Home Page

On Line Library of the Church of Greece


Στυλιανού, Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας

Περί Προσευχής

Εκδόσεις Αρμός, Μαυροκορδάτου 7, 106 78 Αθήνα

ε) Είδη προσευχής

 Απ' όσα μέχρι τώρα έχομε αναφέρει για τα βασικά στοιχεία και την ουσία της προσευχής, πρέπει να έχει γίνει σαφές ότι η προσευχή είναι μια ενιαία και αδιάσπαστη πραγματικότητα. Μια αδιαφοροποίητη ενέργεια της ψυχής. Είναι η «ανάσα» της ψυχής. Μπορεί η ανάσα του ζωντανού να διαφοροποιηθεί ή να διακριθεί σε διάφορα είδη και κατηγορίες, όταν είναι τόσο θεμελιώδης λειτουργία ζωής; Κατ' ουσίαν, λοιπόν, το φαινόμενο της προσευχής, ανεξαρτήτως συνθηκών υπό τις οποίες συντελείται, είναι αδιαίρετο και ταυτόσημο.

 Έτσι, δεν είναι περισσότερο «προσευχή» αυτή που γίνεται επίσημα ως κοινή πράξη λατρείας, σε τακτές ώρες του εικοσιτετραώρου μέσα στο Ναό, από εκείνη που ο πιστός αναπέμπει -ακόμη και «χωρίς λόγια»- κλεισμένος «εν τω ταμιείω» του ή απομονωμένος σ' οποιονδήποτε άλλο τόπο. Εν τούτοις, ενώ η κοινή εν τω Ναώ λατρεία -στα πλαίσια της οποίας πάντοτε τελούνται τα ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας- εξασφαλίζει την αγιαστική και σώζουσα χάρη της «κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος», δεν μπορεί να έχει τέτοιους υπερφυείς καρπούς η κατ'ιδίαν προσευχή. Αυτή μπορεί μεν να εξασφαλίσει ησυχία και μεγαλύτερη ασφαλώς κατάνυξη, και πλήθος άλλων πνευματικών δωρημάτων, δεν μπορεί όμως να υποκαταστήσει ούτε στο ελάχιστο την χάρη των Μυστηρίων, που προϋποθέτουν ειδικό Λειτουργό με «αποστολική διαδοχή» και «κανονική ιερωσύνη». Γι' αυτό ακριβώς και οι αυστηρότεροι ερημίτες, οι εξαφανιζόμενοι καθ' όλη την εβδομάδα εις τις απρόσιτες αετοφωλιές των ή στις οπές της γης, κατά την ημέρα της Κυριακής σπεύδουν εις το Καθολικό της πλησιέστερης Μονής για να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων. Κι αυτά δεν είναι βεβαίως τυπολατρικές εφευρέσεις «των παπάδων», όπως συχνά κατηγορούν βλασφημούντες κάποιοι πτωχαλαζόνες ασεβείς. Είναι «δομικά στοιχεία» στην θεμελιώδη έννοια της «Διαθήκης», τα οποία ο ίδιος ο Θεός εθέσπισε μέσα στην Ιστορία για το λαό Του. Ο Θεός δεν θέλησε να αφήσει την Ιστορία να κυλάει όπως όπως, ως ανεξέλεγκτη και ανεύθυνη διαδοχή χρονικών περιόδων και ανθρωπίνων περιπετειών, αλλά ως «Θεία οικονομία» που διακονείται συνεχώς από «οικονόμους μυστηρίων Θεού» (Α' Κορ. 4,1). Μόνο έτσι θα μπορούσε να μείνει πάντα ακοίμητη η κανδήλα του θείου «Νόμου», σ' ολόκληρο τον «οίκο του Θεού».

