Δημήτρης Σ. Λουκάτος
Τά Πρώτα Τραγουδήματα του Εικοσιένα
(Κείμενα από τον Φλωριέλ)
περιοδικό Νέα Εστία, 1043, 246-261 σελ.
Δεν έχουμε τιμήσει αρκετά τον Claude Fauriel, δεν ξέρω να υπάρχη κάπου ο ανδριάντας ή η προτομή του, κι’από όσο ερεύνησα, μόνο σε δύο μακρινές συνοικίες των Αθηνών έχουμε δρόμο με τ’ όνομά του. Είναι ο μεγάλος πνευματικός φιλέλληνας από το Saint–Ιtienne της Γαλλίας (1772–1844),που με την έκδοση των «Νεολληνικών Τραγουδιών» του («Chants populaires de la Grθce moderne» I-II,ΰ Paris 1824 –1825) έδειξε στο ευρύτερο κοινό της Ευρώπης τα αναμφισβήτητα πνευματικά δικαιώματα των Νεοελλήνων για ελευθερία, κι’εβοήθησε ηθικά τον αγώνα μας, ίσως πολύ περισσότερο από την οποιαδήποτε υλική εξωτερική βοήθεια. (1)
Με φιλελληνικό ζήλο και φιλολογική προσοχή άρχισε ο Φωριέλ να συγκεντρώνη τα τραγούδια της συλλογής του, αμέσως με τα πρώτα μηνύματα των απελευθερωτικών εκδηλώσεων στην Ελλάδα, και το σπουδαιότερο –που είναι και κατόρθωμα ψυχολογικό– μπόρεσε ν’ αξιοποιήση τον ενθουσιασμό που είχαν οι Έλληνες του εξωτερικού, λόγιοι και εμπορευόμενοι, και να τους αποσπάση τα τραγούδια που ήξεραν ή να τονώση τον ζήλο της συλλογής. (2)
Ιδιαίτερη σημασία –φιλολογική αλλά και ιστορική– έχει το γεγονός, ότι συγκροτημένη έκδοση νεοελληνικών δημοτικών τραγουδιών επραγματοποίησε πρώτος ο Φωριέλ, και μάλιστα αμέσως μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα των Νεοελλήνων. (3) Καμαρώνει γι’ αυτό στον πρόλογο της συλλογής του, επειδή έχει υπόψη του προηγούμενες ετοιμασίες άλλων συλλογέων (του γερμανού Haxthausen, (4) των ελλήνων Μουστοξύδη ή Σχινά κ.ά.). Εάν, γράφει, «η συλλογή που παρουσιάζω είναι η πρώτη που δημοσιεύεται, αυτό είναι μια εξαιρετική εύνοια της τύχης, που δεν επερίμενα» (Ι σελ.ΙΙ, ελλ. έκδ. σ.2) (5).
Θα το θεωρούσαμε φυσικό, αν στην κατηγορία «τραγούδια ιστορικά» της συλλογής του Φωριέλ ευρίσκαμε μόνο παλιότερα της Τουρκοκρατίας, ή κλέφτικα και αρματολικά ως τα Σουλιώτικα. Το ότι όμως πρόφτασε ο συλλογέας να περιλάβη –έστω και στον Β΄ τόμο του, τυπωμένον στα 1825– τραγούδια εμπνευσμένα από την ίδια την Επανάσταση (ένα για τα Μολδοβλαχικά γεγονότα, ένα για τον θάνατο του Αθ. Διάκου κι’ ένα τρίτο για την άλωση της Τριπολιτσάς), και μάλιστα ενώ βρισκόταν τόσο μακριά από την Ελλάδα, είναι κάτι που μας ξαφνιάζει αλλά και μας διδάσκει πολλά για την άμεση δημιουργία και τη γρήγορη σχετικά διάδοση των τραγουδιών του αγώνα μας, στον τότε Ελληνισμό. (6)
Τραγούδια επίκαιρα σημείωναν κάποτε κι’ οι απομνημονευματογράφοι του αγώνα, αλλά δεν μας τα έδωσαν αμέσως, όπως ο Φωριέλ. Στα «Απομνημονεύματα» του Φωτάκου (υπασπιστή του Θ. Κολοκοτρώνη) ανευρίσκουμε δημοτικά τραγούδια των γεγονότων 1821–28, αλλά αυτά μπήκαν από τη Β΄ έκδοση του βιβλίου του, που έγινε το 1899. (7)
Οι συλλογές που άρχισαν να δημοσιεύονται μετά τον Φωριέλ (του Γάλλου αξιωματικού Voutier, το 1826, που ήταν αυτόπτης του Εικοσιένα, άλλες τοπικές Ανθολογίες, και έπειτα οι συστηματικότερες των Kind, Tommaseo, Μανούσου, Ζαμπέλιου κ.ά., ύστερ’ από το τέλος του απελευθερωτικού πολέμου) (8) μπόρεσαν βέβαια να περιλάβουν και νέα τραγούδια του αγώνα, που μερικά έγιναν επίσης κλασσικά: του Λάλα, τ’ Αναπλιού, του Δράμαλη, του Μάρκου Μπότσαρη, του Μεσολογγιού, του Καραϊσκάκη, του Δηρού. (9)
Μας ενδιαφέρουν όμως εδώ τα πρώτα κείμενα που δημοσιεύτηκαν, τα πρώτα τραγουδήματα του Εικοσιένα, και μάλιστα της πρώτης πολεμικής χρονιάς, που έφτασαν ως τον Φωριέλ κι’ έκαμαν πλατύτερα γνωστά τα πρώτα γεγονότα και τους ήρωες. Πώς γεννήθηκαν αμέσως από τα γεγονότα αυτά, πώς ταιριάστηκαν στον στίχο τους, πως έφτασαν στα χέρια του Φωριέλ, κι’ αν είχαν άλλες παραλλαχτικές εξελίξεις ως σήμερα.
Τρία είναι τα κείμενα αυτά. Τα σημειώνω με τη σειρά που δημοσιεύτηκαν από τον Φωριέλ, και που, όπως φαίνεται, ακολουθούν έτσι τη χρονική ιστορική διαδοχή τους:
Ο θάνατος του Διάκου [24 Απριλίου 1821] (10).
Θάνατος του Γεωργάκη [Ολύμπιου] και Φαρμάκη [Σεπτέμβριος 1821] (Κατά Παπαρρηγόπουλον 23 Σεπτεμβρ.).
Άλωση της Τριπολιτσάς – Αιχμαλωσία του Κιαμήλμπεη [24 Σεπτ. 1821].
Πρόκειται για την εξύμνηση τριών από τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα της πρώτης χρονιάς του αγώνα, που ήταν φυσικό να εντυπωσιάσουν Έλληνες και ξένους και να κάμουν αισιόδοξον τον μαχόμενο Ελληνισμό, είτε για το παράδειγμα των δύο ηρώων (του Διάκου και του Ολύμπιου), είτε από την αποφασιστική σημασία της νίκης (της Τριπολιτσάς).
Ο Αθανάσιος Διάκος, ωραίος αρματολός και συναρπαστικά γενναίος, πολύ περισσότερο που ήταν κληρικός, εσυγκλόνισε το πανελλήνιο όχι μόνο με τον ηρωϊσμό, αλλά και με το φοβερό θάνατό του, που ήρθε να μαράνη την ωραία ελπίδα για μια νεανική νίκη του στην Αλαμάνα. Ετραγουδήθηκε σαν σύμβολο.
Ο Γιωργάκης Ολύμπιος είχε, εκείνα τα χρόνια, μια φήμη, ιδιαίτερα στους Έλληνες του εξωτερικού, όση εμείς οι νεώτεροι δεν συγκρατήσαμε. Αρματολός του Ολύμπου που από παλιότερα, αναδείχτηκε βαλκανικός ήρωας από το 1800, πολεμώντας, πλάϊ στους Σέρβους, στους Ρουμάνους και στους Ρώσους, τον Τουρκικό εχθρό. Με το κίνημα του Υψηλάντη, το 1820, ο ελληνικός λαός έμαθε ή διαισθάνθηκε, ότι αυτός ήταν η ψυχή του αγώνα στη Μολδοβλαχία. Κι έμεινε έτσι πραγματικά, ως το ηρωϊκό ολοκαύτωμά του στο Μοναστήρι του Σέκου.
Η άλωση τέλος της Τριπολιτσάς ήταν για τον τότε ελληνισμό (που πρέπει να τον βλέπουμε και στην ακμαία διασπορά του) ένα πάρσιμο Πόλης, κάτι σαν προανάκρουσμα, στα εύκολα λαϊκά όνειρα, για μια αντίστροφη αλλαγή της τύχης. Ένας ελεύθερος Μοριάς, αφού πάρθηκε η οχυρή του πρωτεύουσα, θα έφερνε τη λευτεριά ως την Πόλη. («Πήραν τα κάστρα, πήραν τα…»). Αλλά και το ξάφνιασμα από την απίστευτη πτώση των ως τώρα μεγάλων και ισχυρών έφερε και τον συμπληρωματικό (όπως θα δούμε) θρήνο για τον Κιαμήλμπεη και τους Τούρκους…
Τα τραγούδια ταιριάστηκαν πάνω σ’ αυτά τα ζεστά «ιστορικά» θέματα (άλλοι κόσμοι από τους συνηθισμένους των κλέφτικων) και ταξίδεψαν γρήγορα ως την Ευρώπη, όπου η ξενιτιά, στις δύσκολες ώρες, γίνεται δρόμος εθνικός για την πιο ευαίσθητη μεταβίβαση.
Κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία στη συλλογή του Φωριέλ, είναι ότι μαζί με τα κείμενα των τραγουδιών δημοσιεύονται και περιγραφές από τα γεγονότα (ή την παράδοση) που τα εδημιούργησαν. Οι περιγραφές δόθηκαν από τους ίδιους πληροφορητές. Έτσι έχουμε, κοντά στα τραγούδια, και τις πρώτες «ιστορικές» (έστω και θρυλούμενες) μαρτυρίες, για τα γεγονότα που πραγματεύονται. Στην περίπτωση των τραγουδιών του Εικοσιένα, μπορούμε να πούμε πως ο Φωριέλ μας δίνει, με τα στοιχεία αυτά, και τα πρώτα πολεμικά «ρεπορτάζ» από τον αγώνα που τον συγκινούσε. Ήθελε πολύ να κάμη τους αναγνώστες του να ενδιαφερθούν. Και με το ίδιο αυτό πνεύμα θα του πρόσφεραν «από διάφορες προελεύσεις οι Έλληνες» (11) στοιχεία και κείμενα.
