|
"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, † Αρχιεπισκόπου Αθηνών |
ΤΕΛΙΚΑΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η επί 57ετίαν όλην συγκομισθείσα πικρά, εκ της υπάρξεως του παλαιοημερολογιτικού προβλήματος εντός των κόλπων της αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, πείρα είναι, νομίζομεν, ικανή, εν συνδυασμώ προς δεδομένα τινά, άτινα προέρχονται εκ τε της ιστορικης και της κανονικής του προβλήματος τούτου θεωρήσεως, να οδηγήση εις την ανεύρεσιν εφικτής τινος εκκλησιαστικής λύσεως αυτού. Προς τούτο είναι απαραίτητον να δοθή η δέουσα προσοχή εις σοβαράς τινας διαπιστώσεις και να επισημανθώσι βασικαί τινες θέσεις προς χάραξιν της κανονικής εκείνης πορείας προς την επιθυμητήν άρσιν του de fαcto σχίσματος.
1. Και κατ' αρχήν λεκτέον ότι τινές θεωρούσι τον παλαιοημερολογιτισμόν εν Ελλάδι παρονυχίδα, ενώ είναι πληγή φλεγμαίνουσα και πυορροούσα εν τω σώματι της Εκκλησίας. Και μόνον το γεγονός της επί 57 όλα έτη υπαρξεως αυτού, ανεξαρτήτως του μικρού ή μεγάλου αριθμού των ακολουθούντων, είτε εξ ασθενούς συνειδήσεως, είτε εξ αγνοίας, το π. ημερολόγιον, είναι ικανόν διά να παραστήση την βαρύτητα του προβλήματος. Η αντίληψις καθ' ην εν τη εξελίξει της ζωής της Εκκλησίας ουχί σπανίως ανεφάνησαν έριδες και διαμάχαι είτε περί θέματα πίστεως και δογμάτων είτε περί έτερα τινα απλούστερα και μη θεμελιώδη, αίτινες συν τω χρόνω εξεφυλίσθησαν, και ότι και το παλαιοημερολογιτικόν εν Ελλάδι ζήτημα, φέρον την μορφήν απειθείας προς την υπεύθυνον εκκλησ. Αρχήν, θά ακολουθήση αφεύκτως την αυτήν της αποδυναμώσεως αυτού οδόν, είναι προδήλως εσφαλμένη. Και τούτο διότι το ζήτημα τούτο έχει ήδη εν τοις πράγμασι προσλάβει τας διαστάσεις σχίσματος, των παλαιοημερολογιτών αρνησαμένων πάσαν διοικητικήν και πνευματικήν σχέσιν μετά της μητρός αυτών Εκκλησίας, αποφευγούσης, εν τούτοις, επιμελώς μέχρι σήμερον να κηρύξη τούτους σχισματικούς και προτιμώσης μάλλον την οδόν της αγνοήσεως αυτών. Ως χαρακτηριστικώς εσημείου εν έτει 1957 ο μοναχός π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, το παλαιοημερολογιτικόν «αποτελεί μέγαν πειρασμόν εν τη Εκκλησία σκανδαλίσαν χιλιάδας συνειδήσεων. Το ημερολογιακόν εψύχρανε πιστούς, ωδήγησεν εις απείθειαν, εις χωρισμόν, εις δημιουργίαν ιδίας Εκκλησίας. Η ενότης εν τη περιοχή της Ελληνικής Εκκλησίας διεσπασθη»(96).
Κατά συνέπειαν μετ' αναλόγου προς την βαρύτητα του προβλήματος σοβαρότητος δέον να αντιμετωπισθή τούτο υπό της Εκκλησιας διά την αποκατάστασιν της ενότητος εν αυτή.
