image with the sign of Myriobiblos



Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Μουσείο | Έρευνα | Μαθήματα

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Εκκλησιαστική Ιστορία
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ
ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"


ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ,
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών


Περιεχόμενα


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΟΓΔΟΟΝ

ΑΙ ΠΡΟΤΑΘΕΙΣΑΙ ΛΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΙΣ ΑΥΤΩΝ


3. Σύγκλησις Τοπικής ή Οικουμενικής Πανορθοδόξου Συνόδου προς επίλυσιν του παλαιοημερολογιτικού, όντος επιδίκου ενώπιον ταύτης, μέχρι δε της τοιαύτης συγκλήσεως συνύπαρξις εν ειρήνη των παλαιοημερολογιτών μετά της επισήμου Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ήδη πριν ή εισαχθή εν τη Εκκλησία, ημών το νέον ημερολόγιον ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος επέμενεν επί της ανάγκης συγκροτήσεως Οικουμενικής Συνόδου προς λήψιν αποφάσεως διά την μελετωμένην τότε μεταβολήν του ημερολογίου(29) καίτοι υφίστατο αντικειμενική προς τούτο αδυναμία.

Μετά την εισαγωγήν εν τη Εκκλησία της Ελλάδος του ν. ημερολογίου και την εκ ταύτης προελθούσαν ανώμαλον κατάστασιν, πρώτος ο τότε Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος ο Μεταξάκης προύτεινεν εν έτει 1927 την σύγκλησιν Τοπικής εν Αλεξανδρεία, Συνόδου προς επίλυσιν των προκυψάντων εκ της ημερολογιακής μεταβολής προβλημάτων(30). Αλλ' η Εκκλησία της Ελλάδος, απέκρουσε την πρότασιν, μη δεχθείσα όπως μετάσχη τοιαύτης Συνόδου, ισχυριζομένη ότι το ημερολογιακόν ζήτημα απετέλει δι' αυτήν τετελεσμένον πλέον γεγονός(31).

Εν τούτοις και η συνελθούσα εν Αγ. Όρει τω 1930 γενική Πανορθόδοξος Επιτροπή προς καταρτισμόν του πίνακος των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως της Ορθοδόξου Προσυνόδου, τη ζωηρά μερίμνη του 'Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου(32), περιέλαβε μεταξύ αυτών ως 14ον κατά σειράν θέμα το ημερολογιακόν, υπό τον τίτλον: «Μελέτη του ζητήματος του Ημερολογίου, εν αναφορά προς την περί Πασχαλίου απόφασιν της Α' Οικουμενικής Συνόδου και εξεύρεσις του τρόπου προς αποκατάστασιν της συμφωνίας μεταξύ των Εκκλησιών εν τω ζητήματι τούτω»(33). Το γεγονός τούτο εμαρτύρει την σοβαρότητα, ου μην αλλά και την επικαιρότητα του ζητήματος, ως τούτο συνελάμβανε τότε η πανορθόδοξος συνείδησις του πληρώματος της Εκκλησίας και την αναγκαιότητα της αυθεντικής και εν Συνόδω επιλύσεως αυτού προς άρσιν των εντεύθεν προερχομένων κατά της ενότητος του σώματος της Εκκλησίας δεινών.

Βραδύτερον και δη και εν έτει 1936 η περί συγκλήσεως Οικουμενικής ή Τοπικής Συνόδου άποψις προς ρύθμισιν του ημερολογιακού, ιδία εν τη Εκκλησία της Ελλάδος εύρεν απήχησιν τόσον παρά τω Πατριάρχη Αλεξανδρείας δηλώσαντι προς τον τότε επισκεφθέντα τούτον «πρ. Φλωρίνης» Χρυσόστομον ότι δεν δύναται άλλως να γεφυρωθή «το χώρισμα, όπερ εδημιούργησεν η μονομερής μεταβολή του ημερολογίου» ει μη υπό μιας Μεγάλης Τοπικής Συνόδου(34) όσον και παρά τω Πατριάρχη Ιεροσολύμων δηλώσαντι ότι, ευθύς ως αναγνωρισθή η εκλογή αυτού υπό της αγγλικής Κυβερνήσεως θα ζητήση παρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου την σύγκλησιν τοιαύτης Συνόδου προς έγκρισιν και κανονικήν λύσιν τού ζητήματος(35).

Τας προτάσεις ταύτας ενεστερνίσθη και ο ηγούμενος των εν Ελλάδι παλαιοημερολογιτών «πρ. Φλωρίνης» Χρυσόστομος, όστις διά της από 10-11-1936 εκθέσεως αυτού προς την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος προύτεινε την λύσιν ταύτην, ως μόνην δυναμένην να άρη εκ μέσου τα σκάνδαλα και να ενώση τα διεστώτα(36).