Για τον τρόπο που έφταναν στα χέρια του τα τραγούδια και που τα επεξεργαζόταν, ώσπου να τα δημοσιεύση, ο Φωριέλ μας δίνει γενικές και ειδικές πληροφορίες στους προλόγους του:Γενικά: α) Πήρε μερικά τραγούδια έτοιμα από συλλογή του Κοραή (τ. Ι σ. ΙΙ, ελλ. έκδ. σελ. 2). β) ΄Ελληνες από διαφόρους τόπους του έδιναν ή έστελναν τραγούδια (Ι σ. ΙΙ ελλ. έκδ. σ. 2). γ) Ταξίδεψε ο ίδιος στη Βενετία και στην Τεργέστη, όπου Έλληνες εργατικοί (τεχνίτες και νοικοκυρές ) του υπαγόρευαν ή του έγραφαν, ανορθόγραφα αλλά πιστά, τα τραγούδια που ήξεραν και που κάποτε τα τραγουδούσαν (ΙΙ 307, ελλ. έκδ. σελ. 296). δ) Από τις παραλλαγές του κάθε τραγουδιού που έφταναν στα χέρια του, διάλεγε την αισθητικά και γλωσσικά καλύτερη, ή έκανε συνδυασμούς, παίρνοντας όμως και τη γνώμη Ελλήνων λογίων (του εξωτερικού) για τις πρωτοβουλίες του (βλ. Ι σελ. ΙΙΙ, ν και ΙΙ σελ. 306. Ελλ. έκδ. σ. 2, 3 και 297) (12). ε) Έγραφε τις προλογικές σημειώσεις του (στο κάθε τραγούδι) παίρνοντας πληροφορίες από πρόσωπα ενημερωμένα. Κάποτε οι πληροφορητές του είχαν γνωρίσει προσωπικά τους οπλαρχηγούς. (Ι. σελ. ΙΙΙ και ΙΙ σελ. 311. Ελλ. έκδ.σ.3 και 298).
Ειδικά, ως προς τα κείμενα που θα εξετάσουμε: α΄.Το τραγούδι «του Διάκου» το πήρε ο Φωριέλ «από Έλληνα φίλο του», που το κατέγραψε στους ίδιους τόπους όπου στιχουργήθηκε. Είχε όμως, όπως σημειώνει, και δεύτερη παραλλαγή, από όπου εσυνδύασε μερικά σημεία (ΙΙ 33, ελλ. έκδ. σ. 212).
β'. Τα ιστορικά στοιχεία του τραγουδιού των «Γεωργάκη και Φαρμάκη» του τα έδωσε «νέος Έλληνας με πνευματικότητα», που είχε ακριβείς πληροφορίες και θα μπορούσε να γράψη πλήρη βιογραφία του Ολύμπιου (βλ. ΙΙ σ. 39, ελλ. έκδ. σελ. 214).
γ'. Τα δυο τραγούδια «της Τριπολιτσάς και του Κιαμήλμπεη» τα πήρε ενωμένα στο χειρόγραφο που του έδωσαν αλλά, «κρίνοντας το πνεύμα του ποιητή», τα χώρισε σε δύο (ΙΙ σ. 55, ελλ. έκδ. σ. 219).
Θα παραθέσω ένα – ένα τα βασικά κείμενα των τραγουδιών αυτών, όπως τα δημοσιεύει ο Φωριέλ, (13) θα τα πλαισιώσω με τα κύρια ιστορικά και πολιτιστικά τους στοιχεία, και θα δείξω κάπως τη φιλολογική μορφολογία και την ποιητική σημασία τους.
Ι. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΥ
α) Το κείμενο (βλ. Fauriel ΙΙ 34-36, ελλ. έκδ. σ. 212-3)
Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα,
καν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης.
-Ουδ’ ο Καλύβας έρχεται, ουδ’ ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ-Βρυώνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες.
5 Ο Διάκος σαν τ’αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη,
ψιλή φωνή ν’ εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:
- Το στράτευμά μου (α) σύναξε, μάσε τα παληκάρια,
δωσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις φούχτες
γλήγορα και να πιάσωμε (β) κάτω στην Αλαμάνα,
10 όπου ταμπούρια δυνατά έχει (γ) και μετερίζια.
Επήραν τ’ αλαφρά (δ) σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάναν’ έφτασαν κι’ έπιασαν τα ταμπούρια.
-Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε (ε), παιδιά μη φοβηθήτε,
ανδρεία (στ) ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθήτε!
15 Εκείνοι εφοβήθηκαν (ζ) κι’ εσκόρπισαν στους λόγγους.
Έμειν’ ο Διάκος στη φωτιά (η) με δεκοχτώ λεβέντες,
τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Σκίστηκε το τουφέκι του κι’ εγίνηκε κομμάτια,
και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά ν’ εμπήκε,
20 έκοψε Τούρκους άπειρους κι’ εφτά μπουλουκμπασάδες.
Πλην το σπαθί του έσπασε ν’απάν’ από τη χούφτα (θ)
κι’ έπεσ’ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ’ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι’ [ο] Ομέρ Βριώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:
25 - Γένεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξης,
να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης;
Κι’ εκείνος τ’ απεκρίθηκε και με θυμό του λέει:
-Πάτε κι’ εσείς και’ η πίστη σας, μουρτάτες να χαθήτε,
εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ’ απεθάνω. (θα)
30 Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνο πέντ’ έξι ημερών (ι) ζωή να μου χαρίστε,
όσο να φτάσ’ ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας.
Σαν τ’ άκουσ’ ο Χαλίλμπεης με δάκρυα φωνάζει:
-Χίλια πουγγιά σας δίνω ’γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
35 το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
ότι (ια) θα σβήση την Τουρκιά και όλο το Δοβλέτι. (ιβ)
Το Διάκο τον επήρανε και στο σουβλί τον βάλαν,
Ολόρθο τον εστήσανε, κι’ αυτός χαμογελούσε.
Την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
40 - Εμέν’ αν εσουβλίσετε (ιγ), ένας Γραικός εχάθη×
ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι’ ο καπιτάν Νικήτας,
αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το Δοβλέτι.
(α.) Ο Πολίτης (Εκλογαί 11) διορθώνει σωστά: «τον ταϊφά μου». (β.) Θα ήταν δημοτικότερα: «Ογλήγορα να πιάσωμε». (γ.) Ίσως: «Πο ’χει ταμπούρια δυνατά, έχει και μ». (δ.) αλαφριά (ε.) Ίσως: «Κάντε καρδιά, τους φώναξε». (στ) ανδρείοι ωσάν Ε. (Η έκφραση συνηθιζόταν στις προκηρύξεις). (ζ) εφοβήθηκανε, (η) ή: μονάχος, (θ) Λέγεται και φούχτα και χούφτα, (θα) Απ’ αυτό και «θε να πεθάνω», (ι) Ίσως ήταν: «μόνο τριώ μερών ζωή, θέλω να μου χαρίστε» (ή: μονάχα πεντ–έξι μερών»), (ια) γιατί… (ιβ) Θα πήγαινε κι’ εδώ (όπως και στον στίχ. 42): κι’ όλο σας το Δεβλέτι (ή Δοβλέτι), (ιγ) Άλλοι διορθώνουν: κι’ αν με σουβλίσετε.
β'. Ιστορικά στοιχεία.
Αμφισβητείται κάποτε η τεκμηριωτική σημασία που μπορούν να έχουν τα ιστορικά δημοτικά τραγούδια προς τα αντίστοιχα γεγονότα. Ο Φωριέλ, προλογίζοντας το παραπάνω τραγούδι, για τον θάνατο του Διάκου, γράφει: «Να ένα κείμενο, που η ποιητική αξία του είναι ενωμένη με το ακόμα πιο σπουδαίο ενδιαφέρον του θέματος… Η Ευρώπη [από το τραγούδι αυτό] θα ξέρη [νωρίτερα από την Ιστορία] το όνομα του Διάκου× θα ξέρη ότι ο Διάκος υπήρξε, κατά τον σύγχρονο αγώνα της Ελλάδος, ο πρώτος… που επολέμησε για την ανεξαρτησία της πατρικής γης. (ΙΙ σ. 31, ελλ. έκδ. σελ. 211). Και σημειώνει με λεπτομέρειες, που είναι και οι πρώτες πηγές μας, πώς άρχισε ο Διάκος από κλέφτης ή αρματολός της Λειβαδιάς, (υπαρχηγός του Ανδρούτσου), και πως εκήρυξε, το 1821, την ανεξαρτησία στη Στερεά. Ακολουθεί το ιστορικό των γεγονότων του τραγουδιού, ότι: Ο Χουρσίτ πασάς απέσπασε από την πολιορκία του Αλή-πασά στα Γιάννινα 8-10 χιλιάδες στρατό, κι’ ανέθεσε στον Ομέρ-Βριώνη, να κατέβη στη Ρούμελη και στο Μοριά να καταστείλη την Επανάσταση. Ο Διάκος με μικρό στρατό έπιασε τη γέφυρα της Αλαμάνας, θέση προνομιούχο. Αλλά οι άνδρες του, απειροπόλεμοι, φοβήθηκαν τον μεγάλο στρατό των Τούρκων και σκόρπισαν. Ο Διάκος έμεινε με 20 παλικάρια στη μάχη, και τη συνέχεια μας την αφηγείται το τραγούδι: (ΙΙ 33, ελλ. έκδ. σελ. 211-12).
Περισσότερες λεπτομέρειες για την αντίσταση και τον θάνατο του Διάκου μας δίνει επίσης, από τους συγχρόνους του, ο Μιχαήλ Οικονόμου, γραμματέας του Θ. Κολοκοτρώνη, στο απομνημονευτικό έργο του «Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας» (α΄ έκδ. 1873) (14). Εκεί διαπιστώνει κανείς και τις μικροδιαφορές που μπορεί να έχη η ποίηση από την ιστορική καταγραφή. Σημειώνεται π.χ. ότι πραγματικά πρότειναν στον Διάκο ν’ αλλαξοπιστήση, κι’ ότι αυτός αρνήθηκε υπερήφανα, αλλά να πώς: «Ο Μεχμέτ- πασάς [συστράτηγος του Ομέρ Βριώνη, στη Λαμία πια, όπου έφεραν τραυματισμένο τον Διάκο] τω επρότεινεν, ότι ήθελε επιμεληθή προθύμως περί της θεραπείας του, εάν ήθελε να τον υπηρετήση, αρνηθέντι δε τω ηπείλησε θάνατον× ο δε απήντησεν, «έχει η Ελλάς και άλλους πολλούς ως εμέ» (σ. 131). Στο ίδιο απομνημόνευμα δίνεται και το θρυλικό δίστιχο (παρμένο από λαϊκά μοιρολόγια), που φέρουν ότι είπε ο Διάκος, όταν αντίκρυζε τον θάνατο:
Για δες, καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρη,
τώρα π’ ανοίγουν τα κλαριά και βγάν’ η γης χορτάρι.
