Βασίλης Μουστάκης
Η Αισθητική Βάση της Υμνογραφίας των Παθών
Αν ακόμα δε φωτίστηκαν άπλετα τα ζητήματα, που γεννιούνται από τη μελέτη της Εκκλησιαστικής μας ποίησης, είναι όμως αναμφίβολο πως ποτέ δε θα πάψει να παρουσιάζεται στα μάτια μας σα δημιουργία καθολικής συνείδησης, έκφανση στη περιοχή του λόγου ενός μαζικού, παντοτινού αισθήματος της συνείδησης και του αισθήματος της ανατολικής Χριστιανωσύνης, όπως αναπτύχθηκαν και διαμορφώθηκαν μέσα στους αιώνες. Έτσι, τους φθόγγους, τα νοήματα, τα μοτίβα της υμνογραφίας του Μεγαλοβδόμαδου, πριν αποκρυσταλλωθούν στις γνωστές μας ακολουθίες, τ' απαντά κανένας μέσα στην αχανή πατερική γραμματεία: Πριν ο Ρωμανός κι οι δυο-τρεις άλλοι πιθανώτεροι συνθέτες του πλέξουν αυτό το βαρύτιμο στεφάνι ποίησης γύρω απ' το Θείο Πάθος, τα περισσότερα από τ' άνθη που χρησιμοποίησαν, τα ξαναβρίσκουμε στους απέραντους λειμώνες της εξηγητικής και ρητορικής άνοιξης της βυζαντινής θεολογίας. Τ' άνθη αυτά είναι ζυμωμένα με τους χυμούς της Αγίας Γραφής και τον φωτεινό παλμό της ελληνικής σκέψης. Είναι -θα μπορούσαμε να πούμε- προϊόν απρόσωπης γλώσσας, μιας πνευματικής απεριόριστης ενότητας, που δηλώνεται μέσα στον καιρό μ' αργήν εξέλιξη, έτσι που να φαίνεται αυτοεπαναλαμβανόμενη, σχεδόν στατική. Τη διακρίνει μια τυπική ομοιογένεια, μια αδιάκοπη αναδίπλωση.
Βασικό προϋπόθεμα για την αισθητική εξέταση του Θείου Δράματος μέσα στην υμνογραφία της Ορθοδοξίας -είναι η γνώση των πηγών της, το νάχει ζήσει κανένας μέσα στην ατμόσφαιρα όπου βλάστησε. Πράγμα σήμερα, δύσκολο, έτσι που την έχουμε λησμονημένη και παραγνωρισμένη. Και για έναν άλλο λόγο: κι ειν' αυτός η εκφυλισμένη γεύση των καρπών της, που διασώθηκαν στην τελετουργία μας. Το θέμα που αγγίζω εδώ μια πτυχή του, δεν έχει μόνο τη σημασία της επικαιρότητας. Δεν το διάλεξα για ν' αναμασήσω τις συνηθισμένες ντιλεταντικές αναπολήσεις, που συνήθως αποτελούν το περιεχόμενο των περιοδικών στις μεγάλες μέρες. Το θέμα αποτελεί μιαν από τις πιο σπουδαίες πλευρές, όπου η διαφθορά του νεοελληνικού πνεύματος έχει προχωρήσει σε τρομαχτικό βαθμό, μιαν απ' τις όψεις του Ελληνικού φαινομένου, που η εποχή μας αγνοεί ακόμα, ζημιώνοντας αφάνταστα τον εαυτό της. Στην «Ελληνική Δημιουργία» που δεν είναι ένα σύνολο από σελίδες, αλλά δρόμος επιστροφής στην Ελλάδα, δεν έχουν θέση παρά εργασίες φιλολογικές που υπηρετούν ένα τέτοιο ιδανικό: την επανασύνδεση με τη ζωοποιό εθνική και θρησκευτική μας Παράδοση, τη συνέχεια της. Ο φραγκολεβαντινισμός δεν εξευτέλισε κι εξανέμισε μονάχα την οποιαδήποτε άλλη Ελλάδα, μα και τη χριστιανική. Ένας άνθρωπος πολεμά χρόνια τώρα ολομόναχος σ' αυτό το πεδίο τον απαίσιο εχτρό: Ο Φώτης Κόντογλου. Μερικοί, καλοπροαίρετοι, του αποδίνουν μονάχα ψύχωση. Αυτό ας μη τον πικραίνει. Υπάρχουν άνθρωποι -και τι παράξενο!- νέοι, που είναι κοντά του.που νοιώθουν πως ό,τι αγαπά, για ό,τι μάχεται δεν είναι το περασμένο, μα το αιώνιο, που αν το σκεπάζουν ακόμα τα σκοτάδια, όπου νάναι θα ξαναθαμπώσει τις ψυχές, θα ξαναγίνει χτήμα της Διανόησης, της Τέχνης και της ζωής μας, καθώς κι η υπόλοιπη Ελλάδα, που ενταφίασαν οι ξενόπληχτοι.