Κατά ταύτα την ήνπερ είχεν απορρίψει επισήμως από του έτους 1927 η Εκκλησία της Ελλάδος λύσιν ταύτην, ενεκολπούντο ήδη δύο εκ των ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής και αυτοί οι εν Ελλάδι δρώντες παλαιοημερολογίται. Και ου μόνον τούτο. Αλλά και οι εν έτει 1937 αναλαβόντες μεσολαβητικήν προσπάθειαν παρά τοις στασιάσασιν Ιεράρχαις «πρ. Φλωρίνης» και «πρ. Δημητριάδος» δύο Μητροπολίται, οι Κασανδρείας Ειρηναίος και Μαρωνείας Άνθιμος, επί τω τέλει επιστροφής αυτών εις τους κόλπους της Εκκλησίας, μετά τινας κοινάς διαπραγματεύσεις κατέληξαν εις την αποδοχήν της λύσεως, όπως η μεν οριστική του παλαιοημερολογιτικού λύσις παραπεμφθή τη Πανορθοδόξω Συνόδω, εν δε τω μεταξύ χρόνω διαλυθώσιν οι παλαιοημερολογιτικοί Σύλλογοι, γίνωσι δεκτοί υπό της Εκκλησίας κατ' οικονομίαν οι παλαιοημερολογίται κληρικοί οι μη καθηρημένοι, συνεχίζοντες αυτοί την θρησκευτικήν εξυπηρέτησιν των παλαιοημερολογιτών, επανέλθωσι δ' εν τοις κόλποις της εξ ης εξέβησαν Εκκλησίας οι δύο στασιασταί Μητροπολίται. Ατυχώς την ευκταίαν διά την εποχήν ταύτην ως άνω λύσιν, περί ης εκτενή εποιήσαντο λόγον εν τη συνεδρία της ΙΣΙ της 7-4-1937 oι διαμνημονευθέντες δύο μεσολαβηταί Ιεράρχαι, δεν απεδέχθη η Ιεραρχία, μειοψηφούντων του τε Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου και του Μητροπολίτου Καλαβρύτων Θεοκλήτου, του μετέπειτα Αρχιεπ/που, απορρίψασα ούτω και αύθις μίαν ορθήν, κατά βάσιν, πρότασιν και αρκεσθείσα τότε απλώς εις ανοχήν προς συνέχισιν του μεσολαβητικού ρόλου των δύο τούτων Ιεραρχών παρά τοις παλαιοημερολογίταις(37).

Παρά ταύτα η περί επιλύσεως του παλ/κού ζητήματος διά Τοπικής τινος ή Οικουμενικής Συνόδου πρότασις κατέκτα έδαφος ολονέν και περισσότερον. Ούτως το θρησκευτικόν φύλλον «Οι Τρεις Ιεράρχαι» παρετήρει εν έτει 1935 ότι «η λύσις του (παλαιοημερολογιτικού) δεν είναι δυνατόν να δοθή άλλοθεν, παρά εκ μέρους Οικουμεν. Συνόδου, και μόνον η εκ μέρους τοιαύτης Συνόδου συζήτησις και λύσις του ζητήματος θέλει άπαξ διά παντός θέσει τέρμα εις μίαν κατάστασιν θλιβεράν, εναντίον της οποίας συμφέρει όπως πάντες αντιληφθώμεν τούτο ειλικρινώς, δεν υπάρχει έτερον φάρμακον»(38).

Την πρότασιν ταύτην συναντώμεν εκ νέου εν έτει 1947, γενομένην υπό του τότε Αντιπροέδρου της Βουλής Κλ. Θεοφανοπούλου εν εισηγήσει αυτού ενώπιον του Α' Πανελλαδικού Συνεδρίου των παλαιοημερολογιτών, ένθα ούτος υπεστήριξεν όπως «αμφότερα τα διιστάμενα μέρη βαδίσουν μεν παραλλήλους οδούς, αλλ' εν ομονοία και αγάπη, όπως και πρότερον, μέχρις ότου ο Θεός ευδοκήση την σύγκλησιν της υπεσχημένης Οικουμενικής Συνόδου, ήτις εν Πνεύματι αγίω θα άρη εκ του μέσου την προκληθείσαν και δεινώς επιζημίαν διχοστασίαν, συγκλίνουσα τας οδούς και ενώνουσα τας ψυχάς και τας καρδίας των ελλήνων ορθοδόξων χριστιανών»(39). Βραδύτερον ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Χριστοφόρος επανέλαβεν εν έτει 1951 την πρότασιν περί συγκλήσεως Τοπικής Συνόδου, προθυμοποιηθείς μάλιστα όπως μετάσχη ταύτης(40). Την πρότασιν άμα και δήλωσιν ταύτην ένεστερνίσθησαν τότε ασμένως οι παλαιοημερολογίται, δηλώσαντες ότι εισίν έτοιμοι όπως πειθαρχήσωσιν εις τας αποφάσεις μιας τοιαύτης Συνόδου(41) καίτοι διετυπούτο υπ' αυτών ο φόβος ότι το γεγονός της υπό των περισσοτέρων Ορθοδόξων Εκκλησιών τηρήσεως του ν. ημερολογίου και της κοινωνίας πασών μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος, «ωκοδόμει μίαν de facto προϋπόθεσιν κανονικής εν Συνόδω δικαιώσεως» της Εκκλησίας της Ελλάδος(42).

Και ναι μεν η αποδοχή της υπό του Πατριάρχου Αλεξανδρείας διατυπωθείσης προτάσεως ετέλει υπό την υπ' αυτού τεθείσαν άλλωστε αίρεσιν του «εάν τούτο θεωρηθή απαραίτητον»(43), όμως είναι γεγονός ότι ωρίμαζεν ήδη η άποψις ότι δεν απέμενεν ετέρα τις διέξοδος προς αντιμετώπισιν του προβλήματος(44). Αυτός δ' ούτος ο Αρχιεπ/πος Σπυρίδων εφέρετο εύνους διακείμενος έναντι της προτάσεως ταύτης(45) χωρίς εν τούτοις να προέλθη θετικόν τι εκ τούτου αποτέλεσμα. Επί του θέματος επανήλθον έκτοτε πλειστάκις οι παλαιοημερολογίται(46), αιτούμενοι, παραλλήλως προς την παραπομπήν του ζητήματος, αυτών τη μελλούση Πανορθοδόξω Συνόδω, και την, μέχρι της πραγματοποιήσεως ταύτης, παροχήν αυτοίς συνταγματικής προστασίας και την σύστασιν μικτής Επιτροπής προς εξεύρεσιν λύσεως(47). Κατά την εποχήν δε ταύτην (1953) και το Πατριαρχείον Μόσχας εφέρετο συγκλίνον προς την άποψιν περί συγκλήσεως Οικουμεν. Συνόδου διά την ρύθμισιν του ημερολογιακού εν γένει(48).

