image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Αθανάσιος Αγγελόπουλος

Τα Πατριαρχικά δίκαια στην Ελλάδα σε σχέση με τα δίκαια της Εκκλησίας της Ελλάδος

Β. Παρατηρήσεις-Εκτιμήσεις επί του κειμένου-Αποφάσεως της Συνόδου της Εκκλησίας ΚΠόλεως, της 1ης Δεκεμβρίου 2003, σε αντιπαραβολή προς εκείνο της Συνόδου της Ιεραρχίας των Αθηνών, από 10 Νοεμβρίου 2003.

1.Επί της α’ παραγράφου «Εν πρώτοις ελύπησεν ημάς…Συνοδικής Πράξεως του 1928» (σελ.1).

α) Διαλαμβάνονται κρίσεις περί του τρόπου λειτουργίας ενός άλλου άλλης Τοπικής Εκκλησίας ανωτάτου οργάνου διοικήσεως, τ.ε. της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Είναι ή δεν είναι δυνατόν οι κρίσεις αυτές καθ’ εαυτές να θεωρηθούν παρέμβαση μιας Τοπικής Εκκλησίας, εν προκειμένω της Εκκλησίας ΚΠόλεως, στον τρόπο λειτουργίας της διοικήσεως μιας άλλης Τοπικής Εκκλησίας; (ερώτημα φοιτητών).

β) Η ερμηνεία περί της «ψήφου των πλειόνων» επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Η διαφορά μεταξύ των δύο Τοπικών Εκκλησίων είναι δογματικής φύσεως, πίστεως διαφορά, ώστε να μη λαμβάνεται υπόψει η πλειοψηφία; (ερώτημα φοιτητών). Και εν τοιαύτη περιπτώσει, γιατί εις τις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους ελύοντο τα θέματα ακόμη και πίστεως και τάξεως δια ψηφοφορίας; (ερώτημα φοιτητών και του υπογράφοντος). Το δικαίωμα της αρχής της ψήφου αυτό καθ’ εαυτό ουδείς ημπορεί να αμφισβητήσει και ελέγξει ως σφάλμα. Πως θα εργαζόταν αποτελεσματικά η Σύνοδος της Ιεραρχίας των Αθηνών για το ανακύψαν, ως μη ώφειλε, «μικρό», καθ’ημάς, διοικητικό ζήτημα, λελυμένο ήδη, καλή τη πίστει, ως γνωστόν, από τον Αύγουστο του 1929, και όχι πίστεως ή τάξεως; Πως μια πολυπληθής Σύνοδος 80 Αρχιερέων θα αποφασίσει, εάν η αρχή του δικαιώματος της ψήφου και όχι «η ψήφος των πλειόνων» (αυτό είναι άλλο πράγμα), καταργείτο και ο καθένας αρχιερεύς εθεώρει-ως θεωρεί, εξάλλου-τα εαυτού ορθά; Τι θα διέφερεν η Σύνοδος από την Χάβρα; (ερωτήματα φοιτητών και υπογράφοντος). Ή μήπως ήτο ωραίο το θέαμα για τον ευσεβή λαό μας να βλέπει από τις τηλεοράσεις την αποχώρηση λίαν ελαχίστων αρχιερέων, υποστηρικτών τώρα τάχα (πρώην επικριτών κάποιων μέχρι χθές και απαξιωτικώς ομιλούντων για την Μητέρα Εκκλησία ΚΠόλεως) της ΚΠόλεως, ως εάν οι εντός πλείστοι να ήσαν όλοι, πλην πάλι ελαχίστων, κατ’ Αυτής; (ερωτηματική κρίση του υπογράφοντος).