 Υπάρχουν όμως δυστυχώς πιστοί, που κρίνοντας επιπόλαια και με «ζήλον ου κατ' επίγνωσιν» (Ρωμ. 10,2), σκανδαλίζονται αδίκως από δευτερεύοντα και τελείως εξωτερικά δεδομένα της εν τω Ναώ κοινής λατρείας. Ενοχλούνται π.χ. από τον θόρυβο, την χλιδή, την επίδειξη, την ως φαρισαϊκή φαινόμενη ακρίβεια στους λειτουργικούς τύπους, τις επαναλήψεις, και την εν γένει «θεαματικότητα», ή ακόμη και «θεατρικότητα», της κοινής και επισήμου λατρείας. Σε αντιστάθμισμα όλων αυτών, δεν είναι ανάγκη να θυμηθεί κανείς μόνο την αναντικατάστατη χάρη των Μυστηρίων, για την οποία μόλις μιλήσαμε. Υπάρχει και μία άλλη, πιο ανθρώπινη, μυστική διάσταση, που έχει το φαινόμενο της κοινής λατρείας, και δεν πρέπει να παραθεωρείται. Πρόκειται για την καθαρά ψυχολογική ανακούφιση που αισθάνεται ο μοναχικός άνθρωπος, όταν βλέπει τον εαυτό του ενσωματομένο σ' ένα ευρύτερο πλήθος προσευχομένων αδελφών της ιδίας Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης. Όταν βλέπει ως ισότιμο «συνδαιτημόνα» του Κυριακού δείπνου τον πτωχό και ρακένδυτο με τον μεγιστάνα και αξιωματούχο. Τον σοφό με τον αδαή. Τον άνδρα με τη γυναίκα. Τον γέροντα με το νήπιο. Τον κληρικό με τον λαϊκό. Όταν βλέπει να νομιμοποιεί όλους, ως τέκνα του ουρανίου πατρός, η κοινή επίκληση του «Κύριε ελέησον». Η έμπρακτη ομολογία του «δεόμεθά Σου». Η σφραγιστήρια ευχή του «Αμήν». Όσο υπερόπτης και ασυγκίνητος και αν είναι κανείς, θα ομολογήσει ότι η «λογική λατρεία» δεν μπορεί να είναι εκδήλωση «αριστοκρατικών» προδιαγραφών, όπως τις απαιτούν π.χ. οι «πολιτιστικές» δραστηριότητες του κόσμου! Η κοινή λατρεία είναι η συγκλονιστική εμπειρία της ευρύτερεης και βαθύτερης εν Θεώ «αλληλεγγύης».

Αν κατά τη μορφή διακρίνομε την προσευχή σε κοινή αφ' ενός και σε κατ' ιδίαν αφ' ετέρου, κατά το περιεχόμενο διακρίνομε συνήθως τρία κυρίως είδη προσευχής:

-την Δέηση (ή Αίτηση)
-την Ευχαριστία
την Δοξολογία (ή Αίνο


α) Η Δέηση ή Αίτηση. Όπως το μαρτυρούν και οι ονομασίες, πρόκειται για το είδος της προσευχής που εκφράζει μια ανάγκη, που ζητά από τον Θεό κάποια βοήθεια. Επειδή δε τις πιο πολλές φορές που προσεύχεται ο άνθρωπος όλο και κάτι ζητά, έχουν γίνει σχεδόν συνώνυμα η δέηση με την  προσευχή γενικώς. «Δέομαι», όμως, σημαίνει κατά κυριολεξίαν «χρειάζομαι». «Δέομαί σου» σημαίνει σε χρειάζομαι. Κι όταν λέμε στον Θεό «δεόμεθά Σου», δεν σημαίνει «προσευχόμεθα σε Σένα», αλλά Σε χρειαζόμαστε.

 Το ρήμα δέομαι, τότε μόνο σημαίνει προσευχή γενικώς, όταν έχει μαζί του την πρόθεση «περί». Μ' αυτή την έννοια είπε ο Χριστός στον Πέτρο «εγώ δε εδεήθην περί σου, ίνα μη εκλίπη η πίστις σου» (Λουκ. 22, 32). Όπως βλέπομε, το «δέομαι», σ' αυτή την περίπτωση, έχει χάσει τελείως την πρωταρχική έννοια του «χρειάζομαι».