Υποστηρίζοντες την και παλαιότερον (1935 ) υπ' αυτών προβληθείσαν άποψιν ταύτην «Οι Τρεις Ιεράρχαι» έγραφον εν έτει 1958 ότι «μία κανονική διέξοδος υπάρχει, της συγκλήσεως μιας Τοπικής Συνόδου, αποτελεσθησομένης εκ των Προέδρων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, εξουσιοδοτημένων προς τούτο υπό των Εκκλησιών των, ώστε διά της αποφάσεώς των να λήξη το πολυθρύλητον ζήτημα των εν Ελλάδι παλαιοημερολογιτών λεγομένων αδελφών και τέκνων μας, να παύση δε αφ' ενός μεν η καταδίωξις αυτών διά των αστυνομικών οργάνων της Πολιτείας, αφ' ετέρου δε ο αντικανονικός εκτραχηλισμός των ανθρώπων της Κερατέας, εις αντικανονικάς και κωμικάς χειροτονίας απολελυμένων ψευδοεπισκόπων, διακωμωδούντων συνεχώς την σοβαρότητα και την αγιότητα του υψίστου Μυστηρίου της Ιερωσύνης»(49). Ειρήσθω δ' ότι ως «σοβούν» ζήτημα εξεταστέον προσεχώς υπό Μείζονος Συνόδου θεωρούσι το παλαιοημερολογιτικόν και οι Π. Παναγιωτάκος-Σπ. Αλεξανδρόπουλος εν κοινή αυτών από 2-1-1951 γνωματεύσει(50) εσχάτως δε και ο Ι. Πετριτάκης(51), δεδομένου άλλωστε και του γεγονότος ότι το ημερολογιακόν ζήτημα έχει συμπεριληφθή εν τω πίνακι των θεμάτων της Μεγάλης Συνόδου, της περί τούτου εισηγήσεως ανατεθείσης ταις Εκκλησίαις Ρωσίας και Ελλάδος(52).

Παρά το γεγονός ότι αι πιθανότητες διά τον από τούδε ακριβή προσδιορισμόν του χρόνου συγκλήσεως της Μεγάλης ταύτης Συνόδου είναι μάλλον μικραί(53), λαμβανομένου υπ' όψει του ρυθμού, υφ' ον διανύεται ήδη το προπαρασκευαστικόν αυτής στάδιον, εν τούτοις η συμπερίληψις του ημερολογιακού εν τω πίνακι των θεμάτων αυτής, αποτελεί ήδη σημείον εξόχως σημαντικής σημασίας και σπουδαιότητος, μαρτυρούν την τε σοβαρότητα αυτού και την αναγκαιότητα ειλικρινούς και ορθής αντιμετωπίσεώς του(54). Αλλ' είναι προφανές ότι ο χρονικός προσδιορισμός της Συνόδου ταύτης δεν αποτελεί στοιχείον αδιάφορον εν προκειμένω. Και τούτο διότι η περαιτέρω διατήρησις της ενεστώσης καταστάσεως εν τη Εκκλησία, ημών εγκυμονεί κινδύνους οσημέραι διευρύνσεως του ήδη υφισταμένου de facto σχίσματος εν τοις κόλποις αυτής(55), τοσούτω μάλλον καθ' όσον αι εν τω χώρω του παλαιοημερολογιτισμού διαμορρωθείσαι δι' αλλεπαλλήλων «επισκοπικών» χειροτονιών επ' εσχάτων συνθήκαι, καθιστώσι έτι δυσχερεστέραν την επίλυσιν του προβλήματος, δύνανται δε ν'αγάγωσιν εις επί μάλλον δυσχερή θέσιν το όλον ζήτημα, εφ' όσον τυχόν επεκταθώσι περαιτέρω. Ούτως η αρίστη κανονικώς πρότασις περί επιλύσεως του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος υπό της Μεγάλης Συνόδου, κινδυνεύει να απωλέση εν πολλοίς την πολύτιμον αυτής σημασίαν, ένεκα της εις τα απώτερα χρονικά πλαίσια τοποθετήσεως της συγκλήσεως αυτής. Αλλά και δι' έτερον τινα λόγον τούτο καθίσταται σφόδρα πιθανόν. Επ' εσχάτων διετυπώθησαν παρά συντηρητικών τινων ορθοδόξων θεολόγων και μοναχών αντιρρήσεις ως προς την σκοπιμότητα συγκλήσεως σήμερον της τοιαύτης Πανορθοδόξου Συνόδου, εν όψει, ιδία, των όλως ιδιαζουσών πολιτικών συνθηκών, υφ' ας διατελούσιν αι πλείσται των αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Την άποψιν ταύτην έχουσιν ενστερνισθή και οι «Ζηλωταί» αγιορείται φοβούμενοι ότι «μόνον ζημία θα προέλθη εκ .μιάς τοιαύτης Συνόδου, μερισμοί και σχίσματα»(56), καθώς και τινες εκ των κόλπων του παλαιοημερολογιτισμού προερχόμενοι παράγοντες, αντιτιθέμενοι εις μίαν τοιαύτην λύσιν, δι' ης θα κατεδικάζετο ασφαλώς, κατ' αυτούς, ο παλαιοημεολογιτισμός(57).

