On Line Library of the Church of Greece |
Στυλιανού, Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Περί Προσευχής Εκδόσεις Αρμός, Μαυροκορδάτου 7, 106 78 Αθήνα
γ) Προϋποθέσεις και ατμόσφαιρα της
προσευχής Όταν
ο Απόστολος Παύλος προτρέπει «νήψατε
εις τας προσευχάς», μας δίδει το
κλειδί για να αποφεύγομε όλους τους
σκοπέλους που εκ των προτέρων είναι
δυνατόν να αντιμετωπίσομε στην ιερή «περιπέτεια»
της προσευχής. Η «νήψις»,
δηλαδή η προσευχή μ' ολάνοιχτα μάτια,
επιβάλλεται κάθε λεπτό στη σχέση μας με
τον Θεό και με τον κόσμο Του. Ιδιαίτερα
όμως στην ακόμη πιο ειδική και απ'
ευθείας σχέση μας μαζί Του, που
ονομάζομε προσευχή.
Υπάρχει κίνδυνος πριν ακόμη αρχίσουμε
να προσευχόμαστε να πέσομε στην παγίδα
της «φιλαυτίας».
Άλλωστε αυτό δεν ήταν και η αιτία του
προπατορικού αμαρτήματος; Όταν
δεν απευθυνόμαστε στο έλεος του Θεού,
ταπεινούμενοι και εξαγνιζόμενοι από το
δέος που μας εμπνέει η αίσθηση της
αμέσου παρουσίας Του στον κόσμο -όσο και
αν μένει αόρατος- αλλά αυτοθαυμαζόμαστε
ανευλαβώς ναρκισευόμενοι, τότε το
πνευματικό μας ναυάγιο είναι
αναπόφευκτο. Κλασσικό παράδειγμα
τραγικού μαζί και αποτρόπαιου «ναυάγιου»,
στην ώρα ακριβώς της προσευχής (ναυάγιο
δηλαδή μέσα στο λιμάνι) είναι η
περίπτωση της συμπροσευχής Τελώνου και
Φαρισαίου, από τη γνωστή διήγηση του
Ευαγγελίου (Λουκ.
18, 9-14). Όση κατάνυξη μας μεταδίδει ο
Τελώνης, που τύπτοντας τα στήθη του δεν
τολμά να σηκώσει ψηλά το κεφάλι προς τον
ουρανό, αλλά ψελλίζει με δάκρυα «ο
Θεός ιλασθήτι μοι τω αμαρτωλώ», τόση
απογοήτευση και ντροπή, ίσως δε και
αγανάκτηση, μας γεμίζει η βέβηλη
συμπεριφορά του Φαρισαίου. Αυτός
κατ΄ουσίαν δεν προσευχήθηκε στο Θεό,
αλλά στον εαυτόν
του. Το σημειώνει άλλωστε αυτό επί
λέξει το ιερό κείμενο με την
χαρακτηριστική παρατήρηση «ο
Φαρισαίος σταθείς
προς εαυτόν ταύτα προσήυχετο...». Αυτόν
ακριβώς τον θανάσιμο σκόπελο της «φιλαυτίας»
και αυταρέσκειας θα τον αποφύγει
κανείς, αν θυμάται συνεχώς και πάνω απ'
όλα την θνητότητά του: «Άνθρωπος
ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος
του αγρού ούτως εξανθήσει» (Ψαλμ.103, 15). Η
«μνήμη
θανάτου», που υπήρξε γνώρισμα της
οπωσδήποτε στοχαστικότερης και
μυστικότερης Ανατολής, ακόμη και προ
Χριστού, διαδόθηκε και διατηρήθηκε και
στη Χριστιανική Δύση μέχρι και τον
Μεσαίωνα, ιδιαίτερα στα Μοναστήρια. Το
γνωστό «memento mori» ήταν για τον Μοναχό
επιτακτικότερο πνευματικό σύνθημα απ'
οποιοδήποτε
άλλο παράγγελμα και κανόνα ηθικής
συμπεριφοράς. Επειδή
όμως η «μνήμη
θανάτου» υπονοεί πάντα και ανάλογο φόβο
-συνειδητό ή ασυνείδητο, δεν έχει
σημασία- δεν θάπρεπε να υπερτονισθεί
αυτό το στοιχείο ως προϋπόθεση της
προσευχής. Γιατί ο «φόβος»
οδηγεί μεν τον άνθρωπο σε προσευχή,
αλλά προσευχή από φόβο δεν είναι ελεύθερη
επικοινωνία με τον Θεό. Είναι μάλλον
μια βεβιασμένη ενέργεια, μια λύση
ανάγκης, που την επιβάλλουν έξωθεν
οι δύσκολες περιστάσεις, κι όχι η εσωτερική
παρόρμηση ευγνώμονος τέκνου και
πιστού. Η προσευχή από φόβο είναι, ούτως
ειπείν, «βιαία
προσαγωγή» ενώπιον του Θεού ως Κριτού
και Δυνάστου. Βλέπομε
έτσι, ότι το στοιχείο του φόβου
κάνει διπλό κακό. Δεν διαστρέφει μόνο
την έννοια
της προσευχής με το να μην είναι πια
ελεύθερη και ειλικρινής επικοινωνία.
