|
"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, † Αρχιεπισκόπου Αθηνών |
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ
ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟΝ ΕΚΦΑΝΣΙΝ ΑΥΤΟΥ
1. Η ενεστώσα εν Ελλάδι κατάστασις των παλαιοημερολογιτών.
Οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται εύρηνται σήμερον κατατετμημένοι βασικώς μεν εις δύο μεγάλας παρατάξεις, τας του «πρ. Φλωρίνης» και του «Βρεσθένης» Ματθαίου(1), κατ' ουσίαν όμως εις πλείονας των 7 ολιγομελεστέρας επί μέρους ομάδας(2), μη αποκλειομένης της δημιουργίας και νέας παρατάξεως αποτελουμένης εκ των παλαιοημερολογιτών, των υποψύχρως διακειμένων έναντι των αλλοπροσάλλων ενεργειών των ηγουμένων των κυρίων παλαιοημερολογιτικών μερίδων(3). Αι δύο κύριαι, κατά τα άνω, παρατάξεις διεκδικούσιν εκατέρα δι' εαυτήν την πολυπληθεστέραν και σοβαρωτέραν εκπροσώπησιν του παλαιοημερολογιτικού κόσμου,(4), ενώ αβυσσαλέον ιδεολογικόν χάσμα διαχωρίζει ταύτας και μίσος άσπονδον μεταξύ αυτών υφίσταται, μη αποκρυπτόμενον από των ομμάτων των τρίτων. Το χάσμα χρονολογείται από του έτους 1937, ότε το πρώτον διεφώνησαν οι «πρ. Φλωρίνης» Χρυσόστομος και «Βρεσθένης» Ματθαίος, διευρυνθέν βραδύτερον και καταπαγιωθέν διά της υφ' εκάστου των ως είρηται αρχηγετών και των οπαδών αυτών ακολουθηθείσης διαφόρου τακτικής εν τη εξελίξει και προωθήσει του, λεγομένου «ιερού αγώνος» αυτών. Η υφισταμένη διαίρεσις, επεκτεινομένη εν τοις κόλποις εκατέρας των παρατάξεων ένθα, ως καταγγέλλεται, εισεχώρησαν «δολιοφθορείς του ιερωτάτου αγώνος», αποβλέποντες εις «κορβανάν» και «τα βαλλόμενα»(5), σοβαράς έχουσα επιπτώσεις επί την αποτελεσματικότητα του αγώνος τούτου, έχει κατά καιρούς παροτρύνει ωρισμένους παλαιοημερολογιτικούς παράγοντας εις την ανάληψιν προσπαθείας προς γεφύρωσιν του χάσματος και άρσιν της διαστάσεως(6). Τοιαύτην πρωτοβουλίαν ανέλαβε και ο εν Αμερική ρώσος Μητροπολίτης Φιλάρετος και η υπ' αυτόν Σύνοδος, υποδείξαντες, ιδία μετά την υπ' αυτών αναγνώρισιν αμφοτέρων των εν Ελλάδι παλ/κών παρατάξεων, όπως αύται ενωθώσι και από κοινού επιδιώξωσι την πραγμάτωσιν των τεταγμένων αυτών στόχων(7). Εις εκτέλεσιν της ειρηνοποιού ταύτης επινεύσεως του αρχηγού «της πνευματικής αυτών μητρός Εκκλησίας»(8) οι των διισταμένων παρατάξεων υπεύθυνοι ήρξαντο διάλογον δι' ανταλλαγής επιστολών, όστις διεκόπη άνευ αποτελέσματος τινος(9). Ούτως εξακολουθεί και σήμερον να υφίσταται ο σαφής,
και κατ' άνθρωπον, μη δυνάμενος ευχερώς να υπερκερασθή, διαχωρισμός, δια την ύπαρξιν του οποίου ασχάλλουσιν οι μακράν ιδιοτελών ελατηρίων και άλλων σκοπιμοτήτων τηρούμενοι ιδεολόγοι παλαιοημερολογίται(10). Αλλά και εν εκατέρα, παρατάξει, ιδία δε τη υπό τον «Αρχιεπ/πον» Αυξέντιον τελούση, δεν επικρατεί ομοφροσύνη και ενότης. Αι σχέσεις των λαϊκών παραγόντων προς τους κληρικούς δεν είναι στεναί, πολλοί δ' εκ των λαϊκών τούτων δυσαρεστηθέντες είτε εκ του παραγκωνισμού αυτών, είτε εκ των εν τη διοικήσει λαμβανόντων χώραν εκτρόπων και ασυδοσιών, απέχουσι πάσης ενεργού αναμείξεως εις τε την διοίκησιν και
διαχείρισιν των κοινών. Εξ άλλου και μεταξύ των κληρικών επικρατεί διάστασις, επεισόδια δέ τινα λαμβάνοντο χώραν ένεκα ταύτης τονίζουσι το μέγεθος αυτής(11). Εξ άλλου γίγνεται ήδη λόγος και διά το «ρεζίλευμα» του παλαιοημερολογιτικού αγώνος εκ μέρους μωροφιλοδοξιών ενίων «ηγετών» αυτού(12). Δεν είναι δ' ίσως άσχετος προς τας διατυπουμένας αιτιάσεις τινων εναντίον του τρόπου καθ' ον διαχειρίζονται τα οικονομικά του αγώνος ζητήματα oι διάφοροι αρμόδιοι, η επ' ευκαιρία εγκαινίων ιδιοκτήτου αιθούσης των ΓΟΧ, διαβεβαίωσις του «Αρχιεπισκόπου» Αυξεντίου, ότι «αι οικονομικαί υπηρεσίαι ημών φέρουσι πλέον την σφραγίδα της σοβαρότητος, της εντιμότητος και της προκοπής»(13). Η σοβούσα πάντως εν τοις παλαιοημερολογιτικοίς κύκλοις κρίσις εφαίνετο ότι οδηγείται ήδη εις την τελευταίαν αυτής φάσιν, ήδη από του 1974 καθόσον ήρξαντο διατυπούμεναι δημοσία, απροσχημάτιστοι μομφαί εναντίον εκείνων οίτινες εγκατέλιπον τον «αγώνα» και το «κομβοσχοίνιον» και «αφωσιώθηκαν εις τον μαμμωνάν και τα ίδια
αυτών συμφέροντα» και εξεφράζετο η βεβαία ελπίς ότι «την ανίερον αυτήν συμμαχίαν του ψεύδους, της υποκρισίας και της απάτης ο ευσεβής λαός, ο οποίος κράτησε τον ιερόν αυτόν αγώνα, θα διασπάση διότι «έως εδώ ο εμπαιγμός»(14). Πάντως η ρήξις και μεταξύ των «Αρχιερέων» της παρατάξεως Αυξεντίου κατόπιν σοβαρών διαφωνιών αυτών διεφαίνετο ήδη από της εποχής ταύτης(15). Εις τούτο συνέβαλον αφ' ενός μεν διατυπούμεναι δημοσία υπόνοιαι περί του ηθικού ποιού ενίων εξ αυτών(16), αφ' ετέρου δε η υπό της «Συνόδου» του Αυξεντίου αποκήρυξις των Μυστηρίων της Εκκλησίας ημών διά της υπ' αριθμ. 1191/74 Εγκυκλίου, και η συνταύτισις της επί του σημείου τούτου διδασκαλίας της παρατάξεως ταύτης προς την της Κερατέας.