Επ' εσχάτων δε και αυτό το επίσημον όργανον «Εκκλησίας των ΓΟΧ» ανακρούσαν πρύμναν ήρξατο και τούτο αμφισβητούν ου μόνον την εγκυρότητα αλλά και την αρμοδιότητα μιάς Πανορθοδόξου Συνόδου όπως επιληφθή του ζητήματος τούτου(58) καίτοι μεμονωμένοι παλαιοημερολογίται εξακολουθούσιν υποστηρίζοντες την υπό της Πανορθοδόξου Συνόδου επίλυσιν του ζητήματος(59). Τοις λόγοις τούτοις προτιμωτέρα, καίτοι συζητήσιμος, παρίσταται, και δη και εν όψει των υφισταμένων συνθηκών, η άποψις της συγκλήσεως Μείζονος ή Τοπικής Συνόδου τη συμμετοχή των ορθοδόξων ελληνικών Πατριαρχείων της Ανατολής ή και εκπροσώπων πασών των αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, προς εξέτασιν και αντιμετώπισιν μόνου του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος εν Ελλάδι ως από 57ετίας υφισταμένου και ταλαιπωρούντος την Εκκλησίαν. Οίκοθεν νοείται ότι εν όψει υιοθετήσεως της τελευταίας ταύτης λύσεως, επιβάλλεται η προτέρα διαλεύκανσις πλείστων ήδη αμφισβητουμένων ζητημάτων και ο εν συνεργασία μετά των παλαιοημερολογιτών διακανονισμός υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος των προϋποθέσεων και όρων, υφ' ους θα ενεδεικνύετο η σύγκλησις τοιαύτης Συνόδου και θα κατωχυρούτο ο σεβασμός πάντων έναντι των αποφάσεων αυτής. Σημειωτέον εν τούτοις ότι την λύσιν ταύτην, υπέρ ης κατ' επανάληψιν, ως ελέχθη, ετάχθησαν οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται, αυτοί ούτοι δι' όσων ισχυρίζονται ότι πρεσβεύουσιν επ' εσχάτων, απαρνούνται. Διότι εφ' όσον ούτοι διακηρύσσουσιν ότι τούτο μεν ένεκα του ημερολογίου, τούτο δ' ένεκα του οικουμενισμού άπασαι αι ανά τον κόσμον Ορθόδοξοι Εκκλησίαι κατεπόθησαν υπό της πλάνης και δεν διασώζουσι την αλήθειαν, τούτο σημαίνει ότι αύται ούσαι, κατ' αυτούς, εν τη πλάνη δεν δύνανται βεβαίως να επιληφθώσι της εξετάσεως ζητήματος πανορθοδόξου ενδιαφέροντος και να αποφανθώσιν εν αγίω Πνεύματι. Κατά ταύτα οι ίδιοι παλαιοημερολογίται αναιρούσιν εαυτούς όταν ισχυρίζωνται, ότι το ζήτημα αυτών είναι μεν επίδικον ενώπιον Πανορθοδόξου Συνόδου, αλλά τοιαύτη Πανορθόδοξος Σύνοδος δεν δύναται σήμερον να συγκληθή εν συνεπεία προς τας δοξασίας αυτών(60). Κατά συνέπειαν είναι, εκ των υφισταμένων σήμερον συνθηκών, βέβαιον ότι οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται, όντες εγκλωβισμένοι εντός του ασφυκτικού πλαισίου των υπ' αυτών διακηρυσσομένων πρωτοφανών και αλληλοσυγκρουομένων πιστευμάτων, δεν πρόκειται να δεχθώσι την οιανδήποτε απόφασιν Τοπικής τινος η Πανορθοδόξου Συνόδου έχοντες τούτο άλλωστε δηλώσει εκ προοιμίου.





Σημειώσεις

29. Χρυσοστόμου Α'. Αρχιεπ/που Αθηνών, Η διόρθωσις... σ. 35.

30. Πρβλ. Ιεζεκιήλ Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος, Το Νέον Ημερολόγιον και το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας, εν: «Ανάπλασις» 1927 σ. 175-176, Απάντησιν εν: «Πάνταινος» 1927 σ. 324, 704 επ. και ανταπάντησιν εν: «Ανάπλασις» 1927 σ. 187-189, 210-212 καί 220.

31. Βλ. «Εκκλησίαν» 1927 σ. 295-296.

32. Πρβλ. Θεοκλ. Μοναχού Διονυσιάτου, Σχόλια επί της Πανορθοδόξου Προσυνόδου, εν: «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη» 1957 σ. 103.

33. «Εκκλησία» 1930 σ. 371 Χρυσοστόμου Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Το Ημερολόγιον εν σχέσει προς... εν: «Υπομνήματα-Επιστολαί-Απολογίαι» σ.7,«Ορθοδοξία»1931 σ.653. Δ. Πετρακάκος εν: «Καθημερινή» 29-1-1931.

34. Χρυσοστόμου Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Έκθεσις προς την Ι.Σ. σ. 16.