Διαστρέφει και την έννοια
του Θεού, που δεν τον αντιμετωπίζει ως Πατέρα. Είναι
προφανές ότι ένας τέτοιος φόβος που δεν
μας επιτρέπει να δούμε ανεπηρέαστοι τη
σωστή θέση
και σχέση
μας απέναντι στον Θεό, δεν μπορεί να
είναι ο φόβος για τον οποίο μιλά η Π.Διαθήκη,
χαρακτηρίζοντάς τον ως «αρχήν
σοφίας» (Παρ.1,7). Εκεί σαφώς πρόκειται
για το ιερό δέος που μας ανοίγει τα μάτια
να αναγνωρίσομε τον ζώντα και αληθινό
Θεό ως Πατέρα,
γι'αυτό μας
«σοφίζει» και μας επιτρέπει κάθε αισιοδοξία
εν Θεώ. Αντιθέτως, ο φόβος, ως τρόμος
προ του Κριτού,
μας αποπροσανατολίζει από την πηγή
της ζωής, και είναι φυσικό
αντί αισιοδοξίας να μας γεμίζει
απόγνωση, αν όχι και εχθρότητα έναντι
του Θεού. Γίνεται
λοιπόν φανερό ότι τις γνήσιες
προϋποθέσεις της προσευχής δεν θα
πρέπει να αναζητήσομε στις
υποκειμενικές φαντασιώσεις
του ανθρώπου, θετικές ή αρνητικές. Θα τις
αντλήσομε κυρίως από τον ίδιο τον λόγο
του Θεού, δηλαδή από την Αποκάλυψη. Έτσι
μόνο θα είμαστε βέβαιοι ότι
στηριζόμαστε σε ισχυρή βάση. Όταν
λοιπόν μια τέτοια αγάπη του Θεού
αντανακλάται στη συνείδηση του
ευγνώμονος ανθρώπου, φυσικό είναι να μην
αισθάνεται κανένα φόβο ο άνθρωπος, αλλά
να στρέφεται με απόλυτη και
ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη στον «Δοτήρα
παντός αγαθού». Αυτός είναι ακριβώς ο
λόγος, που ο Ευαγγελιστής Ιωάννης
συμπληρώνει ότι «η
τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α' Ιω.
4,18). Άρα,
μεσ' από την αγάπη του Θεού για τον
άνθρωπο, προκύπτει η αγάπη του ανθρώπου
για τον Θεό και όλα τα δημιουργήματά Του,
ως η πρώτη και κύρια προϋπόθεση της
προσευχής. Η
πνευματική αυτή απελευθέρωση του
ανθρώπου, καθώς προέρχεται απ' ευθείας
από τη χάρη του Θεού, μπορεί ν'
αποκαλύψει στον άνθρωπο δυνάμεις που
ούτε καν υποψιαζόταν μετά την πτώση του.
