|
"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, † Αρχιεπισκόπου Αθηνών |
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΟΓΔΟΟΝ
ΑΙ ΠΡΟΤΑΘΕΙΣΑΙ ΛΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΙΣ ΑΥΤΩΝ
7. Ενδιάμεσοι, μεταξύ των δύο προηγουμένων, λύσεις.
α) Αναγνώρισις μέρους του παλαιοημερολογιτικού Κλήρου.
Η λύσις αύτη προϋποθέτει την έρευναν περί της κανονικότητος της χειροτονίας ενος εκάστου παλαιοημερολογίτου «κληρικού»,εις τρόπον ώστε εν συνεχεία να αναγνωρισθώσιν υπό τε της Εκκλησίας και της Πολιτείας οι εξ αυτών έχοντες κανονικήν χειροτονίαν. Προταθείσα εν κοινή συσκέψει του έτους 1969 η λύσις αύτη, επαναληφθείσα δ' υπό του Σεβ. Μητροπολίτου Φλωρίνης κ. Αυγουστίνου διά της υπ' αριθμ. 167/1-7-1972 Εγκυκλίου αυτού, συμπορεύεται προς την υπ' αριθμ. 62/5-4-69 Εγκύκλιον του Υπουργ. Εσωτερικών, ήτις αναγνωρίζει το κύρος των Μυστηρίων των τελουμένων υπό παλ/των ιερέων, εφ' όσον ούτοι δεν έχουσιν αμετακλήτως καθαιρεθή. Το βασικόν πλεονέκτημα της λύσεως ταύτης είναι, ότι επιδιώκει να αποκαθάρη ένα ομιχλώδη χώρον, ένθα έχουσιν εισχωρήσει ποικίλα ύποπτα στοιχεία καλυπτόμενα υπό τον πέπλον της ασυδοσίας και της λαθροβιότητος επί ψυχική κυρίως βλάβη των πιστών. Αλλ' η σημαντική αύτη υπηρεσία, ην φιλοδοξεί να προσφέρη η πρότασις αύτη, θα προσκρούση ασφαλώς εν τη εφαρμογή αυτής, αφ' ενός μεν εις το όργανον, όπερ θα κληθή να αποφανθή επί μιας εκάστης συγκεκριμένης περιπτώσεως, αφ' ετέρου δε εις την άρνησιν τινών τουλάχιστον των παλαιοημερολογιτών «κληρικών» όπως υποβληθώσιν εις τον έλεγχον τούτου. Και είναι ευνόητον ότι το μέλλον να χαρακτηρίση ως κανονικάς ή μη τας αμφισβητουμένας χειροτονίας των παλαιοημερολογιτών όργανον δέον να η κοινής τουλάχιστον αποδοχής και ανεγνωρισμένου κύρους και αυθεντίας, ως τοιούτο δε μόνον μία Μείζων ή Τοπική Σύνοδος δύναται να νοηθή, εφ' όσον, εννοείται, oι παλαιοημερολογίται ανακαλέσωσι τας περί σχισματικών Εκκλησιών δοξασίας αυτών, και αναγνωρίσωσι κανονικώς υφισταμένην την κατά Ανατολάς Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Διότι εν εμμονή αυτών εις την θεωρίαν περί αιρετικών και σχισματικών
νεοημερολογιτικών Εκκλησιών, και δη και της Εκκλησίας της Ελλάδος, θά η πρακτικώς άκαρπος πάσα σύστασις Μείζονος ή Τοπικής Συνόδου και ανενέργητος πάσα περί του παλαιοημερολογιτικού απόφανσις αυτής. Ετέρωθεν η λύσις αύτη προσκλίνει μάλλον προς την εκκλησιαστικήν Οικονομίαν και είναι εφικτή υπό τον όρον, ότι οι «κληρικοί» ούτοι θα ευρίσκωνται εν μυστηριακή κοινωνία μετά της κανονικής Εκκλησίας και υπό Επίσκοπον ανεγνωρισμένον υπό της Εκκλησίας και κοινωνούντα αυτή.
β) Διαστολή Κλήρου και Λαού, εν τω παλ/σμώ. Πάταξις των εκμεταλλευτών κληρικών».