2. Ο Επίσκοπος είναι ο φορεύς της ενότητος εν τη Εκκλησία. Ούτος ως πατήρ των πιστών οφείλει να βλέπη ως τέκνα του άπαντας ανεξαιρέτως τους χριστιανούς, ευπειθείς και ατάκτους. Kαι ενώ έχει την πνευματικήν εξουσίαν να επιτάσση, αλλ' όμως διά την αγάπην μάλλον παρακαλεί, προκειμένου να ελκύση προς εαυτόν και την Εκκλησίαν τα απειθή και πλανώμενα, μη παροργίζων αυτά διά της ατέγκτου και επιτακτικής προσταγής, αλλά καλών ταύτα εις υπεύθυνον διάλογον εν αγάπη και ελευθερία. Και είναι μεν αληθές, ότι ενίοτε oι άνθρωποι είναι ανελεύθεροι· δεν πείθονται και δεν υπείκουν ει μη εις την εξωτερικήν βίαν και συμμορφώνονται μόνον εις την επιταγήν του νόμου επιβαλλομένην διά της εξουσίας. Oι τοιούτοι την μακροθυμίαν, την επιείκειαν και την παράκλησιν εκλαμβάνουσιν ως αδυναμίαν και ανικανότητα, διά τούτο και την περιφρονούσι και την μυκτηρίζουσι. Τούτο έχει ως συνέπειαν αφ' ενός μεv τον αλυσιτελή στεναγμόν των ποιμένων της Εκκλησίας, αφ' ετέρου δε την προϊούσαν εξάπλωσιν του σχίσματος εν τη Εκκλησία. Εν τούτοις η καταφυγή εις την βίαν επί τοιούτων ζητημάτων απέβη αρνηκική και προυξένησε δεινότερα κακά.
Κατά ταύτα επιβάλλεται η εν πνεύματι Χριστού και μακράν της βίας, αναζήτησις λύσεως. Οποιαιδήποτε και αν είναι αι αιτίαι της ανωμαλίας και ακαταστασίας, της διαιρέσεως και του σχίσματος οι ποιμένες οφείλουσι να σκέπτωνται το μέρος της ιδικής των ευθύνης είτε εξ αμελείας, είτε εξ εσφαλμένης εκτιμήσεως των πραγμάτων. Νίκη διά την Εκκλησίαν και τους ποιμένας της εν προκειμένω δεν είναι ο διά μέτρων αστυνομεύσεως περιορισμός των εκδηλώσεων ή των συνεπειών του σχίσματος, αλλ' η επιστροφή των πεπλανημένων και η επανασύνταξις αυτών εις την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν. «Ου γαρ νικήσαι ζητούμεν -κατά τον άγ. Γρηγόριον τον Θεολόγον-αλλά προσλαβείν αδελφούς, ων τω χωρισμώ σπαραττώμεθα». (Εις την Πεντηκοστήν).
3. Η Εκκλησία αισθάνεται περισσότερον παντός άλλου τας συνεπείας του σχίσματος. Την αίσθησιν ταύτην επιτείνει η πολλαχόθεν ενισχυομένη σήμερον ηθικώς και υλικώς θρασύτης και η ζημιογόνος ψυχικώς απόσχισις. H Εκκλησία καταδικάζει το σχίσμα, διότι τούτο είναι άρνησις της εν αυτή τάξεως και πειθαρχίας και αντιποίησις πνευματικής αρχής και εξουσίας. Και επί πλέον πείσμα και φανατισμός και μισαλλοδοξία και ζήλος ου κατ' επίγνωσιν. Διά τούτο η Εκκλησία εφοβήθη πάντοτε τα σχίσματα από τας αιρέσεις και τους διωγμούς της ειδωλολατρείας. Άλλωστε το σχίσμα δεν απέχει πολύ της αιρέσεως, είναι δε γεγονός ότι πολλαί των αιρέσεων προήλθον από τα σχίσματα. Η διολίσθησις εκ του σχίσματος εις την αίρεσιν είναι