On Line Library of the Church of Greece |
|
Θεόδωρος Ξύδης Δημοτικός και έντεχνος ποιητικός εγκωμιασμός της Παλιγγενεσίας περιοδικό Νέα Εστία, 1043, 220-211 σελ. Το Εικοσιένα το εορτάζουμε, την καθιερωμένη ημέρα κάθε χρόνο, ως αφετηρία της νέας Ελεύθερης Ελλάδας, που προήλθε από την Εξέγερση εκείνη. Με τον ίδιο τρόπο στην αρχαία Ελλάδα, σε διάφορες πόλεις, εορτάζονταν τα Ελευθέρια, για ανάμνηση μεγάλων ηρωϊκών πράξεων. Ακόμα και στον Δία είχαν χαρίσει το όνομα Ελευθέριος, και σ’ αυτόν αφιέρωναν τις εορτές αυτές. Στην αγορά των Αθηνών υπήρχε άγαλμα του Δία Ελευθερίου κι’ εκεί δίπλα απέθεταν τις ασπίδες Αθηναίων πεσόντων στους πολέμους. Ελευθέριος δεν ήταν μόνο επίκληση του Δία αλλά και άλλων θεών, που μάλιστα λέγονταν όχι μόνο Ελευθέριοι αλλά και Ελλήνιοι. Αρκετοί, εξ άλλου, μάρτυρες της χριστιανικής πίστεως στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας παρουσιάζονται με το όνομα Ελευθέριος. Κι’ είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το ότι ο περικαλλής ναός της Γοργοεπηκόου, δίπλα στη Μητρόπολη των Αθηνών, από τον Αγώνα του Εικοσιένα. Το όνομα της Ελευθερίας πήραν κατά την Επανάσταση και κάποια από τα καράβια των Ψαρών, των Σπετσών κι’ άλλων νησιών. Με ανένδοτη πίστη προς τα δόγματα της Ελευθερίας, κατά τη Γαλλική Επανάσταση, κι’ αργότερα, φύτευαν οι λαοί, που ζητούσαν την εθνική τους αποκατάσταση, τα «δέντρα της Ελευθερίας». Κι’ από το Εικοσιένα τα δέντρα αυτά δεν λείπουν, και δείχνονται ασάλευτα στη θέση τους, και παραδίνονται από γενιά σε γενιά. Έτσι έχουμε τον πλάτανο της Άγιας Λαύρας στα Καλάβρυτα, και σε άλλες περιπτώσεις επίσης πλατάνια κι’ άλλα δέντρα, που συνδέονται με ονόματα ιστορικών χώρων ή αγωνιστών της Ελευθερίας. Τα δέντρα αυτά, με το μέγεθος και τη μακροζωΐα τους, που κάποτε οι ρίζες τους είναι ποτισμένες με το αίμα των μαχητών εκείνων, υψώνονται σαν άφθαρτη υπόμνηση, σαν ορατό σύμβολο με απεριόριστη διάρκεια. Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στα 1453, ο θρύλος, που τον γεννά κάθε φορά η ψυχή του έθνους, διατηρήθηκε αλώβητος για τις μέλλουσες γενιές του σκλαβωμένου Γένους. Στις στιγμές της Αλώσεως ένας από τους ιστορικούς της, ο Δούκας, -όπως έκαναν άλλωστε και οι άλλοι ιστορικοί της Αλώσεως– δεν άφησε ακοίμητο τον θρύλο. Και μας τον δίνει σε μια από τις πολλές μορφές του: «Μετά δε ταύτα καταβάς άγγελος φέρων ρομφαία παραδώσει την βασιλείαν συν τη ρομφαία ανωνύμω τινι ανδρί ευρεθέντι τότε εν τω κίονι ισταμένω, λίαν απερίττω και πενιχρώ, και ερεί αυτώ «λάβε την ρομφαίαν ταύτην και εκδίκησον τον λαόν του Κυρίου». Ο θρύλος –όπως και οι τόσοι άλλοι θρύλοι– δεν έμεινε μόνο στα γραπτά των λογίων. Τον πήρε το στόμα του λαού στο τραγούδι της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και στ’άλλα ιστορικά τραγούδια και τον μετέφερε από τραγούδι σε τραγούδι έως το Εικοσιένα. Κι’όχι μόνο στα δημοτικά τραγούδια θα βρούμε τους θρύλους, αλλά και στ’ Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, του Φωτάκου, του Φραντζή, του Περραιβού, του Σπυρομήλιου, του Μακρυγιάννη, του Κατσομούλη κ.λ.π., μαζί με την εξιστόρηση ηρωϊκών πράξεων. Ένας λόγος του Κολοκοτρώνη έρχεται, θαρρείς, να ζωντανέψει τον θρύλο, που αναφέρει ο Δούκας, να τον συνεχίσει έως τα χρόνια της Εθνεγερσίας ένας «ανώνυμος» αγωνιστής. Διαβάζουμε στα Απομνημονεύματα του Θ. Κολοκοτρώνη: «Ήταν μία ώρα νύχτα περασμένη και σκοτάδι. Και τους λέγω, αφού έκαμα το σταυρό μου: «Όσοι αγαπάτε την Πατρίδα, ελάτε κοντά μου». Θ’ αναζητήσουμε βιαστικά τον ύμνο του Εικοσιένα στα δημοτικά τραγούδια μας και σε συνέχεια στην έντεχνη νεοελληνική ποίηση, σε κάποια σημεία που κι’ εκείνη θέλησε να δοξάσει τον ίδιο καημό και τους ίδιους ενθουσιασμούς του Γένους. Το δημοτικό τραγούδι ριζώνει στον προϊστορικό χρόνο. Υπήρχε πριν από τον Όμηρο. Είναι η φωνή του άγνωστου τραγουδιστή, που μελωδεί παθήματα κ’ εκφράζει την αγωνία ενός ολόκληρου λαού. Τραγουδάει τους άθλους και διηγείται τις περιπέτειες. Αισθανόμαστε κοντά του τη φυλετική μας συνέχεια, όπως συμβαίνει και στα τραγούδια των άλλων λαών. Το δημοτικό μας τραγούδι είναι απλωμένο σε όλη την ελληνική μας πατρίδα: στη στεριά και στη θάλασσα, στα βουνά και στους κάμπους, στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά. Παντού μια φωνή ίδια. Το τραγούδι αυτό ζει και στα χρόνια της σκλαβιάς και στο Εικοσιένα, με τον επώνυμο ή ανώνυμο ήρωα, που τον υμνεί κάθε φορά. Μιλούν στο δημοτικό τραγούδι οι άνθρωποι, ιδίως στο ηρωϊκό, με το θαρραλέο αντίκρυσμα του θανάτου, με την εγκαρτέρησή τους. Το χαρακτηρίζει διαύγεια και συντομία, πλαστική δύναμη κι’ ευκαμψία, λιτή και απλή τέχνη, γνήσιο αίσθημα της φύσεως. Η γλώσσα του είναι γεμάτη γλυκύτητα και χάρη. Η σκλαβιά του Γένους και η εξέγερσή του με το Εικοσιένα αποτελούν για το δημοτικό τραγούδι μιαν αδιατάραχτη συνέχεια, μιαν αδιάκοπη αλυσίδα. Το Εικοσιένα είναι ένας καθολικός εθνικός αγώνας. Είναι εμπνευσμένο από την ομόθυμη συνείδηση του λαού. Ένας απίθανος άθλος στο πείσμα μιας αδυσώπητης πραγματικότητας. Ένας αδάμαστος κόσμος με τη φλόγα του ιερώτερου ενθουσιασμού. Ποίηση της Τουρκοκρατίας υπήρξε το δημοτικό τραγούδι. Αυτό στέκεται στο κατώφλι της νεοελληνικής έντεχνης ποιήσεως. Οι τραγουδιστές του, που