Η βασική διαπίστωση, λοιπόν, για το αισθητικό κύτταγμα του Μεγαλοβδόμαδου, που τη βγάζει κανένας και μ' ένα απλό ξεφύλλισμα των Πατέρων, είναι η έλλειψη μέσα στη δραματική του υφή του τραγικού στοιχείου. Η Ανάσταση δεν είναι για την Εκκλησία μας η λύση του Θείου Δράματος, αλλά η πληροφορία, η ιδέα, που το λαμπρύνει απ' την αρχή του. Το φέγγος της υποφώσκει μέσα στο πένθος της χτίσης και των ανθρώπων για τη θεοκτονία, ώσπου τα χαράματα της Κυριακής του Πάσχα να χυθεί καταυγαστικό και πανχαρμόσυνο στα σύμπαντα. Κέντρο στη σωτηρία μας δεν είναι ο θάνατος του Χριστού, μα η έγερσή του. Το Σταυρό οι Πατέρες δεν τον βλέπουν σα θέαμα ελέου και φόβου, μα σαν «τρόπαιον» καθώς τον λέει ένας απ' αυτούς. Γι' αυτό κι οι ομιλίες τους στο Θείο Πάθος έχουν διθυραμβικούς τόνους, αποτελούν αστρασφτερές απόροιες του υπέρτατου λόγου του Παύλου, που δίνει την κορυφαία χριστιανική αίσθηση μπροστά στο θέαμα του Εσταυρωμένου: «Επειδή και Ιουδαίοι σημείον αιτούσι και Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, ημείς κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν, αυτοίς δε τοις κλητοίς, Ιουδαίοις τε και Έλλησι, Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν».
Μεταφέρω εδώ δύο τέτοια κομμάτια, άφθαστου ύψους λόγου, που δείχνουν την έννοια που κυριαρχεί στην υμνογραφία των Παθών και τη δικαιολογούν στην προέλευσή της. Το πρώτο είναι απ' τον Αμφιλόχιο τον Ικονίου:
«Επιτάφιον εορτήν του Σωτήρος ημών εορτάζομεν σήμερον. Και ο μεν, παρά τοις νεκροίς κάτω του θανάτου τα δεσμά διαλύωνκαι φωτός τον Άδην πληρών και αφυπνίζων τους κεκοιμημένους· ημείς δε χορεύομεν υπέρ γην, την ανάστασιν φανταζόμενοι και ου δεδοίκαμεν την φθοράν, μη κατισχύση της αφθαρσίας. Ου δώσεις γαρ, φησί, τον όσιό σου ιδειν διαφθοράν. Και ίσως ημών την φιλοσοφίαν γελώσιν οι Ιουδαίοι και Έλληνες· οι μεν έτερον Χριστόν προσδεχόμενοι, οι δε τάφοις εναποκλείσαντες αυτών τας ελπίδας, περί ων εικότως ο προφήτης φησίν· οι τάφοι αυτών οικίαι αυτών εις τον αιώνα. Αλλ΄οι μεν γελώντες στενάξουσι (στενάξουσι γαρ ύστερον, ορώντες εις ον εξηκόντισαν και ενύβρισαν)· ημείς δε δακρύοντες, ηδονή το πάθος κεράσωμεν. Ήρπασεν ο θάνατος τον Δεσπότην Χριστόν; Αλλ' ου καθέξει παρ' εαυτώ την ζωήν. Κατέπιε; Κατέπιεν αγνοήσας, αλλ' εξέμεσε πολλούς συν αυτώ. Εκών κατέχεται νυν, μετά ταύτην ημέραν σκυλεύσας τον Άδην ανίσταται. Χθες εμαύρωσε τον ήλιον σταυρωθείς και μεσούσης ημέρας επεισήλθε νύξ· σήμερον ο θάνατος παραλύεται, ξένον νεκρόν εισδεξάμενος. Χθες επένθησεν η κτίσις την των Ιουδαίων μανίαν ορώσα· σήμερον λαός ο καθήμενος εν σκότει φως είδε μέγα. Χθες εδονήθη η γη και περί φυγής εβουλεύετο και διαστήναι τοις ενοικούσιν