Το παραθέτει έτσι και ο Κωνστ. Παπαρρηγόπουλος (μαζί με το τραγούδι του Φωριέλ) στις σελίδες που αφιερώνει στην «Ιστορία» του για τον Διάκο (Ε΄ 825), όπου σημειώνει για τα γεγονότα: «… και τότε διεπράχθη εις Δαμάσταν και Αλαμάναν έργον, το οποίον μάτην ηθέλομεν επιχειρήσει να περιγράψωμε, μετά την εξυμνήσασαν αυτό δημώδη ποίησιν». (15)
Όσο για τα ονόματα του κειμένου, ο Ν.Γ.Πολίτης τα προσδιορίζει στις υποσημειώσεις της σχετικής εκλογής του. (16) Γράφει: « Ο Δημήτριος Καλύβας ήτο οπλαρχηγός του Διάκου, ο δε Λεβεντογιάννης είναι βεβαίως ο Μπακογιάννης, έτερος οπλαρχηγός αυτού… [Αλλά κατά τον Οικονόμου, αυτοί σώθηκαν από την μάχη]». Επίσης: «Από τον Θανάση Βάγιαν, αν και στενώς συνδεδεμένον μετά του Οδυσσέως Ανδρίτσου, δεν ηδύνατο να περιμένη επικουρίαν ο Διάκος… Αλλ’ ο στίχος και δια τας χασμωδίας και δια τον αρχαϊκόν τύπον του ονόματος του Λυσέα Ανδρίτσου, φαίνεται εφθαρμένος». Για τον Χαλίλ-μπέη γράφει: «Εντόπιος Λαμιεύς εκ των τα πρώτα φερόντων Τούρκων». Και για τον καπετάν Νικήτα: «Είναι ο Νικηταράς, όστις δύο μήνας μετά την καταστροφήν της Αλαμάνας ήλθεν εις την Ανατολικήν Ελλάδα…» Και συμπεραίνει, ότι «ο στίχος ούτος [με τον Νικήτα] αν μη όλον το άσμα, εποίηθη μήνας τινας μετά τον θάνατον του Διάκου».
Σημειώνω εδώ και την αβίαστη πολιτιστική αλήθεια, που περικλείουν οι στίχοι του τραγουδιού, με την ορολογία και τις λέξεις τους, Μπαρούτη και βόλια, ταμπούρια και μετερίζια, τουφέκι και σπαθί, τα πολεμικά μέσα της εποχής. Πουγγιά, με φλουριά και μαχμουτιέδες (από την εικόνα του Σουλτάνου Μαχμούτ Α΄), τα νομίσματά της. Τουρκιά, τζαμιά και ντοβλέτι (κράτος), ο αντίπαλος, Γραικοί το όνομα το δικό μας (ιδιαίτερα στην ευρωπαϊκή ξενιτειά). «Γένεσαι Τούρκος; » η γνωστή αντιπροσφορά για τη σωτηρία από την αιχμαλωσία ή το θάνατο. Κλέφτης, ο περιφρονητικός χαρακτηρισμός των επαναστατημένων. Σουβλί, το φοβερό και απάνθρωπο Τουρκικό μαρτύριο του ανασκολοπισμού.
γ) Φιλολογική μορφολογία και αξιολόγηση.
Την πρώτη δημοσίευση του τραγουδιού του Διάκου από τον Φωριέλ ακολούθησαν κι’ άλλες από τους έπειτα συλλογείς,(16) που είτε πήραν αυτούσιο το πρώτο κείμενο, είτε αναζήτησαν και βρήκαν παραλλαγές του σε λαϊκούς τραγουδιστές, (17) είτε το διασκεύασαν και το συμπλήρωσαν οι ίδιοι. Στις «Εκλογές» του Πολίτη, όπου με ομολογημένη παρέμβαση και ευθύνη έχουν ανασυντεθή δημοτικά κείμενα, σημειώνονται ως το 1914 περί τις 15 δημοσιεύσεις του τραγουδιού του Διάκου, από τις οποίες έχει συρραφή το κείμενο που μας δίνεται.(βλ. αρ. 11 και τις αντίστοιχες στο τέλος βιβλιογραφικές σημειώσεις). Βέβαια υπάρχουν και άλλες .(18) Καταλαβαίνουμε αμέσως, πόσο θα επέδρασαν οι δημοσιεύσεις αυτές, για να διαδοθή πλατύτερα στον ελληνισμό ένα τραγούδι από τα δημοφιλέστερα, (19) αλλά και τι «αγαθός κύκλος» θα κινήθηκε, από τη γραπτή παράδοση στην προφορική και τ’αντίστροφο! Έτσι εξηγούνται κι’ οι ποικιλίες που παρουσιάζουν στα κείμενά τους οι διάφορες παραλλαγές. (20)
Θα παραθέσω για σύγκριση την πολύ αλλαγμένη (αλλά και δημιουργικά ανανεωτική) πελοποννησιακή παραλλαγή του τραγουδιού, που καταγράφηκε το 1939 (114 χρόνια μετά τη δημοσίευση του Φωριέλ) στο Βασιλίτσι Κορώνης Μεσσηνίας, από την Γεωργία Ταρσούλη (ό.π.).
Τρεις περδικούλες κάθουνται στου Διάκου το ταμπούρι,
μίνια τηράει τη Λειβαδιά κι’ άλλη το Καρπενήσι,
η Τρίτη νη καλύτερη μοιρολογάει και λέει:
- Πολλή μαυρίλα ν’έρχεται στου Διάκου το ταμπούρι× [sic]
5 καν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης.
- Μήτε ο Καλύβας έρχεται μητ’ ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ Βριγιώνης, το σκυλί, με δεκοχτώ χιλιάδες.
Και ο σεΐζης [ιπποκόμος] του μιλάει του Διάκου και του λέει:
- Διάκο, πάμε να φύγουμε, πάμε στην Αλασσόνα,
10 π’ εκεί είν’ ο τόπος δυνατός, ταμπούρια για να πιάσ’ με×
τ' ασκέρια σου κιοτέψανε και πήρανε τους λόγγους.
Κι’ έμειν’ ο Διάκος μοναχός, με δεκοχτώ νομάτους,
τρεις ημερούλες πολεμάει και τρία μερονύχτια.
Εμαύρισε κι’ αράχνιασε, σα μαύρη καλιακούδα,
15 απ’ τις μπαρούτες τις πολλές κι’ απ’τα πολλά τα σμπάρα.
Τσακίστη το ντουφέκι του απ’τα πολλά ντουφέκια,
το ’σπασε το σπαθάκι του απάν’ από τη χούφτα,
τότε τον πιάσαν ζωντανόν κειν’ τα κοντοτουρκάκια.
Κι’ ο Ομέρ-Βριγιώνης, το σκυλί, του Διάκου πάει και λέει:
20 - Διάκο, Τούρκος δε γένεσαι, πασά για να σε κάνω;
- Τι λες, μωρέ βρωμόσκυλο, τι λες, μωρέ μουρτάτη;
εγώ γραικός γεννήθηκα, γραικός θέλα πεθάνω.
Τότε τον βάλαν στο σουγλί και παν να τόνε ψήσουν,
κι’ ο Διάκος ετραγούδαγε της άνοιξης τραγούδι:
25 - Για ιδές καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρη,
τώρα το Μάη, την άνοιξη, π’ ανοίγουν τα λουλούδια!…
Όσο κι’ αν έκαμαν προσεκτικές αλλαγές, προσθήκες ή επανορθώσεις, το αρχικό κείμενο του Φωριέλ, νομίζω ότι και όπως δημοσιεύτηκε ήταν δημοτικά φυσιολογικό και δεν του χρειάζονταν επίμονες παρεμβάσεις. Τα εξωτερικά λόγια στοιχεία του φαίνονταν εύκολα και μπορούσαν εύκολα ν’ αποβληθούν. Είναι αλήθεια, πως οι στίχοι που κατέγραψε ο Φωριέλ, παρουσιάζουν κάποια αδεξιότητα και χασμωδία, αλλά αυτό μπορεί να το χρωστάνε στη νωπή σύνθεση ενός ζωηρά επεισοδιακού θέματος, που δεν πρόφτασε να προχωρήση σε ώριμο ταίριασμα. Ο Φωριέλ πρόφτασε και το δημοσίευσε στην πρώτη μορφή του, αλλά μπορεί έτσι και ν’ αναχαίτισε τη διαδικασία προφορικού ωριμάσματος του τραγουδιού, που οι άλλοι ίσως αιώνες (όπως συνέβηκε με τ’ ακριτικά, τις παραλογές και τα κλέφτικα) θα μας το παρέδιδαν «αριστουργηματικό». Μπορούμε ίσως να πούμε, ότι η πρώτη έκδοση των δημοτικών μας τραγουδιών (από τον Φωριέλ και τους άλλους) απετέλεσε κι’ αυτή (με την έννοια του αποκρυσταλλωμένου τυπώματος) ένα σύμπτωμα «μηχανοκρατικής» παρουσίας στη λαϊκή έμπνευση και τέχνη.
Αλλά και στην πρώτη αυτή τυπωμένη μορφή του, το τραγούδι του Διάκου (που η προφορική ηλικία του ήταν μόλις τριών ετών) μας κάνει να χαιρώμαστε την αυθόρμητη, συναισθηματική και ανακοινωτική, στιχουργία του, με τους ενθουσιασμούς του άγνωστου ποιητή, με την παραδοσιακή αφήγηση και τους πολεμικούς διαλόγους, που διαπνέονται πάντα από μια συγγνωστή εθνική καυχησιολογία. (Λίγα σκαλοπάτια χωρίζουν τον λαϊκό αυτό λόγο από τον έντεχνο αργότερα του Βαλαωρίτη).
