Νίκος Καρούζος
Fragmenta για τη Μάνα του Χριστού
Συλλεγμένα και μεταφρασμένα ειδικά για το περιοδικό Εποπτεία, 20, 224-229 σελ.
Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου Κατά Λουκάν α' 26-38 Κατά Ματθαίον α'18-β'18
Κατά Ιωάννην β'1-11 Ο Μέγας Συναξαριστής
Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου
IV
Και ιδού τότε οπού φανερώθηκε άγγελος Κυρίου και της έλεγε Άννα, Άννα, ο Κύριος την εισάκουσε τη θερμή σου παράκληση, και θα πιάσεις παιδί και θα γεννήσεις, και το σπέρμα σου θα πάει άκουσμα στα πέρατα της οικουμένης. Και η Άννα του αποκρίθηκε σύγκορμη· δοξάζω τον Κύριο και Θεό μου τον ολοζώντανο και, θες γεννήσω σερνικό, θες κοπελούδα, θαν το προσφέρω δώρο μου ολόψυχο σε κείνονε και θάναι στο άγιο θέλημά του κρεμάμενο επιζωής το παιδί μου. Και ιδού τότε οπού φανήκαν δύο άγγελοι σ' αυτήνε και της έλεγαν· ιδού λοιπόν, ω ευσεβέστατη γυναίκα, νάτος ο άντρας σου ο Ιωακείμ, έρχεται με τα κουδουνιστά κοπάδια του. Τον είχε στ' αλήθεια ειδοποιήσει κι αυτόνε άλλος άγγελος Κυρίου λέγοντας· Ιωακείμ, Ιωακείμ, ο Κύριος την εισάκουσε τη θερμή σου παράκληση· πάρε τα κοπάδια σου και ροβόλα κατά κάτω· μάθε την ώρα τούτη το χαρμόσυνο νέο, πως η γυναλικα σου η Άννα θα φουσκώσει με ηλιόκαρπο τη γαστέρα της. Και κατέβηκε ο Ιωακείμ και κάλεσε και τους άλλους τσοπαναραίους, όλους εκείνους οπού τους είχε στη δική του δούλεψη, και τους είπε· για φέρτε μου δω πέρα μια δεκαριά απείραχτες, παρθενικές αμνάδες, για ναν τις κάνω ταπεινή μου προσφορά στον Κύριο και Θεό μου· κι ακόμη φέρτε μου, δώδεκα τους θέλω, μόσχους απαλούς, για ναν τους κάνω χάρισμα χαράς στους ιερείς και στους σοφούς μας τους γερόντους· κι ακόμη φέρτε μου και γίδια εκατό για τον κοσμάκη. Και να λοιπόν ο Ιωακείμ οπού έφτασε μαζί με τα κοπάδια του, και η Άννα εστάθη στην εξώπορτα και τον είδε που ερχότανε, και τρέχοντας κοντά του κρεμάστηκε στο λαιμό του αηδονολαλώντας· την ευλογία του Θεού τη χόρτασα σήμερα· γιατί νά 'με εγώ η χήρα που δεν είμαι πια χήρα και η άτεκνη που θα φουσκώσει με ηλιόκαρπο τη γαστέρα της. Και τότε τρισευτυχισμένος εμπήκε στο θεοφοβούμενο σπίτι του και αναπαύτηκε γιομάτος ανακούφιση εκείνη την όμορφη μέρα.
V
Και την άλλη μέρα πρόσφερε τα δώρα του λέγοντας από μέσα του· το σκέπασμα της κεφαλής του ιερέα θα μου δείξει με τη θεία λάμψη του την ευμένεια σε μένα του Κυρίου. Και πρόσφερε τα δώρα του γιομάτος ευλάβεια ο Ιωακείμ, έχοντας όλη του την προσοχή στραμένη στο σκέπασμα της κεφαλής του ιερέα, καθώς ανέβηκε στο άγιο θυσιαστήριο, και είδε και κατάλαβε πως καμιά δεν τονε βάραινε αμαρτία. Και είπε την ώρα κείνη ο Ιωακείμ· τώρα το έμαθα πως με σπλαχνίστηκε ο Κύριος, οπού μου δώρησε την άφεση απ' όλα μου τ' αμαρτήματα. Και τότε βγήκε απ' το ναό του Κυρίου νιώθοντας τον εαυτό του πεντακάθαρο και γύρισε στο θεοφοβούμενο σπιτικό του. Και οι μήνες της εγκυμοσύνης ολοκληρώθηκαν και τον ένατο μήνα η Άννα γέννησε το παιδί της. Και είπε στη μαμή η Άννα· για πες μου τι είναι το παιδί; και εκείνη της είπε· κοπελούδα. Και η Άννα καταχάρηκε λέγοντας· η ψυχή μου μεγαλύνθηκε σήμερα· και πήρε δίπλα της το νήπιο στο κρεβάτι. Και όταν ολοκληρώθηκαν οι μέρες και παστρεύτηκε η Άννα, τότε έδωκε το μαστό για να βυζάξει το κοριτσάκι, οπού του δόθηκε το όνομα Μυριάμ.