Η έκδοσις της Εγκυκλίου ταύτης έδωσε το έναυσμα διά την εκδήλωσιν της προ πολλού σοβούσης εν τη παρατάξει κρίσεως. Ούτως οι της παρατάξεως «Επίσκοποι» «Αστορίας» Πέτρος και «Διαυλείας» Ακάκιος ηρνήθησαν να προσυπογράψωσι την Εγκύκλιον. Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος την απεδοκίμασε τω 1975 και διέκοψε την κοινωνίαν μετά των «Αυξεντιακών» πλην του «Αστορίας» Πέτρου, αγιορείται και λαϊκοί διεμαρτυρήθησαν, ο θόρυβος δι' ηθικάς ατασθαλίας κληρικών ενετάθη. Επηκολούθησαν η απομόνωσις και η έκπτωσις των αρνησαμένων υπογραφήν
«Αρχιερέων» προς ους συνετάχθησαν και οι «Κυκλάδων» Γαβριήλ και «Θεσσαλονίκης» Χρυσόστομος(17), η αποχώρησις του «Κορινθίας» Καλλίστου εκ της παρατάξεως της Κερατέας και η προσχώρησις αυτού εις την παράταξιν Αυξεντίου(18), η εκείθεν μετά ταύτα αποσκίρτησις αυτού μετά του «Μεγαρίδος» Αντωνίου και η ανεξαρτοποίησις αυτών «προς σωτηρίαν της Εκκλησίας», η υπ' αυτών χειροτονία 8 νέων «Επισκόπων», κατά Φεβρουάριον 1979 και η συγκρότησις νέας 10μελούς «Ι. Συνόδου», αποκηρυξάσης την «Σύνοδον» Αυξεντίου-Γεροντίου,
η καθαίρεσις υπ' αυτής 8 «αρχιμανδριτών» των ΓΟΧ(19), η εις απάντησιν υπό της «Συνόδου» τoυ Αυξεντίου εκλογή και χειροτονία 9 νέων «Επισκόπων», η κήρυξις ακύρων των χειροτονιών των 8 της νεοσυστάσης παρατάξεως Καλλίστου, και η εν κόμπω γλώσσης αυτάρεσκος της «Ματθαιϊκής» παρατάξεως διακήρυξις ότι κατόπιν τούτων απάντων «ο ιερός Αγών της Εκκλησίας των ΓΟΧ όστις, ως προελέχθη, αποτελεί την αδιάκοπον συνέχειαν της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας εκπροσωπείται υπό της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας των ΓΟΧ της οποίας ηγείται ο κανονικός Αρχιεπ/πος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ανδρέας»(20).
Αι δύο κύριαι παρατάξεις εισίν υποτυπωδώς ωργανωμέναι κατά το πρότυπον
της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, διοικούμεναι υπό πολυμελών «Συνόδων»,
αίτινες εδρεύουσιν εν Αθήναις. Και η μεν «Ιερά Σύνοδος» των ανηκόντων εις την παράταξιν του «πρ. Φλωρίνης», στεγάζεται επί της οδού Κάνιγγος 22(21), ενώ η της ετέρας παρατάξεως επί της οδού Κων/λεως 22(22) υπό «Αρχιεπίσκοπον» τελούσαι εκάστη ίδιον, ως Πρόεδρον, δι' ευνοήτους λόγους, μη φέροντα (μέχρι πρό τινος) πλήρη τον τίτλον του κανονικού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, αλλά περιοριζόμενον μόνον εις την πρώτην λέξιν, μεθ' ην ακολουθεί το όνομα αυτού(23). Υφ' εκατέραν «Σύνοδον» αναπτύσσεται ευρύ κύκλωμα «κλήρου» και λαού συγκεκροτημένου κατ' Επισκοπάς και ενορίας. Επί κεφαλής των Επισκοπών φέρονται «Επίσκοποι», χρησιμοποιούντες απαραλλάκτως οι πλείστοι τους τίτλους Μητροπόλεων εν ενεργεία της κανονικής Εκκλησίας της Ελλάδος ή πάλαι ποτέ
διαλαμψασών Επισκοπών αυτής, γεγονός όπερ ενοχλεί την κανονικήν Ιεραρχίαν αυτής(24). Οι πλείστοι των παλαιοημερολογιτών «Επισκόπων» περί τού ποιού των οποίων δι' οξέων λόγων εξεφράσθη το γνωστόν φύλλον «Εκκλησ. Αγών»(25) διαμένουσιν εν Μοναίς ακολουθούσαις το παλ. ημερολόγιον, ιδρυθείσαις
κατά το πλείστον ή διευθυνομέναις υπ' αυτών. Επειδή τούτο συμβαίνει και εις
περιπτώσεις γυναικείων Μονών, το φαινόμενον έχει προκαλέσει διαμαρτυρίας εν όψει των περί συνεισάκτων κανονικών διατάξεων(26). Παραλλήλως προς τας ενορίας υφίστανται και παλαιοημερολογιτικαί μοναί και ησυχαστήρια, μη έχοντα, τα πλείστα, νομικήν υπόστασιν. Εν τοις μοναστικοίς τούτοις καθιδρύμασι εγκαταβιούσι μοναχοί ή μοναχαί εις εκπληκτικώς μέγαν αριθμόν, γνωστού δε όντος του γεγονότος ότι ο ανδρώος, ιδία, μοναχισμός της κανονικής Εκκλησίας της Ελλάδος διέρχεται σοβαρωτάτην κρίσιν, το φαινόμενον τούτο προκαλεί εντύπωσιν. Αι πλείσται των Μονών διαθέτουσιν επιβλητικά κτιριακά συγκροτήματα, τινές δ' εξ αυτών και
εκδοτικάς επιχειρήσεις, εξυπηρετούσας τον αγώνα των(27).
Σημειωτέον ότι διά τας εν λόγω Μονάς πλειστάκις έχουσι γραφή εις τον ημερήσιον Τύπον πικρόχολα και καυστικά σχόλια εξ αφορμής της πολλάκις ασκουμένης εν αυταίς απροκαλύπτου εκμεταλλεύσεως της ευσεβείας του λαού και άλλων εκτρόπων ηθικής ή οικονομικής φύσεως λαμβανόντων εκεί χώραν εν ελλείψει παντός ελέγχου ή φραγμού είτε πολιτειακού, είτε εκκλησιαστικού(28) Διότι oι παλαιοημερολογίται, ισχυριζόμενοι ότι έπαυσαν να ανήκωσιν εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος, έχουσιν απαλλαγή της υποχρεώσεως να δέχωνται τας δικαιοδοτικάς αυτής αρμοδιότητας ελέγχου και εποπτείας, διαφεύγουσι δε και των πολιτειακών ρυθμίσεων επί εκκλησιαστικών θεμάτων διά τον αυτόν λόγον, και επί πλέον διότι αι μοναί αυτών στερούνται νομικής προσωπικότητος, εξελιχθέντες εις αληθές κράτος εν κράτει ένθα βασιλεύουσιν η ασυδοσία, η αυθαιρεσία, και η έλλειψις στοιχειωδών εισέτι εγγυήσεων χρηστής διοικήσεως και διαχειρίσεως. Τελευταίαν προσπάθειαν της Εκκλησίας ημών προς υποβοήθησιν των εξ ανιδιοτελών ελατηρίων κινουμένων παλαιοημερολογιτών συνιστά η διάταξις του άρθρου 39 παρ. 9 του ν. 590/77 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», παρέχουσα δυνητικώς την ευχέρειαν εις Ι. Ναούς μετά ή άνευ Αδελφοτήτων, ευρισκομένους εν τω χώρω αυτής και μη υπαγομένους εις την πνευματικήν αυτής δικαιοδοσίαν, να καταστούν, δια χαριστικής δικαιοπραξίας των κυρίων αυτών, μετόχια Ι. Μονών των πρεσβυγενών Πατριαρχικών Θρόνων και της Ι. Μονής Σινά, μετά συγκατάθεσιν της δωρεοδόχου Μονής και έγκρισιν του επιχωρίου Αρχιερέως και της ΔΙΣ αποκλειομένης της καθ' οιονδήποτε τρόπον εγκαταβιώσεως εις ταύτα Επισκόπων. Της διατάξεως ουχ' ήττον ταύτης δεν ηθέλησαν μέχρι τούδε να κάμουν χρήσιν οι εις ους αναφέρονται ποικίλοι παλαιοημερολογίται αποδεικνύοντες άπαξ έτι ότι δεν είναι διατεθειμένοι διά την υιοθέτησιν λύσεων, αίτινες θα είχον ως συνέπειαν την μεταβολήν της κατεστημένης πλέον καταστάσεως.
