Αθανάσιος Αγγελόπουλος
Τα Πατριαρχικά δίκαια στην Ελλάδα σε σχέση με τα δίκαια της Εκκλησίας της Ελλάδος
Α. Παρατηρήσεις-εκτιμήσεις επί του κειμένου της Εισηγήσεώς Σας στην Ιεραρχία και της Αποφάσεως της Συνόδου της Ιεραρχίας των Αθηνών από 10 Νοεμβρίου 2003.
Θετικές και σαφείς θέσεις-αρχές
α) Ο σεβασμός του καθεστώτος στις σχέσεις Εκκλησίας Κπόλεως και Εκκλησίας της Ελλάδος. Επί λέξει: «Εμείς δεν θέλομε να αλλάξωμε τίποτε από το καθεστώς που υπάρχει στην Εκκλησία μας. Ούτε πιστεύουμε και ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης» (βλ. σελ. 6 της Εισηγήσεως). Η επιχειρηματολογία των εξ σημείων (αυτόθι), που ακολουθεί με συνέπεια κατά χρονολογική σειρά από το 1928 μέχρι τα σημερινά ισχύοντα, είναι διαυγής και σαφής. Αναδιπλώνει και τέμνει την εν Ελλάδι εκκλησιαστική διοίκηση της τελευταίας 75ετίας (1928-2003) χωρίς προκαταλήψεις ή υπονοούμενα ή διγλωσσίαν ή και κενά. Τα κανονικώς, δηλ. εκκλησιαστικώς και συνοδικώς, συμπεφωνημένα και τεθεσπισμένα μεταξύ των δύο Τοπικών Εκκλησιών, δια της αρμοδίας οδού ή και απευθείας διασυνοδικώς, έχουν όλα, κατά την έννομη τάξη της Πατρίδος μας, και την νομική προστασία και εγγύηση του Κράτους της Ελλάδος, με μικρές παραλλαγές και διευκρινίσεις μόνο εις κάποια επουσιώδη και με πλήρη σεβασμό στα ουσιώδη αλλά και σε πλείστα όσα επουσιώδη. Κάθε επίσημο κείμενο, είτε κανονικό είτε νομικό, δοκιμάζεται διαχρονικά ολίγον ή πολύ, ως προς την ανθεκτική λειτουργικότητά του. Πόσοι και πόσοι π.χ. ιεροί κανόνες απώλεσαν σε επιμέρους μικρά την ισχύν των, λόγω των εσωτερικών και εξωτερικών εξελίξεων στο ζων σώμα της Εκκλησίας. Για να μη μιλούμε για νομικά (συντάγματα, νόμοι, διατάγματα) κείμενα, που κείνται ισχύοντα σε αχρησία.
Παρατηρούμε, εν τούτοις, ότι το εις την άμεση επικαιρότητα κανονικό, και νομικό συγχρόνως για την Ελλάδα, κείμενο της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του Σεπτεμβρίου του 1928, σε συνάρτηση με την άγνωστή μας μέχρι σήμερα άλλη ισόκυρη και ισοδύναμη «Πράξη περί αποδοχής…», του Νοεμβρίου 1928, ενσωματωθέν αρμονικά και όχι αφομοιωτικά στην εν Ελλάδι συνταγματική και έννομη τάξη, διετήρησε όλα τα ουσιώδη (αυτό είναι το προέχον καθ’ ημάς) και πολλά επουσιώδη, ενώ άλλα επουσιώδη είτε από την πρώτη στιγμή εφαρμογής της Πράξεως αμφισβητηθέντα ερμηνεύθησαν τελεσίδικα, κατόπιν κοινής των δύο μερών διασυνοδικώς διαπραγματεύσεως και συμφωνίας, είτε καθ’ οδόν μέχρι σήμερα δεν άντεξαν εξ αντικειμένου, διότι εξέλιπαν και τα τότε αναφερόμενα στις δύο Πράξεις Σεπτ.και Νοεμβρ. θεσμικά πλαίσια (π.χ. η δευτέρα παράγραφος του Ζ’ όρου, λόγω διαλύσεως του Γ.Ε.Τ. και του Ε.Σ.Ε.