ηπείλει και τα μεν όρη εκόπτοντο, εσχίζοντο δε αι πέτραι, γυμνός δε ην ο ναός, καθάπερ έμπνους, το ιμάτιον διαρρήξας, δι ων έπαθε δεικνύς ως εβεβηλώθη τα άγια. Τα άψυχα του τολμήματος ήσθετο, οι δε ταύτα τολμώντες αναισθήτους είχον ψυχάς. Ηγανάκτει τα στοιχεία και μικρού την τάξιν απέλιπε και σύγχυσιν ειργάσατω του παντός, ει μη του Δημιουργού της βουλήσεως ήσθετο ότι μη άκων υβρίζετο. Ω, κανών και παραδόξων πραγμάτων! Ξύλω τείνεται ο λόγω τείνας τον ουρανόν· και δεσμοίς περιβάλλεται ο δήσας ψάμμω την θάλασσαν· ποτίζεται χολήν, ο τας πηγάς μέλιτας χαρισάμενος· και στεφανούται ακάνθαις ο την γην στεφανώσας τοις άνθεσι· και τύπτεται καλάμω την κεφαλήν ο πατάξας την Αίγυπτον ταις δέκα πληγαίς και την κεφαλήν Φαραώ καλύψας τοις ύδασιν· εμπτύεται το πρόσωπον ο ιδείν ου φέρει τα χερουβίμ. Ταύτα δε πάσχειν, υπέρ των σταυρούντων προσηύχετο λέγων, Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν. Αγαθότητι την κακίαν νικά. Απολογείται υπέρ των χριστοκτόνων, εις σωτηρίαν αυτούς σαγηνεύων. Λύει το έγκλημα, την άγνοιαν αιτιώμενος. Ου χαλεπαίνει της εκείνων παροινίας γινόμενος παίγνιον. Δέχεται την μέθην και φιλανθρωπία καλεί προς μετάνοιαν. Τι δε λέγειν τα πλείω. Ουδέν της αγαθότητος απυκάμενοι, εγκλείουσι τάφω ον ουδέν των όντων χωρεί· και σήμαντρα επιτιθέουσιν, ημών την σωτηρίαν φυλάττοντες· και δεδιότες την ανάστασιν, στρατιώτας φύλακας εφιστώσι τω μνήματι. Τις είδε νεκρόν φυλαττόμενον; Μάλλον δε τις είδε νεκρόν πολεμούμενον; Τις ήκουσε τελευτή αμφιβαλλομένην και δέος εμποιούσαν τοις εργασαμένοις; Τις ουκ επαύσατο τον εχθρόν, την ψυχήν αφειλάμενος; Τις ου κατέλυσεν έχθραν αρκεσθείς θανάτω του δυσμενούς; Τι ον ανήλωσας δειλιάς, ω Ιουδαίε; Τι φοβή ον απέκτεινας; Τρέμεις τον μεταστάντα; Τι δέδοικας τον αναυρεθέντα; Τι ον εσταύρωσας αγωνιάς; Έχεις από της σφαγής ασφάλειαν. Θάρρει. Ει ψιλός άνθρωπος ο τεθνηκώς, ουκ ανίσταται· ει ψιλός άνθρωπος, καλώς έπηξας τον σταυρόν· ει ψιλός άνθρωπος, ουκ αληθεύει, λύσατε τον ναόν τούτον, ειπών, και εν τρισίν ημέραις εγερώ αυτόν. Ει ψιλός άνθρωπος, τω θανάτω κατέχεται. Ει ψιλός άνθρωπος. τι τον τάφον σφραγίζεις, ανόητε; Περίμεινον την τρίτην ημέραν και όψει της σεαυτού μανίας τον έλεγχον. Παύσαι περιεργαζόμενος και θεάση των πραγμάτων την έκβασιν. Παύσαι λύττων κατά της αληθείας. Παύσαι Θεόν πολεμάν και τω πολεμείν κατατιτρώσκων σαυτόν. Παύσαι τον ήλιον της δικαιοσύνης υβρίζων και νομίζων τας ακτίνας εκείνου σβεννύειν. Παύσαι την πηγήν της ζωής προσχώσαι φιλονικών. Παύσαι άρχουσιν ενοχλών, και περί φρουράς διαλεγόμενος. Μη κατά Θεού φαντάζου νίκην. Όπλοις ανάστασις ου κωλύεται.» (Λόγος Ε' εις την ημέραν του αγ. Σαββάτου. Migne 39, 89-93).