ευχερής, διότι η τάξις εν τη Εκκλησία καθ' ης βάλλει το σχίσμα, δεν είναι τι εξωτερικόν και επουσιώδες της εκκλησιαστικής διδασκαλίας. Καθ' ον τρόπον η Εκκλησία πιστεύει περί εαυτής, ούτω και οργανούται εις εσωτερικήν διοίκησιν και εξωτεριχήν δράσιν. Κατά συνέπειαν ο αντιβαλλόμενος προς την εν τη Εκκλησία καθεστηκυίαν τάξιν, διαμαρτάνει περί την ομαλήν διεξαγωγήν του έργου της Εκκλησίας και γίγνεται παραίτιος εσωτερικής ανωμαλίας. Επί πλέον το σχίσμα, ως πράξις ανταρσίας κατά της Εκκλησίας, συνιστά αμαρτίαν και συμφοράν εν αυτή. «Ουδέν ούτω παροξύνει τον Θεόν -έλεγεν ο Ιερός Χρυσόστομος- ως το Εκκλησίαν διαιρεθήναι. Καν μυρία ώμεν εργασάμενοι καλά των το σώμα αυτού διατεμόντων ουκ ελάττονα δώσομεν δίκην oι το πλήρωμα κατατέμνοντες το εκκλησιαστικόν». Kαι είναι γνωστόν ότι «η του ταράττειν και σχίζειν την Εκκλησίαν αμαρτία, ουδέ μαρτυρίου αίμασιν αποπλύνεται». Κατά τον Άγ. Ιγνάτιον τον Θεοφόρον «ει τις σχίσματι ακολουθεί, βασιλείαν Θεού ου κληρονομεί»(97).
4. Αιτιώνται την Εκκλησίαν oι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται προς δικαιολόγησιν της ανταρσίας των. Kαι προσδίδουσιν αυθαιρέτους διαστάσεις εις την γενομένην εν έτει 1924 ημερολογιακήν μεταβολήν, αναμασώντες επί μίαν 57ετίαν τα αυτά επιχειρήματα, προσθέτοντες και νέα και οδηγούμενοι εις θεολογικά αδιέξοδα, διότι ο αρχήθεν καταλαβών τας καρδίας των άκριτος φανατισμός εμποδίζει την φωτιστικήν του πνεύματος χάριν να κατευθύνη τον λογισμόν των. Τα άτινα επιστρατεύουσι δήθεν θεολογικά επιχειρήματα είναι κατ' ουσίαν τα πλείστα αβάσιμα, ωρισμένα δε τυχόν ευσταθούντα κατ' ουδέν προσφέρουσι το έδαφος προς στήριξιν του σχίσματος. Εντεύθεν και η αποκοπή των γεφυρών συνεννοήσεως αυτών μετά της Εκκλησίας. Εάν εξαιρέση τις ολιγίστους παλαιοημερολογίτας συγγραφείς, διαθέτοντας θεολογικήν υποδομήν προς θεώρησιν του όλου προβλήματος από της σκοπιάς της ορθοδόξου σκέψεως, πάντες οι λοιποί είτε είναι αμαθείς oι ίδιοι, είτε δανείζονται παρ'αδαών τα όσα, κατά καιρούς, διδάσκούσι, καταπείθοντες ούτω το μέγα πλήθος των απλοϊκών πιστών, οίτινες ακρίτως και αβασανίστως ακολουθούσι τους κακούς αυτών ποιμένας. Ως δε έχομεν ήδη, εν τοις πρόσθεν, τονίσει η επιστράτευσις αθεολογήτων και προχείρων επιχειρημάτων υπό των παλαιοημερολογιτών προς στερέωσιν των απόψεών των έχει οδηγήσει τούτους εις αληθές αδιέξοδον διότι δέσμιοι πλέον όντες των όσων απαραδέκτων και υπό της συνόλης Ορθοδοξίας απορριπτομένων έχουσιν υποστηρίξει αναγκάζονται εκόντες άκοντες να εξακολουθώσιν υποστηρίζοντες απόψεις αι οποίαι εκθέτουσιν αυτούς ως αμοίρους θεολογικής και πατερικής παιδεύσεως.