Παρά τον «κλήρον» εύρηνται συμπορευόμεναι και θρησκευτικαί οργανώσεις λαϊκών
παλαιοημερολογιτών(29) ευλαβών, ως επί το πλείστον ανθρώπων(30) συνεπικουρούσαι, δι' ων εκάστη διαθέτει μέσων, την προσπάθειαν συντηρήσεως και επεκτάσεως του παλαιοημερολογιτικού κινήματος. Αι οργανώσεις αύται, υπό σωματειακήν ούσαι μορφήν, έχουσιν ιδρυθή τόσον εις Αθήνας, όσον και εις λοιπάς πόλεις της Ελλάδος. Η προσφορά αυτών εις τον παλαιοημερολογιτικόν αγώνα, ιδία κατά τα πρώτα έτη της εμφανίσεως του κινήματός, υπήρξε σημαντική, ένεκα δε τούτου οι επί κεφαλής αυτών λαϊκοί ήρξαντο διεκδικούντες, μετά την οργάνωσιν οπωσδήποτε του κληρικού σώματος εν τω παλαιοημερολογιτισμώ, πρωτεύουσαν θέσιν εν τη διοικήσει και ρυθμίσει των ποικίλων ζητημάτων του αγώνος, εν επικλήσει των, άστινας προσέφεραν, υπηρεσιών. Αι διεκδικήσεις αύται ωδήγησαν κατά καιρούς εις συγκρούσεις μεταξύ λαϊκών και «κληρικών», τούτων διεκδικούντων δι' εαυτούς το προνόμιον του διοικείν την Εκκλησίαν, ιδία δε του εκλέγειν τους Επισκόπους. Το ζήτημα ελύθη κατά τα τελευταία έτη, και δη και κατά την σύσκεψιν των «κληρικών» τής παρατάξεως «πρ. Φλωρίνης» του 1972 καθ' ην ανεγνωρίσθη το δικαίωμα του εκλέγειν τους Επισκόπους εις μόνην την «Ι. Σύνοδον»(31). Εν τούτοις, και ίσως προς εξισορρόπισιν των διαφόρων τάσεων, έχει υιοθετηθεί ο θεσμός των κληρικολαϊκών συνελεύσεων, ευρισκόμενος και νυν εν ισχύι(32). Η όλη κίνησις της «Εκκλησίας» αύτης ανελίσσεται εξ επόψεως νομικής κατοχυρώσεως επί τη βάσει των διατάξεων του Καταστατικού του Φιλοπτώχου αυτής Ταμείου, δεδομένου ότι η «Εκκλησία» αύτη στερείται νομικής προσωπικότητος. Κατά καιρούς βεβαίως έχει προβληθή έσωθεν ως επιτακτικόν αίτημα η ψήφισις ενός «Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας των ΓΟΧ» προς περιορισμόν των αυθαιρεσιών των διοικούντων και αντιμετώπισιν απειθάρχων τινων τάσεων ενίων «κληρικών»(33). Επ' εσχάτων επανελήφθη εντονώτερον το εν λόγω αίτημα(34) αλλά δεν έγινεν αποδεκτόν υπ' εκείνων οίτινες, διά λόγους ευνοήτους, αποφεύγουσι πάσαν αυτών δέσμευσιν εις θέματα διοικήσεως και διαχειρίσεως του «Αγώνος».
Παρά ταις ενορίαις εύρηνται συνεστημένα ενοριακά...φιλόπτωχα ταμεία, λειτουργούσι δε καί τινα φιλανθρωπικά ιδρύματα(35). Ο τομεύς των εκδόσεων καλύπτεται διά της δημοσιεύσεως άρθρων και πληροφοριών εις τα επίσημα και ανεπίσημα δημοσιογραφικά όργανα των δύο παρατάξεων(36) ως και διά της εκτυπώσεως λειτουργικών και άλλων βιβλίων. Τας εκδόσεις εξυπηρετούσιν ιδιόκτητα τυπογραφεία.
Η Εκκλησία της Ελλάδος θεωρεί τους εν Ελλάδι παλαιοημερολογίτας ως «παρασυναγώγους»(37) αρνουμένη να χαρακτηρίση τούτους ως «αιρετικούς» ή «σχισματικούς»(38) διακηρύττουσα, αντιθέτως, ότι ούτοι αποτελούσιν απλώς απείθαρχα αυτής τέκνα, εφ' ων, ως εικός, εξακολουθεί αύτη έχουσα κανονικήν δικαιοδοσίαν και αρμοδιότητα(39). Τω λόγω τούτω και αρνείται ωσαύτως να αναγνωρίση την «Ιεραρχίαν» αυτών, μεθ' ης εις ουδεμίαν έρχεται επαφήν ή επικοινωνίαν, αγνοούσα επισήμως την ύπαρξιν αυτής(40), παρά το γεγονός ότι η παράταξις του «πρ. Φλωρίνης» διά πολλών υπομνημάτων, αναφορών και εγγράφων υπογραφομένων υπό των υπευθύνων τόσον της «Πανελληνίου Θρησκευτικής και Εθνικής Ορθοδόξου Κοινωνίας», όσον και της «Ελληνικής Εκκλησίας των ΓΟΧ» έχει, κατά διαστήματα επιδιώξει και εξακολουθεί και σήμερον να επιδιώκη επαφάς μετά της Εκκλησίας, προτείνουσα λύσεις του παλαιοημερολογιτικού προβλήματος(41), είτε εγκρίνουσα ενεργείας τινας αυτής επί δογματικού ισταμένας πεδίου(42), είτε ελέγχουσα πράξεις αυτής και ενεργείας(43), είτε διαμαρτυρομένη διά τα κατά των παλαιοημερολογιτών λαμβανόμενα εκάστοτε μέτρα(44), είτε και εξ αφορμής άλλων συναφών γεγονότων(45) τουθ' όπερ προδίδει την ελαστικότητα ήτις χαρακτηρίζει την εν λόγω οργάνωσιν, καθ' όσον αφορά εις τας κατά την παρούσαν φάσιν σχέσεις αυτής προς την Εκκλησίαν της Ελλάδος, εν αντιθέσει προς την ετέραν ομάδα της Κερατέας, ήτις και μετά τον θάνατον του αρχηγού αυτής Ματθαίου εξακολουθεί διεπομένη εκ του πνεύματος αυτού, πνεύματος αδιαλλαξίας ακάμπτου έναντι της Εκκλησίας.
Εν συνεπεία προς την ως άνω θέσιν αυτής έναντι των παλαιοημερολογιτών η καθ' ημάς Εκκλησία αναγνωρίζει εν πολλοίς το δικαίωμα των ευσεβών λαϊκών παλαιοημερολογιτών όπως λατρεύωσι τω Κυρίω κατά το παλ. ημερολόγιον, καίτοι αποδίδει τούτο εις ασθενή συνείδησιν αυτών. Αντιθέτως η Εκκλησία ουδεμίαν κληρικήν ιδιότητα αναγνωρίζει εις τούς εμφανιζομένους ως κληρικούς των παλαιοημερολογιτών, ιδία τους φερομένους ως «Επισκόπους», ους θεωρεί εκμεταλλευτάς της ευσεβείας του λαού. Την τοιαύτην αντίληψιν αυτής επιστηρίζει η Εκκλησία επί του γεγονότος, ότι ανέκαθεν οι υπ' αυτής εκδιωκόμενοι διά βαρέα ηθικά και άλλα παραπτώματα κληρικοί ευρίσκουσι καταφύγιον εν τω παλαιοημερολογιτισμώ, τινές δ' εξ αυτών, καίπερ καθηρημένοι, μεταβαλλόμενοι εις παλαιοημερολογίτας εμφανίζονται ασκούντες παρ' αυτοίς τα της ιερατικής αυτών ιδιότητος καθήκοντα(46). Εξ άλλου καταφθάνουσαι εις την Ι. Σύνοδον πληροφορίαι περί των συμβαινόντων εντός των παλαιοημερολογιτικών μονών, καθ' ας εν αυταίς «κατ' επίφασιν καλλιεργείται η ευσέβεια, κυρίως δ' ασκείται εμπορία και πλουτισμός, ουδέν το εις οικοδομήν δύναται να αντλήση ο πιστός»(47), ήγαγον ταύτην εις την απόλυσιν της υπ' αριθμ. 1796/13-1-1971 Εγκυκλίου προς τους Σεβ. Ιεράρχας της Εκκλησίας της Ελλάδος(48) συνιστώσης την απαγόρευσιν πάσι τοις κληρικοίς τοις υπ' αυτούς ούσι, όπως οργανώσι προσκυνηματικάς εκδρομάς εις τα διάφορα παλαιοημερολογιτικά κέντρα, και την δι' αυτών διαφώτισιν του χριστεπωνύμου πληρώματος, ώστε τούτο «να αποφύγη την συμμετοχήν εις οργανουμένας επικηδείας τοιαύτας προσκυνηματικάς εκδρομάς»(49).