Ας σταθούμε λίγο και σε κάποια αξιολόγηση των στοιχείων που βοήθησαν τον πρώτο λαϊκό ποιητή, τον «άγγελο» αυτόν της εθνικής τραγωδίας του Διάκου, να συνθέση το αφηγηματικό τραγούδι του. Οι πρώτοι έξι στίχοι είναι όλοι σχεδόν μοτίβα γνωστά και από παλαιότερα τραγούδια (β. π.χ. στον Passow τους αριθμούς 91, 100, 207 και 409) (21). Οι στίχοι 7–22 είναι νέοι, αποκλειστικοί του θέματος του Διάκου, και ανακοινωτικοί. Η διαδοχή τους είναι ζωηρή και τρεχούμενη, σαν τα γεγονότα. Έχουν ρητορισμό, αλλά και ειλικρίνεια. Ομολογούν ότι «εκείνοι εφοβήθηκαν κι’ εσκόρπισαν στους λόγγους», για να έρθη τραγικό το «έμειν’ ο Διάκος στη φωτιά… (ή: μονάχος)». Εξαίρεται όμως αμέσως η ηρωϊκή υπερπάλη των « 18 προς 18» (οι 18 λεβέντες του Διάκου προς τις 18 χιλιάδες των Τούρκων), που μένουν ανίκητοι επί τρεις ώρες. Πρέπει να σπάσουν τα όπλα του ήρωα (παραδοσιακό μοτίβο) για ν’ αρχίση να νικιέται.
Μετά τον στίχο 23, που είναι κι’ αυτός στερεότυπος, όλοι οι άλλοι, ως το τέλος, είναι αποκλειστικοί του τραγουδιού για τον Διάκο κι’ έχουν μάλιστα γίνει κι’ αυτοί μοτίβα δημοτικά. (28)
ΙΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΗ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΗ
α) Το κείμενο (βλ. Fauriel ΙΙ σ. 44 – 46, ελλ. έκδ. σελ. 217).
Πέντε πασάδες κίνησαν από την Ιμπραΐλα,
στράτευμα φέρνουν (α) περισσό, πεζούρα και καβάλα,
σέρνουν (α) και τόπια δώδεκα και βόλια χωρίς μέτρο.
Έρχεται κι’ ο Τσαπάνογλους από το Βουκουρέστι× (β)
5 έχει ανδρείο στράτευμα, όλο Γιανιτσαραίους,
στα δόντια σέρνουν τα σπαθιά, στα χέρια τα τουφέκια.
Τότ’ ο Γιωργάκης φώναξε ν’ από το μοναστήρι:
- Πού είστε, παλικάρια μου, λεβέντες μ’ ανδρειωμένοι;
γλήγορα ζώστε τα σπαθιά, πάρετε τα τουφέκια,
10 πιάστε τον τόπο δυνατά, πιάστε τα μετερίζια,
ότι (γ) Τουρκιά μας πλάκωσε και θέλει να μας φάη.
Δίχως ψωμί, δίχως νερό, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
βαριά βαρούσαν τον εχθρό (δ) κάτου στο Κομπουλάκι.
Τούρκων (ε) κεφάλια έκοψαν κοντά (στ) τρεις χιλιάδες.
15 Και ο Φαρμάκης φώναξεν από το μοναστήρι:
Αφήστε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας,
γιουρούσι απάνω κάμετε, στον Άη Λιάν εβγήτε.
Οι Τούρκοι το εχάρηκαν (ζ), τρέχουν στο μοναστήρι.
Τότ’ (η) ο Φαρμάκης, ζωντανός, φώναξ’ από του Σέκου:
20 -Που είσαι, Γιώργο μ’, αδερφέ και πρώτε καπετάνιε;
Τουρκιά πολλή μας πλάκωσε και θέλει να μας φάη.
Ρίχνει (θ) τα τόπια σα βροχή, τα βόλια σα χαλάζι.
Ο Γιώργης τότ’είχε χαθή, και πλέον δεν τον είδαν…
(α) Στο κείμενο: φέρουν… σέρουν, (β) Στο κείμενο: Βουκορέστι, (γ) Μπορεί να σκεφτή κανείς τα λαϊκότερα: γιατί ή πολλή. (δ) Κάπως λόγια λέξη. (ε) Τούρκων; (στ) δύο και τρεις. (ζ) «Το χαρήκανε»; «τότ’ εχάρηκαν; » (η) Τα τότε δεν φαίνονται ταιριαστά. (θ) Δημοτικότερο θα ήταν το «ρίχνουν», ή αμετάβατα, πέφτουν, (ι) κάπως λόγιο.
β) Ιστορικά στοιχεία:
Ο ίδιος ο Φωριέλ μας δίνει, στον πρόλογο του τραγουδιού, τις πρώτες (και πολλές) πληροφορίες, που είχε «από ένα νέον πνευματικόν Έλληνα», για τον Γιωργάκη Ολύμπιο, για την πολεμική δράση και τον ηρωϊκό θάνατό του. Για τον Φαρμάκη, που απλώς τον αναφέρει «φίλο του Γιωργάκη», δεν γράφει τίποτε. Ενδιαφέρει και η συμπερασματική τότε κρίση του για τον Ολύμπιο: «Ο θάνατος του καπετάν Γεωργάκη… μπορεί να θεωρηθή η πραγματική καταστροφή του επαναστ. κινήματος στη Μολδαβία και τη Βλαχία, το 1821. Η ιστορία θα δικαιώση τις ηρωϊκές προσπάθειες του γενναίου αυτού καπετάνιου, για να εξασφαλίση την επιτυχία ενός κινήματος, που ό,τι έγινε μέσα σ’ αυτό αξιόλογο και αξιέπαινο, ήταν έργο δικό του». (ΙΙ σελ. 39, ελλ. έκδ. σ.214)(23).
Τα βιογραφικά που μας δίνει για τον Γιωργάκη ο Φωριέλ είναι, ότι «γεννήθηκε σ’ ένα θεσσαλικό χωριό του Ολύμπου [το Λεβίδι], ότι κυνηγημένος έφυγε στη Βλαχία, πολέμησε με τους Ρώσους στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, ενίσχυσε τους Σέρβους στο επαναστατικό κίνημά τους, έγινε οπλαρχηγός Αλβανών στη Βλαχία, και τέλος πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον Υψηλάντη. Είχε συστήσει τότε να μη αντιμετωπίσουν τους Τούρκους στην πεδιάδα [συμφορά Δραγανατσίου], αλλά να τους κάνουν κλεφτοπόλεμο από τα βουνά, όμως δεν τον άκουσαν. Επίσης δεν μπόρεσε να συγκρατήση τον Υψηλάντη μετά την ήττα του, και γι’ αυτό έφυγε μόνος του στα βουνά της Μολδαβίας, όπου οχυρώθηκε. Από προδοσία κάποιου Μολδαβού Επισκόπου, βρέθηκε πολιορκημένος στο Μοναστήρι του Σέκου, από 8 χιλιάδες Τούρκους, που τον χτυπούσαν με βαρύ πυροβολικό. Μετά πέντε ημέρες, για να μη παραδοθή, έβαλε φωτιά στην πυρίτιδα και αυτοπυρπολήθηκε». (ΙΙ σ. 43, ελλ. έκδ. σ. 214–6)
Τα γεγονότα της Μολδαβίας και της Μονής του Σέκου περιέγραψε και ο Μιχ. Οικονόμου στα « Ιστορικά της Παλιγγενεσίας» του (ό.π. σελ. 61–80). Εκεί αναφέρονται πάντα μαζί ο Γιωργάκης Ολύμπιος κι’ ο Ιωάννης Φαρμάκης, σαν δίδυμοι πολεμικοί αδελφοί. Κάτι ήξερε ο λαϊκός τραγουδιστής, που τους εναλλάσσει έτσι και στο τραγούδι του. (24)
Κατά την εξιστόρηση του Οικονόμου, οι δυο ήρωες «αντέστησαν επί τεσσαράκοντα ημέρας εις όλον εκείνο το πλήθος των τουρκικών δυνάμεων. Και ο μεν Φαρμάκης… πιστεύσας εις τας υποσχέσεις των Τούρκων, συνθηκολογήσας με αυτούς και εξελθών της Μονής παρεδόθη. Ο δε Γιωργάκης μείνας μετά ολίγων των ηρώων οπαδών του, εκλείσθη εις το κωδωνοστάσιον της Μονής, όπου είχον τα πολεμοφόδια και την πυρίτιδα… ιδών [δε] ευκαιρίαν να φονεύση όσον έστι πλείονας και ν’ αποθάνη, και δους πυρ εις την πυρίτιδα ανέτρεψε το κωδωνοστάσιον, όπερ εγένετο τάφος χιλιονέκρων εχθρών του, αυτός δε μετά των ηρώων του… απετεφρώθησαν εις τον αέρα». Για τον Φαρμάκη έπειτα γράφει, ότι «οι πασάδες Τούρκοι τον έπεμψαν προς θρίαμβον εις Κωνσταντινούπολιν, όπου εκαρατομήθη». (25) Ώστε, όχι τυχαία, η λαϊκή μούσα, με το εθνικό ένστικτό της τραγούδησε τους δυο αυτούς ήρωες, αφήνοντας τα άλλα ονόματα των Μολδαβικών γεγονότων, στους ιστορικούς.
Ειδικότερα για τα ονόματα του κειμένου, μπορούμε να διαπιστώσουμε τις εξής ιστορικές αντιστοιχίες: Για τους «πέντε πασάδες… από την Ιμπραήλα», ο Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει: «Τρεις πασάδες, ο της Βραΐλας, ο της Σιλιστρίας και ο του Βιδινίου εισήλασαν εν αρχή Μαΐου [1821] εις τας ηγεμονίας» (ό.π.σελ.16). Με τον Τσαπάνογλου (ή Τσοπάνογλου) ίσως είναι σχετικό το όνομα του Καρά–Αχμέτ, αρχηγού των Τούρκων του Βουκουρεστίου, που έδρασαν στο Δραγατσάνι (Παπαρρ.) ή του Κεχαγιάμπεη, που αναφέρει ο Φωτεινός. Τα μοναστήρια του κειμένου μπορεί να είναι δύο: της Κόζιας πρώτα, στην περιοχή του Ριμνίκου, που αναφέρει ο Φωριέλ, (26) και του Σέκου έπειτα, στη Μολδαβία, όπου δόθηκε το ηρωϊκό τέλος. Ο τελευταίος στίχος επιβεβαιώνει το γεγονός του ολοκαυτώματος του Ολύμπιου.