Το άλλο είναι από τον Χρυσόστομο. (Τη αγία και Μεγάλη Παρασκευή, Migne, 59, 812-3).
«Πεπλήρωται ημίν, λοιπόν, ο της νηστείας αγών, έληξε δε εις σταυρόν· πού γαρ εχρήν της νίκης το τέλος ή επί τρόπαιον λήγειν; Τρόπαιον γαρ ο σταυρός. Καν μυρία έτερα λέγω περί Χριστού, καν μυρία θαύματα διηγούμενος καταπλήξω τον ακροατήν, ουχ ούτως επ' εκείνοις, ως επί σταυρώ, σεμνύνομαι. Οίον τι λέγω· εκ παρθένου προήλθεν ο Ιησούς· μέγα το θαύμα γάμου υπερβήναι και φύσιν καινοτομήσαι· αλλ' ει μη σταυρός ην, ουκ αν εσώθη τοις έργοις η πρώτη του παραδείσου παρθένος· νυνί δε εν τω του σταυρού καιρώ πρώτη σώζεται γυνή, το παλαιόν κακόν νέοις χαρίσμασι θεραπεύουσα. Ανέστη γαρ νεκρός εν Γαλιλαία, αλλά πάλιν απέθανεν· εγώ δε διά σταυρού αναστάς, ουκέτι δύναμαι προς θάνατον πεσείν. Έπλευσεν Ιησούς την θάλασσαν, Θεός εν σκάφη· το ξύλον εφήμερον έδωκεν την ωφέλειαν· εγώ δε έλαβον ξύλον αιώνιον, αγαθόν, εν ω κεχρημένος αντί πηδαλίου, τα πνευματικά της πονηρίας απωθούμαι κύματα. Ετράφησαν πεντακισχίλιοι υφ' ενί τω του σταυρού συνθήματι, πού ουν της τροφής τα λείψανα; πώς ο μη παρών,τα των παρόντων λείψανα λάβω; δώδεκα γαρ ήσαν περισσεύσαντες κλασμάτων κόφινοι· σύμμετρος χάρις. Εσταυρώθη Χριστός και αεί τρεφόμεθα· και κορεννύμενοι, πάλιν ζητούμεν και πλέον το λειπόμενον· αζήμιος γαρ η χάρις. Επαινίσθω ημέρα φωτός γεννητική, δι' εν αι λοιπαί ημέραι προς ευφροσύνην εκλήθησαν. Πώς; άκουε· σήμερον Αδάμ επλάσθη τη έκτη ημέρα, σήμερον μορφήν εφόρεσε θείαν, σήμερον μικρός κόσμος εν κόσμω συνέστη· σήμερον ο άνθρωπο0 εντολάς έλαβεν αυτεξουσίους, σήμερον εξέπεσε του παραδείσου, σήμερον πάλιν εισήχθη. Ω, πολυτρόπου ημέρας! ω, πολυπενθούς και απενθούς! ω, πρωΐ μεν λυπήσασα, εσπέρας δε ευφράνουσα! Σκυθρωπώς υμίν ομολογώ, τοις παλαιοίς εντυγχάνων πάθεσιν, ακούων τον Αδάμ της πατρώας εστίας εκπεσόντα, άνθρωπον παραδείσου πολίτην άνευ γεωπονίας τρεφόμενον, άνευ όμβρου τρυφώντα, μηδέν ιδρώτων ή δικέλλης ή πόνου ή μόχθου προς ζωήν δεύμενον, αειθαλλέσιν δένδρεσιν αγαλλόμενοι, από ανθέων εις άνθη μεταβαίνοντα, από καρπών εις καρπούς μετιόντα, ταις επιθυμίαις ακολουθούσαν την χρείαν έχοντα, ουκ έχοντα δε διά κάλλους των ορωμένων τίνι πρότερον τας χείρας υποβάλλει· εδάκρυσα πολλάκις της τοσαύτης μακαριότητος αυτόν ιδών εκπεσόντα· κοινόν γαρ ην το πάθος και του ημετέρου γένους απτόμενον. Επειδή δε τοις ευαγγελίοις ενέτυχον και ελαβόμην ταύτης της ημέρας (έκτη γαρ ην κακείνη και αύτη) απώλεσά τε την λύπην και λευχειμονώ τω λόγω».