Η εκ μέρους της Εκκλησίας μη αναγνώρισις των παλαιοημερολογιτών ως ιδίαν και
αυτοτελή απαρτιζόντων εκκλησιαστικήν κοινωνίαν ή και Εκκλησίαν, καθιστά ταύτην ουχ απλώς εφεκτικήν και επιφυλακτικήν, αλλ' αυτόχρημα αντίθετον προς πάσαν κίνησιν αυτών εκδηλουμένην εν τω πλαισίω των ενεργειών αυτών προς κατοχύρωσιν της τοιαύτης θέσεως αυτών. Κατά ταύτα η Ι.Σύνοδος ενδιαφέρεται διά την σφράγισιν παρανόμως τιθεμένων εις δημοσίαν λατρείαν παλαιοημερολογιτικών ναών(50), διά την περιστολήν της καθ' οιονδήποτε τρόπον ενεργουμένης δημοσίας προβολής των παλαιοημερολογιτών και γενικώς διά την διαφώτισιν του λαού επί των υπόπτων σκοπών, ους επιδιώκουσιν οι επί κεφαλής των παλαιοημερολογιτών δρώντες «κληρικοί» ή λαϊκοί. Παραλλήλως η Εκκλησία στρέφει το ενδιαφέρον αυτής και προς την πλευράν διαφωτίσεως της Πολιτείας επί των προθέσεων των παλαιοημερολογιτών ηγητόρων, ούτως, ώστε η τοποθέτησις ταύτης να η τοιαύτη, οία και η της Εκκλησίας. Ετέρωθεν οι παλαιοημερολογίται θεωρούν την Εκκλησίαν της
Ελλάδος «σχισματικήν» και «αιρετικήν» μεμιασμένην εκ του ρύπου της καινοτομίας
του νέου ημερολογίου(51) απορρίπτοντες πάσαν μετ' αυτής σχέσιν, έχοντες καταντήσει «de facto εις ακήρυκτον σχίσμα, περί του οποίου η πείρα πείθει ότι όσον περισσότερον παραμένει, τόσον βαθύτερον και δυσθεραπευτότερον καθίσταται»(51). Επί δε του σημείου τούτου επικρατούσι δύο παραλλαγαί. Ούτως άλλοι μεν(52) φρονούσιν ότι τούτο συμβαίνει μόνον «δυνάμει», ήτοι ότι η Εκκλησία της Ελλάδος διά της υπ' αυτής αποδοχής του νέου ημερολογίου κατεπάτησε τους Ι. Κανόνας και την παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, καταστάσα ούτως υπόδικος ενώπιον της Πανορθοδόξου Συνόδου, ήτις και είναι αρμοδία όπως, διαπιστούσα την παρέκκλισιν ταύτην, κηρύξη την Εκκλησίαν ταύτην σχισματικήν, άλλοι δ' αντιθέτως, αποστέργοντες τον όρον τούτον,(53) επιμένουσιν ότι αφ' ης στιγμής εισήχθη το νέον ημερολόγιον εν τη Εκκλησία της Ελλάδος αύτη κατέστη σχισματική, και ότι δεν απαιτείται προς τούτο και «κήρυξις» αυτής ως τοιαύτης. Οι αποδεχόμενοι την θεωρίαν ταύτην φρονούσιν ότι τα Μυστήρια της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως και απασών των ακoλουθουσών το νέον ημερολόγιον Εκκλησιών είναι άκυρα, άτε της αγιαστικής χάριτος αποδράσης απ' αυτών(54). Σημειωτέον πάντως ότι την αντίληψιν ταύτην δεν ενστερνίζονται πάντες οι το παλ. ημερολόγιον ακολουθούντες πιστοί, εν οις συγκαταλέγονται και άνθρωποι σοβαροί και συνετοί, παρά τα περί του αντιθέτου, ενδεχομένως, λεγόμενα και γραφόμενα(55). Αλλ' η άποψις περί ακυρότητος των Μυστηρίων της Εκκλησίας ημών, ην υπαγορεύει κυρίως ο τυφλός φανατισμός ενίων
αδιαλλάκτων παλαιοημερολογιτών, εξικνουμένη, μέχρις αρνήσεως της ιερωσύνης, είναι τοσούτω απαράδεκτος, όσω οδηγεί εις αίρεσιν, εφ' όσον οι ταύτη ακολουθούντες δεν αρνούνται μόνον την τάξιν αλλά και την πίστιν της Εκκλησίας 56. Και από της τοιαύτης απόψεως το όλον θέμα εμφανίζει ιδιάζουσαν βαρύτητα και δέον να απασχολήση σοβαρώτατα την εκκλησιαστικήν ημών ηγεσίαν.
Αλλ' ως παρατηρεί ευστόχως και ο Αρχιμ. Επιφάν. Θεοδωρόπουλος(57) είναι άξιον ιδιαιτέρας προσοχής το γεγονός, ότι οι κηρύσσοντες, κατα τα άνω σχισματικήν την Εκκλησίαν της Ελλάδος ένεκα της υπ' αυτής αποδοχής του νέου ημερολογίου, εναβρυνόμενοι μέχρι προ τινος διά την κανονικήν κηδεμονίαν, ης απελάμβανον παρά του Μητροπολίτου Φιλαρέτου της εν Αμερική υπερορίου ρωσικής Εκκλησίας, ηθελημένως αγνοούσιν, ότι ου μόνον μέχρις εσχάτων αύτη διετήρει κανονικάς σχέσεις μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου -σχισματικού και τούτου κατά την αντίληψιν των παλαιοημερολογιτών- και μετά των εν Αμερική Επισκόπων αυτού,
αλλά και ουδέποτε μέχρι σήμερον διετύπωσε τοιαύτην θεωρίαν κατά της Εκκλησίας
της Ελλάδος ή των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών των ακολουθουσών το νέον ημερολόγιον(57) Κατά συνέπειαν και οι σήμερον, υπό των εν Ελλάδι παλαιοημερολογιτών ως ακραιφνείς ορθόδοξοι προβαλλόμενοι Επίσκοποι του Μητροπολίτου Φιλαρέτου και αυτός ούτος ο Πρόεδρος της Συνόδου αυτών είχον αποβή σχισματικοί, διά της μετά των σχισματικών κοινωνίας, μη καθαρθέντες του ρύπου του σχίσματος δι' αποφάσεως Συνόδου τινος αιρούσης απ' αυτών και τας συνεπείας του σχίσματος(58). Είναι πρόδηλον, κατόπιν τούτου, ότι η όλη υπόθεσις αύτη περί σχισματικής Εκκλησίας της Ελλάδος και περί ακυρότητος των τελουμένων εν αυτή Μυστηρίων, άλλους εξυπηρετήσασα μέχρι τούδε σκοπούς, είναι πλέον καιρός να αντιμετωπισθή υπό των συγχρόνων παλαιοημερολογιτών μετά σοβαρότητος και συνεπείας, ως τούτο υποδεικνύουσιν αυτοίς και τινες εις τας τάξεις αυτών καταλεγόμενοι παράγοντες, ενδιαφερόμενοι διά την επί υψηλού οπωσδήποτε επιπέδου διατήρησιν του παλαιοημερολογιτικού αγώνος(59) Εν τούτοις τας παλαιοημερολογιτικάς παρατάξεις άγουσι, κατά κανόνα, στοιχεία αδιάλλακτα, καταφερόμενα γραπτώς και προφορικώς διά βιαίων εκφράσεων κατά της
επισήμου Εκκλησίας και των Ποιμένων αυτής, αναμασώντα συνήθως ό,τι έχει κατά καιρούς γραφή εν Ελλάδι και εν τη αλλοδαπή, είτε υπό παλαιοημερολογιτών, είτε υπό θιασωτών του κινήματος αυτών, εν σχέσει προς την έναντι της ορθοδόξου παραδόσεως στάσιν αυτών και προς τον εν γένει βίον των «Αρχιερέων» αυτής. Χαρακτηριστικώς μνημονεύομεν ενταύθα ότι ο μεν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών απεκλήθη «χρυσοστόλιστος πριμάτος ενός κρατικού διοικητικού οργανισμού μαουερικού υπεραιωνοβίου τύπου», οι δε Αρχιερείς της Εκκλησίας ημών,