Πολιτιστικά στοιχεία, κοντά στα ιστορικά, έχουμε: τους πασσάδες–στρατηγούς των μεγάλων επικρατειών της Τουρκίας, την πεζούρα και καβάλα, μορφές των στρατών της εποχής, τα τόπια (= κανόνια) που χρησιμοποιούσαν στις πεδινές εκστρατείες, τους Γενίτσαρους, που ως το 1826 τρομοκρατούσαν Χριστιανούς και Τούρκους, σπαθιά, τουφέκια και μετερίζια, πολεμικά μέσα της εποχής, και κόψιμο κεφαλιών, συνήθεια της μάχης (τρόπαια). Τα Μοναστήρια επίσης παρουσιάζονται εδώ ως οχυρά και καταφύγια των πολέμων.
γ) Φιλολογική μορφολογία και αξιολόγηση.
Το τραγούδι των «Γεωργάκη και Φαρμάκη» δεν γνώρισε τη Δημοτικότητα που πήρε το τραγούδι του Διάκου. Η σύνθεσή του είναι κάπως ειδικότερη (όπως και της συνδημοσιευόμενης από τον Φωριέλ παραλλαγής), αλλά και τα πρόσωπα – γεγονότα δεν ήταν τόσο γνωστά στον ελλαδικό χώρο, ώστε να ξανατραγουδηθούν. Άλλωστε τον ίδιο καιρό είχαμε στην Ελλάδα τα επίσης συγκινητικά γεγονότα του πρώτου χρόνου των μαχών με τους Τούρκους. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στις νεώτερες συστηματικές συλλογές (Πολίτη, Πετρόπουλου, Ακαδημίας) δεν περιλαμβάνεται το τραγούδι αυτό. Το βρίσκουμε, όμως μετά τον Φωριέλ, στις συλλογές: του Theodor Kind («Neugriechische Chrestomathie κλπ.» Leipzig 1835– παρμένο από τον Φωριέλ), του N. Tommaseo («Canti popolari… greci» Venezia 1842 – με κείμενο και σημειώσεις από τον Φωριέλ), του Αντ. Μανούσου («Τραγούδια εθνικά Α΄» εις Κέρκυραν 1850), του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου («Άσματα δημοτικά της Ελλάδος», Κέρκυρα 1852), του Arnoldus Passow («Τραγούδια Ρωμαίικα» Lipsiae - Athenis, 1860 αριθ. 226), και τελευταία του Άγι Θέρου («Τα τραγούδια των Ελλήνων» Αθήνα – Αετός– 1952, αριθ. 498).
Στις δημοσιεύσεις αυτές, ελάχιστες αλλαγές παρουσιάζονται από το αρχικό κείμενο του Φωριέλ, με τολμηρότερη στον τελευταίο στίχο, όπου: «Ο Γιώργης είχε σκοτωθή, τα βόλια δεν τ’ ακούει» (Passow).
Βέβαια, το κείμενο του Φωριέλ παρουσιάζει τις στιχουργικές αδυναμίες (ή αδεξιότητες) που έχουν τα πρώτα αυτά «ανακοινωτικά» τραγούδια. Ίσως κάποιος πολεμιστής ή άμεσα ενημερωμένος να το εσύνθεσε (Δεν μας σημειώνει εδώ ο Φωριέλ, από που είχε τα χειρόγραφα). Βρίσκουμε όμως στο τραγούδι πολλές από τις καλές ιδιότητες της δημοτικής μούσας. Ιδιαίτερα: α)την ολιγόστιχη (σε 23 στίχους) «δραματική» περιγραφή ενός ηρωικού γεγονότος× β) την ενημερωτική εισαγωγή (στιχ. 1–6) για τα βαριά αίτια που θα φέρουν το μοιραίο αποτέλεσμα. (Το εισαγωγικό μοτίβο του «έρχεται και φέρνει» ή «σέρνει»… το βρίσκουμε στο γνωστό τραγούδι του «Πραματευτή» (Πολίτ. Εκλ. 87) ή και στον «Άγιο–Βασίλη των καλάντων)× γ) τους λόγους και τον διάλογο των αρχηγών, (εδώ του Γεωργάκη και του Φαρμάκη), που πάνω από τον θόρυβο της μάχης φωνάζουν και συνεννοούνται× δ) την ποιητική υπερβολή των περιγραφών, με τα γνωστά μοτίβα: «στα δόντια σέρνουν τα σπαθιά…» (στιχ. 6)… «δίχως ψωμί, δίχως νερό… κεφάλια τρεις χιλιάδες» (στιχ. 12 -14) και: «ρίχνουν τα τόπια σα βροχή…» (σ.22)× ε) το γνώριμο στις ελληνικές μάχες αποκορύφωμα, (όταν οι πολεμιστές «αφήνουν τα τουφέκια και πιάνουν τα σπαθιά»), που οδηγεί και σ’ ένα κοφτό τέλος του τραγουδιού.
ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ
α) Το κείμενο (Fauriel ΙΙ σ. 58 – 60, ελλ. έκδ. σελ. 220 – 1).
Ήταν ημέρα βροχερή και νύχτα χιονισμένη,
όταν (α) για την Τριπολιτσάν εκίνησ’ ο Κιαμίλης.
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει
και εις το δρόμο (β) το Θεό παρακαλεί και λέει:
5 Θεέ μ’ εκεί τους προεστούς, εκεί τους δεσποτάδες
να εύρω, στο κεφάλι τους να πάρουν τους ραγιάδες,
να μην σηκώσουν άρματα και πάνε με τους κλέφτες.
Σαν έφτασε, και (γ) οι Γραικοί επλάκωσαν το κάστρο×
τους Τούρκους έκλεισαν στενά, βαριά τους πολεμούσαν.
10 Κολοκοτρώνης φώναξεν από το μετερίζι:
- Προσκύνησε, Κιαμίλπεη, στους Κολοκοτρωναίους,
να σου (δ) χαρίσω τη ζωή εσέ και τα παιδιά σου,
εσέ και τα χαρέμια σου κι’ όλην τη γενιά σου. (ε)
- Μετά χαράς σας, Έλληνες, κι’ εσείς καπεταναίοι,
15 ευθύς να προσκυνήσωμε στους Κολοκοτρωναίους.
Μπουλούκπασης εφώναξε ν’ απάν’ από την τάμπια:
- Δεν προσκυνούμε, ν’ άπιστοι, (στ) σ’ εσάς βρωμοραγιάδες!
Έχουμε κάστρα δυνατά και βασιλιά στην Πόλη,
έχουμ’ανδρείο στράτευμα (ζ) και Τούρκους παλικάρια,
20 που τρώνε πέντε στο σπαθί και δέκα στο τουφέκι,
και δεκαπέντε στ’άλογο, διπλούς στο μετερίζι.
- Τώρα να ιδήτε, φώναξε τότ’ ο Κολοκοτρώνης,
να ιδήτ’ ελληνικά σπαθιά και κλέφτικα τουφέκια,
πώς πολεμούν οι Έλληνες και πελεκούν τους Τούρκους! (η)
25 Τρίτη,Τετράδη, θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωσε –ποτέ να μη ’χε φέξει–
έβαλαν οι Γραικοί βουλή το Κάστρο να πατήσουν.
Σαν αετοί επήδησαν, εμπήκαν σαν πετρίτες
κι’ άδειασαν τα τουφέκια τους, τη λιανομπαταρία.
30 Κολοκοτρώνης φώναξεν απ’ τ’ Αηγιωργιού την πόρτα:
- Μολάτε τα τουφέκια σας, σύρετε τα σπαθιά σας,
Βάλετε την Τουρκιάν εμπρός, σαν πρόβατα στη μάντρα.
Τους πήγαν και τους έκλεισαν εις τη μεγάλη τάμπια.
Απολογάτ’ο Κεχαγιάς, λέει (θ) στον Κολοκοτρώνη:
35 Κάμε νισάφι στην Τουρκιά, κόψε πλην (ι) άφ’σε κιόλας!
- Τι φλυαρείς, (ια) βρωμότουρκε; Τι λες παλιομουρτάτη;
Νισάφι έκαμες εσύ εις την πικρή Βοστίτσα,
όπ’ έσφαξες τ’ αδέλφια μας και όλους τους δικούς μας;
(α) Δημοτικό θα ήταν το «όντας», (β) εις τη στράτα; (γ) να κι’ οι Γρ.; (δ) Ο Φ. γράφει να σε, ίσως από πληροφορητή Θράκα. (ε) Εδώ συνεπάρθηκε ο ποιητής σε ομοιοκαταληξία. (στ) Θα περιμέναμε να λέη «γκιαούρηδες», (ζ) λόγιο, (η) Στίχοι–μοτίβα, που μοιάζουν να δίνουν τέλος στο τραγούδι. (θ) Στο κείμενο προς τον Κ. (ι) δημοτικότερο: μόν’, (ια) Θα ήταν «τσαμπουνάς».
β) Ιστορικά στοιχεία.
Το μεγάλο και απίθανο γεγονός από την άλωση της Τριπολιτσάς ήταν φυσικό να γίνη γνωστό γρήγορα, και να δώση το περιγραφικό τραγούδι του στον Φωριέλ. Ο συλλογέας είναι κιόλας ενημερωμένος για τα κύρια σημεία, και μας τα δίνει στο προλόγισμά του: «Ο Κιαμίλ, μπέης της Κορίνθου… εθεωρείτο ο πλουσιώτερος και πιο ισχυρός άρχοντας της οθωμανικής αυτοκρατορίας [!]. Το 1821, όταν η Ελλ. Επανάσταση απειλούσε ν’ απλωθή σ’ όλη τη χερσόνησο [του Μοριά], εκάλεσε στην Τριπολιτσά τους προεστούς και δεσποτάδες των επαρχιών, για να τους πείση να επέμβουν και να συγκρατήσουν ευπειθείς στην τουρκική διοίκηση, όσους δεν είχαν ακόμα εκδηλωθή. Οι προσκληθέντες αρνήθηκαν να συμμορφωθούν, και γι’ αυτό τους συνέλαβαν. Σε λίγες μέρες οι Έλληνες άρχισαν να πολιορκούν την Τριπολιτσά, με αρχηγούς τον Κολοκοτρώνη και τον Μαυρομιχάλη. Με θαυμαστή τόλμη και θάρρος η πόλις κυριεύθηκε, με έφοδο, τον Σεπτέμβριο 1821, και ο Κιαμίλ μπέης συνελήφθη… Ο Κεχαγιάς (υπαρχηγός του Χουρσίτ–πασά [που έλειπε στα Γιάννινα] είχε αναλάβει την αρχηγία της Πελοποννήσου. Λίγο πρωτύτερα είχε βαδίσει κατά των Πατρών και έκαμε φοβερές ωμότητες στη Βοστίτσα [Αίγιο]». (ΙΙ 57, ελλ. έκδ. σελ. 219 – 20).