5. Η κατά 13 ημέρας ενωρίτερον ή βραδύτερον λατρεία του Θεού ασφαλώς δεν συνιστά παράβασίν τινα. Άλλωστε η Εκκλησία αφήκεν επί του σημείου τούτου ελευθερίαν. Αλλ' οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται δεν περιωρίσθησαν εις τούτο. Επικαλούμενοι αληθή σωρείτην απαραδέκτων επιχειρημάτων απελάκτισαν την επ' αυτών δικαιοδοσίαν της Εκκλησίας, αποσχισθέντες απ' αυτής.
Αλλά το σχίσμα τούτο δεν περιωρίσθη εις την διοίκησιν. Εξ αυτού του σημείου εκκινήσαν, ταχέως επεξετάθη και εις έτερα σημεία απτόμενα της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Ούτως η διδασκαλία. των παλαιοημερολογιτών περί ακύρων Μυστηρίων εν τη Εκκλησία συνιστά βλασφημίαν κατά του αγ. Πνεύματος και οδηγεί εκ του σχίσματος εις την αίρεσιν. Η διάσπασις, εξ άλλου, της αποστολικής διαδοχής εν τη ιερωσύνη αποτελεί και αύτη σπουδαίον ζήτημα, η επίλυσις του οποίου προέχει. Διότι αμφισβητουμένη ιερωσύνη είναι αμφισβητουμένη σωτηρία. Κατά συνέπειαν αι αθεολόγητοι απ' αρχής τού Ματθαίου αποφάσεις και ενέργειαι, έμελλον να επηρεάσωσι τόσον δυσμενώς τας εξελίξεις εν τω παλαιοημερολογιτικώ σχίσματι, με αποτέλεσμα να διατυπούται σήμερον μετά πειθούς η πεποίθησις οτι οι παλαιοημερολογίται στερούμενοι ιερωσύνης, κινούνται πλέον "επί διαστροφή των λαών και ταραχή των Εκκλησιών"(98) καπηλεύοντες την ευσέβειαν και οδηγούντες τον λαόν εις απώλειαν. Η εκκλησιολογική, εξ άλλου, απομόνωσις αυτών, η ουσιαστική δηλονότι αποκοπή από του ενιαίου και αδιαιρέτου σώματος της ανά τον κόσμον Ορθοδόξου Εκκλησίας, και η εν φανατισμώ εμμονή εις αντικανονικήν κατάστασιν, εγκυμονούσαν μέγιστα κακά, συνιστάσι βαρυτάτην χλεύην εναντίον του όλον τον θεσμόν της Εκκλησίας συγκροτούντος Παναγίου Πνεύματος. H έλλειψις κατά ταύτα κοινωνίας των παλαιοημερολογιτών μετά της Οικουμενικής Ορθοδοξίας προσδίδει εις αυτούς την ιδιότητα του αρνουμένου την ζωοποιόν χάριν, ήτις μόνον υπό τας ορθοδόξους εκκλησιολογικάς προϋποθέσεις μεταδίδεται. «Kαι τώρα μεν εξαπατώμεν τον εαυτόν μας και πείθομεν και τους ανθρώπους και επαγγελλόμεθα θεοσέβειαν και φωνασκούμεν, υπέρ δήθεν της Εκκλησίας και της Ορθοδοξίας, και αντιστρέφομεν τους όρους και υποκαθιστώμεθα ημείς εις την θέσιν της Εκκλησίας και ονομάζομεν την Εκκλησίαν αιρετικήν και σχισματικήν, όταν ημείς είμεθα η αίρεσις και το σχίσμα, και διαστρέφομεν την αλήθειαν και κακοποιούμεν τα ιερά κείμενα. Αλλά τον Θεόν δεν είναι δυνατόν να τον εξαπατήσωμεν, ούτε να κρυβώμεν απ' αυτού και θα τον εύρωμεν εμπρός μας ανελέητον και αδυσώπητον κριτήν»(99).