μη δίδοντες «τας απαιτουμένας νομίμονς εγγυήσεις καθαρότητός των όσον αφορά την πίστιν και την αλήθειαν»(61)
Οι αυτοί εξ άλλου παλαιοημερολογίται θεωρούσιν εαυτούς ως «Εκκλησίαν» και δη και την γνησίαν και ακαινοτόμητον Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Ελλάδος(62), ήτις ου μόνον τηρεί τα δόγματα απαρασάλευτα και ακαινοτόμητα και τας παραδόσεις απαραχαράκτους και ασινείς αλλά και απέβη σωτήριος δι' όλην την Ορθοδοξίαν, άτε εμποδίσασα την ορμήν των καινοτόμων εις εφαρμογήν ανεπιτρέπτων νεωτερισμών ούσα ετοίμη να θυσιασθή προς υπεράσπισιν «της Αχράντου Ορθοδοξίας»(63). Η κανονική Εκκλησία της Ελλάδος εξήλθε, κατ' αυτούς, του θριγγού της Ορθοδοξίας, περιέπεσεν εις πλάνην και σχίσμα, λόγω δε και διά της κρατικής εξουσίας ίσταται, αποκαλουμένη υπ' αυτών «κρατική», «διοικούσα» ή «επίσημος»(64). Εν αντιθέσει προς ταύτην, η «Εκκλησία» των παλαιοημερολογιτών, κατά τους ισχυρισμούς αυτής, ένεκα της κακοδοξίας της «διοικούσης» διεχώρισε τας ευθύνας αυτής, μεριμνώσα πλέον όχι διά την τήρησιν της ακριβείας, αλλά διά την σωτηρίαν και τον αγιασμόν των ανθρώπων(65). Αλλ' η εν Ελλάδι κατατετμημένη παλαιοημερολογιτική «Εκκλησία» υπό ουδεμιάς Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι ανεγνωρισμένη, ουδ' υπ' εκείνων, αίτινες ακολουθούσι νυν το παλαιόν ημερολόγιον. Καί, ως είναι γνωστόν, δεν δύναται να είναι Εκκλησία του Θεού εκείνη, ήτις «δεν ενούται προς τας λοιπάς καθολικάς Εκκλησίας, ήτοι προς το εν σώμα του Χριστού εν όλω τω κόσμω»(66). Αυτή άλλωστε η αναγνωρίσασα ταύτην την Εκκλησία του Μητροπολίτου Φιλαρέτου υπερέβαλεν εν τη ενεργεία ταύτη τας και άλλως αμφισβητουμένας αρμοδιότητας αυτής. Εν πάση περιπτώσει και προ της τοιαύτης αναγνωρίσεως, πολύ δε περισσότερον μετ' αυτήν η «Εκκλησία» των παλαιοημερολογιτών εν Ελλάδι διεκδικεί δι' εαυτήν πλήρη ανεξαρτησίαν αν μη και ασυδοσίαν, εν ταις κινήσεσι και ταις δραστηριότησιν αυτής, αξιούσα όπως τύχη της υπό του Συντάγματος εις τας γνωστάς θρησκείας παρεχομένης προστασίας(67). Το εν λόγω αίτημα συναντά την πείσμονα άρνησιν κυρίως της Εκκλησίας, εχούσης, ως προς το σημείον τούτο, την συμπαράστασιν και της Πολιτείας, της νομολογίας και της παρ' ημίν θεωρίας του Δικαίου (68). Ένεκα τούτου ως και εξ αιτίας των κατά διαστήματα βιαίων μέτρων κατ' αυτών οι παλαιοημερολογίται θεωρούσιν εαυτούς ως εν διωγμώ ευρισκομένους(69), διακηρύσσοντες τούτο ευκαίρως ακαίρως.
Η έναντι των παλαιοημερολογιτών στάσις της Ελληνικής Πολιτείας σήμερον χαρακτηρίζεται υπό μετριοπαθείας και ανοχής, καίτοι δεν αποκρύπτονται αι ανησυχίαι αυτής διά τας επί της εθνικής κυρίως ενότητος δυσμενείς επιπτώσεις
του παλαιοημερολογιτικού κινήματος, ένεκα του διαφαινομένου κινδύνου εκμεταλλεύσεως αυτού υπό των γνωστών στοιχείων, άτινα έχουσι πάντα λόγον ίνα ενθαρρύνωσιν αυτονομιστικάς τάσεις κατοίκων τινων της Βορ. Ελλάδος(70). Βεβαίως η Πολιτεία αποδέχεται την έν τε τη επιστήμη και τη νομολογία κρατούσαν άποψιν, ότι οι παλαιοημερολογίται αποτελούσι «παρασυναγωγήν» εντός των κόλπων της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά συνέπειαν δε αρνείται να ενδώση εις το, μετά φορτικότητος, προβαλλόμενον αίτημα αυτών όπως τύχωσιν αναγνωρίσεως εκ μέρους αυτής. Το αίτημα τούτο, προβληθέν και αύθις, προ ετών, απερρίφθη εκ νέου υπό της Πολιτείας(71). Ουχ' ήττον η Πολιτεία θεωρούσα το όλον ζήτημα των εν Ελλάδι παλαιοημερολογιτών, υπό το εθνικόν πρωτίστως και πολιτικόν εν συνεχεία πρίσμα, ολιγώτερον δε υπό το θεολογικοεκκλησιαστικόν τοιούτο, επιδεικνύει κατά καιρούς επιθυμίαν, αν μη και σπουδήν προς εξεύρεσιν λύσεώς τινος.αυτού δυναμένης να αποτρέψη τους οίους αύτη δύναται να εκτιμά ως σοβαρούς εθνικούς, ιδία, κινδύνους περί ων διέλαβεν εν εμπιστευτικώ αυτού εγγράφω και Ιεράρχης της Εκκλησίας της Ελλάδος, ποιμαίνων παραμεθόριον Ι. Μητρόπολιν, επισημάνας την υποστήριξιν ην παρέχει τοις παλαιοημερολογίταις των παραμεθορίων περιοχών η εν Σκόπια εδρεύουσα Μακεδονική Εκκλησία, προς εξυπηρέτησιν διαφανών βεβαίως σκοπών και επιδιώξεων. Από των τοιούτων βασικώς ορμωμένη σκέψεων η Πολιτεία, δύναταί τις ειπείν, ότι δυσανασχετεί σήμερον διά την παρατεινομένην εκκρεμότητα, αναμένουσα την ανεύρεσιν λύσεως κοινής αποδοχής προς εφαρμογήν(72).
Η τοιαύτη θέσις της Πολιτείας έναντι των παλαιοημερολογιτών, εξικνουμένη και μέχρι
παρεξηγησίμου ανοχής, έχει παράσχει σήμερον πλήρη ελευθερίαν κινήσεως εις τούτους, τελούντας τα της λατρείας αυτών ελευθέρως, ενίοτε και τη συμμετοχή κρατικών οργάνων(73). Επί τούτοις ούτοι, καίπερ μη ανεγνωρισμένοι ως Αρχή, χρησιμοποιούσιν εν τοις εγγράφοις αυτών τα εμβλήματα και τους επιτίτλους των δημοσίων αρχών(74), ενώ παραλλήλως δεν υπόκεινται εις τας νομίμους υποχρεώσεις και δεσμεύσεις των νομικών προσώπων της Εκκλησίας, τουθ' όπερ δημιουργεί πάντοτε αφορμάς διατυπώσεως πικρών σχολίων εκ μέρους αυτής, διά την ασύδοτον. εξ επόψεως δημοσιονομικής πολιτείαν των παλαιοημερολογιτών.