VI
Ημέρα με την ημέρα το κοριτσάκι μεγάλωνε κι όταν έγινε έξι μηνών το πήρε η μητέρα του και το έστησε όρθιο χάμω, για να ιδεί αν μπόρηγε να στέκεται μόνο του. Και το παιδάκι κάνοντας εφτά βήματα ήρθε και έπεσε στην αγκαλιά της. Και το άρπαξε φιλόστοργα στα χέρια της λέγοντας· δοξάζω τον Κύριο και Θεό μου τον ολοζώντανο, και δεν θα σ' αφήσω κόρη μου να περπατήσεις απάνω σε τούτηνε τη γη, πριχού σε πάω στο ναό του Κυρίου. Και έκανε αγίασμα στην κρεβατοκάμαρη της κοπελούδας και ο,τιδήποτε άσχημο κι ακάθαρτο δεν τ' άφηνε να το περάσουν απ' αυτό το δωμάτιο· και κάλεσε παρθένες κι ανέγγιχτες εβραιοπούλες για νάχουν τη λάτρα της μικρής και καμιά περιποίηση να μην της λείψει. Ώσπου έγινε ενού χρονού το κοριτσάκι και έκανε γιορτάσι μεγάλο ο Ιωακείμ, οπού προσκάλεσε τους ιερείς και γραμματείς μαζί με τους σοφούς γερόντους και όλο το λαό του Ισραήλ. Και ζύγωσε στους ιερείς ο Ιωακείμ την κοπελούδα και εκείνοι την ευλόγησαν λέγοντας· ο Θεός των πατέρων ημών, ευλόγησε την κοπελούδα τούτη και δώσε σ' αυτήν ένα όνομα που νάναι ονομαστό σε όλες τις γενεές. Και φώναξε όλος ο λαός την ώρα κείνη· γένοιτο, γένοιτο, αμήν. Και ύστερα τηνε ζύγωσε στους αρχιερείς και εκείνοι την ευλόγησαν λέγοντας· ο Θεός των υψωμάτων, επίβλεψε σ' αυτή την κοπελούδα και ευλόγησέ τη με την έσχατην ευλογία σου, εκείνη οπού δεν έχει παραπέρα. Και τότε την πήρε η μητέρα της και την ξανάφερε στο αγίασμα της κρεβατοκάμαρης, και της έδωκε το μαστό για να βυζάξει. Και έκανε τραγούδι στον Κύριο και Θεό της η Άννα λέγοντας· θα τραγουδήσω ιερή ωδή στον Κύριο και Θεό μου, οπού με επισκέφτηκε με την αγάπη του και σάρωσε από πάνω μου τα κακολογήματα της έχθρητας· και μου έδωκε ο Κύριος καρπό, που τον νιώθω σαν χάρισμα της μεγάλης του δικαιοσύνης, μονοούσιο και πολυπλούσιο καταντίκρυ στη δοξασμένη του παρουσία. Ποιος θα αναγγείλει το χαρμόσυνο νέο στους υιούς του Ρουβίμ, πως η Άννα θηλάζει; ακούστε με, λοιπόν, ακούστε με, οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ, ακούστε πως η Άννα θηλάζει. Και έβαλε την κορούλα της να πλαγιάσει στην κρεβατοκάμαρη του αγιάσματος, και βγήκε πάλι και φρόντιζε τους καλεσμένους σε κείνο το γιορτάσι, που μετά το δείπνο αποχώρησαν γιομάτοι ευφροσύνη και δοξάζοντας το Θεό του Ισραήλ.
VII
Η παιδίσκη ολοένα μεγάλωνε, το κύλισμα του χρόνου πρόσθετε τους μήνες απάνω στο κορμάκι της, κι όταν έγινε δύο χρονών, τότε λέει ο πατέρας της ο Ιωακείμ· ας την πάμε τώρα στο ναό του Κυρίου, σύμφωνα με την υπόσχεση που δώσαμε στον Κύριο, μη κι αν δεν πάμε μας αποστρέψει το πρόσωπο και δεν το κάνει καλοδεχούμενο το δώρο μας. Και η Άννα του αποκρίθηκε· ας περιμένουμε να γίνει τριών χρονών το κοριτσάκι μας, να μη γυρεύει τον πατέρα ή τη μάνα. Και είπε ο Ιωακείμ· ας περιμένουμε. Και έγινε τριών χρονών η παιδίσκη, και είπε ο Ιωακείμ· φωνάχτε μου τις παρθένες κι ανέγγιχτες εβραιοπούλες κι ας πάρει να κρατεί μιαν αναμμένη λαμπάδα η καθεμιά τους, για να μην κάνει πίσω το κορίτσι και να προχωρήσει προς το ναό του Κυρίου με την καρδιά του κυριεμένη απ' την ιερότητα. Και έκαναν όπως τους είπε και έφτασαν και μπήκαν στο ναό του Κυρίου. Και εκεί την υποδέχτηκε την παιδίσκη ο ιερέας, που, αφού πρώτα τη φίλησε, την ευλόγησε ύστερα και είπε· ο Κύριος έχει κάνει μεγάλο τ' όνομά σου σε όλες τις γενεές· με σένα θα φανερώσει μια μέρα ο Κύριος τη λύτρωση των υιών Ισραήλ, όταν έρθει η υπερκόσμια και μητρική σου ώρα. Και την έβαλε στο τρίτο σκαλοπάτι στο θυσιαστήριο και δέχτηκε τη χάρη του Κυρίου η παιδίσκη,και όπως ήτανε καθισμένη έκανε με τα πόδια της ωσάν να χόρευε χαρούμενες κινήσεις, και όλος ο κόσμος της έδειξε μιαν ατέλειωτη αγάπη.
