Αθανάσιος Αγγελόπουλος
Τα Πατριαρχικά δίκαια στην Ελλάδα σε σχέση με τα δίκαια της Εκκλησίας της Ελλάδος
5.Επί της παραγράφου της σελ.5 «Βαθύν πόνον…πρόσωπον ημών».
α). Διαμαρτύρεται προσωπικά ο Παναγιώτατος Οικουμενικός μας Πατριάρχης, διότι σε Δελτίο Τύπου (6 Νοεμβρίου 2003) της Ιεράς Συνόδου διοχετεύεται η πληροφορία ότι από της αναρρήσεώς του στον Θρόνο το 1992 επιδιώκει δήθεν να ασκήσει «διοικητικάς αρμοδιότητας εις τας εν Ελλάδι εκκλησιαστικάς επαρχίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου…». Εάν έτσι έχει το πράγμα (δεν έχουμε στα χέρια μας το κείμενο, αλλά πιστεύουμε στην πατριαρχική δήλωση) αυτό δεν είναι συνολικά αληθές. Οφείλουν προσωπικά ο Πατριάρχης αλλά και όποιοι άλλοι του Πατριαρχικού Κλίματος αλλά και του Ελλαδικού Κλίματος και εκτός αυτών και δια λόγους αληθείας και σεβασμού των κανονικών και διοικητικών συμπεφωνημένων να αγρυπνούν περί της τηρήσεως της ευταξίας σ’ όλα τα επίπεδα. Είναι γεγονός ότι έγιναν μεμονωμένες απόπειρες από νεώτερους αρχιερείς αλλοιώσεως του Πατριαρχικού μνημοσύνου στις Ν.Χώρες. Ο υπογράφων έχει ακούσει ραδιοφωνικά αρχιερέα λειτουργούντα να μνημονεύει: «Υπέρ του Πατριάρχου ημών Βαρθολομαίου, του πατρός και Αρχιεπισκόπου ημών Χριστοδούλου και της Ιεράς ημών Συνόδου κλπ.», όπερ αντικανονικό, κατά τα ισχύοντα. Κάποιες άλλες πατριαρχικές αιτιάσεις, δικαιολογημένες, στο κεντρικό θέμα του μνημοσύνου καταλήγουν (βλ. Πατριαρχική επιστολή προς τους μητροπολίτες των Νέων Χωρών από 23 Οκτωβρίου 2003). Δυστυχώς αυτά τα μεμονωμένα περιστατικά-εάν δεν ήσαν μεθοδευμένα-(διότι αποφάσεις συλλογικών οργάνων δεν υπάρχουν, αλλά όσες υπάρχουν, και οι τελευταίες, δηλούν περί του αντιθέτου, τ.ε. περί του ορθού)-έγιναν αφορμή της σκληρύνσεως της στάσεως του Πατριαρχείου και του Πατριάρχου, φαίνεται, προσωπικά. Αυτό, όμως, προείπαμε, διορθώθηκε. Όμως το προβληθέν, πρωτοβουλία της ΚΠόλεως ζήτημα, όπως προείπαμε, της εγκρίσεως του καταλόγου δεν ήτο το καταλληλότερο εις αντιπερισπασμό, διότι γι’ αυτό υπήρχε δεδικασμένο. Το ζήτημα αυτό ήταν λελυμένο. Δεν ήτο το προβληθέν κάτι το αδιαμφισβήτητο, για το οποίο θα δικαιολογείτο η τοιαύτη πατριαρχική αντίδραση. Χρησιμοποιήθηκε ως αιτία για ‘επανάκτηση’ πατριαρχικών δικαίων εκεί όπου καταστρατηγούντο (μνημόσυνο) αλλά και εκεί όπου δεν δικαιολογείτο να υπάρχουν. Και αν πρέπει να υπάρχουν, δεν είναι η στρατηγική αυτή η καταλληλότερη για την απόκτησή τους. Η πατριαρχική άποψη ότι «το ανακύψαν πρόβλημα δεν είναι τόσο νομικό, όσο εκκλησιαστικό» (αυτόθι, σελ.6) είναι πολύ συζητήσιμη. Η πεποίθησή μας, από τα γεγονότα και τα κείμενα και την νομοκανονική κατάσταση της Ελλάδος, είναι ότι το ανακύψαν ζήτημα είναι «τόσο νομικό όσο και εκκλησιαστικό». Πάντως, δεν είναι καθαρά εκκλησιαστικό, Θείας Λατρείας, όπως η σημαντική περίπτωση του μνημοσύνου, που ρυθμίζεται πέραν του νόμου. Έχει το ζήτημα και νομικές ανυπέρβλητες προεκτάσεις, ιδία κατά την δυνατότητα διαγραφής υποψηφίων από τον οριστικό εγκεκριμένο, και γι’ αυτό άμεσα εκτελεστό, κατάλογο εκλεξίμων, διότι η υπόδειξη σαφώς και δεν δημιουργεί πρόβλημα. Αυτός ήταν και μόνο ο λόγος, που ο υπογράφων το παρόν στην έρευνά του, «Τα Πατριαρχικά