Γεγονός εν τούτοις είναι ότι και αυτή η Πολιτεία δεν έχει σταθεράν πολιτικήν
έναντι των παλαιοημερολογιτών, διό και εφαρμόζει μεν την τακτικήν της ανοχής και της αποφυγής των διώξεων(75), ως προελέχθη, ου μην δ' αλλά και δραστηριοποιείται εναντίον αυτών οσάκις καταγγελθή αρμοδίως αυτή παράβασίς τις των νόμων εκ μέρους αυτών. Ούτως σφραγίζονται ενίοτε και σήμερον παρανόμως τιθέμενοι εις λειτουργίαν παλαιοημερολογιτικοί ναοί ή ησυχαστήρια(76), εμποδίζεται διοικητικώς η αποδημία «κληρικών» ή αντιθέτως η ενταύθα άφιξις και μόνιμος εγκατάστασις επικινδύνων παλαιοημερολογιτών «κληρικών(77), κλπ. προ τινος δε διηυκρινίσθη αρμοδίως, ότι εις το ευεργέτημα της απαλλαγής εκ της προς στράτευσιν υποχρεώσεως , δεν υπάγονται οι παλαιοημερολογίται μοναχοί οι εγκαταβιούντες εντός Μονών της περιοχής της Εκκλησίας της Ελλάδος(78).
Οι παλαιοημερολογίται παρίστανται ανέκαθεν ως ζηλωταί των πατρίων, τηρηταί των Ι. Κανόνων και ως αυστηρώς εχόμενοι των συντηρητικών ορθοδόξων
παραδόσεων(79), οξέως αντιδιαστελλόμενοι από της κανονικής Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτις, κατ' αυτούς, ένεκα και της συμμετοχής αυτής εις την λεγομένην
οικουμενικήν κίνησιν και εις το Π.Σ.Ε. κατέστη καινοτόμος και νεωτερίζουσα. Τω λόγω τούτω παρατηρούνται, κατά καιρούς, μεταπηδήσεις τινες προσώπων(80) ή και μοναστικών Αδελφοτήτων(81) από της κανονικής Εκκλησίας, εις τους παλαιοημερολογίτας. Οι αποσκιρτώντες επιστηρίζουσι το διάβημα αύτών
τούτο εις λόγους συνειδήσεως και εις τον προξενούμενον εν ταις ψυχαίς αυτών σκανδαλισμόν, ένεκα της φιλελευθέρας στάσεως της ημετέρας Εκκλησίας έναντι
των οικουμενιστικών τάσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Σημειωτέον ότι Ησυχαστήρια τινα της κανονικής Εκκλησίας, πριν ή μεταπηδήσωσι εις τον παλαιοημερολογιτισμόν εφήρμοσαν το σύστημα της εξαρτήσεως αυτών δίκην μετοχίων από μονών του Αγίου Όρούς. Το καθεστώς τούτο, εναντίον του οποίου διεμαρτυρήθη τόσον η ΔΙΣ όσον και μεμονωμένοι Ιεράρχαι, εξακολουθεί υφιστάμενον ως προς τινας Μονάς και Ησυχαστήρια ανήκοντα σήμερον
τοις παλαιοημερολογίταις(82). Εν τούτοις έχει κατ' επανάληψιν παρατηρηθεί το άτοπον της εκ των ανδρώων μονών του Αγ. Όρους, εν αις ισχύει το άβατον, εξαρτήσεως υπό μορφήν μετοχίων, γυναικείων μονών και δη και παλαιοημερολογιτικών και τούτο καθ' ην στιγμήν το Άγιον Όρος τηρεί κανονικάς σχέσεις μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Σημειώσεις
1. Αποκαλούμενοι εκ των αρχηγετών αυτών αντιστοίχως «Φλωρινικοί» ή «Ματθαιϊκoί».Επ' εσχάτων εδημιουργήθη και τρίτη παράταξις υπό τον «Κορινθίας» Κάλλιστον.
2. Βλ. Αρχιμ. Επιφαν. Θεοδωροπούλου, Επιστολιμαία διατριβή, σ. 21. Αρχιμ. Φιλοθέου Ζερβάκου, Υπόμνημα προς την Σ/τήν Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν: «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη» 1964 σ. 225. Θεοδωρήτου μοναχού, Απόκρισις εις μίαν απάντησιν σ. 38. Εκκλησίας Ελλάδος Το Ημερολογιακόν ζήτημα. ...σ. 9.
3. Πρβλ. Θεοδωρήτου, μοναχού Β' Ανοικτή Επιστολή... σ. 16 σημ. 8.
4. «Ορθόδοξος Λόγος» έτος Α' φ. 1 σ. 2. Υπόμνημα των ΓΟΧ προς το εν Ρόδω Πανορθόδοξον Συνέδριον, εν: «Η Φ.Ο.» 1961 φ. 375 σ. 6. «Ανακοίνωσις» της Ι: Συνόδου της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών της Ελλάδος (κυρού Αρχιεπ/που Ματθαίου), εν: «Ελεύθερος Κόσμος» 1-3-1973. Κατά τον μοναχόν Θεοδώρητον η παράταξις Αυξεντίου εκπροσωπεί το 85% του παλαιοημερολογιτικού κόσμου, η δ' ετέρα το υπόλοιπον 15% (Βλ. Θεοδωρήτου μοναχού, Απάντησις προς την εφημερίδα «Εκκλησ. Αγών» Άγιον Όρος- Αθήναι 1972 σ. 8. Πρβλ. Irénikon, 1971 σ. 417). Αντιθέτως κατ' ανακοίνωσιν της Ι.Σ. των «Ματθαιϊκών» η παράταξίς των αριθμεϊ 1.000.000 πιστών (βλ. «Ελεύθερον Κόσμον» 1-3-1973).
5. Ορθόδοξος Λόγος» 1974 φ. 3 σ. 2, φ. 5 σ. 2, φ. 6 σ. 3. Ο λόγιος αγιορείτης μοναχός Θεοδώρητος αναγνωρίζει την ύπαρξιν ατασθαλιών, αδυναμιών και παθών εις τε τους άρχοντας και τον λαόν των ΓΟΧ (Θεοδωρήτου μοναχού, Απόκρισις Β' προς τον αρχιμ. Επιφάνιον Θεοδωρόπουλον--Άγ. Όρος 1970 σ. 14-15 ).
6. Προς τούτο υφίσταται εν Αθήναις «Συντονιστική Επιτροπή Αγώνος ενώσεως ΓΟΧ Ελλάδος» καθ' ης εστράφη ο «Ορθόδοξος Λόγος» (αρ. φ. 1 σ: 2 ~ αμφισβητών την αναγκαιότητα της υπάρξεως αυτής. Εν απαντήσει αυτής διαλαμβάνεται η πληροφορία ότι από του 1969 έχει αναληφθή προσπάθεια του «Αρχιεπ/που» Αυξεντίου προς ένωσιν των δύο παρατάξεων, η δε Επιτροπή αύτη έχει εξουσιοδοτηθή υπό της Ι.Σ. του Αυξεντίου τούτου «όπως προβαίνη εις τας δεούσας ενεργείας» προς την κατεύθυνσιν της ενώσεως. Εν τούτοις εν τω φύλλω αρ. 693-694 της «Φωνής της Ορθοδοξίας» (σ. 16) εδημοσιεύθη ανακοίνωσις της Ι.Σ. του Αυξεντίου περί άρσεως της ανωτέρω εξουσιοδοτήσεως ένεκα αποτυχίας της Επιτροπής εις το έργον αυτής. Σημειωτέον ότι και η παράταξις «Ματθαίου» έχει αποκηρύξει ταύτην. (Βλ. «Ορθόδ. Λόγον» 1974 φ. 6 σ. 3). Προς την κατεύθυνσιν της ενότητος των δύο παλαιοημερολογιτικών παρατάξεων βλ. και «Ορθόδοξον Τύπον» 1970 φ. 126, La foi transmise, 1971 Ιανουάριος σ. 30.
7. Πρβλ. Irénikon, 1972 σ. 124, ΚΕΟ, Νοέμβριος 1971 σ. 12. Πρβλ. και La foi transmise, 1-2-1972.