Οι λεπτομέρειες όμως για την πολιορκία και την άλωση της Τριπολιτσάς είναι πολύ περισσότερες στα απομνημονεύματα των συγχρόνων της αγωνιστών, και μας δίνουν σαφέστερα την ατμόσφαιρα του τραγουδιού. Σημειώνω τις περιγραφές των: Φωτάκου (ό.π.σελ.157–179, όπου καταγράφεται επίσης το τραγούδι), Γενναίου Θ. Κολοκοτρώνη (βλ. σειρά «Απομνημονεύματα Αγωνιστών του ’21», επιμέλεια Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτη, «Βιβλιοθήκη» Γ.Τσουκαλά, αριθμός 1, Αθήναι 1965, σελ. 51–52), Παλαιών Πατρών Γερμανού (ίδια σειρά, αρ.3, σελ.128–134), Λάμπρου Κουστονίκα (αρ.4, σελ.50–51, Δ. Αινιάνος (αρ. 7 σελ.170–179), Αναγνώστη Κοντάκη (αρ.11, σ.42–45), Συνταγματάρχου Voutier (αρ.11, σ.130–136), Μιχ. Οικονόμου Α΄ (αρ.14, σ.153–163) και Κανέλλου Δεληγιάννη Α΄(αρ.16, σ.256–282).
Μπορούμε να ξεχωρίσουμε από τα ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία του τραγουδιού: τα ονόματα «Τριπολιτσά» (όχι Τρίπολις) και «Βοστίτσα» (όχι Αίγιο), τα «Γραικοί» και «ραγιάδες». Επίσης ότι η Τριπολιτσά (η κλεισμένη στα τείχη της) λεγόταν και Κάστρο, κι’ ότι οι «Κολοκοτρωναίοι» είχαν γόητρο και σαν γενιά. Επίσης, ότι «σελώνει, καλιγώνει» πάντα το άλογο ο καβαλάρης που θα ταξιδέψη (όπως στα μεσαιωνικά τραγούδια) κι ότι Ρωμιοί και Τούρκοι έλεγαν τον σουλτάνο και βασιλιά.
γ) Φιλολογική μορφολογική και αξιολόγηση.
Το τραγούδι για την «Άλωση της Τριπολιτσάς» είναι, κατά τον Φωριέλ, το πρώτο μέρος από συνεχόμενο κείμενο που του έστειλαν, και που το νομίζει και στα δυο του μέρη ενιαίο. Το εχώρισε, γράφει, σε δύο μέρη, επειδή έκρινε το πρώτο, ιστορικό και το δεύτερο, αισθηματικό. Στο β΄ έδωσε το τίτλο «Αιχμαλωσία του Κιαμίλ μπέη» (ΙΙ 62–3, ελλ. έκδ. σ. 221) κι’ είναι αυτό που βρίσκουμε ν’ αναδημοσιεύεται συχνότερα στις συλλογές («Πήραν τα κάστρα πήραν τα» κτλ.). Φαίνεται όμως ότι το χειρόγραφο που έδωσαν τότε στον Φωριέλ ένωνε τις ήδη δύο ξεχωριστές ποιήσεις, και καλώς, με το ένστικτό του, εκείνος τις ξαναχώρισε. (27)
Από τότε οι συλλογές δημοσιεύουν συχνότερα το β΄μέρος (τραγούδι), γιατί είναι λυρικότερο. Τούτο το α΄ (θα λέγαμε «της πολιορκίας»), που με τα επεισόδια και τον διάλογό του φαίνεται πιο πρωτογονικό, λίγοι το παρουσίασαν. Ο Πολίτης δεν το περιέλαβε στις «Εκλογές» του, ούτε οι άλλες έπειτα μεγάλες συλλογές (Άγις Θέρος, Πετρόπουλος, Ακαδημία). Το βρίσκουμε συχνότερο στις πριν από τον Πολίτη συλλογές, π.χ. σε δύο Ανθολογίες τραγουδιών του 1835, (28) στον N. Tommaseo, 1842, (αποσπασματικά, στα ιταλικά με τον τίτλο «il ricco»), στον Αντ. Μανούσο, 1850 (σ. 168-9), στον Σπ. Ζαμπέλιο, 1852 (σ. 636-7), στον A. Passow 1860 (αρ. 233) και στα «Απομνημονεύματα» του Φωτάκου, έκδ. Ανδροπούλου 1899 (Α΄ σ. 260 = έκδ. 1960, σελ. 175-6), (29).
Μεγάλες διαφορές δεν παρουσιάζουν οι παραλαγές. Από τον Φωριέλ ως τον Passow βρίσκουμε πολύ λίγους στίχους αλλαγμένους. Σημειώνω π.χ. τους στίχους: 2 «ξενίκησ’ ο Κ.», 6: «να βρω, μη στο κεφάλι τους», 8: «είχαν οι Γρ.το κάστρο πλακωμένο», 19: «έχομ’ ασκέρι ξακουστό», 28: «πηδήσανε και μπήκαν», 36: «τι τσαμπουνάς»…
Υπάρχουν βέβαια στίχοι στον Φωριέλ δημοτικά αδόκιμοι, όπως π.χ. οι 2, 8, 9, 22, 29, 32 αλλά βλέπει πάλι κανείς, ότι η αφήγηση κινείται σε παραδοσιακή ατμόσφαιρα και σε γνωστά μοτίβα. Το ξεκίνημα π.χ. με τον στίχο 1 (που δημοτικότερη μορφή του φαίνεται πως είναι η αναδρομική ευχή: «Να ήτανε μέρα βροχερή», όπως τη δίνει ο Φωτάκος), το βρίσκουμε και σε άλλα τραγούδια.(30) Από τον στίχο επίσης 3 και έπειτα, έχουμε μοτίβα μεσαιωνικών τραγουδιών, π.χ. «του ξενιτεμένου» («…νύχτα σελώνει κτλ.». Πολίτ. Εκλ. 171), «της γυναικός του Ακρίτη» ή «της νύφης που κακοτύχησε» («στο δρόμο οπού πήγαινε…» Πολίτ.Εκλ.αριθ. 75 και 85) κ.ά. Ο στίχος 10 (όπως και οι 16 και 30) είναι από τους «συνδετικούς» στις δημοτικές αφηγήσεις, όπου μια τρίτη φωνή δίνει την κατεύθυνση στα γεγονότα. (31).
Και κάτι άλλο. Ύστερ’ από το «Προσκύνησε, Κιαμίλμπεη» του στίχου 11, θα περιμέναμε τη συνηθισμένη άρνηση: «Δεν προσκυνάω…», αλλά έχουμε τον νικημένο Τούρκο, που απαντά. Επειδή όμως και έτσι, το τραγούδι δε θέλει να χάση το δικαίωμα της πεισματικής άρνησης, βάζει στο στόμα του Μπουλούκμπαση την αντίρρηση, (όπως στο τραγούδι του Διάκου είχαμε τη φωνή του Χαλίλμπεη). Εδώ υπάρχει και η άλλη αρετή του δημοτικού τραγουδιού, η παραχώρηση κάθε δικαιώματος στον εχθρό, να καυχηθή ή να βρίση (στίχος 17–21: «βρωμοραγιάδες», και:΄Εχουμε… βασιλιά στη Πόλη…»). Με την απάντηση του Κολοκοτρώνη (στιχ. 22–24), είναι σαν να γίνεται μονομαχία εθνών! Ακολουθούν οι στίχοι–μοτίβα των ημερών, (25-26) που συνήθως χρησιμοποιούνται σε τραγικές αφηγήσεις, (32) και θυμίζουν, μαζί με τον στίχο 27, τους θρήνους της Μεγ. Παρασκευής. Και τελειώνει το τραγούδι με τον διάλογο των δύο πολεμάρχων, πάνω από τους καπνούς της μάχης (στίχοι: 34–38, που είναι μαχητικά πεισματικός, και θυμίζει απόλυτα διαλόγους Ομηρικών αρχηγών, την ώρα του τελειωτικού κτυπήματος.
Μιλήσαμε για αναγνώριση στον εχθρό του δικαιώματός του να καυχηθή και να φωνάξη. Έχουμε επίσης ένα άριστο κείμενο -γύρω από τη μάχη της Τριπολιτσάς -που παραχωρεί στους Τούρκους το δικαίωμα να θρηνήσουν- Είναι «το Β΄ μέρος» από το ενωμένο κείμενο που έδωσαν στον Φωριέλ, και που πολύ δημοσιεύτηκε, όπως είπαμε, με τον χωριστό τίτλο «Του Κιαμίλμπεη». Να πει το πρωτόδωσε ο Φωριέλ. (ΙΙ 62, ελλ.έκδ. σ.221).
Πήραν τα κάστρα, πήραν τα, πήραν και τα δερβένια,
πήραν και την Τριπολιτσά, την ξακουσμένη χώρα.
Κλαίνε (α) στους δρόμους Τούρκισσες, πολλές Εμιροπούλες,
κλαίει και μια χανούμισσα το δόλιο τον Κιαμίλη.
5 -Που είσαι και δε φαίνεσαι, καμαρωμέν’ αφέντη;
Ήσουν κολόνα στο Μοριά και φλάμπουρο στην Κόρθο,
ήσουν και στην Τριπολιτσά πύργος θεμελιωμένος.
Στην Κόρθο πλιά δε φαίνεσαι, ουδέ μέσ’ στα σαράγια×
ένας παπάς (β) σου τά ’καψε τα έρημα παλάτια.
10 Κλαίνε (α) τ’αχούρια γι’άλογα και τα τζαμιά (γ) γι’αγάδες,
κλαίει και η Κιαμίλαινα τον δόλιο της τον άντρα×
σκλάβος ραγιάδων έπεσε και ζη (δ) ραγιάς εκείνων.
(α) Στο κείμενο: κλαίουν, (β) Ο Πολίτης σημειώνει τον Παπαφλέσα. (γ) Στο κείμενο, τσαμιά, (δ) Το τραγούδι (ή ο στίχος) διατυπώθηκαν πριν σκοτώσουν τον Κιαμίλμπεη (τον σκότωσαν αιχμάλωτο στον Ακροκόρινθο, Ιούλιο 1822).
Έτσι το αναδημοσιεύει και ο Πολίτης, δίνοντας και την ως το 1914 βιβλιογραφία του (33).