δίκαια στην Ελλάδα και εν σχέσει προς τα δίκαια της Εκκλησίας της Ελλάδος, στην βάση των συμφωνιών 1928.1929» (σελ.7) έκαμε την εκτίμηση ότι «η ενδεχόμενη νέα έγκριση, μέγας πειρασμός κατά την ταπεινή μας άποψη, ενός εγκεκριμένου, δηλ. οριστικού και εκτελεστού ήδη, κατά τους νόμους του κράτους, καταλόγου, είναι ακριβώς αυτό που θα’ πρεπε η Μήτηρ Εκκλησία να αποφύγει, ακόμη και να της εδίδετο το ελλαδικό νομικό δικαίωμα. Γιατί; Διότι σαφώς παρεμβαίνει και στα διοικητικά interna μιας άλλης Εκκλησίας…μια νέα έγκριση δεν έχει νόημα και δεν συνιστά κατ’ ουσίαν πατριαρχικό δικαίωμα αλλά μάλλον πατριαρχική ανάμιξη στα διοικητικά μιας άλλης Τοπικής Εκκλησίας. Πολύ περισσότερο, που θα αλλοίωνε ενδεχομένως ένα νόμιμο κατάλογο επί προσβολή οπωσδήποτε του κυριάρχου διοικητικού οργάνου, και δη του ανωτάτου, της Συνόδου της Ιεραρχίας των Αθηνών, της νομοθετούσης Πολιτείας αλλά και των διαγραφομένων υποψηφίων που θα κατέφευγαν στο Σ.τ.Ε., ή και οποίων άλλων ενδιαφερομένων πιστών, και θα εδικαιώνοντο οπωσδήποτε, αφού υπάρχει τελεσίδικη νομολογία ειδικώς περί αυτού, της εγκρίσεως ή ανακοινώσεις του τελικού καταλόγου εκλεξίμων στο Πατριαρχείο. Η οιαδήποτε διαγραφή σε οποιοδήποτε επίπεδο, πολιτικό, εκκλησιαστικό, διοικητικό συνιστά κατ’ ουσίαν διοικητική πράξη».
Με άλλα λόγια ήθελα να επιμείνω στην θέση ότι το Πατριαρχείο ως πνευματική αρχή και ρίζα και αναφορά μας δεν έχει νόημα να καθίσταται από καιρού εις καιρό μέρος των διοικητικών διαδικασιών και προβλημάτων της Ελλάδος και ευάλωτο ως εκ τούτου αναποφεύκτως, σε πάσης φύσεως κριτικές και πιέσεις, να κάμνει τους φίλους εχθρούς, τους εχθρούς φίλους, και τανάπαλιν. Διότι η εξάσκηση διοικητικής ενέργειας-και μάλιστα αρνητικού χαρακτήρος δια της αλλοιώσεως εγκεκριμένου καταλόγου-θα συνεπάγεται και την ανάλογη κριτική με συνεπακόλουθο την φθορά. Τα υφίσταται, ούτως ή άλλως, η Εκκλησία της Ελλάδος, λόγω του πλαισίου των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Γιατί;-δεν το καταλαβαίνω-να εμπλέκεται και το Πατριαρχείο; Το κανονικό μέρος μιας υποψηφιότητος για αρχιερατεία προβλέπεται από τους κανόνες, που έχει την υποχρέωση η Εκκλησία να τους τηρεί, και το κάμνει κατά τους κανόνες και κατά την νομική συνδρομή. Πιστεύουμε μετα λόγου γνώσεως και υϊκής αγάπης προς την Μητέρα Εκκλησία-και ουδείς ημπορεί να το αμφισβητήσει αυτό, γιατί έχουμε πολλαπτές άδολες αποδείξεις γι’ αυτό - ότι η ΚΠολη και ως Τοπική Εκκλησία και ως Οικουμενικός Θρόνος, που είναι η κορυφή του, άνευ τεχνητών συνόρων, πνευματικού Κράτους μας, στο Τρίγωνο ΚΠολη-Αθήνα-Θεσσαλονίκη και ευρύτερα, πρέπει να κρατηθεί υπεράνω και εκτός της ελλαδικής εκκλησιαστικής-πολύ δε περισσότερο και της πολιτικής-,διοικητικής πραγματικότητος. Θα ήταν πολύ λυπηρή και κακορίζικη κατάσταση να βλέπουμε την Εκκλησία της Ελλάδος (έμμεσα και το Πατριαρχείο) να σύρεται, υπαιτιότητι της ιδίας της Εκκλησίας, στα κοσμικά δικαστήρια για να αποδείξει ότι οι οποιεσδήποτε αλλοιώσεις του καταλόγου που επιφέρονται ή δυνατόν να επενεχθούν στην ΚΠολη, γίνονται καλά ή όχι. Το ζήτημα θα καταντούσε show και σίριαλ, μετά μάλιστα τις ανεπίτρεπτες τώρα διαστάσεις που έχει πάρει το όλο ζήτημα.
|