|
"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, † Αρχιεπισκόπου Αθηνών |
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΟΓΔΟΟΝ
ΑΙ ΠΡΟΤΑΘΕΙΣΑΙ ΛΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΙΣ ΑΥΤΩΝ
6. Μη αναγνώρισις του παλαιοημερολογιτισμού ως ανεξαρτήτου και αυθυπάρκτου θρησκευτικής κοινωνίας. Λήψις μέτρων κατά των παλαιοημερολογιτών επί τη βάσει της κειμένης νομοθεσίας.
Η πρότασις αύτη, διαμετρικώς αντίθετος της προηγουμένης, υπέρ ης ετάχθη πολλάκις κατά το παρελθόν η Εκκλησία της Ελλάδος, μετά την ατελεσφόρητον
παραμείνασαν προσπάθειαν αυτής προς προσέλκυσιν διά της πειθούς των ατακτούντων παλαιοημερολογιτών, εύρε κατ' αρχάς την θεωρητικήν αυτής θεμελίωσιν εν γνωμοδοτήσει του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Κ. Γεωργιάδου εν έτει 1932(76). Κατά την άποψιν ταύτην οι παλαιοημερολογίται δεν αποτελούσιν ιδίαν θρησκείαν διάφορον της Ανατολικής Ορθοδόξου, και επομένως δεν απολαμβάνουσι συνταγματικής εν Ελλάδι προστασίας, άτε μηδεμιάς διαφοράς, εν τε τη πίστει και τη λατρεία χωριζούσης τούτους ή διαστελλούσης από της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μη καθισταμένων δ' αυτών, εκ μόνου του λόγου της ημερολογιακής αυτών διαφωνίας, αιρετικών ή σχισματικών, η Εκκλησία της Ελλάδος εξακολουθεί έχουσα τούτους υπό την εαυτής δικαιοδοσίαν, θεωρούσα και τούτους πνευματικά αυτής τέκνα, άτινα, ένεκα τούτου, δεν δικαιούνται να ασκώσιν εν αγνοία ή παρά την γνώμην αυτής τα της λατρείας αυτών. Επί της εν λόγω, βάσεως ερειδομένη η Εκκλησία της Ελλάδος επεδίωξε, κατά καιρούς,να παρακωλύση διά μέσων αστυνομεύσεως την ελευθερίαν της ιδιαιτέρας λατρείας αυτών, ιδία ότε ούτοι, ενθαρρυνόμενοι υπό τινων πολιτικών
παραγόντων(77) ήρξαντο, από του έτους 1932 αξιούντες την προστασίαν του Κράτους προς ακώλυτον άσκησιν της λατρείας αυτών εν ιδίοις ναοίς. Εις το αυτό συμπέρασμα κατέληξε και η εν έτει 1932 συγκροτηθείσα υπό της Κυβερνήσεως τριμελής Επιτροπή εκ των Κ. Γεωργιάδου, Κ. Ράλλη και Λ.Φιλιππίδου, ήτις εισηγήθη την αυστηράν εφαρμογήν των νόμων εναντίον των παλαιοημερολογιτών, τόσον διά την σφράγισιν των ναών αυτών και την απαγόρευσιν της ιδρύσεως νέων, όσον και διά την καταδίωξιν των καθηρημένων κληρικών, οίτινες εξυπηρέτουν θρησκευτικώς τους παλαιοημερολογίτας(78).Η εισήγησις αύτη, υιοθετηθείσα τότε υπό της Κυβερνήσεως, ήγαγεν εις την έκδοσιν οδηγιών προς τα αρμόδια πολιτειακά όργανα προς εφαρμογήν των προτεινομένων, διά συνδεδυασμένων κινήσεων των υπηρεσιών των Υπουργείων Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Εξωτερικών. Εν ταις ουτωσί παρασχεθείσαις οδηγίαις περιελαμβάνετο και η δίωξις των συλλαμβανομένων «κληρικών» επί αντιποιήσει εκκλησ. αξιώματος, συν τη κινήσει της διαδικασίας προς διάλυσιν των παλαιοημερολογιτικών Συλλόγων και την απέλασιν εις Αγ. Όρος των εκείθεν ορμωμένων ιερομονάχων και μοναχών.
Η θέσις εν ισχύι των μέτρων τούτων της βίας απεδείχθη, μετ' ου πολύ, ανίκανος προς επίλυσιν του προβλήματος του παλαιοημερολογιτισμού, ενώ αντιθέτως ώξυνε τα πράγματα εις σημείον ανησυχητικόν διά την Πολιτείαν, επιθυμούσαν την πάση θυσία εξεύρεσιν της οιασδήποτε λύσεως προς εκτόνωσιν της καταστάσεως και αποσόβησιν παντός κινδύνου προς διασάλευσιν της δημοσίας τάξεως. Εν τούτοις η Εκκλησία επέμεινεν εις την διά της εφαρμογής των κειμένων νόμων, επίλυσιν του ζητήματος, κατά δε την ΙΣΙ του 1933, εξεδηλώθη και αύθις η επιθυμία αύτη, μη ευρούσα ανταπόκρισιν παρά τη Πολιτεία, γεγονός, ένεκα του οποίου εσημειώθη τότε έντασίς τις της δραστηριότητος των αγιορειτών κληρικών. Έκτοτε δε πλειστάκις η Εκκλησία επανήλθεν επί της τοιαύτης αυτής αξιώσεως(79) επιτυγχάνουσα. μεν ενίοτε την θέσιν εις κίνησιν του πολιτειακού μηχανισμού κατά των παλαιοημερολογιτών, ως τούτο συνέβη εν έτει 1951, άλλοτε δε συναντώσα πλήρη αδιαφορίαν εκ μέρους της Πολιτείας, αν μη και εύνουν αυτής έναντι των παλαιοημερολογιτών διάθεσιν(80).