35. Πρβλ. Χρυσοστόμου Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης Υπομνήματα ... σ. 9-10.

36. Ένθ' ανωτ. σ. 17. Εν τούτοις ο αυτός εν τη εαυτού «Αναιρέσει του «ελέγχου»...» εν έτει 1937 υπεστήριξεν ότι η μέλλουσα να συνέλθη Πανορθόδοξος Σύνοδος επρόκειτο να ευρεθή προ διλήμματος ή να τροποποιήση τον Πασχάλιον Κανόνα (όπερ δυσχερές κατ' αυτόν) ή να υποχρεώση τας καινοτομησάσας Εκκλησίας εις επιστροφήν εις το παλ. ημερολόγιον. Βλ. Χρυσοστόμου Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Αναίρεσις... σ. 19. Αλλ' είναι προφανές ότι μία Πανορθόδοξος Σύνοδος δεν επρόκειτο να αντιμετωπίση τοιούτον δίλημμα, τοσούτω μάλλον καθ' όσον ηδύνατο να υιοθετήση την μέσην λύσιν της διορθώσεως του Ιουλιανού Ημερολογίου χωρίς να θίξη το παράπαν το Πασχάλιον, καίτοι δεν θα διεξέφευγε των πλαισίων της αρμοδιότητος αυτής και το τελευταίον τούτο ενδεχόμενον (Πρβλ. Βλ. Φειδά, Aι Ιστορικοκανονικαί και εκκλησιολογικαί προϋποθέσεις ερμηνείας των Ι. Κανόνων. Αθήναι, 1972 ... σ. 45). Τούτο άλλωστε δεν απέρριπτε και αυτός ούτος ο «πρ. Φλωρίνης» υπό τον όρον ότι θα εξευρίσκετο «το κατά πάντα ακριβές και τέλειον ημερολόγιον προς ο να προσαρμοσθή ασφαλώς και αμετακινήτως και ο Πασχάλιος Κανών» (Βλ. Χρυσοστόμου Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης Αναίρεσις του «ελέγχου»... σ. 22 ).

37. ΚώΔΙΣ 1936-1937 σ. 458.

38. «Οι Τρεις Ιεράρχαι» 1935 σ. 101.

39. Βλ. Κλ. Θεοφανοπούλου, θέσις του εορτολογικού ζητήματος από απόψεως συνταγματικής και νομικής, εν: «Το Α' Πανελλαδικόν... » σ. 19, 25. Την αυτήν πρότασιν επανέλαβεν εν έτει 1969 «Η Φ.Ο.». 1969 φ. 567 σ. 2.

40. «Πάνταινος» 1951 σ. 71. Βλ, και «Η Φ.Ο.» 1951 φ. 118 σ. 1-2.

41. Βλ. «Γύρω από την Πανορθόδοξον Σύνοδον» εν: «Η Φ.Ο. 1951 φ. 112 σ. 2-4. Επίσης Αρ. Ζαχαρία, Έκκλησις αντιμετωπίσεως του Παλαιοημερολογιτικού εν «Η Φ.Ο.» 1953 φ. 157 σ. 1. Του ιδίου, «Σύνοδος όχι, Ιωβηλαίον ναί» εν: «Η Φ.Ο.» 1954 φ. 189 σ. 1-2. Βλ. ωσαύτως Ανακοίνωσιν Εκκλησ. Επιτροπής ΓΟΧ 1957 εν:«Η Φ.Ο.» 1957 φ. 252 σ. 5 και άρθρον «Πανορθόδοξος Σύνοδος» εν: «Η Φ.Ο.» 1957 φ. 253 σ. 1-2. Επίσης βλ. «Η Φ.Ο.» 1958 φ. 295 σ. 2, 1959 φ. 318 σ. 1. Ούτω ο αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτης εν: «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη» 1957 σ. 7. και ο μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης εν: «Η Φ.Ο.» 1957 φ. 257 σ. 4, 8, φ. 258 σ. 4-5, φ. 259 σ. 4-5. Βλ. ωσαύτως και άρθρον «Η ενότης της Εκκλησίας» εν: «Η Φ.Ο.» 1958 φ. 301 σ. 3.

42. Βλ. εν: «Η Φ.Ο.» 1959 φ. 309 σ. 4. Πρβλ. αρθρογραφίαν υπέρ της συγκλήσεως Συνόδου εν: «Η Φ.Ο.» 1959 φ. 327 σ. 8, Αρχιμ. Χρυσοστ. Νασλίμη, Η μέλλουσα να συνέλθη Πανορθόδοξος Σύνοδος και η σημασία αυτής εν: «Η Φ.Ο.» 1960 φ. 331-333 σ. 11-15, φ. 336 σ. 4. Πρβλ. ωσαύτως ανοικτήν Επιστολήν ΓΟΧ προς Πρωθυπουργόν Κ. Καραμανλήν έν: «Η Φ.Ο.» 1961 φ. 378 σ. 2, Υπόμνημα ΠΘΕΟΚ υπ' αριθμ. 44369 Ιουνίου-2 Ιουλίου 1963 προς Οικουμενικόν Πατριάρχην Αθηναγόραν εν: «Η Φ.Ο.» 1963 φ. 422 σ. 1-2 Βεβαίως υπήρξαν και οι εν τω παλαιοημερολογιτισμώ πιστεύοντες ότι μία Πανορθόδοξος Σύνοδος δεν ηδύνατο ει μη να δικαιώση τους παλαιοημερολογίτας. Βλ. Ε. Τομαρά, Ανοικτή Επιστολή προς τον αρχιμ. κ. Επιφ. Θεοδωρόπουλον, εν: «Η Φ.Ο.» 1969 φ. 575 - 576 σ. 14.