VIII
Και εβγήκαν οι γονείς της παιδίσκης απ' το ναό του Κυρίου θαυμάζοντας και αινώντας τον ουράνιο δεσπότη, που η μικρή δεν έκανε πίσω, μα αντίθετα, στάθηκε τόσο δεχτική στην ιερότητα, παρά τη νηπιακή της ηλικία. Και εζούσε η Μαρία στο ναό του Κυρίου σαν άσπιλη περιστέρα, τσιμπολογώντας από χέρι αγγέλου την τροφή της. Και όταν κύλησαν δώδεκα ολόκληρα χρόνια, οπού έζησε μέσα στο ναό, το ιερατείο έκανε συμβούλιο και διερωτήθηκαν· τι τώρα θα κάνουμε γι' αυτήν, οπού μπορεί σαν θηλυκό να μιάνει το αγίασμα του Κυρίου; Και είπαν του αρχιερέα οι ιερείς· εσύ οπού είσαι ο υπέρτερος απάνω στο θυσιαστήριο του Κυρίου, έμπα και κάνε προσευχή γι' αυτή την κοπελούδα, κι ό,τι σου φανερώσει ο Κύριος, αυτό και θα πράξουμε. Και εμπήκε ο αρχιερέας, φορώντας το με δώδεκα κουδούνια δεσποτικό του ιμάτιο, στα άγια των αγίων, και προσευχήθηκε για την παιδούλα. Και ιδού την ώρα κείνη οπού φανερώθηκε άγγελος Κυρίου και έλεγε στον αρχιερέα· Ζαχαρία, Ζαχαρία, έβγα και σύναξε όλους εκείνους οπού χηρεύουν απ' το λαό σου, και στείλε μήνυμα να φέρουν όλοι τους από ένα ραβδί, και σ' όποιονε φανερώσει το σημάδι του ο Κύριος, εκείνος θε να πάρει για γυναίκα του το κοράσι. Και εβγήκαν οι κήρυκες και διαλάλησαν το κάλεσμα σ' ολάκερη τριγύρω την Ιουδαία, κι ακούστηκε η σάλπιγγα του Κυρίου, και τρέξαν όλοι τους από ολόγυρα οι χηρευάμενοι.
IX
Και ρίχνοντας χάμω το σκεπάρνι του εβγήκε κι ο Ιωσήφ μαζί με όλους τους άλλους. Κι αφού καλοσυνάχτηκαν όλοι τους από ολόγυρα, εξεκίνησαν για να πάνε στον αρχιερέα, κρατώντας ο καθένας το ραβδί του. Και παίρνοντας τα ραβδιά τους ολωνών ο αρχιερέας, εμπήκε μ' αυτά στο ιερό και προσευχήθηκε. Κι αφού περάτωσε την προσευχή του την ολόψυχη, παίρνει μαζί του τα ραβδιά και βγαίνοντας τους τα δίνει πάλι. Και σημάδι στα ραβδιά δεν έδειξε κανένα ο Κύριος. Κι ο Ιωσήφ ήτανε κείνος οπού επήρε το τελευταίο ραβδί. Και ιδού τότε οπού εβγήκε απ' το δικό του το ραβδί μια περιστέρα, οπού φτερούγισε και κάθησε στο κεφάλι του Ιωσήφ. Και είπε στον Ιωσήφ ο ιερέας· εσένα σου έπεσε ο κλήρος για να πάρεις την παρθένα τούτη-δω του Κυρίου. Κι ο Ιωσήφ αντιλέγοντας είπε· μα έχω γυιους νεανίσκους και είμαι μεγάλος γι' αυτή τη μικρή κορασίδα· φοβάμαι πως θα γίνω ο περίγελως του κόσμου. Και είπε στον Ιωσήφ ο ιερέας· τον Κύριο και Θεό σου να φοβάσαι, κι αναθυμήσου τρομάζοντας με πόση σκληρότητα τιμωρήθηκαν απ' τον Κύριο οι Δαθάν και Αβειρών και Κορέ, το πώς η γη διχάστηκε στα δυο και τους κατάπιε σαν θεριό για την αντιλογία τους. Γι' αυτό την ώρα τούτη στοχάσου με φόβο Ιωσήφ τον Κύριο, μήπως μια τέτοια συμφορά χτυπήσει και το σπίτι το δικό σου. Και τον έπιασε φόβος μεγάλος τον Ιωσήφ και επήρε μαζί του την κορασίδα στο σπιτικό του. Και είπε στη Μαριάμ ο Ιωσήφ· ιδού οπού εγώ σε επήρα στο σπίτι μου απ' το ναό του Κυρίου, και τώρα θε να σ' αφήσω μοναχή στο σπίτι, γιατί πρέπει να πάω για δουλειά στις οικοδομές, κι όταν αποστερέψω τη δουλειά μου θε να γυρίσω πίσω σε σένα· στο μεταξύ θα σε έχει στη φύλαξή του ο Κύριος.
