On Line Library of the Church of Greece |
Στυλιανού, Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Περί Προσευχής Εκδόσεις Αρμός, Μαυροκορδάτου 7, 106 78 Αθήνα δ) Περιεχόμενο και σκοπός της
προσευχής Αν
σε κάθε ανθρώπινη ενέργεια «σκοπός» και
«περιεχόμενο» είναι βαθιά αλληλένδετα,
επειδή το ένα καθορίζει ουσιαστικά και
το άλλο, πολύ περισσότερο ισχύει αυτό
στην προσευχή που δεν είναι ενέργεια-μονόδρομος
ενός μόνο προσώπου, αλλά «σχέση»
και «επικοινωνία»
ανάμεσα σε δυο πρόσωπα, του Θεού που «εισακούει»
και του ανθρώπου που «προσεύχεται». «Τα
σπλάχνα μου κι η θάλασσα / ποτέ δεν
ησυχάζουν». (Δ. Σολωμός) Πιο
λοιπόν θα είναι το σταθερό μέτρο που θα
ορίσει το πώς,
το τι
και το γιατί
της προσευχής; Τα τρία αυτά, δηλαδή ο τρόπος
το περιεχόμενο
και ο σκοπός
συναποτελούν και συγκαθορίζουν εξ
ίσου την ουσία
της. Γι'
αυτό, αν κατορθώσουμε να εντοπίσομε και
εξασφαλίσομε το ένα, αυτομάτως έχομε
επιτύχει, ή τουλάχιστον έχουμε την σωστή
βάση για να πετύχομε, και τα άλλα δυο. Σ'
αυτό ακριβώς το σημείο, ο ι. Χρυσόστομος
σχολιάζει πολύ χαρακτηριστικά: «εκείνος
που θα μπορέσει να προσευχηθεί σωστά,
ακόμη κι αν είναι ο φτωχότερος των
ανθρώπων, είναι κατ' ουσίαν ο πιο
πλούσιος. Κι' εκείνος πάλιν που δεν έχει
την σωστή προσευχή, είναι ο φτωχότερος
όλων, ακόμη κι αν καθίζει σε θρόνο
βασιλικό» (PG, 48, 767). Φαίνεται
ότι όσο πιο πολύ αγωνίσθηκε ο άνθρωπος
του Θεού να προσευχηθή σωστά και
θεάρεστα, τόσο πληρέστερα και βαθύτερα
εγνώρισε τις δυσκολίες αυτού του
πνευματικού αθλήματος. Θα πάρομε μια
ιδέα απ' αυτές τις πολλαπλές δυσκολίες,
αν θυμηθούμε ξανά -όπως ήδη είπαμε
εισαγωγικά- ότι την προσευχή δεν
αρνείται μόνον ο άθεος
ή ο χλιαρός
πιστός, αλλά κάποτε και εκείνος που
πιστεύει μεν ακράδαντα στην ύπαρξη του
Θεού και στην παντοδυναμία Του, αλλά δεν
βλέπει την ανάγκη της προσευχής, γιατί
τον παγιδεύει ο ορθολογισμός.
Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι -σύμφωνα
πάντα με τον ορθολογισμό-
όσο πιο ακράδαντη είναι η πίστη στην παντοδυναμία,
την πανσοφία
και την αγαθότητα
του Θεού, τόσο πιο περιττή βρίσκει ο
άνθρωπος την προσευχή. Ο ορθολογιστής
λέει π.χ.: Έχει ανάγκη ο Θεός να τον
πληροφορήσω εγώ με «αναφορά» μου τι θα
ήθελα για τον εαυτό μου και τους άλλους;
Δεν γνωρίζει Εκείνος, ως Παντογνώστης,
καλύτερα τα πάντα; Και αφού είναι
Πανάγαθος Πατέρας, δεν θάπρεπε να
θεωρούμε δεδομένο ότι θα ενδιαφερθεί
για τις πραγματικές ανάγκες μας, χωρίς
να Του το ζητήσουμε; Σ'
όλες αυτές τις «λογικές» ενστάσεις ή
απορίες απαντά αποστομωτικά ο ίδιος ο
Χριστός, όχι μόνο διδάσκοντας με το λόγο
και το παράδειγμά Του την αξία της
προσευχής, αλλά και δίνοντας
συγκεκριμένο πρότυπο ή μοντέλο, ώστε ο
προσευχόμενος να προφυλαχθεί από
επικίνδυνες υπερβασίες. Αυτό τον
κίνδυνο είχαν προφανώς φοβηθεί οι
Απόστολοι, όταν είπαν στο Χριστό «Κύριε
δίδαξον ημάς προσεύχεσθαι» (Λουκ. 11, 2). Και
είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο Κύριος
τους δηλώνει «οίδε
γαρ ο Πατήρ υμών ων χρείαν έχετε, προ του
υμάς αιτήσαι αυτόν» (Ματθ. 6,8, όμως αυτό
δεν το λέγει για να θεωρήσουν περιττή
την προσευχή, αλλά μόνο για να μην
εκτραπούν στην άσκοπη πολυλογία
των «εθνικών» (ειδωλολατρών). Γι' αυτό
ακριβώς και τους δίνει ως αιώνιο πρότυπο
προσευχής το γνωστό «Πάτερ
ημών». Την
αναντικατάστατη αξία αυτού του θείου
προτύπου προσευχής οι Πατέρες της
Εκκλησίας την εσχολίασαν εκτενώε και
κατ' επανάληψη με βαθυστόχαστες
θεολογικές αναλύσεις. Έτσι,
υπογράμμισαν όχι μόνο επί μέρους αιτήματα
καθ' εαυτά, και τη γλώσσα
με την οποία υποβάλλονται στον Θεό, αλλά
και την σειρά προτεραιότητος,
κατά την οποία ιεραρχούνται. Μετά
την επίκληση του Θεού ως Πατέρα που
είναι «εν
τοις ουρανοίς», δηλαδή υπερκόσμιος,
τίθεται αμέσως ένα τριπλό
αίτημα που εξασφαλίζει τους όρους
φανερώσεως του ζώντος και αληθινού Θεού
στον κόσμο: Βλέπουμε
λοιπόν ότι ο σκοπός της προσευχής δεν
μπορεί να είναι μήτε η «αναφορά» ή η «πληροφόρηση»
μήτε καν η «εκμυστήρευση» μυχίων πόθων,
αφού όλα τα γνωρίζει ο Θεός «ο
ετάζων νεφρούς και καρδίας» (Αποκ. 2,23).