43. «Πάνταινος» 1951 σ. 71.

44. Βλ. και Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτου, Το Ημερολογιακόν ζήτημα, εν: «Αγιορ. Βιβλιοθ.» 1957 σ. 5-7. Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου, Σχόλια επί της Πανορθοδόξου Προσυνόδου εν: «Αγιορ. Βιβλιοθ.» 1957 σ. 105.

45. Βλ. «Εθνικόν Κήρυκα» 2-12-1951, Παρθ. Κ. (οϊνίδη ), Το ζήτημα του Π. Ημερολογίου (Πρέπει να ανακινηθή;) εν «Πάνταινος» 1950 σ. 234 236.

46. Βλ. ενδεικτικώς εκτός των ανωτέρω μνημονευθέντων στοιχείων και Υπόμνημα ΠΘΕΟΚ 1951 προς τους αξιοτίμους κ.κ. Βουλευτάς ... σ. 4, 7. Υπόμνημα ΠΘΕΟΚ 1952 ... σ. 15. Υπόμνημα της Ι.Σ. των ΓΟΧ (Κερατέας ) προς τους Σεβ. Ιεράρχας της απανταχού Ορθοδοξίας-Αθήναι 1962 σ. 7. Εν τούτοις οι παλαιοημερολογιτικοί κύκλοι διέψευσαν τότε είδησιν της εφημερίδος «Έθνος» (13-9-1963) καθ' ην προυτί-θεντο να αιτήσωνται παρά της εν Ρόδω Γ' Πανορθοδόξου Διασκέψεως την λύσιν του ζητήματος αυτών (Βλ. «Η Φ.Ο.» 1963 φ. 427 σ. 8 ). Αλλ’ εν έτει 1961 είχαν oι του «πρ. ΦλωρΙνης» υποβάλει σχετικόν υπόμνημα προς την εν Ρόδω Α' Πανορθόδοξον. Βλ. εν: «Α-γιορ. Βιβλιοθ.» 1961 σ. 319 επ.

47. Βλ. Εκκλησιαστικής Επιτροπής (του «πρ.Φλωρlνης») : Προς άπαντα τα Πατριαρχεία και τας Αυτοκεφάλους Εκκλησίας της Μεγάλης του Χριστού Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, εν: «Η Φ.Ο.» 1958 φ. 292 σ. 1-2.

48. «Το Βήμα» 11-12-1953.

49. Βλ. άρθρον υπογραφόμενον υπό «ενός Ιεράρχου» με τίτλον : «Η ενότης της Εκκλησίας» εν: «Οι Τρείς Ιεράρχαι» 1958 σ.82.

50. Π. Παναγιωτάκου-Σπ. Αλεξανδροπούλου, Η θέσις του Ελληνικού Παλαιοημερολογητικού Ζητήματος... σ. 25.

51. Ι. Πετριτάκη, Το ελληνικόν Παλαιοημερ/κόν-ζήτημα... σ. 12.

52. Βλ. την εισήγισιν της Εκκλησίας της Ελλάδος εις αυτοτελές τεύχος κυκλοφορηθείσαν υπό τον τίτλον: «Εκκλησίας της Ελλάδος, Το Ημερολογιακόν Ζήτημα. Εισήγησις της Εκκλησίας της Ελλάδος προς την Πανορθόδοξον Μεγάλην Σύνοδον. Αθήναι 1971.Το κείμενον της εισηγήσεως της ρωσικής Εκκλησίας δεν εδημοσιεύθη εισέτι. Την ως άνω Εισήγησιν της Εκκλησίας της Ελλάδος, μοναχός αγιορείτης παλαιοημερολογίτης ή σφοδρός υπέρμαχος αυτών εχαρακτήρισεν ως κείμενον το οποίον διέπει «αρκετή ειλικρίνεια ως προς τινας λεπτομερείας της δημιουργίας του ζητήματος και τας εκ τούτου συνεπείας, ορθή διαπίστωσις και καταλογισμός ευθυνών, ομολογία διαπράξεως σφαλμάτων και αμαρτωλών ενεργειών, αναγνώρισις της πραγματικότητος ως προς τον ρόλον και τον υπολογισμόν του ευσεβούς λαού, όσον αφορά"εις θρησκευτικά του ζητήματα» αλλ' η Εισήγησις αύτη «της πραγματικής ουσίας του θέματος κατ' ελάχιστον άπτεται... επανειλημμένως περιπίπτει εις αντιφάσεις... » κλπ. Βλ. Αγιορείτου μοναχού, Το Ημερολογιακόν ζήτημα, εν: «Ορθόδ. Τύπος» (1-15 Απριλ.).

53. Γράφων σχετικώς εν έτει 1960 ο Αμ. Αλιβιζάτος παρετήρει ότι «οι λόγοι οι οποίοι κατά φυσικόν λόγον την εμποδίζουν (την Οικουμ. Σύνοδον) δεν την καθιστούν πιθανήν εντός περιόδου ικανών εισέτι δεκαετηρίδων αν μη και εκατονταετηρίδων». Βλ. Αμ. Αλιβιζάτου, Η Οικουμενική Σύνοδος, εν: «Ορθόδοξος Σκέψις» Γ' (1960 ) σ. 214.