 Αλλά είπαμε ότι το μόνο πράγμα που δικαιούται να ζητά ο άνθρωπος στην προσευχή είναι η «άφεσις των αμαρτιών». Όταν μ' αυτή την «άφεση» αποκαθίσταται η ισορροπία της δικαιοσύνης του Θεού και επικρατεί το θέλημά Του, όλα τα άλλα ακολουθούν ως απλές συνέπειες. Γι' αυτό είπε ο Χριστός «ζητείται πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6, 33).

 Κατ' ουσίαν λοιπόν το αντικείμενον της Δεήσεως είναι πάντα ένα και μοναδικό: Η άφεσις αμαρτιών. Όλα τα άλλα τα εκπληρώνει ο Θεός, όπως είπαμε, κι αν ακόμη δεν τα ζητήσομε, είτε εμάς αφορούν είτε τους άλλους. Γι' αυτό και μας εδόθη από τον ίδιο το Χριστό το παράγγελμα να μη «βατολογήσουμε» (φλυαρήσουμε). Άλλωστε ο ληστής εν τω Σταυρώ μονάχα με μια λέξη, «μνήσθητί μου», έγινε ο πρώτος οικιστής του Παραδείσου, όπως συχνά αναφέρουν οι Πατέρες.

 β) Ευχαριστία. Είναι προφανές, από την ονομασία και πάλιν, ότι αυτό το είδος προσευχής είναι η απάντηση του ανθρώπου στον Θεό, για την εκπλήρωση κάποιων αιτημάτων και δεήσεών του. Εδώ όμως χρειάζεται πολλή προσοχή, να μη νομισθεί ότι μόνο όταν λαβαίνει ο άνθρωπος αυτό που ζήτησε, τότε μόνο οφείλει και την ευχαριστία στο Θεό. Αυτό θα ήταν μια λίγο-πολύ εμπορικής φύσεως επικοινωνία. Ένα είδος δηλαδή δοσοληψίας που -ακόμη και όταν πρόκειται για πνευματικά αιτήματα και αγαθά- μειώνει την αξία και την ιερότητα της προσευχής.

 Αν ο προσευχόμενος άνθρωπος ιεραρχεί πάντοτε τα αιτήματά του, με πρώτο, όπως είπαμε, το θέλημα του Θεού, δηλαδή την Βασιλεία και τη δικαιοσύνη Του, τότε θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι έτοιμος να αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα, και μάλιστα εν ευχαριστία, ό,τι κι αν δώσει τελικά ο Θεός. Ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί ότι πολλές φορές «είναι πολύ πιο χρήσιμο να μη λάβωμε, παρά να λάβωμε αυτό πού ζητήσαμε» (PG 55, 525). Πρόκειται για τις περιπτώσεις όπου ο άνθρωπος μη κρίνοντας νηφαλίως, ζητά πράγματα ασύμφορα για την πνευματική του ζωή. Είναι οι περιπτώσεις που ο ίδιος ο Χριστός παρατήρησε στους μαθητές Του ότι «ουκ οίδατε τι αιτείσθε» (Ματθ. 20,22). Γι' αυτό ακριβώς κι ο Λειτουργός στην Εκκλησία υπενθυμίζει πάντα εις τους πιστούς: «τα καλά και συμφέροντα ταις ψυχαίς ημών και ειρήνην τω κόσμω παρά του Κυρίου αιτησόμεθα».