6. Διά την επίλυσιν τον προβλήματος είναι απαραίτητος η περί την ηγεσίαν των παλαιοημερολογιτών αποκάθαρσις. Σήμερον υφίστανται παραλλήλως τρεις "Σύνοδοι" παλαιοημερολογιτών "Επισκόπων" αλληλομαχόμεναι και αλληλοσυκοφαντούμεναι. Ουδεμία εξ αυτών δύναται να ισχυρισθή ότι εκπροσωπεί τον παλαιοημερολογιτικόν κόσμον. Και ό,τι η μία αποφασίση, θα αρνηθή αμέσως η άλλη. Προς ποίαν εξ αυτών θα απενθυνθώμεν; Και ως προς ποίους θα διαλεχθώμεν; Θα αναγνωρίσωμεν αυτοίς, άνευ ετέρου, ιερωσύνην; Και πώς εκείνοι θα αναγνωρίσωσιν ημάς, εφ' όσον έχουσιν ημάς άπαντας κηρύξει σχισματικούς και αλλοτριοδόξους; Προέχει επομένως η ρύθμισις του θέματος τούτου, εγκαίρως. Αλλά μία τοιαύτη ρύθμισις είναι μάλλον απίθανος. Τα σημερινά δεδομένα δεν ευνοούσι τον διάλογον της κανονικής Εκκλησίας μετά των παλαιοημερολογιτών, όντων διεσπασμένων και αλληλομισουμένων. Ούτε είναι εφικτή, υπό τα αυτά δεδομένα, η επίλυσις των ενδοπαραταξιακών αυτών διαφορών, ούτως, ώστε να σχηματισθή ενιαία τις παλαιοημερολογιτική ομάς μετά της οποίας θα ηδύνατο η ημετέρα Εκκλησία να διαλεχθή.
Οι παλαιοημερολογίται έχουσιν αποκλείσει, δι' όσων κηρύττουσι, πάσαν Ορθόδοξον Σύνοδον. Η Ορθοδοξία έχει περιωρισθή σήμερον μόνον εις αυτούς. Κατα συνέπειαν ουδεμία υπάρχει ελπίς να επιλυθή το πρόβλημά των. Και ταύτα μεν από της πλευράς αυτών. Η Εκκλησία όμως του Χριστού έχει το κανονικόν της όργανον, όπερ είναι η Σύνοδος, είτε η Τοπική, είτε η Πανορθόδοξος. Δύναται, λοιπόν, μία τοιαύτη Σύνοδος να επιληφθή κανονικώς και να αποφανθή. Θα ηδύνατο τούτο να πράξη και η ημετέρα Ι.Σ.Ι, ήτις επί του προκειμένου δεν είναι απλώς Τοπική, αλλ' έχει επί πλέον την εκ μέρους της Αγίας Πατριαρχικής Συνόδου του Οικουμεν. Πατριαρχείου και de facto της όλης Ορθοδοξίας αναγνώρισιν των επί του παλαιοημερολογιτικού εσωτερικού αυτής προβλήματος αποφάσεών της. Θα εδικαιούτο επομένως η Ι.Σ.Ι. να καλέση τους παλαιοημερολογίτας εις διάλογον και εις επιστροφήν και εν αρνητική επιμονή των, να κηρύξη, επί τέλους, τούτους σχισμακικούς και οδηγήση τούτους υποδίκους ενώπιον της μελλούσης να συνέλθη Αγίας και Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου. Η απόφασις αυτής θα είχε καθολικόν κύρος και θα απετέλει επίσημον και αναμφισβήτητον θέσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
8. Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν είναι παντελώς άμοιρος ευθυνών διά την γένεσιν και εξέλιξιν του παλαιοημερολογιτικού προβλήμακος. Η συνειδητοποίησις της αληθείας ταύτης θα ευνοήση ασφαλώς την άσκησιν Οικονομίας προς επίλυσιν του χρονίζοντος ζητήματος και θα διευκολύνη την απομόνωσιν παντός στοιχείου, δυναμένου να παρεμβάλη προσκόμματα εις την διαλλακτικήν πορείαν της. Η