X
Και έγινε συμβούλιο των ιερέων οπού ελέγασι· να υφάνουμε σκέπασμα στο ναό του Κυρίου. Και είπε τότε ο ιερέας· φωνάχτε μου παρθένες ανέγγιχτες που νάναι απ' τη φάρα του Δαυίδ. Και εβγήκαν οι υπερέτες γυρεύοντας και εύρηκαν εφτά παρθένες. Κι αναθυμήθηκε τότε ο ιερέας εκείνο το κοράσι τη Μαριάμ οπού ήτανε απ' τη φάρα του Δαυίδ, και ήτανε κι ανέγγιχτη παρθένα αφιερωμένη στον Κύριο. Και εβγήκαν οι υπερέτες και επήγασι και την έφεραν και εκείνη. Κι όλες μαζί τις οδηγήσαν ύστερα μεσ' το ναό του Κυρίου. Και είπε τότε ο ιερέας· βάλετε κλήρο για το ποια θα γνέσει το χρυσό και ποια το αμίαντο, ποια θα γνέσει το βύσσινο και ποια το μεταξένιο, και ποια το υακίνθινο και ποια το κόκκινο και την αληθινή πορφύρα. Και έλαχε στη Μαριάμ η αληθινή πορφύρα και το κόκκινο, και παίρνοντας μαζί της τα οπού της έλαχαν για γνέσιμο γύρισε οπίσω στο σπιτικό της. Και ήτανε εκείνο τον καιρό οπού έμεινε άλαλος ο Ζαχαρίας κι ωσότου να ξαναποχτήσει τη φωνή του τον αντικατάστησε στο ναό ο Σαμουήλ. Και η Μαριάμ αρχίνησε να κλώθει δουλεύοντας το κόκκινο.
XI
Και επήρε τη στάμνα και επήγε για νερό στη βρύση· και ιδού τότε οπού ακούστηκε φωνή οπού της έλεγε· χαίρε εσύ η χαριτωμένη, μαζί σου ειν' ο Κύριος· ευλογημένη εισ' εσύ ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες. Και εθώρηγε ζερβόδεξα να καταλάβει πούθενες ερχότανε εκείνη η φωνή. Και την έπιασε μεγάλος τρόμος και γύρισε οπίσω στο σπιτικό της και απόθεσε τη στάμνα, και παίρνοντας την πορφύρα στα χέρια της αρχίνησε ναν τη γνέθει απάνω στο θρονί της. Και ιδού τότε οπού φάνηκεν εμπροστά της άγγελος Κυρίου οπού της έλεγε· μη νιώθεις μέσα σου κανένα φόβο Μαριάμ· εσύ είσαι εκείνη οπού ευρήκες τη χάρη κατάντικρυ στην ολόφωτη κι ανέσπερη δόξα του ουράνιου δεσπότη...
Κατά Λουκάν α' 26-38
κι ο Θεός απόστειλε τον άγγελο Γαβριήλ σε πόλη της Γαλιλαίας, οπού λεγότανε Ναζαρέτ, οπού εκεί ήτανε μια παρθένα αρραβωνιασμένη μ' έναν άντρα, οπού λεγότανε Ιωσήφ, απόγονο του Δαυίδ, και το όνομα της παρθένας ήταμε Μαριάμ. Και μπαίνοντας ο άγγελος απευθύνθηκε προς αυτή λέγοντας· χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος είναι μαζί σου· ευλογημένη είσαι εσύ ανάμεσα στις γυναίκες. Και εκείνη βλέποντάς τον ταράχτηκε απ' τα λόγια του και διαλογιζότανε τι να εσήμαινε άραγε αυτός ο χαιρετισμός. Και είπε προς αυτήν ο άγγελος· μη νιώθεις κανένα φόβο Μαριάμ, γιατί εσένα σου δόθηκε απ' το Θεό η χάρη· και να, οπου εσύ θα συλλάβεις και θα γεννήσεις υιό, και θαν του δώσεις το όνομα Ιησούς. Αυτός θα γίνει μεγάλος και υιό του υψίστου θα τον ονομάσουν, και θαν του δώσει ο Κύριος και Θεός το θρόνο του Δαυίδ του πατέρα του, και θα βασιλέψει στον οίκο Ιακώβ ανά τους αιώνες, και η βασιλεία του δεν πρόκειται ποτέ νάβρει τέλος. Και η Μαριάμ είπε προς τον άγγελο· πώς θα μου γίνει αυτό το πράγμα εμένανε, οπού άντρα δεν γνωρίζω; Και ο άγγελος αποκρινόμενος της είπε· Πνεύμα Άγιο θε νάρθει μέσα σου και δύναμη του υψίστου θα σε επισκιάσει· γι' αυτό και θάναι το γέννημά σου άγιο και υιός του Θεού θε νάναι το όνομά του. Κύττα και η Ελισάβετ η συγγένισσά σου, έχει πιάσει παιδί και αυτή στα γεράματά της, και είναι κιόλας στον έκτο μήνα, αυτή η λεγόμενη στείρα· γιατί δεν υπάρχει ρήμα που να είναι για τη δύναμη του Θεού αδύνατο. Και είπε η Μαριάμ· ιδού εγώ η δούλη του Κυρίου· ας γίνει σ' εμένανε ό,τι είπαν τα λόγια σου. Και ο άγγελος αποχώρησε αφήνοντάς την.