8. Βλ. διά τον χαρακτηρισμόν τούτον Θεοδωρήτου μοναχού, Το ημερολογιακόν σχίσμα δυνάμει ή ενεργεία; σ. 7.
9. Βλ. ΚΕΟ Δεκέμβριος 1972, Ιανουάριος 1973. Κατά τον «Ορθόδοξον Λόγον» η προσπάθεια ενώσεως των δύο παρατάξεων είναι «μωρά» διότι η παλαιοημερολογιτική Εκκλησία είναι μία και αδιαίρετος, των «ματθαιϊκών» υποχρεουμένων όπως επιστρέψωσιν εις την ακαινοτόμητον Εκκλησίαν την υπό τον «Αρχιεπ/πον» Αυξέντιον τελούσαν. (Βλ. «Ορθόδ. Λόγον» 1973 φ. 2 σ. 2 ).
10. Πρβλ. και «Εκκλησ. Αγώνα» 1973 φ. 78 σ. 2. Ομοίως βλ. Θεοδωρήτου Μοναχού, Το ημερολογιακόν σχίσμα... σ. 30-32. La foi transmise, 5/18 Μαΐου 1971 σ. 6α. Πρβλ. και σχόλιον υπό τον τίτλον «θλιβεραί κατατομαί» εν: «Oι Τρεις Ιεράρχαι» 1974 φ.1325 σ.8.
11. «Η Φ.Ο.» 1972 φ. 635-636 σ. 12-13, «Ορθόδοξος Λόγος» 1974 φ. 3 σ. 2.
12. Πρβλ. «Ορθόδοξον Λόγον» 1974 φ. 4 σ. 4, σ. 2.
13. «Η Φ.Ο.» 1974 φ. 696 σ. 10. Πρβλ. και Θεοδωρήτου μοναχού, Απόκρισις Β' προς τον αρχ. Επιφάνιον Θεοδωρόπουλον (πολυγραφημένον) Άγ. Όρος 1970 σ. 15.
14. «Ορθόδοξος Λόγος» 1974 φ. 5 σ. 1, 4, φ. 6, σ. 4, Βλ. αυτόθι και απυκαλυπτικήν «φωνήν διαμαρτυρίας διά τα συμβαίνοντα εις την Ι.Σ, της Εκκλησίας των ΓΟΧ» υπό μοναχού Θεοφυλάκτου Νανοπούλου ένθ' ανωτ. σ. 3-4 ). Κατά τον Θ. Παπακωνσταντίνου εις τους κόλπους των παλαιοημερολογιτών ενδέχεται «να έχουν καταφύγει... και μερικοί απατεώνες» Βλ. Θ. Παπακωνσταντίνου, Θύματα και θύται εν: «Ακρόπολις» 28-1-73.
15. «Ορθόδοξος Λόγος»αρ.7,1974 σ.1.
16. Βλ. «Ορθόδοξον Λόγον» φ. 15/Ιούν.-Ιούλ. 1975 βάλλοντα κατά του «Αρχιεπ/που» Αυξεντίου με τον εύγλωττον τίτλον: «Ζητούμεν άνδρα Αρχιεπίσκοπον» ή «Ο Αυξέντιος διασπά τον αγώνα» (φ. 12/Ιαν.-Φεβρ. 1975 ).
17. Βλ. «Ακρόπολιν» 9-1-75.
18. Εκκλησίας ΓΟΧ Ελλάδος, Έλεγχος και ανατροπή των αντικανονικών και βλασφήμων ενεργειών των απεσχισμένων εκ της Εκκλησίας των ΓΟΧ «Αυξεντιανών και Καλλιστικών», Αθήναι 1979 σ. 5.
19. Βλ. Εγκύκλιον από 14/27-2-79 της νέας «Ι. Συνόδου» «προς τον ευσεβή λαόν της Εκκλησίας των ΓΟΧ Ελλάδος» ένθ' ανωτ. σ. 10 επ.... Oι «Αρχιερείς» της υπό τον Κάλλιστον παρατάξεως είναι οι «Αττικής και Μεγαρίδος» Αντώνιος, «Ωρωπού» Κυπριανός, «Μαγνησίας» Μάξιμος, «Αχαΐας» Καλλίνικος, «Οινόης» Ματθαίος, «Αιολίας» Γερμανός, «Πενταπόλεως» Καλλιόπιος, «Κνωσσού» Μερκούριος, «Δωδεκανήσου» Καλλίνικος. Ο «Πενταπόλεως» Καλλιόπιος απεβίωσε τω 1980.
20. Εγκύκλιος, από 2-3-79 σ. 29.
21. Αύτη συγκροτείται εκ των κάτωθι: «Αρχιεπισκόπου» Αυξεντίου, ως Προέδρου και των «Επισκόπων»: «Πειραιώς και Σαλαμίνος» Γεροντίου, «Θαυμακού » Καλλινίκου, «Αιγίνης» Παϊσίου, «Ταλαντίου» Γερασίμου, «Χριστιανουπόλεως» Θεοφίλου, «Καρδαμύλλων» Στεφάνου, «Γρεβενών» Αθανασίου, «Πλαταμώνος» Αθανασίου, «Επτανήσου» Μαξίμου, «Μαραθώνος» Ιουστίνου, «Σταυρουπόλεως» Ευθυμίου. «Γαρδικίου » Παϊσίου.
22. Αύτη συγκροτείται εκ των κάτωθι: «Αρχιεπισκόπου» Ανδρέα, ως Προέδρου και των «Μεσσηνίας» Γρηγορίου, «Αττικής και Μεγαρίδος» Ματθαίου, «Πειραιώς και Νήσων» Νικολάου, «Βρεσθένης» Λαζάρου, «Αργολίδος» Παχωμίου», «Φθιώτιδος» Θεοδοσίου, «Κρήτης» Ευμενίου και «Σερβίων και Κοζάνης» Τίτου. (Βλ. Έλεγχος και ανατροπή... ένθ' ανωτ. σ. 30).
23. Λ.χ. Αρχιεπίσκοπος Αυξέντιος, ή Αρχιεπίσκοπος Ανδρέας. Εν τούτοις προσφάτως ενεφανίσθη και ο τίτλος «Ο Αρχιεπ/πος ΓΟΧ Αθηνών και πάσης Ελλάδος». Βλ. «Η Φ.Ο.» 1971 φ. 634 σ. 2, 1974 φ. 697 σ. 2. Το αυτό και ο της «Ματθαιϊκής» παρατάξεως.
24. Βλ. σύσκεψιν τη 15-3-1973 εις το Κυβερνητικόν Μέγαρον υπό την Προεδρίαν του τότε Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως Σ. Παττακού, τη συμμετοχή αρμοδίων Υπουργών και εκπροσώπων της Εκκλησίας.
25. Βλ. «Εκκλησιαστικόν Αγώνα» 1969 τ. Σεπτ.-Οκτ.-Νοεμβρ. άρθρον «Εντός της Εκκλησίας» ένθα καί τα εξής: «... Υπάρχει εις τον κόσμον των παλαιοημερολογιτών φιλαρχία μεγάλη. Μανία προς ηγουμενοποίησιν. Λύσσα προς δεσποτοποίησιν. Πολλοί σπουδαρχίδαι, μη δυνηθέντες να εκπληρώσουν τον φλογερόν πόθον της φιλαρχίας των εν τη επισήμω Εκκλησία, κατέφυγον εις τους παλαιοημερολογίτας, εγένοντο δεκτοί υπ' αυτών και εύρον εκεί την ικανοποίησιν του πάθους των». Πρβλ. καί «Η Φ.Ο.» 1970 φ. 582 σ. 1.
26. Βλ. Θεοδωρήτου Μοναχού, Το ημερολ. σχίσμα δυνάμει ή ενεργεία; σ. 4. Ο συγγραφεύς θεωρεί διά τούτο τους παραβάτας του κανόνος τούτου καθαιρετέους.
