεύωσι του τε Πατριαρχικού ονόματος και της Ιεράς Συνόδου. Τούτο δε και κανονικώς επιβάλλεται…Όθεν η κανονική πράξις επιβάλλει του μνημονεύειν μεν αυτούς του Πατριαρχικού ονόματος εις ένδειξιν της πνευματικής αυτών εξαρτήσεως, μνημονεύειν δε και της Ιεράς Συνόδου εις ένδειξιν της διοικητικής αυτών εξαρτήσεως, καθ’ όν τρόπον τούτο πράττουσιν οι της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας. Άτοπον τους μεν της Εκκλησίας ταύτης Αρχιερείς μνημονεύειν τους του Οικουμενικού Πατριάρχου ως μελών της Ιεράς Συνόδου, τούτους δε μη μνημονεύειν των αδελφών αυτών» (επιστολή Συνόδου Αθηνών προς ΚΠολη από 28 Μαΐου 1929). Ως γνωστόν, και επ’ αυτού-λίαν σημαντικού θέματος-σημαντικότερου του σημερινού- η Πατριαρχική Σύνοδος του Αυγούστου 1929 έκαμε «πλήρως» αποδεκτές τις ερμηνευτικές θέσεις των Αθηνών. Η περίπτωση αυτή περί το συμμνημόσυνο είναι στο ίδιο θεματολόγιο-πακέτο, θα λέγαμε, όπου και το φλέγον σήμερα ζήτημα του τελικού καταλόγου εκλεξίμων προς έγκριση ή ανακοίνωση στο Φανάρι.
|