Κατά Ματθαίον α' 18-β' 18
Σχετικά τώρα με τη γέννηση του Ιησού Χριστού, τα πράγματα έγιναν ως εξής: Η μητέρα του Μαρία, μετά τον αρραβώνα της με τον Ιωσήφ και προτού να υπάρξη συνεύρεση μεταξύ τους, έμεινε έγκυος απ' το Πνεύμα το Άγιο. Κι ο άντρας της ο Ιωσήφ, όντας άνθρωπος δίκαιος και μη θέλοντας ναν την εκθέσει, εσκέφθηκε ναν τη διώξει κρυφά. Και ενώ στοχαζότανε το πράγμα αυτό του φανερώθηκε άγγελος Κυρίου στο όνειρό του και του έλεγε· Ιωσήφ, απόγονε του Δαυίδ, μη νιώθεις κανένα φόβο να παραλάβεις τη γυναίκα σου Μαριάμ· η κύησή της έχει γίνει απ' το Πνεύμα το Άγιο και το παιδί που θα γεννήσει θάναι αγόρι και θαν του δώσει το όνομα Ιησούς· αυτό το αγόρι θα σώσει το λαό του απ' τη μοίρα της αμαρτίας. Κι αυτό όλο έγινε σε εκπλήρωση εκείνου που είπε ο Κύριος με το στόμα του προφήτη· ιδού η παρθένος θα συλλάβει και θα γεννήσει υιόν, οπού θα πάρει το όνομα Εμμανουήλ, οπού σημαίνει· ο Θεός μαζί μας. Και όταν σηκώθηκε ο Ιωσήφ απ' τον ύπνο έκανε όπως ακριβώς τον πρόσταξε ο άγγελος του Κυρίου και παράλαβε τη γυναίκα του και δεν είχε καμμία σχέση μαζί της εωσότου εκείνη εγέννησε τον υιό της τον πρωτότοκο και του έδωσε το όνομα Ιησούς.
Κι όταν ο Ιησούς εγεννήθηκε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, την εποχή του βασιλέα Ηρώδη, ιδού οπού μάγοι καταφτάσαν στα Ιεροσόλυμα απ' τα μέρη της Ανατολής λέγοντας· πού βρίσκεται ο βασιλέας των Ιουδαίων οπού εγεννήθηκε; εμείς είδαμε στην ανατολή το αστέρι του και ήρθαμε να τον προσκυνήσουμε. Τότε ο βασιλέας Ηρώδης όταν άκουσε αυτή την είδηση ταράχθηκε και μαζί του και όλη η πόλη τα Ιεροσόλυμα, και εσύναξε όλους τους αρχιερείς και τους γραμματείς του λαού ρωτώντας να μάθει για το πού ο Χριστός γεννάται. Και εκείνοι του αποκρίθηκαν· στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Έτσι ήτανε ειπωμένο με το στόμα του προφήτη· και συ Βηθλεέμ, γη του Ιούδα, δεν είσαι διόλου ελάχιστη ανάμεσα στους ηγεμόνες Ιούδα· γιατί από σένα θα προέλθει ο ηγέτης που θα ποιμάνει το λαό μου τον Ισραήλ. Τότε ο Ηρώδης, αφού κάλεσε κοντά του τους μάγους, εξακρίβωσε από αυτούς το χρόνο του φαινομένου με τον αστέρα και στέλνοντας αυτούς στη Βηθλεέμ τους είπε· πηγαίνετε εκεί και μάθετε με κάθε λεπτομέρεια για το παιδί, που όταν το ανακαλύψετε μου το αναγγέλετε, ώστε ερχόμενος και εγώ να το προσκυνήσω. Και οι μάγοι ακούσαντας το βασιλέα επήγασι· και ιδού το αστέρι οπού είχαν αντικρύσει κατά την ανατολή, ιδού λοιπόν οπού τους οδηγούσε στην πορεία τους, εωσότου ήρθε και εστάθηκε απάνω απ' το μέρος όπου βρισκότανε το νεογέννητο. Και όταν είδαν αποπάνω τους το αστέρι χάρηκαν χαρά μεγάλη κι αρίφνητη και μπαίνοντας μέσα στο σπίτι συναντικρύζουν το νεογέννητο με τη μητέρα του Μαρία και πέφτοντας στα γόνατα το προσκυνήσαν, κι ανοίγοντας τους θησαυρούς τους οι μάγοι προσφέραν δώρα σ' αυτό, χρυσάφι και λίβανο και σμύρνα· και παίρνοντας θεία ειδοποίηση στο όνειρό τους να μην ξαναγυρίσουν στον Ηρώδη, τότενες από άλλο δρόμο για τον τόπο τους αναχώρησαν.