Η αλλεπάλληλος όμως αυτή μεταβολή των πολιτειακών επί του σημείου τούτου προθέσεων, εν συσχετισμώ και προς την όλην λεπτήν φύσιν του προβλήματος,
όντος διαμεμορφωμένου εντός κλίμακος θρησκευτικού φανατισμού, ωδήγησεν εις αποτυχίαν τα μέτρα βίας και εις διαιώνισιν την ανωμαλίαν. Διότι εκ της προσφυγής εις τα μέτρα βίας, των μεν παλαιοημερολογιτών ενισχύθη και ηδραιώθη το αγωνιστικόν φρόνημα, της δε Εκκλησίας εμειώθη το κύρος, εμφανισθείσης εις τα όμματα του λαού ως σκληράς έναντι των απλοϊκών και αδυνάτων. Παρά ταύτα, μέχρι και επ' εσχάτων, επιστεύετο υπ' αυτής ότι είναι δυνατόν διά των μέτρων τούτων να περισταλή ή και παντελώς να εκλείψη το παλαιοημερολογιτικόν κίνημα, ενώ η πραγματικότης εμαρτύρει περί του αντιθέτου ανυψούσα εις περιωπήν μάρτυρος τους διωκομένους και σφυρηλατούσα τους μεταξύ αυτών δεσμούς. Είναι ευτύχημα ότι σήμερον Εκκλησία και Πολιτεία αποκλείουσαι την χρήσιν μέτρων βίας, ως λύσιν του παλαιοημερολογιτικού, αλλαχού αναζητούσιν αμφότεραι τα προσφορότερα μέσα προς επίτευξιν της ενώσεως και άρσιν του εν τοις πράγμασιν υφισταμένου σχίσματος.
Ειρήσθω δ' ότι η λύσις της μη νομικής αναγνωρίσεως των παλαιοημερολογιτών συνεδέθη, κατά την ιστορικήν εξέλιξιν του ζητήματος, και προς δύο παρεπομένας θέσεις της τε Πολιτείας και της Εκκλησίας. Ούτως αφ' ενός μεν η Πολιτεία ηρνείτο να αναγνωρίση το κύρος των υπό παλαιοημερολογιτών «κληρικών» τελουμένων Μυστηρίων, αφ' ετέρου δε η Εκκλησία καθώρισε τον τρόπον προσδοχής εις τους κόλπους αυτής των εκ του παλαιοημερολογιτισμού επιστρεφόντων «κληρικών». Αλλ' ενώ η Πολιτεία μεταγενεστέρως μετέβαλε στάσιν, και ανεγνώρισεν υπό όρους διά της υπ' αριθμ. 62/5-4-1969 Εγκυκλίου του Υπουργείου Εσωτερικών ως εγκύρους και δη και καταχωριστέους εις τα ληξιαρχεία του Κράτους βιβλία τους υπό παλαιοημερολογιτών «κληρικών» τελουμένους γάμους, η Εκκλησία παραμένει μέχρι σήμερον πιστή εις την εν έτει 1948 υπό της ΙΣΙ εγκριθείσαν διαδικασίαν προσδοχής παλαιοημερολογιτών «κληρικών», επιμένουσα κατά κανόνα εις αναχειροτόνησιν των αυτή προσερχομένων.
Σήμερον η λύσις της μη αναγνωρίσεως του παλαιοημερολογιτισμού υπό της Πολιτείας και της Εκκλησίας εξακολουθεί να αποτελή την βάσιν, εξ ης ορμάται πάσα ετέρα λύσις, είναι δε βέβαιον ότι τυχόν μεταβολή της βάσεως ταύτης, πρωτοβουλία της Πολιτείας, θα αγάγη εις κρίσιμον σημείον τας σχέσεις αυτής προς την Εκκλησίαν και θα περιπλέξη έτι μάλλον το πρόβλημα.
Σημειώσεις
76. «Εκκλησία» 1932 σ. 393.
77. Βλ. τας κατά την συνεδρίαν της Βουλής της 22-1-1931 δηλώσεις των Κ. Ρoδoπούλου, Ε. Βενιζέλου, Π. Τσαλδάρη και Α. Παπαναστασίου.
78. «Εκκλησία» 1932 σ. 362, 394.
79. Ούτω εν έτεσι 1934 κατ' απόφασιν της ΙΣΙ («Εκκλησία» 1934 σ. 369) 1935 κατ' απόφασιν της ΔΙΣ, 1958. κατ' απόφασιν της ΙΣΙ, 1960.
80. «Εκκλησία» 1937 σ. 119.
|
|
|