 Αλλά ακόμη κι αν αυτό που ζητούμε δεν είναι ασύμφορο, αλλά σαφώς αγαθό, πάλι αν ο Θεός αρνείται για κόποιο χρονικό διάστημα να μας το δώσει, αυτό γίνεται πάντα μόνο για το συμφέρον μας. Για να μας κάνει να το ζητήσουμε με μεγαλύτερη θέρμη, νοσταλγώντας το εντονότερα και προσεγγίζοντας με βαθύτερη κατάνυξη τον Θεό, από τον οποίο το ζητούμε. Οπότε, κατ' αρχήν και το αγαθό πολλές φορές είναι καλύτερα να μη μας το δώσει, παρά να μας το δώσει την ώρα που το ζητούμε, ο Αγαθοδότης Θεός. Στην πνευματική ζωή η άσκηση έχει κάτι από τη διαδικασία των κατά κόσμον αθλήσεων. Όπως στον κοσμικό και σωματικό αθλητισμό τα αυξανόμενα εμπόδια οδηγούν σε σταδιακά μεγαλύτερες επιδόσεις, έτσι και στον πνευματικό αγώνα, όσο περισσότερα και για περισσότερο καιρό στερούμαστε, τόσο πληρέστερα γυμναζόμαστε, και τόσο τελειότεροι γινόμαστε, και τόσο τελειότεροι γινόμαστε από τον σχετικό καθαρμό μας στην κρίση του Θεού.

 Όταν ομολογούμε τον Θεό Κύριο της ζωής και του θανάτου, τότε πρέπει να γνωρίζουμε ότι η Κυρότητά Του δεν είναι υπό όρους, αλλά πρέπει να την δεχόμαστε απολύτως. Ο Ιερός Χρυσόστομος λέγει χαρακτηριστικά: «Εάν είναι Κύριος εις το να σου δώσει, τότε πρέπει να είναι Κύριος και στο πότε να σου δώσει, και στο τι να σου δώσει, και στο να μη σου δώσει» (PG 55,526).

 Συνοψίζοντας πάντως πρέπει να πούμε ότι η ευχαριστία βρίσκεται κατά βάθος σε όλες τις εκφράσεις και σε όλα τα είδη της προσευχής, γι' αυτό και η ρίζα  όλων των άλλων Μυστηρίων της Εκκλησίας ονομάζεται χαρακτηριστικά «Θεία Ευχαριστία». Υπ' αυτή την έννοια πρέπει να εννοήσουμε και την επιθυμία του Απ. Παύλου να συνοψίσει όλη τη ζωή των πιστών στην Ευχαριστία, παραγγέλοντας: «Πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε» (Α' Θεσ. 5, 16).

 γ) Δοξολογία ή Αίνος. Η διαφορά της Δοξολογίας από τα άλλα είδη της προσευχής εκφράζεται συντόμως, αν πούμε ότι τούτη απέχει από εκείνα όσο ο ουρανός από τη γη!

 Ενώ η Δέηση ή η Ευχαριστία αναφέρονται στον παρόντα κόσμο (η πρώτη στις ανάγκες του, η δεύτερη στα συναισθήματά του), η Δοξολογία αναφέρεται στον ίδιο το Θεό, και ακόμη ακριβέστερα στο πώς αντανακλάται συνολικά ο Θεός στη συνείδηση του ανθρώπου. Άρα η Δοξολογία είναι θεο-λογία.

 Βέβαια ο Θεός δεν αντανακλάται στη συνείδηση του ανθρώπου «καθώς εστι». Γιατί η ουσία του Θεού μένει άγνωστη και απρόσιτη στον παρόντα κόσμο. Αντανακλάται όμως ο Θεός κατά τις άκτιστες ενέργειές Του και κατά τα κτιστά των αποτελέσματα (δηλαδή τα ενεργήματα). Άρα πάλι, μόνο από τις «σχέσεις» αυτές του άκτιστου Θεού με τον κτιστό κόσμο Του θα συμπεράνουμε το πώς είναι ο Θεός. Γι' αυτές τις σχέσεις και ενέργειες μας πληροφορεί κυρίως η Αγία Γραφή, αλλά κι' ολόκληρη η Δημιουργία. Απ' αυτές μόνο μπορούμε να συμπεράνουμε το πώς θα Τον ονομάσουμε. Κι όπως είναι γνωστό. από τη γραπτή Αποκάλυψη του Θεού, αλλά και από την εν γένει Δημιουργία Του, πληροφορούμαστε ότι ο Θεός είναι «Πάνσοφος, Παντοδύναμος, Πανάγαθος» κ.ά.