Ε. και όλος ο 7ος όρος περί πατριαρχικών και σταυροπηγιακών μονών, λόγω συγχωνεύσεως ή διαλύσεως ή απαλλοτριώσεως της περιουσίας των υπέρ των προσφυγικών ποιμνίων της Εκκλησίας ΚΠόλεως στην Ελλάδα). Και ουδείς, μα ουδείς, για τα επουσιώδη αυτά είναι πταίκτης, ενώ άπαξ για ουσιώδη όρο υπήρξε από σκοπού υπαιτία η αντικανονική περίοδος διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος (1967-1973). Αυτή είναι η ιστορία της Εκκλησίας και έτσι καταγράφεται. Στο πνεύμα της Εισηγήσεως η απόφαση της Ιεραρχίας είναι συνεπής κατά την ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος της τελευταίας 75ετίας, και επικυρωτική κατά τον πλέον πανηγυρικό τρόπο εκ νέου των συμπεφωνημένων από το 1928 κ.ε., προκειμένου περί των σχέσεων των Εκκλησιών ΚΠόλεως και Αθηνών. Επιλέξει: «…ουδεμία πρόθεσις υφίσταται εκ μέρους της Εκκλησίας ημών περί αλλαγής του εκκλησιαστικού καθεστώτος των λεγομένων Νέων Χωρών, διο και Αύτη επιθυμεί ινα συνεχισθεί η ισχύς της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 εν τω πλαισίω αφ’ ενός των τροποποιήσεων αίτινες κοινή συμφωνία μεταξύ των δύο Εκκλησιών επετεύχθησαν και αφ’ ετέρου του ισχύοντος Νόμου 590/1977 ‘Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος’…δηλοί και αύθις ότι σέβεται, αναγνωρίζει και τηρεί το διαμορφωθέν δια της Πράξεως του 1928 καθεστώς, ως τούτο ισχύει μέχρι σήμερον, με πλήρη σεβασμόν ωσαύτως των διατάξεων του Καταστατικού Χάρτου» (σελ. 2 του κειμένου αποφάσεως των Αθηνών).
β) Μνημονεύετε ότι «ούτε και ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης»(σελ.6) θέλει την αλλαγήν των καθεστώτων». Αυτό διεκήρυξε πάλιν και πολλάκις ο Πατριάρχης μας αλλά κατά έναν δικό του απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο. «Δεν ζητούμεν ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα αλλά αυτά που μας ανήκουν πλήρως στην Ελλάδα δια της Πράξεως του 1928». Η Πράξη του 1928 όμως ως κανονικό κείμενο έχει προϊστορίαν πρώτον, συγκεκριμένην υπό όρους αποδοχή και εφαρμογή της από την Εκκλησία της Ελλάδος, (βλ. «Συνοδικήν Πράξιν περί αποδοχής της διοικήσεως των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών», συνημμένην στο παρόν, τώρα το πρώτον από τον υπογράφοντα κοινοποιουμένην), κατ’ ακολουθίαν της υπό όρους διατυπώσεως και της ιδίας δεύτερον, ως και την αναγκαίαν δια την Εκκλησία της Ελλάδος νομική προστασίαν της, ετεροχρονισμένην μάλιστα, τρίτον. Επισημαίνουμε συναφώς ότι κανένα κείμενο εκ του εξωτερικού εισαγόμενο δεν ισχύει στην Ελλάδα, μη περιβαλλόμενο νομικήν ισχύν από τη Βουλή των Ελλήνων, προκειμένου περί κοσμικών διακρατικών κειμένων, ή νομικήν προστασίαν και συνδρομήν, προκειμένου περί κανονικών εκκλησιαστικών κειμένων, όπως προκειμένου π.χ. περί της Πατριαρχικής Πράξεως του 1928. Κάμνουμε αυτή την διάκριση μεταξύ ισχύος και προστασίας ή συνδρομής, λόγω της ειδοποιού διαφοράς μεταξύ νομικών και κανονικών κειμένων. Τα νομικά κείμενα αναφέρονται στον πολίτη άνθρωπο και το πέριξ αυτού περιβάλλον σε μια διεθνώς αναγνωριζομένη επικράτεια. Τα κανονικά όμως κείμενα αναφέρονται στο θεανθρώπινο Ίδρυμα, την Εκκλησία του Χριστού, όπως, π.χ., για την Ελλάδα ειδικότερα είναι ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, και συναφώς η Συνοδική Πράξη των Αθηνών, του Νοεμβρίου 1928.