Ανέκαθεν η Εκκλησία της Ελλάδος διέστειλε του ευσεβούς παλαιοημερολογιτικού
λαού, του εξ αγνών ελατηρίων ακολουθήσαντος το παλ. ημερολόγιον τους ολίγους
«κληρικούς», ιδία τους αγιορείτας, οίτινες, εκμεταλλευόμενοι τα αισθήματα του ποιμνίου,
προς ίδιον όφελος, ηγήθησαν της παλ/κής παρατάξεως και ωδήγησαν ταύτην εις οξείαν
διάστασιν προς την Εκκλησίαν. Εκ της βάσεως ταύτης ορμωμένη η Ι. Σύνοδος πλειστάκις διετράνωσε την συμπάθειαν αυτής προς τους λαϊκούς ευσεβείς παλαιοημερολογίτας, τους εκ προσηλώσεως προς τας ορθοδόξους Παραδόσεις θρησκευομένους κατά το παλ. ημερολόγιον, ενώ αντιθέτως διεκήρυξε την απόφασιν αυτής, όπως παταχθώσιν οι καπηλευόμενοι το ιερόν θρησκευτικόν του λαού αίσθημα «κληρικοί», είτε φανατίζοντες τα πλήθη και εξωθούντες ταύτα εις ανταρσίαν κατ' αυτής, είτε διαπράττοντες ατιμωρητί κανονικά παραπτώματα(81). Η τοιαύτη, εν διαστολή κλήρου και λαού, αντιμετώπισις του προβλήματος υπό της Εκκλησίας δεν ηξιολογήθη δεόντως υπό των εντίμων παλαιοημερολογιτών, παραμεινάντων πιστών εις τους πνευματικούς αυτών ταγούς, δεν επέφερε δε την διάστασιν του παλ/κού πληρώματος και την απομόνωσιν των εκμεταλλευτών. Και διά μεν τους εξ αυτών καθαιρεθέντας υπό της Εκκλησίας «επί παλαιοημερολογιτισμώ» δύναταί τις ειπείν ότι το πάθος και ο φανατισμός του λαού δεν ανεγνώρισε την τοιαύτην της εκκλησ. δικαιοσύνης απόφασιν, τοσούτω μάλλον καθ' όσον διεκηρύχθη ενωρίς υπ' αυτών η θέσις ότι ουδεμίαν δικαιοδοσίαν δύναται να έχη η Εκκλησία της Ελλάδος επί των εξ αυτής αποσκιρτησάντων κληρικών ή λαϊκών. Ποίαν όμως δύναταί τις ευρείν δικαιολογίαν διά την, ης απολαμβάνουσι παρά τοις παλαιοημερολογίταις, προστασίαν «κληρικοί» της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος καθηρημένοι υπ' αυτής διά κανονικά παραπτώματα, μηδεμίαν έχοντα σχέσιν προς τας περί παλαιοημερολογιτισμού πεποιθήσεις αυτών; Ούτοι, μετά την καθαίρεσιν αυτών, καταφεύγουσι συνήθως εις τον παλαιοημερολογιτισμόν, γίγνονται δε δεκτοί εκείσε ως κληρικοί;,έως ου μετά τινα χρόνον αποπεμφθώσι και εκείθεν, άγνωστον διά ποίους πραγματικούς λόγους. Αλλ' αι ευάριθμοι περιπτώσεις των τοιούτων αποπομπών δεν δύνανται να δικαιολογήσωσιν ούτε την ανεξέταστον εν τω παλαιοημερολογιτισμώ προσδοχήν αναξίων «κληρικών»,ούτε την εντός αυτού επί μακρόν παραμονήν αυτών εν ενεργεία. Τούτο, αν μη τι άλλο, αποδεικνύει την ελαστικότητα των κριτηρίων υφ' ων διαπνέονται τινές τουλάχιστον των ηγητόρων των παλαιοημερολογιτών εν τη κρίσει αυτών περί του ηθικού ποιού των ανθρώπων και δη και των κληρικών, και την ανακολουθίαν αυτών προς την υπ' αυτών εκάστοτε διατυμπανιζομένην και διασαφηνιζομένην προσήλωσιν προς τας ατρέπτους, και αναλλοιώτους κανονικάς παραδόσεις. Εν πάση περιπτώσει η πρόσθεν διαληφθείσα πρότασις επιδιώκει την καταδίωξιν των αντικανονικώς εισπηδησάντων εις τας τάξεις του παλαιοημερολογιτικού κλήρου στοιχείων, είτε των παρ' ενορίαν δραστηριοποιουμένων αγιορειτών, εις τρόπον ώστε να εκλείψη η εκμετάλλευσις του ευσεβούς και απλού λαού και να ευρεθή ούτος μακράν της επικινδύνου επιρροής αυτών. Αλλά και η λύσις αύτη δεν είναι άμοιρος δυσκολιών, δεδομένου ότι δι' αυτής πλήττονται υλικά, ως επί το πλείστον, συμφέροντα των αντικανονικώς αρχιερατευόντων ή ιερατευόντων παρά τοις παλαιοημερολογίταις διά την υπεράσπισιν των οποίων ασφαλώς ούτοι θα ώσι διατεθειμένοι ν' αγωνισθώσι, περιφρουρούντες ούτως εαυτούς από λύσεως, ήτις θα εστέρει τούτους των προνομίων, ων σήμερον απολαμβάνουσι ή θα απεκάλυπτε τρανώς τα υφ' ων εξωθούντο άχρι τούδε εις ατόπους ενεργείας ελατήρια.
Η τοιαύτη εν τούτοις λύσις συνεζητήθη και εν συσκέψει εκκλησιαστικών και κυβερνητικών παραγόντων εν έτει 1969 ένθα ελέχθη,ότι το μεν σκέλος της έναντι του παλαιοημερολογιτικού λαϊκού στοιχείου ευμενούς διαθέσεως της Πολιτείας θα έδει να ικανοποιηθή διά της σιωπηράς ανοχής αυτού υπ' αυτής και της σιωπηράς ωσαύτως αποδοχής υπό των ληξιάρχων των πράξεων βαπτίσεων και γάμων αυτών, το δ' έτερον σκέλος της αυστηράς πολιτειακής θέσεως έναντι των υπόπτων παλαιοημερολογιτών ιερωμένων να αντιμετωτισθή διά τε του εκκλησιαστικού και ποινικού κολασμοϋ των αμαρτανόντων, και δι' απελάσεως των εξ αυτών αγιορειτών εις Άγ. Όρος. Διά της λύσεως ταύτης εσκοπείτο «η απαλλαγή των ευσεβών χριστιανών, των ακολουθούντων το παλ. ημερολόγιον εκ των αναξίων τούτων κληρικών», αφ' ετέρου δε μία γενική αποδυνάμωσις του παλαιοημερολογιτισμού επ' αγαθώ της ενότητος της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ευνόητον ότι η λύσις αύτη συνδυάζεται προς την, εν συνεχεία, κανονικήν εξάρτησιν των παλαιοημερολογιτών εκ της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Σημειώσεις
81. Βλ. τας σχετικάς Εγκυκλίους της Ι.Σ. εν: Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι τ. Α' σ. 530, τ. Β' σ. 122, 185, 247, 444, 661, 811.
|
|
|