Του δίνει τη δύναμη όχι μονάχα ν' αγαπά
ανεπιφύλακτα τον Θεό για τις άπειρες
ευεργεσίες Του, αλλά και να συγχωρεί τον
συνάνθρωπο για οποιαδήποτε «οφειλήματά»
του. Αυτός που δεν μπορεί να
συγχωρήσει τον συνάνθρωπο, δεν μπορεί να
ισχυρισθεί πως αγαπά τον Θεό. Κι' αυτό
για δυο λόγους. Πρώτον, γιατί κάθε
άνθρωπος δεν παύει να είναι «κατ'
εικόνα του Θεού», ακόμη κι' όταν
βρίσκεται στην έσχατη χρεωκοπία και
αποτυχία κατά κόσμον. Και δεύτερον,
γιατί, όπως καταγγέλλει ο Ευαγγελιστής
Ιωάννης, δεν μπορείς ν' αγαπάς τον Θεό
που δεν είδες, αν δεν αγαπήσεις τον
άνθρωπο που είδες (πρβλ. Α'
Ιω. 4, 20). Επομένως,
μια άλλη ουσιαστική προϋπόθεση της
προσευχής είναι η συγχώρηση
και καταλλαγή με τον άνθρωπο που έτυχε
νάχουμε διαφορές. Οι Πατέρες τονίζουν
ότι ακόμη κι αν δεν είμαστε εμείς που
φταίξαμε να χαλάσουν οι σχέσεις μας με
τον συνάνθρωπο, πρέπει να είμαστε
πρόθυμοι κάθε στιγμή για την
αποκατάστασή των, ξεχνώντας το κακό που
μας έκαμαν. Γι' αυτό ακριβώς ονομάζουν
αυτή τη δύναμη για συγχώρηση «αμνησικακία»,
δηλαδή λησμονιά του κακού. Εδώ όμως
πρέπει να κάνουμε κάποιες απαραίτητες
διευκρινίσεις. Γιατί συχνά, δυστυχώς,
γίνεται όχι μόνον δολία, αλλά και άκρως
επικίνδυνη κατάχρηση της μεγαλοψυχίας
που οι Πατέρες απαιτούν από τον πιστό.
Σήμερα υπάρχουν άνθρωποι όχι απλώς
άφρονες και σκληρόκαρδοι, αλλά
κυριολεκτικά αναίσχυντοι, που η δίψα του
χρήματος τους κάνει αδίστακτους
εκμεταλλευτές των άλλων. Όπως είναι
γνωστό, πρωτοπόροι σ' αυτό το αλόγιστο
κυνήγι χρήματος και κοινωνικής προβολής,
για να μπορούν να επιβληθούν άνευ όρων
σε όλους τους άλλους, ακόμη και στο
σύγχρονο Κράτος, είναι οι εκπρόσωποι της
λεγόμενης τέταρτης
εξουσίας, τα λεγόμενα media.
Δημιουργώντας ένα πλαστό κόσμο με δικές
του αξίες και δικά του ήθη, ζουν συνεχώς
στο μεθύσι της αυταπάτης ότι βρίσκονται
στο επίκεντρο της γης -κάποτε και πάνω
από τη γη- με τον αδιαμφισβήτητο από
οποιαδήποτε άλλη δύναμη «κυβερνοχώρο»
τους. Έτσι μπορούν άνετα να σπιλώνουν
κατά βούληση συνειδήσεις και θεσμούς,
καταστρέφοντας την ειρήνη ανύποπτων
πολιτών, και κατασκανδαλίζοντας τους
αφελέστερους ή απληροφόρητους. Όταν δε ο
θιγόμενος, για να υπερασπισθεί την
διασυρόμενη τιμή του, προσφεύγει στα υπό
της Πολιτείας ένδικα μέσα, τότε ο εξ επαγγέλματος
και κατεστημένος
συκοφάντης επιστρατεύει το μέγιστο
βαθμό υποκρισίας, υπενθυμίζοντας την
συγχώρηση και την ανεκτικότητα που
δίδαξε στον κόσμο ο Χριστός, τον οποίον
οι ίδιοι μήτε πίστεψαν ποτέ μήτε
φοβήθηκαν. Αποκορύφωμα της υποκρισίας
και του θράσους των είναι να νομίζουν
πως έχουν το δικαίωμα να ζητούν δημοσίως
από το θύμα της εν ψυχρώ κακουργίας των
να τους συγχωρήσει άνευ όρων, απλώς
επειδή το θύμα είναι πιστός. Το
να συγχωρούμε όμως αδιακρίτως
τέτοιους αμετανόητους εγκληματίες,
ισοδυναμεί με συνεταιρισμό
μαζί των και συνενοχή.
Αν δεν τους επαναφέρουμε παιδαγωγικώς
εις την τάξη, τους βοηθούμε να
αποθρασύνονται και να συνεχίζουν την
φθοροποιό δράση των, δημιουργώντας νέα
θύματα και πολλαπλασιάζοντας τα μίση.
Έτσι όμως δεν βλάπτουν μόνο τους άλλους
αλλά και τον ίδιο τον εαυτό τους.
Επίσης
όμως ξέρει ότι κάθε λεπτό πρέπει να
προωθείται το θείο θέλημα, μέχρι να
επικρατήσει «ως
εν ουρανώ και επί της γης».