54. Εν όψει αναθεωρήσεως του καταλόγου των θεμάτων της Μεγάλης ταύτης Συνόδου η Μ.Σ.Ε. επί των Κανονικών Ζητημάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος, έχουσα υπ' όψιν τας σχετικάς προτάσεις των Σεβ. Ιεραρχών και πανεπιστημιακών διδασκάλων, προς ους απηυθύνθη σχετικόν ερώτημα εκ μέρους της Ι. Συνόδου, κατά την συνεδρίαν αυτής της 3-8-1973 απέκλινεν εις την μη διαγραφήν του Ημερολογιακού ζητήματος εκ του οικείου Πίνακος, συστήσασα αντιθέτως την αντιμετώπισιν και εξέτασιν αυτού προς αποκατάστασιν της ενότητος ου μόνον των εν Ελλάδι παλαιοημερολογιτών αλλά πάντων των ορθοδόξων εν τε τω εορτολογίω και τω Πασχαλίω, αποκλείσασα την περίπτωσιν εισαγωγής ετέρου ημερολογίου εν τη Εκκλησία. Υπό το αυτό πνεύμα διετύπωσε τας απόψεις αυτού και ο Ευδοκιάδος Γεώργιος, επισημαίνων την ανάγκην υπερπηδήσεως των ενδοορθοδόξων διαιρέσεων «έστω και αν όπισθεν αυτών υπάρχουν πολιτικαί σκοπιμότητες ή το ημερολογιακόν». (Πρβλ, «Επίσκεψιν» αρ. 84/18-9-73 σ. 13, αρ. 86/16-10-73 σ. 3-9 ), καίτοι εις την συνέχειαν των απόψεων αυτού εξέφρασε τον φόβον ότι η εξέτασις του προβλήματος της ημερομηνίας του Πάσχα υπό της Μεγ. Συνόδου, δυνατόν να οδηγήση εις διεύρυνσιν των υφισταμένων εν τω σημείω τούτω διαιρέσεων (Βλ. ένθ' ανωτ. σ. 15). Πρβλ. και «Δύο ανεπίσημοι κατάλογοι θεμάτων της μελλούσης Συνόδου των Ορθοδόξων» εν: «Γρηγ. Παλαμάς» 1973 σ. 518, 520.

55. Πρβλ. Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου, Επί τη συγκλήσει της Ιεραρχίας της Ελληνικής Εκκλησίας εν: «Αγιορ. Βιβλιοθ.» 1958 σ. 293 επ.

56. Αγιορείτου μοναχού, Το Ημερολογιακόν ζήτημα εν: «Ο.Τ.» 1972 (1-15 Απριλίου).

57. Βλ. «Ορθόδ. Λόγον» φ. 2 σ. 2. Κατ' αυτόν «Πανορθόδοξος» θα ήτο μόνον η Σύνοδος εκείνη, ήτις θα απηρτίζετο εκ των Επισκόπων του Μητροπολίτου Φιλαρέτου και των υπό τον «Αρχιεπ/πον Αυξέντιον» τελούντων! (Ένθ' ανωτ. Πρβλ. και Νικ. Παπαγεωργίου, Επιβαλλομένη απάντησις προς τον αιδεσ. πρ. Β. Σακκάν σ. 2). Αλλ' η ιδία εφημερίς η ταύτα διακηρύσσουσα, γνωσιμαχούσα κατηγόρησε του Φιλαρέτου ως διατηρούντος σχέσεις μετά νεοημερολογιτών, και ως κοινωνούντος Εκκλησίαις τηρούσαις το παπικόν. Πασχάλιον. Βλ. «Ορθόδ. Λόγος» 1973 φ. 1 σ. 1, 1974 φ. 3 σ. 2. Ήδη από του 1969 ήρξαντο αι από παλαιοημερολογιτικής πλευράς επιθέσεις κατά της μελλούσης Μεγάλης Συνόδου, ήτις απεριφράστως κατεδικάσθη χαρακτηρισθείσα ως «8η ληστρική και ψευδοοικουμενική ψευδοσύνοδος». Βλ. Β. Σακκά, Απάντησις εις τον αιδεσιμολ. π. Επιφάν. Θεοδωρόπουλον σ. 15. Πρβλ. και «Ο άγ. Σίμων ο Μυροβλήτης» 1974 τ. 22 σ. 9.

58. Βλ. «Η Φ.Ο.» 1974 φ. 693-694 σ. 13 εν άρθρω «Η κατά Θεόν πορεία μας».

59. Πρβλ. «Το Βήμα» 3-4-74.