2)Αρνητικές θέσεις. α) Η άποψή Σας, Μακαριώτατε, ότι η Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1928 επιλέξει: « …επί ουδενός ιερού κανόνος ερείδεται» (σελ. 7 της Εισηγήσεως) είναι ανακριβής. Επί της αυτής εσφαλμένης γραμμής κινούνται και οι Εισηγήσεις των Σεβ. Μητροπολιτών Μεσσηνίας Χρυσοστόμου ( «η ως άνω Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις άνευ Κανονικών ερεισμάτων») και Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού Δανιήλ («…εζητείτο λύσις πέραν των Ιερών Κανόνων»). Κατά τούτο έχει δίκιον η Εκκλησία ΚΠόλεως, όταν διαμηνύει επιλέξει: «Ας ληφθούν ταύτα υπόψιν υπ’ εκείνων οι οποίοι αβασανίστως κρίνουν ότι το καθεστώς της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928 δεν στηρίζεται εις τους ιερούς κανόνας» (σελ. 6 της Πατριαρχικής και Συνοδικής αποφάσεως από 1/12/2003). Ο μελετητής όμως των Πρακτικών της οικείας συνοδικής Επιτροπής της Εκκλησίας ΚΠόλεως, κατ’ Ιούνιον του 1927, διαπιστώνει σαφέστατα και την κανονική θεμελίωση του κειμένου της Πράξεως, η οποία έχει επιλέξει ως εξής: «Αλλά και κανονικώς το προτεινόμενον κυβερνητικόν σχέδιον ευοδούται, εάν παραβληθή κατ’ αναλογίαν προς ό,τι και άλλοτε ωρίσθη. Δηλ. ο ΛΘ’ Κανών της εν Τρούλλω ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, έχων υπ’όψει την δια τους αναφερομένους λόγους μετανάστευσιν του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Ιωάννου μετά του ποιμνίου αυτού εις την Ελλησπόντειον επαρχίαν, ορίζει: ‘ώστε την Νέαν Ιουστινιανούπολιν το δίκαιον έχειν της Κωνσταντινουπόλεως και τον επ’αυτή καθιστάμενον θεοφιλέστατον Επίσκοπον πάντων προεδρεύειν των της Ελλησποντίων επαρχίας και υπό των οικείων Επισκόπων χειροτονείσθαι, κατά την αρχαίαν συνήθειαν…του της Κιζυκηνών πόλεως Επισκόπου υποκειμένου τω Προέδρω της ειρημένης Ιουστινιανουπόλεως, μιμήσει των λοιπών απάντων Επισκόπων, των υπό του λεχθέντος Θεοφιλεστάτου Προέδρου Ιωάννου, υφ’ ου χρείας κωλούσης και ο της Κιζυκηνών πόλεως Επίσκοπος χειροτονηθήσεται’. Ανεξαρτήτως του σημείου εάν επραγματώθη ή ου ή ως άνω μετανάστευσις, το γεγονός παραμένει σημαντικόν ως προς το σχετιζόμενον προς την άποψιν ημών σημείον, άτε διευκολύνον και εν τη προκειμένη περιπτώσει την λύσιν. Όπως δηλ. τότε ολόκληρος η επαρχία του Ελλησπόντου (το θέμα του Ελλησπόντου, ως θα ελέγομεν ημείς σήμερον) υπετάγη διοικητικώς τω μετανάστη Αρχιεπισκόπω Κύπρου έχοντι μάλιστα τα επί της Επαρχίας ταύτης ‘δίκαια’ του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, τοιουτοτρόπως και ολόκληρος η εν Ελλάδι εκκλησιαστική περιφέρεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου (είτε ως μίαν επαρχίαν είτε και ως πολλάς επαρχίας περιλαμβάνουσα θεωρουμένη) είναι δυνατόν να διοικηθή και δη επιτροπικώς υπό του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και της περί αυτόν Ιεράς Συνόδου, υπό Εκκλησίας δηλ. ουχί μεταναστάσης (ως συνέβη εν τη περιπτώσει του Κύπρου), αλλά υφισταμένης και ζώσης εν τη αυτή επικρατεία, εν ή και η από του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξαρτωμένη εκκλησιαστική περιφέρεια, άνευ μάλιστα μειώσεως ουδενός των κανονικών δικαιωμάτων και προνομίων του Οικουμενικού Πατριάρχου».Επιβεβαίωση όλων αυτών συνιστά πανηγυρικώτατα η «Συνοδική Πράξις περί αποδοχής της διοικήσεως των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών», από 20 Νοεμβρίου 1928.