έγραψαν πολλές χιλιάδες τέτοια τραγούδια, είναι άγνωστοι κι’ αυθόρμητοι, και δεν παύουν ν’ αντιπροσωπεύουν το κοινό αίσθημα. Η λυρική τους ποιότητα είναι πρωτόγονη, αλλά και βέβαιη. Τους αδούλωτους ανθρώπους, τους περιφρονητές των κινδύνων τραγουδούν, τα παθήματα του σκλαβωμένου Γένους διεκτραγωδούν, με την ελπίδα και την πίστη στην Ελευθερία. Στα ιστορικά, όπως χαρακτηρίζονται, δημοτικά τραγούδια, κάποιες χρονολογίες είναι αναπόσπαστες απ’ αυτά. Ας θυμηθούμε μερικά, που συνδέονται με γεγονότα: «Η καταστροφή της Αδριανουπόλεως» (1361), «της Άγιας Σοφιάς» (1453), «Δεινοπαθήματα της Πελοποννήσου» (1769), «Σουλιώτικο» (πρώτη εκστρατεία του Αλή Πασά κατά του Σουλίου, 1792), «της Πάργας» (εγκατάλειψή της από τους Παργινούς, 1819), «Δερβενάκια» (1822), «Άλωση της Κάσου» (1822), «Πολιορκία του Μεσολογγίου» (1825), Έξοδος του Μεσολογγίου» (1826), «Μάχη του Δηρού» (1826) κ.λ.π. Σε άλλα ποιήματα του λαού εκθειάζεται η αγωνιστική των κλεφτών, εξαίρεται η ομαδική ψυχή του επαναστατημένου λαού. Αναφέρουμε μερικά: «Πες τους να κάτσουν φρόνιμα», «Με πόνεσε για συντροφιά», «Χορεύουν τα κλεφτόπουλα», «Σαράντα παληκάρια», «Ένας αϊτός περήφανος», «Καρτερώ την άνοιξη», «Της κλεφτουριάς τα βάσανα», «Πικρή που είν’ η λαβωματιά», Εκεί ήταν μνήμα κλέφτικο» κ.λ.π. Στο ποίημα «Του Όλυμπου και του Κίσσαβου» έχουμε ποιητικώτατη μεταφορά στο μάλωμα δυο βουνών με τους παραστατικούς στίχους: Ο Όλυμπος κι’ ο Κίσσαβος τα δυο βουνά μαλώνουν… Εγώ ’μαι ο Γερόλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος. Έχω εξήντα δυο κορφές, σαράντα μοναστήρια, έχω γιατάκια κλέφτικα που ξεχειμάζουν κλέφτες… … Έχω και το χρυσόν αϊτό τον χρυσοπλουμισμένο, πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέει. Σε άλλα ποιήματα δημοτικά μαλώνουν κι’ άλλα βουνά: ο Παρνασσός κι’ η Γκιώνα, τα Βαρδούσια κι’ η Οίτη, ο Ψηλορείτης και τα Λευκά Όρη της Κρήτης, το Καλόλιμνο και το Ορκίλλι της Καρπάθου. Παράδοση αρχαιότατη, αφού η ποιήτρια Κόριννα ιστορεί το μάλωμα δύο φημισμένων βουνών: του Κιθαιρώνα και του Ελικώνα. Χώροι, που το Εικοσιένα τους καθιέρωσε στη μνήμη του έθνους, υμνούνται με άλλα τραγούδια, όπως το Μεσολόγγι: Ούτε βοήθεια φάνηκε κι’ ούτε βοήθεια φτάνει και σώθηκε όλο το ψωμί και σώθηκε τ’αλεύρι. Ή τα Δερβενάκια: Της Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες στα Δερβενάκια κοίτονται, στο χώμα ξαπλωμένοι. Άλλοτε εξυμνείται ένας ωρισμένος ήρωας, όπως ο Μάρκος Μπότσαρης: Ο Νότης μοιρολόγαγε στου Μάρκου το κιβούρι. -Για σήκω απάνω, Μάρκο μου, και μη βαρυοκοιμάσαι. Ή ο Παπαφλέσσας: Τρεις περδικούλες κάθονταν στην άκρη στο Μανιάκι, Κι’ είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά βαμμένα. Θ’ απαριθμήσουμε μερικά ακόμα τραγούδια, παίρνοντας μόνο ένα στίχο τους, όπου αναφέρεται το όνομα των οπλαρχηγών της Επαναστάσεως ή του απλού κλέφτη, στον οποίο είναι αφιερωμένο το κάθε ποίημα: Λάμπουν και τ’ αλαφριά σπαθιά του Κολοκοτρωναίων («Των Κολοκοτρωναίων»). Ο Νικοτσάρας πολεμάει με τρία βιλαέτια («Του Νικοτσάρα»). Ο Καραϊσκάκης τ’ άκουσε, πολύ του βαρυφάνη («Του Καραϊσκάκη») Ο Λιάκος έτρεξεν εμπρός με το σπαθί στο στόμα («Του Λιάκου»). Κοίτεται ο Πλιάσκας, κοίτεται στην έρημη τη βρύση («Του Πλιάσκα»). Κύριέ μου, τι να γίνηκεν ο Χρήστος ο Μηλιόνης; («Του Μηλιόνη») Να κλάψετε τον Ζαχαριά, τον πρώτο καπετάνιο («Του Ζαχαριά»). Ο Δίπλας είναι ζωντανός, πόλεμο δεν αφήνει («Του Δίπλα»). Ο Κατσαντώνης φώναξε, ο Κατσαντώνης λέει («Του Κατσαντώνη»). Ο Γιώτης είναι ζωντανός, τους Τούρκους δεν φοβάται («Του Γιώτη»). Κι’ αναρίθμητα άλλα. Τραγουδημένοι ήρωες με αλληγορίες, παρομοιώσεις, παραβολές, μεταφορές, επαναλήψεις κι’ άλλα σχήματα. Με τους ήχους της φλογέρας ή της πίπιζας ή του λαγούτου ή του κλαρίνου. Στους ήχους αυτούς ζει η ψυχή του λαού. Εκείνη η καλαμένια φλογέρα θυμίζει το όμοια καλαμένιο σουραύλι που κρατούσε ο Παν στα δάση της Αρκαδίας, ενώ χόρευαν οι Νύμφες. Από γενιά σε γενιά το καλάμι αυτό το κράτησαν στα χέρια τους οι λαϊκοί τραγουδιστές και χόρευαν τα παληκάρια του Εικοσιένα. Η ίδια φλογέρα συνοδεύει και τον σημερινό βοσκό, δίπλα στα γιδοπρόβατά του, στα έργα της ειρήνης. Δίκαια ο Φωριέλ στην εισαγωγή του στην έκδοση των «Ελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών» (1824) εχαρακτήρισε τα δημοτικά μας τραγούδια: «απλά μνημεία του πνεύματος, της ιστορίας και των ηθών». Και ο Νικόλαος Πολίτης στα προλεγόμενα των «Εκλογών από τα τραγούδια του Ελληνικού Λαού» είδε σ’ αυτά «απέριττον κάλλος, αβίαστον απλότητα, πρωτοτυπίαν, φραστικήν δύναμιν και ενάργειαν». Από τους ανώνυμους τραγουδιστές θα προχωρήσουμε στην έντεχνη ποίηση. Μια φωνή ενός νοσταλγού της Ελευθερίας, που σφράγισε με το μαρτύριό του στο 1798 την προσπάθειά του, του Ρήγα Φεραίου, δεν είναι ποίηση, όσο είναι ξέσπασμα και προτροπή: Ως πότε παληκάρια να ζώμεν στα στενά! Την ίδια χρονιά του μαρτυρίου του Ρήγα γεννιέται στη Ζάκυνθο ο Δ. Σολωμός. Τα γεγονότα της Επαναστάσεως, που τα δημοτικά μας τραγούδια τα ύμνησαν με την αυθόρμητην απλότητά τους, ο Σολωμός τα συγκεντρώνει στο 1823 στον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν». Πρώτα την έκρηξη της Επαναστάσεως (τετράστιχα 17-34), ύστερα την Άλωση της Τριπολιτσάς (35-74), την Καταστροφή του