 Θέμα λοιπόν της Δοξολογίας είναι μόνο τό όνομα του Θεού. Όταν ο Μωυσής ρωτάει τον Θεό «τι Σοι εστιν όνομα», ο Θεός δεν αποκαλύπτει οποιοδήποτε όνομά Του, αλλά  το άρρητο μυστήριο της θεότητος, δηλώνοντας επί λέξει «είμαι αυτός που είμαι» (Έξ.. 3, 14). Το όνομα λοιπόν και η δοξολογία του Θεού θα μένει πάντα ένα ανοικτό ζητούμενο για τον πιστό. Μια διαιωνιζόμενη αμηχανία, μια δίψα που όσο εντονότερα βιούται, τόσο πιο μυστηριωδώς θεώνει τον άνθρωπο.

 Οι Πατέρες της Εκκλησίας, βλέποντας ότι κανένα όνομα δεν είναι ικανό να εκφράσει ή έστω να υπαινιχθεί την θεία μεγαλωσύνη, είπαν τον Θεό «Πολυώνυμον» και τελικά «Ανώνυμον». Ο Γρηγόριος μάλιστα ο Θεολόγος θεωρεί ως μόνο επιτρεπόμενο χαρακτηρισμό για τον Θεό το «πάντων επέκεινα», που σημαίνει έξω, πέρα και πάνω από τα πάντα. Έτσι φτάνουμε στην πρωταρχική έννοια της «αγιότητος» που είναι, ως γνωστόν, η απόλυτη διάκριση και απόσταση του Θεού από τον κόσμο, ενώ δεν παύει ο Θεός να είναι «ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών».

 Η τοποθέτηση λοπόν του πιστού ως προς το όνομα του Θεού, δεν είναι μια απλή υπόθεση «προσφωνήσεως» ή «τίτλου». Αντιθέτως, αποτελεί «αγιασμόν» ή «βλασφημίαν» του Θείου ονόματος.

Τώρα καταλαβαίνουμε για ποιό λόγο τίθεται πρώτο αίτημα της Κυριακής προσευχής το «Αγιασθήτω το όνομά Σου», καθώς και το γιατί υψίστη απαγόρευση στον Δεκάλογο είναι το «ου λήψει το όνομα του Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω».

 Στην θρησκευτική επομένως γλώσσα, το όνομαι δεν είναι συμβατικός ή τυχαίος χαρακτηρισμός. Αντιθέτως, εκφράζει όσο γίνεται πιστότερα την ουσία. Γι' αυτό ο ιερός Χρυσόστομος είχε τέτοια εμπιστοσύνη στη μυστική δύναμη του ονόματος του Θεού, ώστε να λέει ότι « και μόνο το όνομά Σου αν εκφωνήσω, όλα τα κατορθώνω μεθ' υπερβολής» (PG 55,176).

 Δοξάζουμε λοιπόν και αινούμε τον Θεό, όχι μόνο όταν ψάλλομε την λειτουργική Δοξολογία, «δόξα Σοι τω δείξαντι το φως», αλλά και όταν αρχίζοντας οποιαδήποτε λατρευτική ή κοσμική πράξη μας λέμε «εις το όνομα του πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Η επίκληση του ονόματος του Θεού ισοδυναμεί με ομολογία της απείρου δόξης και δυνάμεώς Του, που σε τελική ανάλυση δεν είναι τίποτε άλλο από την αγαθότητα και την αγάπη Του.

 Γι' αυτό ακριβώς και το Βάπτισμα, που είναι η ενσωμάτωση του επί μέρους προσώπου στο ένα σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, τελείται κατά την εντολή του ίδιου του Χριστού (πρβλ. Ματθ. 28, 20) «εις το όνομα».

_______________________

 

MYRIOBIBLOS HOME  |  TOP OF PAGE