Κι όταν οι μάγοι αναχώρησαν, τότε ένας άγγελος του Κυρίου φανερώθηκε στον Ιωσήφ στο όνειρό του και του έλεγε· εγειρόμενος απ' τον ύπνο να παραλάβεις το παιδί και τη μητέρα του και να φύγεις για την Αίγυπτο, μένοντας εκεί πέρα μέχρι που εγώ θα σε ειδοποιήσω και τούτο γιατί ο Ηρώδης πρόκειται να αναζητήσει το νεογέννητο με σκοπό ναν το εξοντώσει. Κι ο Ιωσήφ εσηκώθηκε απ' τον ύπνο και παίρνοντας το παιδί και τη μητέρα του εξεκίνησε νύχτα για την Αίγυπτο και έμεινε εκεί μέχρι που πέθανε ο Ηρώδης, σε εκπλήρωση εκείνου που είπε ο Κύριος με το στόμα του προφήτη· τον υιό μου τον εκάλεσα απ' την Αίγυπτο.
Κατά Ιωάννην β' 1-11
Και την ημέρα την τρίτη στην Κανά της Γαλιλαίας εγίνηκε γάμος και ήτανε και η μητέρα του Ιησού εκεί· καλεσμένοι στο γάμο ήτανε κι ο Ιησούς μαζί με τους μαθητές του. Και όταν το κρασί αποσώθηκε, λέει στον Ιησού η μητέρα του· το κρασί τους τελείωσε. Λέει σ' αυτήν ο Ιησούς· τι σημασία έχει αυτό το πράγμα για μένα και για σένα ω γυναίκα; δεν έχει φτάσει ακόμη η ώρα μου. Λέει στους υπηρέτες η μητέρα του· ό,τι σας πει ναν το πράξετε. Και ήτανε εκεί έξι πέτρινες υδρίες, οπού εβρίσκονταν κατά τον καθαρισμό των Ιουδαίων κι οπού εχωρούσαν δυο ή τρεις μετρητάδες η καθεμιά τους. Λέει σ' αυτούς ο Ιησούς· να γεμίσετε με νερό τις υδρίες. Και τις εγέμισαν ως απάνω. Και λέει σ' αυτούς· αντλήσετε τώρα και δώσετε στον αρχιτρίκλινο. Και έδωσαν. Και όπως δοκίμασε ο αρχιτρίκλινος το σε κρασί μεταμορφωμένο νερό -μη γνωρίζοντας από πού προερχότανε, αυτό το ήξεραν οι υπηρέτες οπού είχαν αντλημένο το νερό- φωνάζει το γαμπρό ο αρχιτρίκλινος και του λέει· κάθε άνθρωπος προσφέρει πρώτα το καλό κρασί, κι άμα μεθυστούν οι καλεσμένοι, τότε προσφέρει το λιγώτερο καλό· εσύ το κράτησες το καλό κρασί ως τα τώρα. Τούτη ήτανε η αρχή των θαυμάτων οπού έκανε στην Κανά της Γαλιλαίας ο Ιησούς, φανερώνοντας τη δόξα του, και πίστεψαν σ' αυτόν οι μαθητές του.
Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας
Η Παναγία ήταν πενήντα εννέα χρονών, όταν ήρθε η ώρα της να πεθάνει· το πώς τώρα έγινε αυτό, θαν το μάθουμε σ' αυτή τη διήγηση. Η Παναγία όταν επήγε στο Ιερό τριών χρονώνε ήτανε και έζησε στο Ιερό δώδεκα χρόνια, κι ωσότου να γεννήσει το Χριστό κυλίστηκε ακόμη ένας χρόνος· έκανε και με το Χριστό τριάντα δύο χρόνια και ύστερα απ' το γυιο της έζησε άλλα ένδεκα, οπού όλα μαζί είναι χρόνια πενήντα εννέα. Όταν έφτασε στα χρόνια τούτα η Παναγία, τρεις ημέρες εμπροστά απ' τη θεία της Κοίμηση, της επαρουσιάστη ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, κρατώντας ένα φοινικόκλαδο στο χέρι, και της λέει· «μάθε, Κυρία Θεοτόκε, πως μετά τρεις ημέρες από σήμερα σε μεταθέτει ο Κύριος από τούτη τη γη στους ουρανούς του· γι' αυτό θα πρέπει να ταχτοποιήσεις τον εαυτό σου, να έχεις έτοιμα και όλα τα νεκρικά σου, και να αναμένεις την ώρα που θε νάρθει ο Γυιος σου για να παραλάβει την αγιασμένη σου ψυχή». Κι όταν τ' άκουσε αυτά η Παναγία, σηκώθηκε αμέσως και επήγε κι ανέβηκε στο όρος των Ελαιών, εκεί οπού ο Γυιος της αναλήφτηκε, και -θαύμα παράδοξο- οπού όλα τα δέντρα εκείνου του βουνού εγείραν εμπροστά της και την προσκύνησαν. Και εκείνη, στον ουρανό υψώνοντας τα χέρια της, αρχίνησε να προσεύχεται μ' αυτά τα λόγια· «Γυιε μου, μοναχοπαίδι μου πολυτίμητο, εσύ οπού καταδέχτηκες τη γαιώδη σου φανέρωση, με σάρκα και κόκκαλα βγαίνοντας απ' τα δικά μου αίματα, εσύ παράλαβέ με τώρα και στη Βασιλεία σου· φτάνει σε μένα ο χωρισμός οπού κυλίστηκε ανάμεσά μας, μου φτάνει Γυιε μου η στέρησή σου· πράξε υπέρτερος όντας κατά το άγιο θέλημά σου. Όπου βρίσκομαι εγώ, εκεί και ο δικός μου διάκονος βρίσκεται· τα λόγια σου ετούτα και εγώ τα λέω Γυιε μου, και όπου βρίσκεσαι εσύ, αγαπημένε μου, εκεί και μένα αξίωσέ με να έρθω, εμένα οπού η καρδιά μου είναι γιομάτη από θλίψη για την αγάπη σου». Με τέτοια λόγια προσευχήθηκε η Παναγία και κατέβηκε απ' το όρος εκείνο και πισωγύρισε στο σπιτικό της οπού βρισκότανε στο χωριό Γεθσημανή· είχε μάλιστα όλα κι όλα δυο φορέματα, οπού το ένα το εφόρηγε και το άλλο τόκανε χάρισμα σε μια φτωχούλα γειτόνισσά της, όπου έμενε εκεί κοντά της. Και ήτανε εκεί κοντά και ο απόστολος Πέτρος μαζί με τον Ιωάννη το Θεολόγο, οπού ακόμη δεν είχαν από εκείθε ξεμακρύνει. Και τούτο γιατί ο μεν Πέτρος είχε μεγάλη πίστη στην Κυρία Θεοτόκο, ο δε Ιωάννης ήτανε ωσάν υιοθετημένος της υιός, και δεν έφευγαν από κει πέρα μακρύτερα, μόνο και μόνο για να υπηρετούν την Παναγία. Την τρίτη ημέρα, λοιπόν, εκεί οπού δίδασκαν αυτοί το λόγο της αλήθειας, τους άρπαξε ολάξαφνα και τους δυο τους ένα σύγνεφο και τους έφερε στη Γεθσημανή, στο σπίτι της Παναγίας· αυτό έγινε και με όλους τους άλλους αποστόλους. Τότε ήτανε και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, και ο διδάσκαλός του ο Ιερόθεος, και ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, και τους αρπάζει και αυτούς μια νεφέλη και τους συνάζει όλους μαζί στη Γεθσημανή. Και η Παναγία εκείνη τη στιγμή οπού τους αντίκρυσε καταχάρηκε παρευθύς απ' τα φυλλοκάρδια της και τους λέει· «καθήστε, παιδιά μου, να σας αποχαιρετήσω, γιατί σήμερα φεύγω και ανέρχομαι στον υιό μου τον αγαπημένο· γιατί ο άγγελος ο Γαβριήλ, οπού σε μένα ευαγγελίστηκε κάποτε τη σύλληψη του γυιου μου και την άσπιλή μου μητρότητα, ήρθε και πάλι τώρα και μούδωσε ετούτο το φοινικόκλαδο λέγοντας· "χαίρε και μάθε, ω Θεοτόκε, πως μετά τρεις ημέρες σε μεταθέτει ο Κύριος από τούτη τη γη στους ουρανούς του". Γι αυτό, παιδιά μου, ευχαριστώ το Γυιο μου και Θεό οπού σας έφερε, συνάζοντάς σας όλους εδώ πέρα, για να σας ιδώ πριν απ' το τέλος». Κι όπως τα άκουσαν ετούτα οι απόστολοι εκλαίγαν όλοι τους ακατάπαυστα.
.....................................
Και τους λέει η Κυρία Θεοτόκος:
Εσάς σας έστειλε στον κόσμο το αγαπημένο μου παιδί για να πάτε σ' αυτόν ωσάν έμποροι και τις ψυχές να κερδίσετε των πλανημένων ανθρώπων, οπού έφτασε στ' αυτιά τους το δοξασμένο του τ' όνομα. Όποιος από εσάς, ω φίλοι μου και τέκνα μου, του διδασκάλου του και γυιου μου δείξει φίλος, αυτόν ο γυιός μου στη Βασιλεία του θέλει τον τιμήσει, μα όποιος τις εντολές του διδασκάλου του τις αφήσει έρημες κι ανεχτέλεστες, αυτός το ξέρει από μόνος του τι θα πάθει. Γι' αυτό το λόγο, αγαπημένα μου παιδιά, πορευθείτε στον κόσμο για να κηρύξετε, να φωτίσετε, να χειραγωγήσετε τον κόσμο οπού ζει μέσα στην πλάνη, για να μπορέσετε έτσι να τον κερδίσετε και ναν του δείξετε το δρόμο οπού φέρνει στου Γυιου μου τη Βασιλεία. Να μη σας παρασύρει κανένας φόβος απ' του κόσμου τούτου τους βασιλιάδες, οπού μονάχα το κορμί σας ημπορούν αυτοί να βλάψουν, αλλ' όχι όμως και την ψυχή σας· φόβο πραγματικό μονάχα ο Θεός να σας τον φέρνει, οπού και το κορμί σας ημπορεί και την ψυχή σας ναν την βλάψει, καθώς ο Γυιος μου σας το έλεγε ενόσω ήτανε μαζί σας. Έχετε την