Δράμαλη (75-87), την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (88-21), τα ναυτικά κατορθώματα και τον μαρτυρικό θάνατο του Πατριάρχη (122-138). Αξιοπρόσεχτο είναι ακόμα το ηθικό μέτρο, με το οποίο ο ποιητής κρίνει τα διάφορα περιστατικά. Εξαίρει ό,τι δίνει λαβή για μιαν εξύψωση. Επίσης συνδέει τα νέα κατορθώματα με τα γεγονότα της αρχαίας ιστορίας. Ό,τι ο ποιητής εκλέγει είναι πάντοτε σκόπιμο και ποτέ βαλμένο για την πλοκή μόνο του στίχου. Όμοια στέκεται και σε βιβλικά πρόσωπα. Μια κεντρική γραμμή φτάνει έως την τελευταία λεπτομέρεια, κι’ έτσι πρόσωπα, αντικείμενα, ιδέες, όλα υπηρετούν συνειδητά την έμπνευση. Δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι ο Σολωμός ορμήθηκε από το δημοτικό τραγούδι. Δεν είναι αυτό μια απλή φιλολογική προτίμηση. Από το δημοτικό τραγούδι ξεκίνησαν σε όλες τις λογοτεχνίες πολλοί μεγάλοι ποιητές –και μάλιστα σε εποχές εθνικής αποκαταστάσεως, όπως ήταν και η στιγμή που φανερώθηκε ο Σολωμός. Η έντεχνη λογοτεχνία, με την επίδραση του δημοτικού τραγουδιού, έχει το πλεονέκτημα να αποδίνει ολόκληρη την ψυχή του έθνους, που είναι λαός, που διαμορφώνει με την πάροδο του χρόνου τη γλώσσα του. Τα δημοτικά μας τραγούδια, τα ιστορικά και τα κλέφτικα, γραμμένα στην εποχή της δουλείας, διακρίνονται για τον πόθο της Ελευθερίας, διψούν για την ανάσταση της Ελλάδας. Στην περίοδο, που αρχίζει με την απελευθέρωση του έθνους από τον τουρκικό ζυγό, η πατριωτική ποίηση έχει πολύ εκτεταμένη εκδήλωση. Ο Σολωμός είναι ο πρώτος, με τον οποίο ροδίζει η τάση αυτή. Περιφρονητής κάθε μετριότητας, φιλελεύθερη ψυχή, επιδιώκοντας τις αιώνιες αξίες της ζωής, δεν άφησε χωρίς μέγα περιεχόμενο την ιδέα τη πατρίδας. Στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» είναι σε ποιητική μετουσίωση η ιδέα της εθνικότητας, συντροφευμένη άρρηκτα με την Ελευθερία: Για την αιωνιότητα, που μόλις τα χωράει. Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους. Τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους. Αγάπη κι’ έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν. Τα σπλάχνα τους κι’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν. Γλυκειά κι’ ελεύθερη η ψυχή σα να ’τανε βγαλμένη κι’ ύψωναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη. Τον ιδεαλισμό του τον εξέφρασε κατά τρόπο απόλυτο στα ποιήματά του κι’ ανέβασε σε δυσθεώρητα ύψη την ιδέα της πατρίδας, όπως στο ποίημά του «Ο Κρητικός»: Δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό, όπου τ’ αγροίκαα μόνος στον Ψηλορείτη, όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος, κι’ έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει, και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι’ οι κάμποι. Κι’ ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα, κι’ εφώναζα× ω θεϊκιά, κι’ όλη αίματα Πατρίδα! Έντονου θαυμασμού αποτέλεσμα προς τον αγώνα του 1821 είναι η ποίηση του Κάλβου. Οι Ωδές του βλέπουν το φως στα 1824-1826, όταν ο αγώνας για την παλιγγενεσία ήταν στην έξαψή του. Με τη λήξη του αγώνα σταματάει και η κρούση της λύρας του Κάλβου, ο οποίος δεν έγραψε άλλο ποίημα έως το 1869, που πέθανε. Ολόκληρη την έμπνευσή του την απορροφάει κυριολεκτικά το Εικοσιένα. Η εκλογή των θεμάτων του είναι αποτέλεσμα αυτού του θάμβους της ελευθερίας. Ας αναζητήσουμε τους τίτλους κάποιων ποιημάτων του, τους τόπους που υμνεί, τα πρόσωπα και τα γεγονότα που αναφέρει δοξαστικά: «Εις τον Ιερόν Λόχον», «Εις Χίον», «Εις Πάργαν», «Εις Ψαρά», «Εις Σάμον», «Εις Σούλι», «Ο βωμός της πατρίδος», επίσης «Εις Δόξαν», «Εις Ελευθερίαν», «Εις την Νίκην» κ.λ.π. Παντού ο ποιητής μένει έκθαμβος. Από τα πέντε είδη των αρχαίων ωδών προτιμά την εγκωμιαστική. Ένα διαρκές εγκώμιο είναι η ποίησή του. Ο ποιητής καταλήγει πάντα με μιαν ενθουσιαστική κραυγή παιανική, όπως στην ωδή «Τα ηφαίστεια»: Κανάρη! και τα σπήλαια της γης εβόουν: Κανάρη! Και των αιώνων τα όργανα ίσως θέλει αντηχήσουν πάντα Κανάρη! Επίσης και στην ωδή «Εις Δόξαν»: Ω Δόξα, δια τον πόθον σου γίνονται και πατρίδος και τιμής και γλυκείας ελευθερίας και ύμνων άξια τα έθνη. Εξ άλλου, ο ρωμαντικός χορός των ποιητών της καθαρεύουσας, με ευφράδεια εξωτερική, με στιχοπλοκή που στερείται από θερμότητα, με κοινοτοπίες αυτοσχεδιασμού, ως τόσο δεν υστερούσε σε ειλικρίνεια. Καταστρώνουν ρυθμούς, με πλούσιες ομοιοκαταληξίες, αλλά με φράση υπόψυχρη. Όλα είναι χωρίς δύναμη, αλλά θα ήταν άδικος όποιος θ’ αρνιόταν αγνή προαίρεση και έλλειψη πατριωτικού αισθήματος σε στίχους όπως οι επόμενοι, που αναφέρονται στο Εικοσιένα: Μακρούς αιώνας παρείδες, Μούσα, τον Ελικώνα σιωπηλόν και δεν ηκούσθης καλλιφωνούσα κανέν κελάδημα υψηλόν. Αηδονόστομος καθώς πάλαι την Τουρκομάχον Ελλάδα ψάλε. (Αλέξ. Σούτσος «Η Τουρκομάχος Ελλάς»). Εις πεσόντας σωρούς των τυράννων ο ελεύθερος Έλλην πατεί, και εις ήχους βροντών και παιάνων της Ελλάδος η δόξα κροτεί. (Αλ. Ραγκαβής «Εμβατήριος»). Όρη υψηλά της Ελλάδος! Προπύργια ανδρών ελευθέρων! την υπερήφανον στέμμα νεφών κεφαλήν σας στολίζει, και εξ αυτού καταπίπτουν φλογών ή χιόνων σινδόνες. (Θ. Ορφανίδης «Ο πύργος της πέτρας»). Πλην εις την ύβριν η Ελλάς ως νέφος τρικυμίας απήντησε κραδαίνουσα το δόρυ της οργίλον, και έτη οκτώ τον κολοσσόν κτυπώσα της Τουρκίας, εις την Ευρώπην έκραξεν: «Ιδέτε τον Γραικύλον». Κι’ εχειροκρότησεν η γη της κόρης την πορείαν. (Αχ. Παράσχος «Ελλάς και Δύσις»). Τις ίδιες στιγμές, ο Αρ. Βαλαωρίτης έγραψε σειρά ολόκληρη ποιημάτων γύρω από το Εικοσιένα. Εύστοχα συνταιριάζει τα παραδομένα για την κλέφτικη ζωή και ζωντανεύει μπροστά μας τον χαρακτήρα των κλεφτών. Παντού έχει βάλει την καρδιά του. Σα να βροντάει το καρυοφύλλι σε αρματολικά χέρια. Με ρητορική διάθεση αναπαρασταίνει συμβάντα του Εικοσιένα, που θέλει να τα διαλαλήσει εύγλωττα. Ένας φλογερός πατριδολάτρης. Ας θυμηθούμε κάποια ποιήματά του: «Ο κλέφτης», «Θανάσης Βάγιας», «Ο Δήμος και το καρυοφύλι του», «Ο Σαμουήλ», «Ο Κατσαντώνης», «Η φυγή», «Ευθύμιος Βλαχάβας», «Εικοστή Πέμπτη Μαρτίου», «Ο βράχος και το κύμα», «Στον αδριάντα Γρηγορίου του Ε΄», «Κανάρης», «Η κυρά Φροσύνη», «Θανάσης Διάκος», «Φωτεινός» κ.λ.π. Παντού θεματογραφία κι’ ασυγκράτητος ενθουσιασμός. Ποίηση βέβαια χωρίς οράματα, χωρίς εσωτερική γοητεία, πάντα όμως παραστατική. Ο «Αστραπόγιαννος» εκπροσωπεί την ηρωολατρική φαντασία: Λαμπέτη, χώσε με με τ’ άρματά μου ολόρθα, στήσε τα δεξιά ζερβιά× να ’ναι στο μνήμα μου κεροδοσιά μου, πρωτοπαλήκαρα στην ερημιά. Κι’ όταν, Λαμπέτη μου, με χωματίσεις, έβγα στο Τρίκορφο γοργά γοργά, να πεις πως σ’ έστειλα να πολεμήσεις, πες χαιρετίσματα στην κλεφτουριά. …Το βράδυ ανέλπιστα πιάνει το χιόνι κι’ ο τάφος κρύβεται βαθιά βαθιά, λες και σαβάνωσαν σ’ ένα σεντόνι τα δυο τα μνήματα σφιχτά σφιχτά. Θα σταθούμε και στον Κρυστάλλη. Για τον λόγο ότι μοιάζει σαν ένας γνωστός λαϊκός τραγουδιστής –και φυσικά και κάτι πιο πέρα. Σε ποιήματά του είδε το Εικοσιένα με τον πόθο του αλύτρωτου. Αναφέρουμε τον «Καλόγηρο της Κλεισούρας του Μεσολογγίου», την «Καπετάνισσα», «Στο θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη». Τρεις στίχοι του από το «Τραγούδι κλέφτικο»: Αράδ’ αράδα τ’ άρματα στα πεύκα θα κρεμάμε και θε να σταίνουμε χορό. Και κάθε μας τραγούδι θα ’ναι βροντή από σύγνεφο, φωτιά απ’ αστροπελέκι. Το ηρωϊκό στοιχείο του Εικοσιένα στον Αλεξ. Πάλλη υπήρξε έντονο, ώστε το μετέφερε ακόμα και στους δεκαπεντασύλλαβους της μεταφράσεως της «Ιλιάδας», όπου η αρχαία ευψυχία και ο αρματολισμός του Εικοσιένα συνταιριάζονται ποιητικά. Θ’ αναφέρω δύο από τα ποιήματά του, σε αρρενωπούς στίχους, που αναδίνουν την ψυχή της Επαναστάσεως του Εικοσιένα. Το ένα υμνολογεί τον άγνωστο έως την εποχή του κατορθώματός του Κανάρη, που μπροστά στους φαντασμένους άρχοντες των Ψαρών αγέρωχος δίνει την απάντησή του με την παράτολμη πράξη: Ποιος είν’ αυτός και πώς τον λέν, που συμβουλές μας δίνει; Να τα Ψαρά πώς χάθηκαν. Κι’ εγώ φωτιά στο χέρι πήρα, και πέρα τράβηξε κατά της Χιός τα μέρη. Κι’ είπα από κει –Δε βάσταξα– με χείλια πικραμένα: Να! πως με λεν εμένα! Το άλλο είναι ένας Μεσολογγίτης, που αναπολεί τη δοξασμένη πατρίδα και διηγείται πώς στην κρίσιμη στιγμή επεκράτησε στη βούλησή του το Μεσολόγγι, θυσιάζοντας κάθε άλλον ανθρώπινο δεσμό: Ήταν μαχαίρι γονικό, σα σκύλος μπιστεμένο, κι’ είχε απ’ τα χρόνια τα παλιά, τα κλέφτικα συνήθεια, να κυνηγάει τις άπιστες καρδιές σα λυσσασμένο. Είδα, πολλοί ήταν, τόμπηξα στης Δέσπως μου τα στήθια. Στης Δέσπως, που μου πείνασε, που δίψασε μαζί μου, Που λάμπανε απ’ τα κάλλη της τα κορφοβούνια, οι λόγγοι. Μα τι; Τη Δέσπω θα θρηνάει και τ’ άρματα η ψυχή μου; Δεν κλαίω για κείνα. Χάθηκε, σας λέω, το Μεσολόγγι. Στην ποίηση του Κωστή Παλαμά αποτελούν ένα αξιόλογο σύνολο όσα αφορούν το Εικοσιένα. Από τα ποιήματά του, που αναφέρονται στο θέμα μας, θα θυμηθούμε μερικά. Τα έξη τετράστιχα στους «Ίαμβους και Ανάπαιστους», που υμνούν τον Διγενή Ακρίτα, γραμμένα στην εποχή του 1897, μέσα στην απελπισία της συμφοράς εκείνης, είναι μια επιστροφή στην αθανασία της Ελλάδας. Σ’ ένα σονέττο των «Πατρίδων» στην «Ασάλευτη Ζωή», ενώνει κατά τρόπο ευτυχισμένο τον ήρωα της μεσαιωνικής Ελλάδας, τον Διγενή, με μορφές των αγωνιστών του Εικοσιένα: Ακόμα το έλατο της λεβεντιάς φουντώνει, κι’ απ’ των αιώνων τους καημούς κι’ από τα πάθη του Διγενή η πνοή παντού χυμένη πλάθει Κανάρη, Καραϊσκάκη και Κολοκοτρώνη. Ακόμα και στα «Σατιρικά Γυμνάσματα», στο 17ο , βρίσκει ευκαιρία ο Παλαμάς να ζωντανέψει μπροστά στα μάτια μας τον Κολοκοτρώνη, στέκοντας μπροστά στον χάλκινο ανδριάντα του, καθώς δείχνει με το χέρι του, εκεί στημένος, τα πεπρωμένα της φυλής, και καθώς εκείνος εκπροσωπεί την «αγράμματη σοφία», την «κλεφτουριά», που την προβάλλει με την επιτακτική φωνή μιας ανακαινίσεως της πολιτείας, που συνοψίζεται με δυο λέξεις του Γέρου του Μοριά «φωτιά και τσεκούρι», οι οποίες έχουν μείνει παρομοιώδεις για την προσταγή τους και την αλήθεια τους, και με τις οποίες τελειώνει το ποίημα, που ολόκληρο αποτελεί νοσταγία του ιδεώδους της εθνικής και πολιτικής ελευθερίας: Χαλκόπλαστος για πάντα καβαλλάρης, ο στοχασμένος να Κολοκοτρώνης! - Το φύσημά σου που θα ξαναπάρεις; Κάπου το χέρι απλώνεις× που τ’ απλώνεις; Μακριά, πολύ μακριά, αλλού πέρα! Στ’ αγνά× δεν τα πατάς, δεν τα ζυγώνεις. Στον πόλεμο, στων όλων των πατέρα, στη ρίζα, στην αγράμματη σοφία, στην κλεφτουριά, στου Τούρκου τη φοβέρα! Στην «Πολιτεία και Μοναξιά» τα ποιήματα «Οι δυο Κανάρηδες» και «Σολωμός», επίσης από τη σειρά «Στη χώρα που αρματώθηκε» το 13ο και το 