Εκκλησία οφείλει να κατανοήση ότι έχει να αντιμετωπίση εν τω παλαιοημερολογιτισμώ δύο στοιχεία. Αφ' ενός μεν τον απλούν ευσεβή λαόν και αφ' ετέρου την αλλοπρόσαλλον ηγεσίαν του. Ο λαός ούτος επί πολλά έτη παραπειθόμενος, έχει, χωρίς να το αντιληφθή, αποστή της εκκλησιαστικής του μάνδρας και ακολουθεί ψευδοποιμένας στερουμένους ιερωσύνης και τα πάντα μετερχομένους προς δικαιολόγησιν των ατόπων τα οποία εργάζονται. Ο λαός ούτος είναι μεν ευσεβής, αλλ' όμως και εις το έπακρον φανατισμένος και μετά πάθους προσηλωμένος εις το παλ. ημερολόγιον, όπερ εδιδάχθη να θεωρή ως θέμα δογματικόν.Αλλά και η ηγεσία του, επί ήμισυν περίπου αιώνα ακολουθεί πορείαν εσφαλμένην και αυτοαναιρουμένην. Οι "Αρχιερείς" των παλαιοημερολογιτών έχουσι μέχρι τούδε προσφέρει δείγματα τόσων πολλών και αμέτρων αντιθέσεων, ώστε διερωτάται τις ευλόγως εάν οι άνθρωποι ούτοι φοβώνται όντως τον Θεόν και εντρέπωνται τους ανθρώπους. Ουτως αφού επί έτη εμάχοντο διά να αποδείξωσι κανονικάς τας αθέσμους χειροτονίας των, αιφνιδίως, αναγνωρίσαντες το ελάττωμα αυτών, έσπευσαν εις Αμερικήν και, ως πιστεύουσι, διώρθωσαν την αντικανονικότητα δι' άλλης παρανομίας. Πότε λοιπόν είχον δίκαιον ως προς την εγκυρότητα των χειροτονιών των, προ ή μετά το εις Αμερικήν ταξίδιόν των; Έχουσιν οι αυτοί κηρύξει την Εκκλησίαν της Ελλάδος σχισματικήν είτε δυνάμει, είτε ενεργεία. Παρά ταύτα απευθύνουσιν εκκλήσεις και υπομνήματα προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, προς την εν Ρόδω Πανορθόδοξον Διάσκεψιν, προς αυτήν την Εκκλησίαν ημών, εξαιτούμενοι λύσιν τινα του προβλήματος. Επί πλέον εκήρυξαν ολην την Ορθοδοξίαν κακόδοξον και αιρετικήν, αλλά κατέφυγον προς διόρθωσιν των εις τας χειροτονίας των κενών εις τον Μητροπολίτην Φλάρετον, κοινωνούντα τότε ταίς νεοημερολογιτικαίς Εκκλησίαις. Πού η συνέπεια και η σοβαρότης! Από των δημοσιογραφικών των εξ άλλου οργάνων επιτίθενται λάβροι κατά της Εκκλησίας, αποκόπτοντες τας γεφύρας συνεννοήσεως, απορρίπτοντες πάσαν προταθείσαν διευθέτησιν, ισχυριζόμενοι ότι αποτελούσιν αυτοί την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, καίπερ πανορθοδόξως αποκεκομμένοι και απομεμονωμένοι.
Η Εκκλησία, παρά ταύτα, έχει εις χείρας αυτής το μέγα εφόδιον της Οικονομίας χάριν της ενότητος αυτής και της μείζονος πνευματικής ωφελείας. Δι' αυτού δύναται και τας πλέον ανιάτους αντικανονικότητας να θεραπεύση. Μη κωλυομένη δ' εν τη ενασκήσει αυτής υπό φραγμών και πλαισίων, προσφέρεται πάντοτε διά την επούλωσιν των πληγών εις το σώμα του Χριστού, υπό την προϋπόθεσιν πάντως ότι θα εκδηλωθή ειλικρινής μετάνοια και μεταμέλεια εκ μέρους εκείνων, οι οποίοι θα αποτελέσωσι τους δέκτας των ευεργετικών καρπών της εκκλ. Οικονομίας.