Αυτόν τον «λευχειμονούντα» λόγο του Χρυσοστόμου και τη συγκερασμένη με το πένθος «ηδονή» του Αμφιλόχιου, θα τα δη κανένας σαν κλωστές, που χρυσοδένουν τους ήσκιους του Θείου Δράματος, όπως εμφανίζεται στην Υμνογραφία της Μεγάλης Εβδομάδος. Απ' τον πρόλογό της κιόλας, την εισαγωγή των «Νυμφίων», το σκοτάδι της άφατης θλίψης, όπου μπαίνει η Εκκλησία, ξεχειλίζει απ' το φως του θριάμβου. Σαν πολυέλαιο αστερισμό βλέπουν οι ιεροί υμνογράφοι τα Πάθη ν' ανατέλουν πάνω απ' τη νύχτα του κόσμου. Αυτός που τα βήματά του τον σέρνουν στον Γολγοθά, είναι η ενσάρκωση της αγάπης και της δύναμης του Θεού. Με αίνεση, μεγαλωσύνη και δόξα η ορθόδοξη τελετουργία φτιάχνει το βασιλικό του μαντύα. Στο σκοτάδι της Μεγάλης Εβδομάδας υψώνει το ηλιοστάλαχτο τροπάριο της μετάνοιας και της εγκατάλειψης σ' αυτόν: «τον νυμφώνα σου βλέπω...»
Και φτάνοντας μαζί του στην ώρα της προδοσίας του Ιούδα, της απόφασης του άνομου συνεδρίου, της χλεύης και του θανάτου, στην αποκορύφωσι του πόνου, δεν παίρνει σε κανένα σημείο της τραγικό χρωματισμό. Απ' τον ορθόδοξο μυστικισμό, που καθώς παρατηρεί ο Βουλγάκωφ είναι ό,τι κυρίως ξεχωρίζει την ανατολική χριστιανωσύνη απ' τη δυτική (η αποπνευματοποίηση), λείπει ολότελα η απομόνωση της ανθρώπινης αθλιότητας, που απ' τον Αυγουστίνο και πέρα αρέσει στους μεγάλους δυτικούς θεολόγους, είναι η αδυναμία τους, μια θεωρητική και ψυχολογική τομή, που κάνουν για να εξάρουν έτσι την απόλυτη απόδοση στο θείο παράγοντα της σωτηρίας. Για μας η ανθρωπότητα δεν είναι μια massa damnationis, που σκεπάζει πρόσκαιρα στα σκοτάδια της τη θεότητα, μα ανέκαθεν υπαγμένη στο σχέδιο της θείας οικονομίας. Ο πάσχων Χριστός της Ορθοδοξίας είναι ο Θεός, που εκφράζει τη δύναμη και την αγάπη του κατά τρόπο εκπληκτικό, μα που ποτέ δεν αντανακλά στο πρόσωπό του ο φοβερός ήσκιος της αμαρτωλότητάς μας! Ό.τι υποφέρει, το υποφέρει γιατί το θέλει και μένει πάντα ο Δεσπότης. Δεν είναι μονάχα το θύμα-λύτρο, μα κι ο θύτης. Το Θείο Δράμα στη λατρεία μας χαρακτηρίζεται απ' αυτήν τη θεία επισημότητα, που δε μας αφήνει να δούμε την ανθρώπινη αγωνία του πρωταγωνιστή του. Το τραγικό στοιχείο, αν το νοιώθουμε σ' αυτό, είναι στα πρόσωπα των συντελεστών του θανάτου του, τον Ιούδα, τον Καϊάφαν, τον όχλον των Ιουδαίων. Η καταστροφή περιλαμβάνει μονάχα αυτούς. Αλλ' ο αποτροπιασμός μας μπροστά στις μορφές τους είναι απ' τα δευτερεύοντα αισθήματα, που δοκιμάζουμε. Το κύριο αίσθημα, το ανώτερο, είναι ο θαμασμός μας για το Χριστό, θαμασμός κοινός των ανθρώπων και των αγγέλων μπροστά σ' ότι επιτελεί.
|