18ο, είναι απηχήσεις του Εικοσιένα. Πρόσωπα και τόποι δένονται σε μιαν υμνητικήν ενότητα. Στη συλλογή «Βωμοί» το ποίημα «Στ’ άρματα» είναι ταξίδεμα στους λογής αγώνες του Ελληνισμού για τη διαιώνισή του. Το Εικοσιένα γίνεται: ορόσημο, καθώς το ποίημα είναι γραμμένο πέντε χρόνια πριν από τη συμπλήρωση της πρώτης εκατονταετίας από την έκρηξη της Επαναστάσεως. Ένα μακρό ποίημα στη συλλογή «Τα Παράκαιρα», με τον τίτλο «Η παιδούλα στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη», εμπνέεται από τον ήρωα, που τη μνήμη του διατηρεί ακοίμητη ο ποιητής με τους στίχους του. Το ίδιο και στο 93ο σονέττο των «Δεκατράστιχων» ξεχωρίζει η εξύμνηση του Καραϊσκάκη. Στους «Δειλούς και Σκληρούς Στίχους», στα ποιήματα που επιγράφονται «Καποδίστριας», «Μπάϋρον», «Βαλαωρίτης», ακριβώς η ποικιλόμορφη επαφή των προσώπων αυτών με το θαύμα του Εικοσιένα υπογραμμίζεται από τον ποιητή. Στην ίδια συλλογή το ποίημα «Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες» είναι έξαρση των εθνικών ιδανικών από πατριδολάτρη ποιητή, που κι’ εδώ το Εικοσιένα ιδιαίτερα τον έχει συγκινήσει. Ο Παλαμάς στο 1926 έγραψε τη «Δόξα στο Μεσολόγγι», ποίημα εκτεταμένο, που περιέχεται στη συλλογή «Δειλοί και Σκληροί Στίχοι». Η Έξοδος του Μεσολογίου, ένα από τα πιο μεγάλα γεγονότα της Εθνεγερσίας, είναι σταλαγμένη στο ποίημα με αληθινό συγκλονισμό, και μάλιστα αφού αναφέρεται στην πόλη της καταγωγής του ποιητή. Το τελευταίο τετράστιχο: Μεσολόγγι! Χαρά της ιστορίας, Γη επαγγελμένη! Πάνε εκατό χρόνια, κι’ ας πάνε. Η θύμηση άχρονη μπροστά σου θα γονατίζει. Στον «Κύκλο των Τετράστιχων», στο 116ο, αντιλαλεί η φλογέρα των κλεφτών, που κελαϊδεί τους τόνους της «ελληνικής ψυχής», καθώς αναγράφεται στο ποίημα. Τη μουσική των δημοτικών τραγουδιών την ονομάζει «αδασκάλευτη» για την αυθορμησία της. Στα «Περάσματα και Χαιρετισμούς» έχουμε τρία ακόμα ποιήματα. Τα «Εκατό χρόνια» δοξολογία της ίδιας εθνικής εξεγέρσεως. Τα «Λαμιακά Επιγράμματα» υμνούν την Αλαμάνα και το Χάνι της Γραβιάς. Και το ποίημα «Η πατρίδα στους νεκρούς της» είναι στεφάνωμα των αγωνιστών της Ελευθερίας. Στη συλλογή «Πρόσωπα και Μονόλογοι» υπάρχουν επιγράμματα του Παλαμά για τον Νικηταρά, τον Μάρκο Μπότσαρη, και για το Δραγατσάνι. Σ’ ένα ποίημά του της ίδιας αυτής συλλογής, το γραμμένο το 1935, για τον θάνατο του Παύλου Κουντουριώτη, τ’ όνομα του ένδοξου ναυάρχου ξυπνά στον ποιητή τη δόξα του Εικοσιένα. Συνάπτει το νέο κατόρθωμα του νικητή της Έλλης προς την εποποιϊα του Κανάρη και του Μιαούλη, κι’ ακόμα προς την ελευθερία των λαών, που γράφει πάντα τη ματωμένη όσο και καλλίνικη ιστορία της: Δεν είν’ οι Ελλάδες τέρματα, γέρματα για τον Άδη, ζωή ο Κανάρης, πνοή ο Μιαούλης και δεν περνά το Μεσολόγγι, με την Αράχωβα, με τ’ Αρκάδι, τα παλιωμένα σαν τωρινά. Αρχαίες υπάρχουν και νέες Ελλάδες με τις θυσίες, κι’ οι ελευθερίες πάντα εναγώνιες με τους λαούς και σβούν κι’ ανάφτουν, και θα ξανάρθουν οι αθανασίες Πάντα οικοδόμοι για τους ναούς. Στην ιστορία στην Πολιτεία σα να μας γνεύει κι’ η τρικυμία με κακό δαίμονα συνοδό, μα ο Κουντουριώτης και ξεψυχώντας μας ζωντανεύει, σα να μας λέει: «Κι’ εγώ είμ’ εδώ!». Κι’ όταν στις 28 Οκτωβρίου 1940 ξέσπασε η θύελλα του πολέμου στη χώρα μας, ο Παλαμάς την 1η Νοεμβρίου 1940 μ’ ένα τετράστιχό του, που είναι από τα τελευταία ποιήματά του, απευθύνθηκε στην ελληνική νεολαία, για να της υπομνήσει ότι για τη νεώτερη Ελλάδα το Εικοσιένα αποτελεί την πρώτη εξόρμηση, που πρέπει να είναι πάντα μπροστά στα μάτια της: Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα, μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα! Ο Άγγελος Σικελιανός στο ποίημα «Το μαρτύριο του Όσιου Σεραφείμ στον Ελικώνα» θέλησε να συνάψει το ηρωϊκό πνεύμα του Εικοσιένα και των πρωτύτερων αιώνων της δουλείας που κορυφώθηκαν στην εθνεργεσία. Το αδρότατο αυτό ποίημα ζωντανεύει μπροστά μας τον Όσιο Σεραφείμ σε όλη την έκσταση της προσευχής και στην απόφαση της θυσίας. Ο Όσιος αυτός κατά μια μαρτυρία πέθανε με φυσικό θάνατο και κατ’ άλλη, που δέχεται ο Σικελιανός, εμαρτύρησε στα 1602. Είναι μια ασκητική φυσιογνωμία, που ο εκκλησιαστικός τοπικός εορτασμός ως αγίου γίνεται στις 6 Μαΐου. Έχει μαγνητίσει τη λαϊκή ευλάβεια του τόπου, όπου έζησε ως ασκητής. Εμόνασε ο Όσιος Σεραφείμ στη μονή Δομπούς της Βοιωτίας στους πρόποδες του Ελικώνα. Το μοναστήρι αυτό έχει κτίτορά του τον Σεραφείμ, που ήταν πρωτύτερα μοναχός στη μονή Σαγματά της Βοιωτίας. Από εκεί έφυγε και ίδρυσε τη μονή Δομπούς. Για τον Όσιο Σεραφείμ μας πληροφορούν ωρισμένα Πατριαρχικά σιγίλλια και γράμματα. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ματθαίος ο Β΄ σε σιγίλλιο του Ιανουαρίου του 1601, γράφει ότι: «Ο οσιώτατος Σεραφείμ, θεοφιλεί κινηθείς γνώμη, εξ ιδίων αναλωμάτων, το δε εξ ελεημοσυνών των φιλοθέων Χριστιανών ανήγειρε μοναστήριον, επ’ ονόματι τιμώμενον του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού της Μεταμορφώσεως, εν τη επαρχία Διαυλείας και Ταλαντίου…». Το ίδιο Πατριαρχικό σιγίλλιο λέει ότι ο Σεραφείμ επλούτισε το μοναστήρι όσο μπόρεσε και μάζεψε εκεί αρκετούς μοναχούς. Το μοναστήρι της Δομπούς ήταν σταυροπηγιακό και οι μοναχοί ζούσαν κοινοβιακά. Σιγίλλιο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ραφαήλ του Β΄τον Ιούλιο του 1606 και σιγίλλιο του Πατριάρχη Νεοφύτου του Β΄τον Μάϊο του 1609 και γράμμα του Πατριάρχη Τιμοθέου του Β΄ τον Ιανουάριο του 1615 –όταν πια είχε πεθάνει ο Σεραφείμ– ανανεώνουν το σταυροπηγιακό προνόμιο της μονής. Το τελευταίο μάλιστα προτρέπει την τήρηση της βασικής διατάξεως του κοινοβιακού πολιτεύματος της μονής, σύμφωνα με τη διαθήκη του ιδρυτή της. Δύο εθνομάρτυρες Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ο Κύριλλος Α΄ ο Λούκαρις, που στραγγαλίστηκε στις 27 Ιουνίου 1638, και ο Γρηγόριος ο Ε΄, που απαγχονίστηκε στις 10 Απριλίου 1821, γράφουν για το μοναστήρι της Δομπούς. Ο Κύριλλος Α΄ ο Λούκαρις σε συνοδικό γράμμα αναφέρεται στον Όσιο Σεραφείμ και στην ίδρυση της μονής της Δομπούς απ’ αυτόν, επίσης στα δεινοπαθήματα του μοναστηριού από θαλασσινούς πειρατές και από τους Τούρκους δυνάστες της περιοχής. Το γράμμα αυτό απευθύνει στον τότε ηγούμενο της Δομπούς Δανιήλ ο Πατριάρχης Κύριλλος Α΄ ο Λούκαρις τον Απρίλιο του 1638, δηλαδή δύο μήνες πριν στραγγαλισθή ο επιφανής αυτός Οικυμενικός Πατριάρχης. Ιδού κάποιες περικοπές: «… Όσιός τις γέρων, ονόματι Σεραφείμ, έρωτι θείω και ζήλω τρωθείς, ανήγειρε και ανωκοδομήσεν εκ βάθρων σεβάσμιον μοναστήριον…». Παρακάτω: «…θαλάττιοι πειραταί ήλθον και κατέλαβον αυτό και ως λέοντες ωρυόμενοι αφήρπασαν τα του ναού σκεύη χρυσά και αργυρά και φθοράν ου την τυχούσαν τω μοναστηρίω προεξένησαν…». Επίσης: «…αλλά και οι κατά τόπους εξουσιασταί, ο βοεβόνδας και ο καδής Λεβαδείας… εις μέγαν βυθόν και όλεθρον το μοναστήριον καταβαλόντες…». Και ο Παριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ με ανανεωτικό σιγίλλιο τον Ιανουάριο του 1798 παρέχει την ευμένειά του προς τη μονή Δομπούς, όπως και σε άλλα μοναστήρια. Και από την Επανάσταση του 1821 το μοναστήρι της Δομπούς δεν απουσιάζει. Γύρω στο μοναστήρι έγιναν μάχες Ελλήνων και Τούρκων. Οι Τούρκοι στρατηγοί Ομέρ Βρυώνης και Κιοσέ Μεχμέτ ελεηλάτησαν τη μονή Δομπούς. Από το ίδιο μοναστήρι πέρασαν ο Γ. Καραϊσκάκης και ο Οδ. Ανδρούτσος. Εκεί κοντά αγωνίστηκε κάποτε και ο Δημ. Υψηλάντης. Στο μοναστήρι υπήρχε αξιόλογη βιβλιοθήκη, που την αναφέρει ο Άγγλος περιηγητής Ληκ. Ο ίδιος μας μιλάει για την πίστη του λαού της περιοχής αυτής στη θαυματουργική δύναμη των λειψάνων του Όσιου Σεραφείμ. Στο 1828, στην Αίγινα, ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς εξέδωσε «Ακολουθία του οσίου πατρός Σεραφείμ, ασκήσαντος εν Δομπού». Ο Ταλαντίου Νεόφυτος αργότερα διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Ο Όσιος Σεραφείμ μαζί με τον Λουκά Στειριώτη, που συνδέεται με το μοναστήρι του οσίου Λουκά της Βοιωτίας, είναι οι δύο τοπικοί άγιοι της Βοιωτίας. Φυλλάδες για τον Σεραφείμ έγραψαν μοναχοί της Δομπούς. Σε βίο του Οσίου αναγράφεται ότι πέθανε «τη έκτη Μαΐου 1602, ζήσας εν όλω έτη 75». Σύμφωνα με αυτή την πληροφορία, πρέπει να γεννήθηκε ο Σεραφείμ γύρω στο 1527. Ακριβώς από τον Βίο του Οσίου και από τοπικούς θρύλους μάζεψε ο Σικελιανός το υλικό, που αποτελεί τον σκελετό του θαυμαστού αυτού ποιήματός του. Το ποίημα του Σικελιανού «Το μαρτύριο του Όσιου Σεραφείμ στον Ελικώνα» αποτελείται από 92 στίχους, κατανεμημένους σε 23 τετράστιχα. Σε όλα τα τετράστιχα οι στίχοι 1ος και 3ος είναι 16σύλλαβοι ιαμβικοί και ο 2ος και 4ος ημιστίχια 7σύλλαβα ιαμβικά. Χωρίζεται το ποίημα σε 4 μέρη. Στο πρώτο ανήκουν τα τετράστιχα 1-5, στο δεύτερο τα τετράστιχα 6-13, στο τρίτο τα τετράστιχα 14-20, και στο τέταρτο τα τετράστιχα 21-23. Τα πέντε τετράστιχα του 1ου μέρους παρουσιάζουν τον Όσιο Σεραφείμ στο μοναστήρι της Δομπούς, εκεί στον Ελικώνα, να προσεύχεται γαλήνιος, με υψωμένα τα χέρια στον ουρανό. Το 1ο: Τον όρθρο ο Όσιος το βαθύ, προτού ξυπνήσουν τα πουλιά στον Ελικώνα ακόμα από τον άγιον ύπνο του που πήρε μέσα στη σπηλιά κειτάμενος στο χώμα. Στο 4ο τετράστιχο εξωτερικεύεται με τη δέηση αυτή του ερημίτη ένας ολόκληρος εσωτερικός κόσμος, σε μια κατανυκτική θρησκευτική ατμόσφαιρα: Όλος μια δέηση× κι’ έμενε γυμνή ψυχή, χωρίς μιλιά, χωρίς στον κόσμο ανέσα, τι γύρα του τα πνεύματα σαλεύανε σαν τα πουλιά στον έρμο λόγγο μέσα. Το 2ο μέρος (τετράστιχα 6-3) αναφέρεται στην επιδρομή των Τούρκων της Λεβαδιάς, που έφτασαν στο μοναστήρι της Δομπούς ψάχνοντας για τον Όσιο, που ήθελαν να τον συλλάβουν και να τον πάνε στην πόλη. Εδώ η φαντασία του ποιητή αμιλλάται με τον θρύλο, το μυθικό στοιχείο αμιλάται με τον θρύλο, το μυθικό στοιχείο σμίγει με την επινόηση του δημιουργού του ποιήματος. Ο ποιητής μιλάει για τη φωτιά, που άναβε το φλογερό κήρυγμα του Όσιου, για τον εθνικό παλμό που ήταν ένα με την πίστη του. Το γεγονός, που ζωντανεύει εδώ ο ποιητής, φαίνεται πως είναι εκείνο, που μνημονεύει ο Πατριάρχης Κύριλλος ο Λούκαρις σχετικά με τον «βοεβόνδα και καδή Λεβαδείας», που έκαναν καταστροφή στο μοναστήρι. Τα τετράστιχα 12-13 εξαίρουν την παρουσία του Όσιου Σεραφείμ στην περιοχή του ελικώνα, τον ψυχικό συναγερμό που σήκωνε η ηθική προσωπικότητά του, το μήνυμα της Ελευθερίας που έφερνε στα βάθη των αιώνων της δουλείας: Και μαθητεύτη στον Πασά πως κάπου, σ’ αψηλή κορφή κανείς που δεν ανέβη, κάποιος φτωχός, χωρίς νερό, χωρίς φωτιά, χωρίς θροφή, μονάχος του ασκητεύει και, κάθε πόβγει στην ψηλή κορφήν απάνω να