60. Εκ της βάσεως ταύτης εκκινών και ο αρχιμ. Επιφαν. Θεοδωρόπουλος παρατηρεί τα εξής: «Οι Παλαιοημερολογίται απεκήρυξαν ουχί ένα ή δύο Επισκόπους, αλλ' ολόκληρον τοπικήν Εκκλησίαν (την Ελλαδικήν) μεθ' ης πάσαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι ουκ επαύσαντο ουδ' επί στιγμήν έχουσαι κανονικάς σχέσεις. Ούτω μετεβλήθησαν εις ΥΠΕΡ Εκκλησίαν... Ηδύναντο βεβαίως να διατηρήσωσι το παλαιόν ημερολόγιον, μιμούμενοι τας τόσας άλλας ορθοδόξους Εκκλησίας. Ώφειλον όμως εν ταυτώ, μιμούμενοι και πάλιν τας άλλας ορθοδόξους Εκκλησίας, να μη αποκηρύξωσι την Ελλαδικήν Εκκλησίαν, αλλά να μείνωσιν εν αυτή. Από της πρώτης στιγμής ουκ επαύσαντο οι Παλαιοημερολογίται επικαλούμενοι το παράδειγμα των άλλων ορθοδόξων Εκκλησιών ως επιχείρημα υπέρ της εμμονής αυτών εις το παλαιόν ημερολόγιον. Καλώς. Αλλ' αι Εκκλησίαι αύται, καίτοι διετήρησαν το παλαιόν Ημερολόγιον, είχον και έχουσιν ακεραίας κανονικάς σχέσεις προς την Εκκλησίαν της Ελλάδος... Οι Παλαιοημερολογίται εφώναζον και φωνάζουσι και ιδιωτικώς και εν επισήμοις Υπομνήμασιν ότι το ημερολογιακόν θέμα είναι επίδικον ενώπιον μελλούσης Πανορθοδόξου Συνόδου. Αλλ' εν προκειμένω oι αγαπητοί Παλαιοημερολογίται δεν γνωρίζουσι ούτε τι λέγουσιν ούτε περί τίνων διαβεβαιούνται... Εάν η Εκκλησία της Ελλάδος, ένεκα της ημερολογιακής μεταβολής, απέβη αυτομάτως (άνευ δηλαδή αποκηρύξεως υπό των άλλων Εκκλησιών) σχισματική, τότε σχισματικαi είναι πάσαι αι τοπικαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, εφ' όσον αύται κοινωνούσι προς σχισματικήν Εκκλησίαν. Δι' αυτό, οι Παλαιοημερολογίται δεν κοινωνούσιν προς την Εκκλησίαν της Ελλάδος: ίνα μη και αυτοί καταστώσι σχισματικοί. Ποία, λοιπόν, Πανορθόδοξος Σύνοδος θα λύση το ημερολογιακόν ζήτημα, εφ' όσον πάσαι αι ορθόδοξοι Εκκλησίαι κατέστησαν σχισματικαί διά της κοινωνίας αυτών προς την σχισματικήν Εκκλησίαν της Ελλάδος; Αν συνέλθη ποτέ τοιαύτη Σύνοδος, δεν θα είναι πλέον Πανορθόδοξος αλλά Πανσχισματική... Oι Παλαιοημερολογίται θα ήσαν συνεπείς προς αυτούς εάν έλεγαν: ουδεμίαν Σύνοδον αναμένομεν και ουδεμίαν λύσιν παρ' αυτής αποδεχόμεθα. Πάσαι αι Εκκλησίαι κατέστησαν σχισματικαί (η μεν Ελλαδική διά της αλλαγής του ημερολογίου, αι δε λοιπαί διά της κοινωνίας προς αυτήν) και η μόνη απομείνασα Ορθόδοξος Εκκλησία είμεθα ημείς. Μόνον δε μέσω ημών ως εκ της μόνης Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι δυνατόν να αρθή η αμαρτία του σχίσματος εκ των λοιπών Εκκλησιών. Όταν δηλ. αι άλλαι τοπικαί Εκκλησίαι μετανοήσωσι διά το σχίσμα, θα προσέλθωσιν εις ημας, ως την μόνην Ορθόδοξον Εκκλησίαν, θα αιτήσωνται συγχώρησιν παρ' ημών και ημείς διά Κανονικής Πράξεως (ως εγίνετο πάντοτε εν τη ιστορία της Εκκλησίας) θα παράσχωμεν την συγγνώμην και θα κηρύξωμεν την άρσιν του σχίσματος και την αποκατάστασιν αυτών ως υγιών πλέον μελών του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας... » (Αρχιμ. Επιφ. Θεοδωροπούλον, Το μνημόσυνον του Πατριάρχου Αθηναγόρου (επιστολιμαία διατριβή) Αθήναι 1969 σ. 7-8, Του αυτού, Άρθρα-Μελέται-Επιστολαί Α' σ. 183-184 ). Πρβλ. και «Ορθόδ. Λόγον» 1973 φ. 2 σ. 2, Ως δε προελέχθη και η «Φωνή της Ορθοδοξίας» την αυτήν ήρξατο πρότριτα ακολουθούσα γραμμήν, κατόπιν ασφαλώς της υπό των συντακτών αυτής συνειδητοποιήσεως της τε ασυνεπείας και του αδιεξόδου, εις ο ωδήγουν αι μέχρι τούδε επίσημοι αυτών θέσεις επί του προκειμένου. Και η μεταβολή αύτη εις την γραμμήν πλεύσεως των παλαιοημερολογιτών είναι ενδεικτική της ελαφρότητος μεθ' ης αντιμετωπίζεται υπ' αυτών το ζήτημα τούτο. (Πρβλ. «Η Φ.Ο.» 1974 φ. 693-694 σ. 13). Κατά δε τον πρεσβ. Β. Σακκάν η μέλλουσα Πανορθόδοξος Σύνοδος δεν θα είναι αυθεντική και στόμα της Εκκλησίας διότι οι Μακ. Πατριάρχαι και Αρχιερείς δεν είναι ορθόδοξοι αλλ' αιρετικοί και όργανα των σκοτίων δυνάμεων. (Β. Σακκά, Υπόμνημα προς τον Σεβ. Αρχιεπ/πον Μόντρεαλ και παντός Καναδά κ. Βιτάλιον σ. 14). Θα είναι δε, αντιθέτως, Σύνοδος ληστρική (ένθ' ανωτ.).


Περιεχόμενα