Κάνει εντύπωση η λυρική τελειότητα του τραγουδιού αυτού, συνθεμένου τόσο γρήγορα, ύστερ’ από το γεγονός που το ενέπνευσε. Λιγόστιχο, παραστατικό, θρηνητικό, και, το σπουδαιότερο, βαλμένο με περισσή ανθρωπιά στο στόμα του αντιπάλου. Έκαμαν καλά οι συλλογείς, να το προσέχουν και να το αναδημοσιεύουν. Δεν ξέρω αν έγραψε κανείς, ότι θυμίζει, μέσα στην ίδια ελληνική μας παράδοση, τους θρήνους των Περσίδων από τον Αισχύλο και των Τρωάδων από τον Ευριπίδη. Και θα ήταν εξαίρετη η εντύπωση που θα έκαμαν οι στίχοι αυτοί, μεταφρασμένοι από τον Φωριέλ, στην Ευρώπη.
Όσο για τα μοτίβα του κειμένου, οι δυο πρώτοι στίχοι παράλληλα με τους στίχους του τραγουδιού της Αγιά Σοφίας («Πήραν την Πόλη, πήραν τη…»), όπως κι’ οι άλλοι, του κλάματος, με γνωστούς πάλι θρήνους (βλ. Πολίτου, Εκλογ. αρ. 4).
Το πάρσιμο της Τριπολιτσάς ήταν, όπως είπαμε, για τους Έλληνες του Μοριά, μια ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, μια αντεκδίκηση, ύστερ’ από 368 χρόνια, για το παρόμοιο ανέβασμα των Τούρκων στα τείχη της και τις σφαγές. Έτσι εξηγείται η απλότητα της περιγραφής και η συνθετική προβολή της τραγικής πια θέσης των εχθρών (34). Νομίζω πως στο κείμενο αυτό βρίσκουμε ένα από τα αριστουργηματικά τραγουδήματα των πρώτων νικών του Εικοσιένα, επιγραμματικό στη σύλληψη και στη σύνθεσή του, θρηνητικό στα συναισθήματά του, όπως θα ταίριαζε και σ’ ένα, απομακρυσμένο από τα χρόνια του, ώριμο τραγούδι.
Συμπεράσματα – Κύρια σημεία.
Ο Φωριέλ μας είναι και για το κεφάλαιο του Εικοσιένα εθνικά πολύτιμος, αφού μας παραδίδει πρώτος, και σχεδόν σύγχρονα τυπωμένα, τα πρώτα λαϊκά τραγουδήματα των επαναστατικών αγώνων.
Διαπιστώνουμε με ικανοποίηση, ότι δημοτικά τραγούδια πάνω σε γεγονότα των πρώτων χρόνων του Αγώνα είχαν γρήγορα σχηματισθή, και μπορούσαν κιόλας να ταξιδεύουν και να καταγράφωνται στο εξωτερικό.
Τα γεγονότα που πρωτοτραγουδήθηκαν, και που έφτασαν από ποικίλα χειρόγραφα και στόματα ως τον Φωριέλ, ήταν εκείνα που συγκίνησαν το πανελλήνιο για τον αισιόδοξο ηρωϊσμό τους (Διάκος, Ολύμπιος) ή για την αποφασιστική επιτυχία τους (Τριπολιτσά).
Δεν είναι άρτια στην ποιητική επεξεργασία τους τα πρώτα αυτά τραγούδια. Με τα χρόνια κάπως άλλαξαν τα κείμενα. Μπορούμε όμως να πούμε ότι η άμεση δημοσίευση (και αναδημοσίευσή τους) τα εσταμάτησε στις έντυπες μορφές.
Και έτσι, όπως είναι καταγραμμένα από τον Φωριέλ, τα πρώτα τραγουδήματα, (με τις δικές τους αστάθειες και τους γλωσσικούς φόβους του συλλογέα), δείχνουν ζεστά το δημοτικό πνεύμα και την έξαρση, αφού μάλιστα στηρίζονται σε παραδοσιακά μοτίβα κλέφτικων και μεσαιωνικών τραγουδιών.
Δεν συμβαδίζει πάντα το λαϊκό τραγούδημα προσώπων και γεγονότων, με τη σημασία που μπορεί να τους έδωσε η επίσημη ιστορία. Ο Αθανάσιος Διάκος ξεπέρασε λαϊκά την πρόθεση των ιστορικών. Οι Γεωργάκης και Φαρμάκης εκάλυψαν τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Και ο Κιαμίλμπεης της Τριπολιτσάς έγινε τραγικό πρόσωπο, όσο δεν το περίμενε η Ιστορία.
Σε συσχετισμό προς τα ακριτικά τραγούδια και τα κλέφτικα, τα τραγουδήματα αυτά του Εικοσιένα μπορούμε να πούμε ότι σημειώνουν την πρώτη παρακμή του δημοτικού τραγουδιού. Αρχίζει να τα φθείρη το ανακοινωτικό πνεύμα τους, σε μια εποχή που τα πολιτιστικά μέσα ειδήσεων (εφημερίδες, αλληλογραφία) και οι ρητορικοί λόγοι τα ανταγωνίζονταν και τα επηρέαζαν. Γι’αυτό και ζητούν να στηρίζωνται, -όπως ο κισσός στο δέντρο- πάνω στα τρωτά μοτίβα των παλιότερων τραγουδιών.
Είναι πολλά τα τραγούδια που φτιάστηκαν πάνω σε ηρωϊσμούς και γεγονότα όλων των χρόνων του Εικοσιένα. Και, μόνο στα «Απομνημονεύματα» του Φωτάκου (ό.π.), για τα χρόνια 1821 – 1828, βρίσκουμε καταγραμμένα 15 τραγουδήματα. Ξεχωρίζουν δυο έτσι, για την άνετη κλασσική σύνθεσή τους: του Κιαμίλμπεη (σ. 217) και των Δερβενακιών (σελ. 247).
Η ιστοριογραφική σημασία των τραγουδιών αυτών είναι αξιόλογη, γιατί έχουν συντεθή πολύ κοντά με τα γεγονότα. Οι στιχουργοί τους ήταν αυτόπτες (ή αυτήκοοι) μαχών και ηρωϊσμών, που άργησε να ελέγξη η ιστορία.
Η γλώσσα των τραγουδιών, που μας πρωτοδίνει ο Φωριέλ, θα πρέπει να είναι η φυσιολογική νεοελληνική, που ο ίδιος εξυμνεί στον «Εισαγωγικό Λόγο» του (Ι σελ. CXXIV ελλ. έκδ. σελ.74). Οι ανωμαλίες της οφείλονται στους λόγιους Έλληνες συμβούλους. Μπορούμε ίσως, με βάση την παραδοσιακή δημοτική στιχουργία, ν’ αποκαταστήσουμε πολλούς από τους στίχους αυτούς, όπου παρουσιάζουν λόγια διατύπωση και χασμωδίες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Για τη ζωή και τη φιλολογική δράση του Φωριέλ γράφει ο αείμνηστος καθηγητής Βέης στην ελληνική έκδοση: «Claude Fauriel, Δημοτικά Τραγούδια της Συγχρόνου Ελλάδος, εισαγωγή Νίκου Α. Βέη (Bees) μετάφρασις Απ. Χατζηεμανουήλ, Αθήνα (εκδ. Νίκα) 1956, α΄– ιδ΄. Ενδιαφέρουσα διεθνώς, για το έργο του Φωριέλ και την απήχηση των συλλογών του στην Ευρώπη, είναι η εργασία του γιουγκοσλάβου καθηγητού M. Ibrovac «Claude Fauriel et la fortune europιenne des poesies populaires grecque et serbe, Paris (Didier) 1966.
2. Βλ.τόμ.Ι σελ.ΙΙ και τόμ. ΙΙ σελ. 306-7 (ελλ.έκδοση, σελ. 2-3 και 295-8).
3. Βλ. και Σίμου Μενάρδου, Περί της πρώτης εκδόσεως των Δημοτικών μας τραγουδιών [διάλεξη]. Εν Αθ.1925.
4. Καταρτίσθηκε το 1814 αλλά μπόρεσε να δημοσιευθή πολύ αργά, το 1935 (Werner von Haxthausen, “Neugriechische Volkslieder”, Mόnster i. w. 1935)
5. Για τις πριν από τον Φωριέλ προσπάθειες ή μικροδημοσιεύσεις ελλ. τραγουδιών, βλ. Δ. Α. Πετροπούλου, «Συμβολή εις την βιβλογραφίαν των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών 1771-1850», στην «Επετηρίδα του Λαογρ. Αρχείου»,τομ. Η΄ εν. Αθ. 1953-4, σ. 58-68.
6. Για τα θέματα αυτά, δημιουργίας και διάδοσης του τραγουδιού, βασική μένει πάντα η μελέτη (διάλεξη στον «Παρνασσό») του Ν. Γ. Πολίτη «Γνωστοί ποιηταί των δημοτικών ασμάτων» (περιοδ. «Λαογραφία», τόμ. Ε΄ Αθ. 1915-16 σ. 489-521). Ακολουθεί το άρθρο του Γιάννη Βλαχογιάννη «Λαός ο ποιητής», επίσης στη «Λαογραφία» (Τομ.Ζ΄. Αθ.1923 σελ. 79-84). Από την ξένη βιβλιογραφία σημειώνουμε: A.Lord, “The Singer of Tales” Harvard Un. Press, 1960.
7. Φωτίου Χρυσανθοπούλου ή Φωτάκου, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως (εκδοθέντα υπό Σταύρου Ανδροπούλου, Αεροπαγίτου) εν Αθήναις 1899 (τ. Α-Β). Νέα πρόσφατη έκδοση: Φωτάκου, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμοι Α-Β [με συνεχή αρίθμηση] «Φιλολογικά Χρονικά» Αθήναι 1960. (Δίνονται περί τα 15 κείμενα).
8. Βλ. Δ. Α. Πετροπούλου, Συμβολή εις την βιβλιογραφίαν κλπ. ό.π. σελ. 72 – 106.
9. Πρώτη σχετική συγκέντρωση των κειμένων αυτών βρίσκουμε στη συλλογή A. Passow («Τραγούδια Ρωμαίικα», Λειψία 1860), έπειτα στις «Εκλογές» του Πολίτη (Αθ. 1914) με την πλούσια βιβλιογραφία των πηγών, και τελευταία, στην έκδοση της Ακαδημίας Αθηνών («Ελληνικά δημοτικά τραγούδια», Τόμ. Α΄, εν Αθ. 1962), στην κατηγορία πάντα των «Ιστορικών Τραγουδιών».