Και όμως η προτροπή του Χριστού είναι
σαφής: «Αιτείτε
και δοθήσεται, κρούετε και ανοιγήσεται
υμίν» (Ματθ. 7,7). Γεννάται
λοιπόν ξανά το ερώτημα: Τι είναι αυτό που
δικαιούμαστε να ζητήσουμε
προσευχόμενοι; Οι Πατέρες που
ασχολήθηκαν με αυτό το ερώτημα,
συμφωνούν ότι ένα μονάχα πρέπει να είναι
το αίτημα του πιστού στην προσευχή: «η
άφεσις των αμαρτιών». Όσο
καθαρός και αν νομίζουμε ότι είναι ο
βίος μας, όσο και αν δεν αίσθανόμεθα κάτι
«να μας βαραίνει», υπάρχει πάντα μέσα
μας έδαφος σπιλωμένο ή ακαλλιέργητο για
το οποίο χρειαζόμαστε μετάνοια
και συγχώρηση.
Ο ι.Χρυσόστομος θεωρεί ακόμη και την
καθαρότητα του βίου, με τα δικά μας
κριτήρια, ανεπαρκή έναντι του Θεού. Την
θεωρεί κεφάλαιο που μόνο η προσευχή
μπορεί να καθαγιάσει (PG
56,201). Το ίδιο και ο Άγιος Ιωάννης της
Κλίμακος προτρέπει να μιμηθούμε την
ταπείνωση του Παύλου, ακόμη και αν
έχουμε εξαντλήσει την Κλίμακα όλων των
αρετών. «Καν
πάσαν την κλίμακα των αρετών αναβέβηκας,
υπέρ αφέσεως αμαρτιών προσεύχου· ακούων
Παύλου περί αμαρτωλών βοώντος, ων πρώτός
ειμι εγώ» (ένθ. αν. ιβ'). Η
άφεση αμαρτιών λοιπόν είναι το μόνο
πράγμα που ο Θεός δεν είναι δυνατόν να
μας δώσει, αν δεν το ζητήσομε. Όλα τα άλλα
αγαθά Του μας τα παρέχει αφ' εαυτού ως
φιλόστοργος Πατέρας. Την άφεση όμως όχι.
Αυτή προϋποθέτει την μετάνοια.
Και η μετάνοια, αν και προκαλείται μεν
και διευκολύνεται συνεχώς, κατά
διαφόρους μυστικούς τρόπους από το Θεό,
όμως ως απόφαση
οριστικής μεταστροφής
είναι θέμα της ελευθερίας του ανθρώπου. Κατακλείοντας
όλα τα πιο πάνω, θα πρέπει να πούμε ότι ο
σκοπός της προσευχής είναι, με μια λέξη,
η εμπειρία
της προσευχής. Και αυτή κατά κανόνα
είναι συνδεδεμένη με συντριβή
και δάκρυα.
Τα δάκρυα μετανοίας τα γεννά μόνο η
προσευχή. Και αυτή πάλι γεννάται μόνο
από δάκρυα μετανοίας. Το τόνισε ο Άγιος
Ιωάννης της Κλίμακος όταν είπε ότι η
προσευχή είναι «δακρύων
μήτηρ και πάλιν θυγάτηρ» (ένθ. αν. α'). Σε τελική ανάλυση, εκείνος που αλλοιούται από την προσευχή δεν είναι ο αναλλοίωτος και ανενδεής Θεός, αλλά η δική μας ψυχή που καθαίρεται και φωτίζεται από τα δάκρυα. Όπως το ρόδο, αν δεν ανοιχθεί στον ήλιο και τον αέρα δεν θα ωριμάσουν οι χυμοί του για να χυθεί γύρω το πιο ευγενικό του άρωμα, έτσι και η ψυχή του ανθρώπου, δεν μοσχοβολά αν δεν αλλοιωθεί στη δοκιμασία και την κατάνυξη της προσευχής, με την οποία ευαρεστείται ο Θεός και εκχέει το πλούσιο έλεός Του. |