9. Δεν τολμώμεν να καθορίσωμεν την τελικήν στάσιν της Εκκλησίας έναντι των εν Ελλάδι παλαιοημερολογιτών. Δυνάμεθα εν τούτοις να ιχνηλατήσωμεν την προς επίλυσιν του παλαιοημερολογιτικού προβλήματος πορείαν, διακινδυνεύοντες προσωπικάς απόψεις. Ούτω φρονούμεν ότι, παρά τας δυσκολίας και μετά την αποτυχίαν πασών των μέχρι τούδε προταθεισών λύσεων, επιβάλλεται διάλογος μετά των συντηρητικωτέρων και θεολογικωτέρων παλαιοημερολογιτικών στοιχείων, "κληρικών" ή λαϊκών. Προς τούτο είναι ανάγκη νομιμοποιήσεως των "κληρικών", διά της ερεύνης του κύρους των χειροτονιών των. Πρέπει να γνωρίζωμεν προς ποίους διαλεγόμεθα. Εάν η Εκκλησία κρίνη, εκ των συνθηκών αι οποίαι θά διαμορφωθώσιν, ότι δύναται να αναγνωρίση κατ' Οικονομίαν τας αμφισβητουμένας χειροτονίας, θα προέλθη εν συνεχεία εις τον καθορισμόν του σχήματος, όπερ θα επιλέξη διά την επάνοδον εις τους κόλπους της "κλήρου" και λαού, έστω και αν χρειασθή να ανεχθή την υπ' αυτών τέλεσιν της λατρείας του Θεού κατά το παλ. ημερολόγιον.
Εάν όμως παρ' ελπίδα oι αδιάλλακτοι επικρατήσωσι, τότε η Εκκλησία δεν πρέπει να οκνήση να κηρύξη σχισματικούς τους εμμένοντας εις την πλάνην και εν συνεχεία να παραπέμψη τούτους ως αιρετικούς προς οριστικήν και αμετάκλητον κρίσιν ενώπιον της μελλούσης να συνέλθη Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αρμοδίας να λάβη θέσιν επί της κηρυσσομένης αιρέσεως και να αποκόψη τελικώς εκ του σώματος τής Εκκλησίας τους φρονούντας τα των εν Ελλάδι παλαιοημερολογιτών. Η Σύνοδος αύτη, ως το ανώτατον εν τη Εκκλησία εκφραστικόν όργανον της ορθοδόξου συνειδήσεως, θα αποφασίση εν αγίω Πνεύματι και θα επιλύση εν δικαία κρίσει το πολύπλοκον τούτο ζήτημα. Άς προσευχώμεθα ίνα ο της Εκκλησίας Δομήτωρ φωτίση τας καρδίας και διανοίξη τον νουν ημών προς εργασίαν των τη Εκκλησία αυτού συμφερόντων.
«Διόπερ ενταύθα καταλύσαντες τον λόγον, κοινή πάντες ευξώμεθα τους αδελφούς τους ημετέρους επανελθείν προς ημάς και την ειρήνην ασπάσασθαι και της ακαίρου φιλονεικίας αποστήναι και τής ψυχρότητος ταύτης καταγελάσαντας, υψηλήν τινα και μεγάλην λαβείν διάνοιαν και της των ημερών απαλλαγήναι παρατηρήσεως, ίνα ομοθυμαδόν πάντες εν ενί στόματι δοξάζωμεν τον Θεόν και Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος»(100).
Σημειώσεις
96. Βλ.Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου, Σχόλια επί τής Πανορθοδόξου Προσυνόδου -εν : "Αγιορ. Βιβλιοθήκη" 1957 σ. 103.
97. Προς Φιλαδελφείς 3, 3.
98. Α' Κανών της εν Αντιοχεία Συνόδου Ρ-Π, Σύνταγμα τ.3, σ.123.
99. Διονυσίου Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Ε' ανέκδοτος Ομιλία επί του παλαιοημερολογιτικού.
100. Ιω.Χρυσοστόμου. Κατά Ιουδαίων Γ', 6.
|
|
|