δεηθεί, την ώρα αυτήν ανάβει το μέγα φως τ’αζήτητο και μεσ’ στο σκότος το βαθύ όπου κοιμούνται οι σκλάβοι! Στο 3ο μέρος (τετράστιχα 14-20) περιγράφεται πως πλησίασαν οι εχτροί τον ασκητή, την ώρα εκείνη της προσευχής του, μέσα στην ιερή εκείνη τόλμη του, στην ασίγαστη δίψα του για την Παλιγγενεσία και πως τον ετραυμάτισαν. Η πληγή του όμως απέβη για την περιοχή της Βοιωτίας εκείνες τις στιγμές ένα τεράστιο σύμβολο αγωνιστικό. Τα τετράστχα 17-18: Κι’ εκεί σιμώνοντας κρυφά, με τη βαριά του κοντακιού, μονόφορα, από πίσω χτυπώντας στο αντικέφαλο, του είδανε το αίμα ως αυλακιού νερό, να ρέει περίσσο, του είδανε το αίμα, κι’ άναψε τεράστια φλόγα στο βουνό, του είδανε το αίμα, ως πέρα σαν αστραπή και κεραυνός όλο να καίει τον ουρανό και το μεγάλο αέρα. Το 4ο μέρος (τετράστιχα 21-23) αποτελεί την εύσημη κατακλείδα του ποιήματος. Μας μιλάει για τον τάφο του Όσιου Σεραφείμ, που δείχνεται και σήμερα στον πρόναο της μονής Δομπούς. Σώζεται και η εικόνα του Όσιου, έργο του 1648, που την εφιλοτέχνησε άγνωστος ζωγράφος 46 χρόνια ύστερ’ από τον θάνατό του. Εδώ ο ποιητής όχι μόνο οικειοποιήθηκε τον θρύλο, αλλά και τον εμεγέθυνε, και άναψε δίπλα στη λάναρκα του Όσιου Σεραφείμ λαμπάδα ευλάβειας. Έφερε το όραμα της Λευτεριάς να παραστέκει τα κόκκαλα του Όσιου, κι’ ακόμα να τον συντροφεύει όλη η κλεφτουριά, που ζούσε από εκείνα τα χρόνια με την ακοίμητη νοσταλγία για την ελεύθερη αύριο. Ο θάνατος του Όσιου Σεραφείμ συνέβη την Άνοιξη –και συμβόλιζε την Άνοιξη της αναμενόμενης Λευτεριάς– κι’ ο χορός της νιότης, όπως τον συλλαμβάνει η φαντασία του ποιητή στον χώρο εκείνο, αποτελούσε αγαλλίαση για τα λείψανα του ασκητή, που ενέπνεαν ακριβώς αυτό το μέγα ενθουσιαστικό κίνητρο στην ψυχή των ανυπότακτων σκλάβων. Τα τετράστιχα 21 – 23: Γύρ’ απ’ τη λάρνακα, στητά, ψηλές λαμπάδες και κεριά, σε κόκαλα αγιασμένα βιγλάτορες, τη μυστική φρουρούνε τώρα Λευτεριά, νυχτόημερα αναμμένα. Κι’ όλη ντυμένη η λεβεντιά με τα χρυσά, τα γιορτινά το Μάη τα μήνα, αντάμα, σαν το κορμί της πάει χυτές λαμπάδες, και κεριά τρανά του πάει, καθάριο τάμα. Κι’ όλος τραντάζει μυστικά ο Ελικώνας ο ιερός, τραντάζει απάνου ως κάτου, σα γύρα από τον τάφο του πηγαίνει κι’ έρχεται ο χορός, χαρά στα λείψανά του! Είναι χαρακτηριστικό ότι «Το μαρτύριο του Όσιου Σεραφείμ στον Ελικώνα» είναι το μόνο μακρό ποίημα του Σικελιανού, που αναφέρεται άμεσα στα χρόνια της δουλείας, που τα ακολούθησε η Επανάσταση του 1821. Μόνο σε δύο άλλα συντομώτατα ποιήματά του κάνει απλή αναδρομή στο Εικοσιένα. Και τα δύο γράφτηκαν για να τιμήσουν την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Το πρώτο, με τον τίτλο «Ανάσταση», αποτελείται από τέσσερες στίχους και γράφτηκε στις 25 Μαρτίοιυ 1942, κατά την περίοδο της ξένης Κατοχής, κι’ απευθύνεται στην Ελλάδα, τελειώνοντας με τον στίχο: Ακόμα λίγο, κι’ ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα. Το δεύτερο, με τον τίτλο «25 Μαρτίου 1821-25 Μαρτίου 1946», αποτελείται από εννέα στίχους, κι’ αρχίζει: Του αγώνα μας πρωτόφλεβα, καρδιά του Εικοσιένα. Ο Κ. Π. Καβάφης δεν έγραψε στίχους για το Εικοσιένα. Όμως το ποίημά του «Πάρθεν», γραμμένο στο 1921, είναι εκμυστήρευση του ποιητή για την εντύπωση που του προξένησε το διάβασμα των ιστορικών δημοτικών μας τραγουδιών, και ιδιαίτερα ενός που είναι γραμμένο στο γλωσσικό ιδίωμα της Τραπεζούντας και σχετίζεται με την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και της Θεσσαλονίκης. Ο τίτλος του ποιήματος του Καβάφη «Πάρθεν» σημαίνει «επάρθη», δηλαδή έπεσε στα χέρια των Τούρκων η Κωνσταντινούπολη. Μαζί με το ποίημα της Αλώσεως θυμάται και τ’ άλλα δημοτικά τραγούδια των κλεφτών: Αυτές τις μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια, για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους, πράγματα συμπαθητικά× δικά μας, Γραικικά. Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης «Πήραν την Πόλη, πήραν την× πήραν τη Σαλονίκη»… …Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα και με την λύπη των Γραικών των μακρυνών εκείνων που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη. Και πάντοτε, νομίζω, θ’ αναφέρονται οι δύο πρώτοι στίχοι του Καβάφη από το ποίημά του «Θερμοπύλες», όταν θέλουμε να τιμήσουμε τους πρόμαχους της Ελευθερίας οποιασδήποτε εποχής, είτε πρόκειται για τα στενά των αρχαίων Θερμοπυλών, είτε πρόκειται για τα στενά των νέων Δερβενακίων, ακόμα και για το νεώτατο Σαραντάπορο: Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. Στον Γ. Σεφέρη, στο «Ημερολόγιο Καταστρώματος», ο καημός της Ρωμιοσύνης είναι ακριβώς ο πόθος για την Ελευθερία όλων των ελληνικών εποχών. Ο καημός αυτός ανήκει στον αλύτρωτο Ελληνισμό, που έζησε με την εποποιϊα του Εικοσιένα, και ζητούσε την ανανέωσή της στην αγωνία του για την εθνική του αποκατάσταση: Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη του Χριστού και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού, που είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης. Επειδή ιδιαίτερα απασχολεί το θέμα μας η επίδραση των δημοτικών μας στίχων στην έντεχνη ποίηση, σε ό,τι αφορά τους πατριδολατρικούς στίχους, θα πρέπει να προσθέσω πως ο Κ. Καρυωτάκης, ο ερασιθάνατος ποιητής, αντίθετα με την αγάπη του