γ) Εάν, πράγματι, ετίθετο σε ψηφοφορία το θέμα της αποδοχής ή απορρίψεως του όλου ή ουσιώδους μέρους του κειμένου της Πράξεως του 1928, τότε θα είχε θέση και δικαίωση η υπό κρίση παράγραφος αυτή. Διότι θα συντελείτο μονομερώς παρέμβαση σε κανονικό και νομικό κείμενο-σύμβαση δύο μερών. Δεν επρόκειτο όμως περί αυτού, αλλά περί σεβασμού και επιβεβαιώσεως της ερμηνείας εις λεπτομέρεια (προς έγκριση ή ανακοίνωση ο κατάλογος;) της Πράξεως «υπό του εκδόντος αυτήν» οργάνου, τ.ε. της Πατριαρχικής Συνόδου του Αυγούστου 1929. Δεν έκαμε, επομένως, ερμηνείαν δική της η Σύνοδος των Αθηνών. Επανέλαβε δια ψηφοφορίας, βάσει του αναφαιρέτου δικαιώματος της ψήφου, την αυθεντικήν ερμηνεία του ίδιου εκείνου οργάνου, το οποίον, το ίδιον, λίγους μήνες πριν (Σεπτ. 1928), με την ίδια σχεδόν σύνθεση και με τον ίδιο Πατριάρχη, εξέδωκε την Πράξη. Μίαν Πράξη, που την επιβεβαίωσε μια άλλη «Πράξη περί αποδοχής…», τον Νοέμβριο 1928. Μόνο εκείνο το θεσμικό κανονικό όργανο είχε το δικαίωμα της αυθεντικής ερμηνείας της δικής του αποφάσεως και ουδέν έτερον, μετ’αυτό. Τοσούτον μάλλον καθόσον η Πράξη του 1928 δεν έχει εσωτερικήν μόνον, εντός της Τοπικής δικαιοδοσίας της Εκκλησίας ΚΠόλεως αναφοράν, αλλά άπτεται και των σχέσεών της με μιαν άλλην Τοπικήν Εκκλησίαν, κατόπιν εσωτερικών διασυνοδικών διαπραγματεύσεων, με αντιρρήσεις και αμφιβολίες και προσθαφαιρέσεις και επιχειρηματολογίες, που όμως κατέληξαν σε οριστική συμφωνία, τον Αύγουστο του 1929. Η εκδούσα, εν προκειμένω, αρχή προϋποθέτει και την αρχή αποδοχής του προϊόντος της εκδόσεως. Κατά τούτο, λοιπόν, δικαιούται η Αρχή αποδοχής, εν προκειμένω η Εκκλησία της Ελλάδος, να επικαλείται την αυθεντικήν ερμηνείαν της πρώτης, της εκδούσης Αρχής, διότι και συμμετέσχε πρωτοβούλως μάλιστα (από Νοέμβριο 1928-έως Αύγουστο 1929), στην διαμόρφωση από κοινού των ερμηνευτικών τροποποιήσεων. Είναι, επομένως, η Αρχή αποδοχής μέρος και όχι εκτός της εκδούσης Αρχής (θέση του υπογράφοντος).

δ) Εάν, πράγματι, επίστευεν εξ αρχής το Φανάρι ότι η ψήφος των πλειόνων δεν ισχύει στην περίπτωσή μας, τότε διατι απέστειλεν Πατριαρχική και Συνοδική επιστολή (άριστο κείμενο για άλλη περίπτωση) εις τους μητροπολίτες των Νέων Χωρών να εργασθούν στην Ιεραρχία των Αθηνών υπέρ των δικαιωμάτων της Εκκλησίας ΚΠόλεως; Τίνι άλλω τρόπω θα επιβεβαιώνοντο τα δίκαια αυτά; Παρά μόνον δια ψηφοφορίας; Και δη και μυστικής; Και εάν η πλειονοψηφία, υποθέτουμε, ήταν υπέρ των θέσεων της ΚΠόλεως, θα ετίθετο και πάλιν εν αμφιβόλω η ψηφοφορία εκείνη; (ερώτημα φοιτητών). Να γιατί το προοίμιον της αποφάσεως αυτής της Συνόδου της Εκκλησίας ΚΠόλεως μπορεί να χαρακτηρισθεί ως νομοκανονική υπερβολή μάλλον, που προδιαθέτει εκ προοιμίου επιφυλακτικά τον αναγνώστη του και για τα όσα θα ακολουθήσουν σωστά ή συζητούμενα στο κείμενο αυτό. Προφανές, λοιπόν, ότι εστενοχώρησε βαθύτατα «η εν Αγίω Πνεύματι και δια μεγάλης πλειονοψηφίας ληφθείσα Απόφασις της Σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος», του Νοεμβρίου 2003, και έπρεπε να υποτιμηθεί και διασκεδασθεί αναλόγως, αντί να εξαχθούν ρεαλιστικά συμπεράσματα.

Προηγούμενη Σελίδα