10. Παίρνω τις χρονολογίες από το βιβλίο: Κώστα Μάγερ, Το ημερολόγιο της Επαναστάσεως του 1821, Αθήναι 1961. (Στους διαφόρους ιστοριογράφους κυμαίνονται).
11. Βλ. τόμ. Ι σελ. ΙΙ (ελλ. έκδ. σελ. 2) και κείμενα.
12. Ο Γιάννης Αποστολάκης, στο βιβλίο του «Τα Δημοτικά Τραγούδια, μέρος Α΄, οι Συλλογές» (Αθ. 1929) γράφει σχετικά: «Και η συλλογή του Φωριέλ έχει, εδώ κι’ εκεί, τραγούδια με κείμενα αλλαγμένα, ή καλύτερα, φτιασμένα από τις διάφορες παραλλαγές που είχε. Όμως τέτοια τραγούδια είναι λίγα. Ως τόσο κι’ αυτή χρειάζεται εξέταση». (σελ. 10, 1).
13. Κάνω ελάχιστες τακτοποιήσεις στο γραμματικό μέρος και στίξη, αφαιρώ τα καταληκτικά – ν –, που ο ίδιος ο Φωριέλ δηλώνει ότι του τα επέβαλαν λόγιοι Έλληνες (Ι. σ. ΙΙΙ, ελλ. έκδ. σ. 2) και δίνω ενιαία ορθογραφία, κατά το σύστημα Τριανταφυλλίδη.
14. Βλ. έκδοση «Βιβλιοθήκη» Γ. Τσουκαλά. Απομνημονεύματα αγωνιστών του 21 (Επιμελητής Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης) αρ. 14, Αθήναι 1957, σ. 130 – 32.
15. Βλ. Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους [συμπλ. Π. Καρολίδου] έκδ. 8η (Ελευθερουδάκη – Νίκα), τόμ. Στ΄ σελ. 62. Για τη μορφή του Αθαν. Διάκου, βλέπε επίσης: Αναστ. Ν. Γούδα, «Βίοι Παράλληλοι», τόμ. Η΄ εν Αθ. 1876, σελ. 423 – 39. Γενικότερα για τη σχέση ιστορίας και δημοτ. Τραγουδιών, βλ. Στίλπ. Π. Κυριακίδου, Η δημώδης ελλ. ποίησις και η ιστορία του ελλ. Έθνους, στο περιοδ. «Λαογραφία», τόμ. ΙΒ΄, 1938 – 48, σ. 465 – 94.
16. Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού, αριθμ. 11: Του Διάκου.
17. Ευτυχώς ο Γ. Δ. Παχτίκος, το 1905, μας έδωσε και μουσικούς τρόπους του (βλ. «260 δημώδη ελληνικά άσματα», Αθ. 1905, αριθμ. 53, 115 και 183), όπως πρόσφατα και η Ακαδημία Αθηνών: «Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, τ. Γ΄(Μουσική Εκλογή) υπό Γεωργ. Κ. Σπυριδάκη και Σπυρ. Δ. Περιστέρη. Εν Αθ. 1968, σελ. 43 – 4.
18. Σημειώνω π.χ. από τις παλαιότερες το κείμενο που μας δίνει ο Γούδας στον βίο του Διάκου (ό.π. σελ. 438 – 9) και το σπουδαιότερο, τις σχολικές αναδημοσιεύσεις, όπως π.χ. στα «Νεοελληνικά Αναγνώσματα» για την Γ΄τάξη του «Ελληνικά» του 1910 (υπό Δημητρίου Κακλαμάνου) σελ. 50-52.
19. Ο Παπαρρηγόπουλος σημειώνει: «Ο Διάκος είναι κτήμα του λαού μάλλον ή της επιστήμης» (ό.π. σελ. 62).
20. Σημειώνω από τις νεώτερες δημοσιεύσεις τα πολύ παραλλαγμένα κείμενα που παρουσιάζουν οι συλλογές: Γεωργίας Ταρσούλη, «Μωραΐτικα Τραγούδια –Κορώνης και Μεθώνης». Αθ. 1944 (σε.11), Θ. Παπαθανασόπουλου, «Δημοτικά τραγούδια της Ρούμελης», περιοδ. «λαογραφία, τόμ. Κ΄, 1962. (σ. 249-50) και Ακαδημίας Αθηνών, Ελληνικά Δημοτικά τραγούδια (εκλογή) τόμ. Α΄, εν Αθ.1962 (σ.156-). Σημειώνω επίσης ότι υπάρχει και άλλη μορφή τραγουδιού του Διάκου, πολύ πρόχειρη και από συμφυρμούς. (βλ. Passow, αρ.235).
21. Ο Πολίτης στις «Εκλογές» του (αρ.11) υιοθέτησε την προσθήκη και άλλων τριών εισαγωγικών στίχων-μοτίβων («Τρία πουλάκια κλπ.»), με τους οποίους και είναι συνήθως γνωστό το τραγούδι του Διάκου. (Δεν ξέρω αν χρειάζωνται στον Φωριέλ, αφού και το «Πολλή μαυρίλα» είναι εναρκτικό.)
22. Θέμα-μοτίβο έχει γίνει και στη λαϊκή τέχνη η αναπαράσταση από τη σύλληψη του Διάκου (στιχ. 22), που κυκλοφόρησε σε λιθογραφίες, ζωγραφική και ανάγλυφα. (Βλ.Κίτσου Μακρή, Παραλλαγές ενός ζωγραφικού θέματος. Ανατύπωση από το περιοδ. Ο Αιώνας μας, Αθήνα 1950).
23. Την ίδια σχεδόν αυτή γνώμη για τον Ολύμπιο φαίνεται να έχη και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, όταν εκθέτη τα γεγονότα της Μολδοβλαχίας (Βλ. Ιστορ. του Ελλ.Έθνους, έκδ. 8η, ό.π.τόμ. ΣΤ΄, σελ.14,15 και 19). Πρβλ. και Γεωργίου Λαΐου, Ανέκδοτες επιστολές και έγγραφα του 1821, Αθήνα 1958, σ. 18-19.
24. Ο Φωριέλ παραθέτει στη συλλογή του και άλλο τραγούδι, μεγαλύτερο, για τους δυο πολεμιστές, που είναι πιο περιγραφικό και σχεδόν αναλυτικό των γεγονότων του Σέκου. Εκεί πάλι αναφέρονται μαζί τα ονόματα Γεωργάκη και Φαρμάκη (το «Ολύμπιος» δεν ακούεται στα τραγούδια), και είναι πιο πυκνά τα μοτίβα από κλέφτικα τραγούδια× αλλά το βάρος της αφήγησης πέφτει στον Φαρμάκη και στην αιχμαλωσία του.
25. Βλ.Μ. Οικονόμου, Ιστορικά της Παλιγγ. ό.π. σελ. 78. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο, ο Φαρμάκης «ζων εκλεπισθείς ερίφθη εις τας οδούς του Γαλατά». (ό.π. σελ.19). Άλλες πηγές για τα Μολδαβικά γεγονότα και για τη δράση των Γεωργάκη-Φαρμάκη, είναι οι: Ηλίας Φωτεινός «Οι άθλοι της εν Βλαχία Ελλ. Επαναστάσεως το 1821 έτος» (σειρά: Απομνημονεύματα αγωνιστών του 21, ό.π. αριθμός 9 ( Αθ. 1956) σ. 126. Αναστ. Ν. Γούδας, «Βίοι Παράλληλοι», τόμ. Ε΄, εν Αθ. 1872, σ. 399-438 και Κ. Παπαρρηγόπουλος (ό.π.) σελ. 13-9. Πρβλ. και Αποστ. Ε. Βακαλοπούλου, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1969, σ. 520-21.
26. Ο Η. Φωτεινός (ό.π.) μιλεί για πρώτη οχύρωση στη Μονή «Κούρτε δε Άρτζεσι».
27. Υποψιάζεται κανείς, ότι και το πρώτο μέρος μπορεί να χωριστή ακόμα σε δύο: Στίχοι 1-24 και 25-38, οπότε το ενιαίο κείμενο που έδωσαν στο Φωριέλ, εκάλυπτε τρία τραγούδια.
28. «Ανθολογία ασμάτων», εν Αθήναις -εκ της τυπογρ. Α. Κορομηλά, 1835 και Άσματα διαφόρων ποιητών, εν Ναυπλίω, τυπ.Τόμπρα-Σμυρναίου, 1835.
29. Μοιάζει πολύ το κείμενο αυτό «του Φωτάκου» με εκείνο του Passow. .
30. Βλ. π.χ. Passow αρ. 268, αλλά κυρίως (για τον δημοτικότερο τύπο της ευχής): Π. Αραβαντινού, Συλλογή δημωδών ασμάτων της Ηπείρου, εν Αθ. 1880, αριθμοί 34, 40 και 64.
31. Βλ. Δημ.Σ.Λουκάτου, Το τραγούδι του Μπουκουβάλα και η παρουσία του στον Ηπειρωτικό χώρο Δελτ. Ιστορ. και Εθνολογ. Εταιρείας Ελλ.Τόμ.Η΄ εν Αθ. 1966, σελ.13-14.
32. Βλ.Γεωργία Ταρσούλη, Μωραΐτικα Τραγούδια, ό.π. αριθμοί 79 και 231, και Ακαδημίας Αθηνών, Ελλ. Δημ. Τραγούδια, ό.π. σελ. 203.
33. Βλ. αριθμ.13, με τις αντίστοιχες σημειώσεις για τις πηγές. Σημειώνω, μετά το 1914, την παρουσία του κειμένου αυτού στις συλλογές: Γεωργίας Ταρσούλη, Μωραΐτικα Τραγούδια, Αθ. 1944, αρ. 6Β΄(ενδιαφέρει και το 6Α΄), Άγι Θέρου, Τα τραγούδια των Ελλήνων, τόμ. Β΄ Αθ. 1952, σελ. 35. Δημητρίου Πετροπούλου Ελλ. Βιβλιοθήκη) 1958, σ.168 (από τον Φωτάκο) και Ακαδημίας Αθηνών, Ελλ. Δημοτικά Τραγούδια Α΄ εν Αθ. 1962, σ. 162.
34. Ο Σολωμός, εντυπωσιασμένος επίσης από το ηρωϊκό και τραγικό αυτό πάρσιμο της Τριπολιτσάς, του Αφιέρωσε 40 στροφές (35-74), στον Ύμνο του «εις την Ελευθερίαν».
|