προς τον θάνατο, στο ποίημά του «Διάκος», που είναι σονέττο με γοργούς πεντασύλλαβους, ζωντανεύει τους στίχους του δημοτικού τραγουδιού για τον Διάκο, που είναι γεμάτοι από νοσταλγία για τη ζωή: Για ιδές καιρό που διάλεξεν ο Χάρος να με πάρει τώρα που ανθίζουν τα κλαριά και βγάνει η γη χορτάρι. Η χαρά που έχει η Άνοιξη γεννά για τον ποιητή όλη την απορία για τον πρόωρο θάνατο, εκφρασμένη λεπταίσθητα. Ιδού οι πρώτοι τέσσερες και οι τρεις τελευταίοι στίχοι του σονέττου: Μέρα του Απρίλη. Πράσινο θάμπος, Γελούσε ο κάμπος με το τριφύλι… …Τ’ άνθη ευωδούσαν. Κι’ είπε απορώντας: «Πώς να πεθάνω; ». Αν η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους είναι οπωσδήποτε ένα τέλος, το Εικοσιένα είναι μια νέα αφετηρία, που συνδέεται με όλο το ελληνικό παρελθόν, το αρχαίο και το βυζαντινό. Με το τέλος του Βυζαντίου, με τη μοιραία καταστροφή του 1453, και πάλι δειλή η πνευματική φλόγα δεν έπαψε. Από τον 15ο αιώνα δεν λείπουν κάποιοι λόγιοι. Στους επόμενους αιώνες πολλά είναι τα ονόματα των λογίων στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα και στον απόδημο Ελληνισμό. Από τον 17ο στον 18ο αιώνα ο Μηνιάτης, ο Βούλγαρης, ο Θεοτόκης σημειώνουν την πνευματική παρουσία τους. Κι’ επικρατούν ύστερα πιο έντονες δυτικές επιδράσεις στον Μοισιόδακα, στον Καταρτζή, στον Κωνσταντά κ.λπ., για να φτάσουμε σε κορύφωση στον Αδαμάντιο Κοραή και σε χαμηλότερο τόνο στον Νεόφ. Δούκα, στον Κούμα, στον Καΐρη κ.λπ. Είναι συγκινητικό να διαπιστώνουμε ότι ο ελληνικός διαφωτισμός –και μάλιστα όταν το έθνος ήταν υπόδουλο– ανήκει κι’ εκείνος στον ίδιο κορμό του αξιώτατου ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Ας θυμηθούμε, για την έξαρση του γεγονότος αυτού, τις χρονολογίες. Ο δυτικός διαφωτισμός αρχίζει τον 17ο αιώνα και τερματίζεται στα χρόνια ύστερ’ από τη Γαλλική Επανάσταση. Ο ελληνικός διαφωτισμός, με την επίδραση του δυτικού διαφωτισμού, είναι σε ένταση στο δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα και στις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου. Το δουλωμένο Γένος δεν έπαψε να έχει συνείδηση των δεσμών του μεταγενέστερου Ελληνισμού με τον αρχαίο. Εννοούμε τις πνευματικές τάσεις. Διαφύλαξε αλώβητη την εθνική μνήμη, η καλλιέργεια των γραμμάτων δεν παραμελήθηκε όσο βέβαια αυτό ήταν δυνατό, και από ωρισμένα γραπτά λογίων δεν απουσιάζει το ανθρωπιστικό πνεύμα. Ο θεωρητικός στοχασμός θέλει κάποτε ν’ απαλλαγεί από προλήψεις, η εκτίμηση προς τη δύναμη του ορθού λόγου δεν λείπει. Υπογραμμίζεται η εθνική συνείδηση, μαζί με την έξαρση των πολιτικών ιδανικών της ελευθεροφροσύνης και των αρχών της ελευθερίας και της ισότητας. Το πνεύμα του διαφωτισμού σα να θέλει ν’ απομακρύνει το έθνος από τον ρηχό ρωμαντισμό και τον ανεύθυνο μυστικισμό. Από το άλλο μέρος, παράλληλα, από τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η ψυχή των πολλών, η εθνική ψυχή, δεν αποκοιμήθηκε και δεν εληθάργησε. Στα χρόνια της σκλαβιάς, πολύ πριν από την Επανάσταση του 1821, υπήρξαν κάποια πολεμικά φυτώρια, που ήσαν πρόθυμα να καταβάλουν τον βαρύτερο και σκληρότερο φόρο αίματος. Αγέρωχοι, υπερήφανοι κλέφτες και αρματωλοί φανερώνονται στ’ απρόσιτα βουνά της ελληνικής πατρίδας, στην Πίνδο, στον Όλυμπο, στα βουνά της Ρούμελης και του Μοριά κι’ έως την Κρήτη. Ολιγαρκείς και σκληραγωγημένοι άνθρωποι του λαού, σε σπηλιές και σε απάτητες βουνοκορφές, εξεδήλωσαν απτόητο φρόνημα, αντίθετο προς την υποτέλεια και τη δουλεία. Την ιδέα της Ελευθερίας ήθελαν να υπηρετήσουν, που είναι κυριαρχούσα ιδέα σε όλους τους λαούς της γης, εκείνη που αποτελεί αντίδραση στον δεσποτισμό και παγιώθηκε με αιματηρούς αγώνες και διακλαδίζεται στην εθνική, στην πολιτική, στην πνευματική και στη ηθική ελευθερία. Σταθήκαμε στη μελέτη μας ιδιαίτερα στο δημοτικό τραγούδι, που είναι βασικό για το θέμα μας, γιατί σ’ αυτό δείχνεται σειρά από αυθόρμητες επαναστατικές ενέργειες για την Ανάσταση του Γένους. Η τάση για την απαλλαγή από την τυραννία. Το συναίσθημα της θυσίας. Το ένστικτο τις εθνικής Ελευθερίας μαζί με τη φιλελεύθερη ροπή για την πολιτική αυθυπαρξία. Στα κείμενα του δημοτικού τραγουδιού –όπως και στα κείμενα των λογίων– έχουμε σαφή τη διαπίστωση ότι η δουλεία ήταν βασικά αντίθετη προς τα ήθη και τις δοξασίες και τις αναμνήσεις του παρελθόντος των Ελλήνων. Την εξαθλίωση, που δημιουργούσε ο ανεξέλεγκτος ξένος δυνάστης, την έβλεπαν λόγιοι και λαός σε κάθε καταπίεση, όπως λ.χ. στην παρεμπόδιση της παιδείας και στην παραβίαση των κοινοτικών προνομίων. Κι’ είναι αξιοθαύμαστο ότι ο εφιάλτης της καταπτώσεως και της παρακμής δεν έσβησε την εθνική αντίσταση στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Με τη φαντασία του ο ανώνυμος λαός, ο ίδιος που αγωνιζόταν για την Ελευθερία του, κάτω από δραματικές συνθήκες ζωής, έκλαψε τα δεινά της σκλαβιάς και τραγούδησε τον Αγώνα του Εικοσιένα. Και το τραγούδι αυτό του λαού το πήρε ο Σολωμός και το χρησιμοποίησε ως «θύρα ολόχρυση» στην ποίησή του, και το παρέβαλαν ύστερα κι’ άλλοι μεταγενέστεροι ποιητές, που ύμνησαν κι’ εκείνοι τον Αγώνα και δοξολόγησαν την Ελληνική Πατρίδα, για την οποία η Παλιγγενεσία του 1821 αποτελεί τη θαρραλέα εκκίνηση και την πιο επιβλητική εξόρμηση. _____________________
|