Διαφορετικά, θα έπρεπε να ισχύει για
όλες τις εποχές η καταδικαστική
ετυμηγορία του Απ. Παύλου: «Πάντες
εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν· ουκ έστι
ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός» (Ρωμ.
3,12). Για να μην επικρατήσει λοιπόν μια
απαράδεκτη γενική ηττοπάθεια από μια
πλήρη έκπτωση, και απελπισία των πάντων
μπροστά στην κοσμοκρατορία του κακού, οι
Πατέρες, μαζί με την «αμνησικακία»
απαιτούν σχεδόν πάντα και την «χρηστότητα»,
μια τελείως δυναμική και ενεργητική
αρετή. Αυτή
η δυναμική στάση και διάθεση του πιστού
στον καθημερινό του αγώνα δηλώνεται
σαφώς και από την εντολή του Χριστού, αν
θυμηθούμε κατά την ώρα της λατρείας ότι
αν δεν βρισκόμαστε σε αγαθές σχέσεις με
τον αδελφό μας, να πάμε πρώτα να
καταλλαγούμε μαζί του, κι' ύστερα να
προσφέρουμε στο θυσιαστήριο το δώρο μας
(πρβλ. Ματθ.
5,24). «Καταλλαγή»
όμως ή «συνδιαλλαγή»
δεν σημαίνει μια στιγμιαία και
επιφανειακή απαλλαγή ευθυνών. Πρόκειται,
αντιθέτως, για μια βαθύτερη συμφιλίωση
και συναδέλφωση που θα μας επιτρέψει να
συνυπάρξομε στον ίδιο
χώρο και με την ίδια
γνώμη με τον άλλο. Αυτό ακριβώς
δηλώνουν τα δυο ουσιαστικά της
απαράμιλλης μητρικής μας γλώσσας, «συν-χώρηση»
και «συν-γνώμη».
Τότε μόνον ο «άλλος»
θα είναι ο «αδελφός»
για τον οποίο μιλά ο Χριστός, κι' όχι ο
άσχετος γείτονας της πλαϊνής πόρτας, ο
κατ'ευφημισμόν μόνο καλούμενος «πλησίον».
Το κλασσικό παράδειγμα προσευχής που
έδωσε ο Χριστός στους Αποστόλους, μιλά
μόνο για «αδελφούς».
Όταν λέμε προς τον Θεό
«Πάτερ ημών» δηλώνουμε πανηγυρικά πως
αυτή η κοινή πατρότητα μας κάνει όλους
αδελφούς εκ των προτέρων. Αδελφοποιΐα,
όμως, δεν γίνεται χωρίς παιδεία,
δηλαδή παιδαγωγία και άγρυπνη
ενεργητική προσπάθεια. Συνοψίζοντας
τις προϋποθέσεις της προσευχής σε φόβο,
αγάπη και αμνησικακία,
βλέπομε ότι συναντούμε, από άλλο δρόμο,
τις τρείς θεμελιώδεις αρετές του
Ευαγγελίου: Πίστη-αγάπη-ελπίδα.
Αλλά και αυτές πάλιν οι τρεις
χριστιανικές αρετές είναι αδιανόητες,
αν ο πιστός δεν προϋποθέτει συνεχώς,
συνειδητά ή υποσυνείδητα, την ακράδαντη
πίστη του στις εξής τρεις βασικές
δογματικές αλήθειες: Για
όλα τα πιο πάνω, η ατμόσφαιρα της
προσευχής πρέπει να είναι πάντα ένα
κλίμα πένθους,
συντριβής και
μετανοίας. Όχι Φαρισαϊκής
αυταρέσκειας και ανευλαβούς
θριαμβολογίας. Ο Προφητάναξ Δαυΐδ με το
κατανυκτικό Ψαλτήριόν του είναι ο
καλύτερος οδηγός παντός προσευχομένου.
Και αυτός είναι που μας βεβαιώνει ότι «καρδίαν
συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο
Θεός ουκ εξουδενώσει» (Ψαλμ. 50,19). Ο
δε Ιωάννης της Κλίμακος γίνεται ακόμη
σαφέστερος και πιο κατηγορηματικός: «Μη
παρρησιάζου, καν καθαρότητα κέκτησαι·
ταπεινοφροσύνη δε μάλλον πολλή πρόσελθε,
και πλέον παρρησιαθήση» (Περί της ιεράς
Μητρός των αρετών, της μακαρίας
προσευχής, Λόγος ΚΗ 11). |