αγάπη και την ειρήνη συναμετάξυ σας, κι ακόμη νάχετε πληρότητα χαράς και ευφροσύνης, οπού πολύς θε νάναι στη Βασιλεία των ουρανών ο μισθός σας. με όλο που φεύγω, φίλοι μου, και πάω για του Υιού μου και Θεού τη Βασιλεία, ωστόσο πάντοτε θα βρίσκομαι μαζί σας και θα σας είμαι πάντοτε η ενισχύτρια και η παρηγορήτρια σε όλες σας τις θλίψεις. Αυτά τους είπε των αποστόλων η Θεοτόκος, κι άλλα ακόμη περισσότερα, και παρευθύς τα μάτια της τα άγια τα έκλεισε φωνάζοντας με φωνή μεγάλη· «στα χέρια σου, Γυιόκα μου, αποθέτω το πνεύμα μου»· και κοιμήθηκε. Κι ο Γυιος της τηνέ δέχθηκε στα χέρια του την αγιασμένη της ψυχή. Και τότε γύρεψε η Παναγία απ' το Γυιο της να την κατεβάσει κάτω στον Άδη, για να ιδεί τους τόπους οπού επήγε εκείνος για να απολυτρώσει τους Προπάτορες, και εκείνος την εισάκουσε. Και επήραν την ψυχή της την αγιασμένη στα χέρια τους ηλιόλουστοι άγγελοι και την οδήγησαν όπου ήθελε εκείνη, καθώς ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός μαρτυρεί τούτο στο Τροπάριο της τέταρτης ωδής σήμερα κι οπού λέει· «θαύμα και έκπληξη που ήτανε να βλέπεις της Παναγίας την ψυχή πώς περπατούσε στου Άδη μέσα τα κατώγια τα θεοσκότεινα». Και η μεν ψυχή της επήγε στον Άδη, όπως η ίδια το βουλήθηκε, το δε κορμί της το άγιο και θεοδόχο το επήραν οι Μαθητές και σηκώνοντάς το απάνω στους ώμους τους το επήγαν ως τον τάφο· κι απ' τη μια μεριά το κρατούσε ο θεολόγος Ιωάννης, ενώ απ' την άλλη το κρατούσε ο Πέτρος, απ' την τρίτη μεριά το κρατούσε ο Ιάκωβος ο αδελφός του Ιωάννη, κι απ' την τέταρτη μεριά ο Παύλος, καθώς οι υπόλοιποι απόστολοι και αρχιερείς πορεύονταν ψάλλοντας και άδοντας ύμνους.
...................................................
Κι όταν έφτασαν στον τάφο, το ακούμπησαν κάτω το άγιο λείψανο, για ναν το αποχαιρετήσουν όλοι εκείνοι που παρευρίσκονταν εκεί πέρα κι ο καθένας αρχίνησε ν' αποχαιρετά την Παναγία λέγοντας προς αυτήν εγκώμια κι όλοι τους έπλεξαν διάφορα εγκώμια.
.......................................................
Το σώμα εκείνο, ευλογημένοι χριστιανοί, γίνηκεν άφθαρτο κι αθάνατο, όπως κ' η αγιασμένη σάρκα του Κυρίου, κι όπως όλοι οι άνθρωποι μέλλουμε να απογίνουμε άφθαρτοι κατά τη Δεύτερη Παρουσία· πέθανε βέβαια και θαύμα δεν είναι, γιατί ωσάν άνθρωπος πέθανε και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός· ωστόσο γίνηκεν άφθαρτο, όπως και ο Γυιος της, το σώμα εκείνο, κι ό,τι μέλλεται να λάβουν οι δίκαιοι όταν θάρθει η μέρα για την καθολική ανάσταση, αυτό είναι που έλαβε η Παναγία νωρίτερα απ' αυτή τη μέρα.
...................................................
Τις ημέρες λοιπόν εκείνες της Κοιμήσεως της Θεοτόκου καθήσαν οι απόστολοι να φάνε όπως γίνεται για παρηγοριά κατά τη συνήθεια και τη στιγμή που κόβοντας τον άρτο επήγασι να προφέρουν το «Κύριε Ιησού Χριστέ, να είσαι πάντοτε βοηθός μας» ολάξαφνα τους φανερώθηκε αποπάνω τους η Παναγία λαμπροφορώντας ωσάν ήλιος και τους είπε· «Χαίρετε σεις, οπού μαζί σας είμαι όλες τις ημέρες»· κι όπως την είδαν έτσι ολοζώντανη βοώντας ακούστηκαν οι απόστολοι· «Παναγία Θεοτόκε, να είσαι πάντοτε βοηθός μας»· και την ώρα εκείνη αντιλήφτηκαν πως η Παναγία βρίσκεται στους ουρανούς μαζί με το Γυιο της ζωντανή και ολόσωμη.
Αυτή τη γιορτή γιορτάζουμε, ευλογημένη χριστιανοί, αυτή τη γιορτή πανηγυρίζουμε. Γι' αυτό ας είμαστε, όπως αρμόζει στους πανηγυριστές, χαρούμενοι και καθαροκάρδιοι.
|