Η Πατριαρχική Πράξη απέβλεπε και εις την εξυπηρέτηση, πέραν της κανονικής τάξεως, και της πνευματικής και εθνικής ενότητος ή συνοχής της Ελληνικής επικρατείας και δια της μιας και της αυτής εκκλησιαστικής διοικήσεως «εν πάσι», «…υπάγονται εφεξής υπό την άμεσον διακυβέρνησιν της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, επεκτεινούσης και επί των Επαρχιών τούτων εν πάσι το σύστημα της διοικήσεως και την τάξιν των ιδίων αυτής Επαρχιών» (όρος Α’), προς περαιτέρω συνοχήν του Ελληνικού Κράτους αφ’ ενός, και προς εξασφάλιση της αναγκαίας πατριαρχικής ενδοχώρας αφ’ετέρου, συγχρόνως εις κανονικά και νομικά πλαίσια. Να η αιτιολογία από μέρους της Ελληνικής πλευράς (Δεκέμβριος 1927): «η παράτασις της απεριγράπτου ανωμαλίας, εις ην διατελούσιν αι Μητροπόλεις των Νέων Χωρών, οδηγεί ασφαλώς εις εκκλησιαστικήν αναρχίαν και αποσύνθεσιν, είναι δε επιζημιώτατον ου μόνον εκκλησιαστικώς, διότι παραλύει τας εν Ελλάδι εκκλησιαστικάς δυνάμεις , αλλά και εθνικώς, διότι κρατεί την Ελλάδα διηρημένην εις Παλαιάν και Νέαν και παρακωλύει την πλήρη αφομοίωσιν των πληθυσμών αυτής και θεωρεί αναγκαίαν και επείγουσαν την διόρθωσιν του κακού τούτου, επ’ αγαθώ της τε Εκκλησίας και της Πολιτείας». Έτσι, εξυπηρετήθησαν παραλλήλως και τα δύο, και το κανονικό και το νομικό δίκαιο, χωρίς συμφυρμόν ή σύγχυση του ενός προς το άλλο, αλλά με αρμονίαν του ενός προς το άλλο.
β) Από τις συζητήσεις με τους προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές μου των θεμάτων που μας ταλαιπωρούν- εμάς και ακαδημαϊκά καθηκόντως μας απασχολούν-σήμερα σε σχέση πάντοτε με τα υπόψει μας κείμενα και τις δηλώσεις των δύο Προκαθημένων (…..εμείς και ο Παναγιώτατος ή εμείς και ο Χριστόδουλος ή ο Μακαριώτατος) προέκυψε ότι τα πρόσωπα, όσο υψηλά και αν ίστανται - και δη και τα εκκλησιαστικά, πνευματικά -, όπως οι δύο Προκαθήμενοι, δεν υπέρκεινται των θεσμών αλλά και αυτά υπόκεινται σ’ αυτούς. Όλοι από των πρώτων μέχρι και ημών των τελευταίων υποχρεούμεθα να μη προσωποποιούμε τους θεσμούς, αλλά να θεσμοποιούμε τα πρόσωπα. Η «θεσμοποίηση, λοιπόν, των προσώπων και όχι η προσωποποίηση των θεσμών», ως αξίωμα θεωρούμενο και εφαρμοζόμενο, απαλλάσσει τους εμπλεκομένους από πολλές δουλείες (πείσματα, εμμονές, υπερβολές, φιλοδοξίες, ακρότητες και ανυποχωρητικότητες) και ενισχύει το πνεύμα της εν Χριστώ αγάπης, ενότητος και ταπεινοφροσύνης και διαυγείας περί την προσέγγιση και λύση όχι μόνο των πολύ μεγάλων προβλημάτων αλλά και περί την διαχείριση των πολύ μικροτέρων κρίσεων, όπως ακραδάντως πιστεύουμε για την προκείμενη υφιστάμενη κρίση.
|