27. Κατάλογον των παλαιοημερολογιτικών Μονών εν τη περιφερεία Αττικής και Μεγαρίδος εδημοσίευσεν εν τω Irénikon (1971 σ. 550 ) o Α. Πανώτης. Αφορά τα εν έτει 1971 κρατούντα. Σχετικά στοιχεία περιλαμβάνονται εν τω «Ημερολογίω Εγκολπίω» των ετών 1971-1973 όπερ εκδίδει η παράταξις του «πρ. Φλωρίνης». Συμφώνως προς στοιχεϊα παρεχόμενα υπό του Ιrenée Doens εν:Ιrénikon 1972 σ. σ. 52 επ. η παράταξις αύτη διαθέτει 84 Μονάς και ησυχαστήρια ων το ήμισυ (44 ) ευρίσκονται εν τη περιοχή Αττικής. Κατά τον «Οδηγόν Ι. Μονών και Ησυχαστηρίων της Εκκλησίας των ΓΟΧ Ελλάδος» (Αυξεντίου) του έτους 1978 η παράταξις διαθέτει εν συνόλω 76 Μονάς και ησυχαστήρια. Κατά τον Αυξέντιον η παράταξις διέθετε 200 Μονάς «Η Φ.Ο.» 1972 φ. 654-655 σ. 16).
28. Βλ. «Απογευματινήν» 22-8-75, 6-9-75, «Ακρόπολιν» 23-9-75, 26-9-75.
29. Βλ. Ζηλωτών Αγιορ. Πατέρων, Σύντομος... σ. 40. Κατά τον Θ. Παπακωνσταντίνου oι παλαιοημερολογίται «ημπορεί να ανήκουν εις καθυστερημένα μάλλον στρώματα του λαού...». («Ακρόπολις» 28-1-73, 31-1-73). Πρβλ. και «Η Φ.Ο.» 1973 φ. 675-676 σ. 11.
30. Πρβλ. Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου, Σχόλια επί της Πανορθοδόξου Προσυνόδου, εν: «Αγιορειριτική Βιβλιοθήκη» 1957 σ. 104.
31. Εν έτει 1957 συνεπήχθη ο Ιερός Σύνδεσμος των Γνησίων Ορθοδόξων Κληρικών και Λαϊκών Ελλάδος με κύριον σκοπόν την νομικήν κατοχύρωσιν των κληρικών. Βλ. Διάγγελμα αυτού εν: «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη» 1957 σ. 308-309. Επίσης έκτοτε ήρξαντο συγκαλούμενα ιερατικά συνέδρια, άνευ, εννοείται, συμμετοχής λαϊκών παραγόντων. Βλ. «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη» 1957 σ. 439, 1960 σ. 129 επ.
32. «Η Φ.Ο.» 1972.
33. «Η Φ.Ο.» 1972.
34. Βλ. Ανοικτήν Επιστολήν του «Κυκλάδων» Γαβριήλ εν : «Ορθόδοξος λόγος» 1974 φ. 6 σ. 14.
35. Ζηλωτών αγιορ. Πατέρων, Σύντομος ... σ. 40.
36. Επίσημον δημοσιογραφικόν όργανον της παρατάξεως του «πρ. Φλωρίνης» είναι «η Φωνή της Ορθοδοξίας», διεκδικούσα δι' εαυτήν την αξίαν δευτέρου Ευαγγελίου (Βλ. «Η Φ.Ο.» 1954 φ. 186 σ.8) της δε παρατάξεως Ματθαίου ο «Κήρυξ Εκκλησίας Ορθοδόξων» μετατραπείς «εις, Κήρυκα.Γνησίων Ορθοδόξων». Έτερα .περιοδικά. είναι μεταξύ άλλων: «Αγάπη», «Χριστιανική Πορεία» κλπ.
37. Συνεδρία ΔΙΣ της 16-9-1970. Ούτω και η υπ' αριθμ. 150/1972 Γνωμοδότησις του ΝΣΚ και Γνωμάτευσις Χ. Ανδρούτσου-Λ. Γιδοπούλου-Α. Βαμβέτσου. Βλ. σχετικώς και Δωροθέου (Κοτταρά) Μητροπολίτου Λαρίσης, Νομοκανονικαί Έρευναι σ. 186, 188.
38. Δωροθέου, Μητροπολίτου Λαρίσης, εν: «Νομοκανονικαί Έρευναι» σ. 181-208. Ούτω και ο Α. Χριστοφιλόπουλος εν: Ελλην. Εκκλησ. Δίκαιον τ. Β' σ. 26-27. Πρβλ. και τας Α.Π. 486/66, Πλημ. Ηρακλ. 115/67 καί Δ. Στρατοδ. Λαρίσης 124/65. Και αυτοί άλλωστε oι παλ/ται δεν δέχονται ότι έχουσιν αποσχισθή της Ορθοδοξίας. Βλ. και Ιεράς Μονής αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, Οφειλομένη απάντησις εις δεινήν συκοφαντίαν. Αθήναι 1971 σ. 6 επ. Εν τούτοις υπάρχουσι και οι σήμερον διατεινόμενοι ότι οι παλαιοημερολογίται εισίν σχισματικοί. Βλ. «Ενορίαν» 1971 σ. 244.
39. Πρβλ. καί Γ'. Ι. Λ(εβεντίδη), Oι παλαιοημερολογιτικοί Ναοί, εν: «Ενορία» 1973 σ. 5.
40. Βλ. και απόφασιν ληφθείσαν εν τη συνεδρία της ΔΙΣ της 18-6-1971 περί επιστροφής ως απαραδέκτου εγγράφου του «Αρχιεπισκόπου» Αυξεντίου απευθυνθέντος αυτή. Πρβλ. και το υπ'αριθμ. 5401/2354/4-10-1969 συνοδικόν έγγραφον προς την Εισαγγ. Πρωτ. Θεσσαλονίκης, δι' ού, εξ αφορμής περιελεύσεως τη ΔΙΣ, εκ παραδρομής της ταχυδρομικής υπηρεσίας, δύο εγγράφων της δικαστικής ταύτης Αρχής απευθυνομένων προς την «Ιεράν Σύνοδον της Αγιωτάτης Εκκλησίας των ΓΟΧ Ελλάδος» επισημαίνεται: κατ' αρχήν μεν το άτοπον της προς νομικώς και κανονικώς ανύπαρκτον εκκλησ. αρχήν αποστολής δημοσίου εγγράφου, είτα δε η ιδιότης των την «Σύνοδον» ταύτην των ΓΟΧ συγκροτούντων ως δήθεν Ιεραρχών, στερουμένων δηλονότι κανονικής και εγκύρου χειροτονίας και αντιποιουμένων ως εκ τούτου, την ιδιότητα του Ορθοδόξου Επισκόπου. Βλ. ωσαύτως το υπ' αριθμ. 1869/1030/31-3-72 έγγραφον της Ι. Συνόδου προς το Πρωτοδικείον Χαλκίδος, εν ω, εις απάντησιν ερωτήματος αυτού «περί της νομιμότητας της χειροτονίας των Αυξεντίου Πάστρα, Παν. Ευθυμιάδου, Γεωργίου Μαριόλη, Κων/νου Κανιώτη, Αθαν. Παππά, Αθαν. Κιούση, και Ιγνατίου Φράγκου» παρέχεται η πληροφορία ότι πάντες ούτοι «ουδέποτε συγκατελέγησαν μεταξύ των Κανονικών και νομίμων κεχειροτονημένων Κληρικών της Ελλαδικής Εκκλησίας... η δε χειροτονία των ουδέποτε ανεγνωρίσθη υπό της Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος». Σχετικόν και το υπ' αριθμ. 1799/21-4-71 έγγραφον της Ι.Σ.
41. Πρβλ. Έκκλησιν από 1-2-1968 των Ορθοδόξων Χριστιαν. Επιστημόνων ΓΟΧ, το υπ' αριθμ. 99/18-31 Ιανουαρίου 1963 υπόμνημα της Δ/σεως της Ελλην. Εκκλησίας ΓΟΧ, ως και το υπ' αριθμ. 468/1-10-1963 όμοιον της ΠΘΕΟΚ, Πρβλ. ωσαύτως τα 871/1975, 893/75, 894/75, 896/76, 917/78 κ.ά, της ΠΘΕΟΚ προς την Κυβέρνησιν, τον Λαόν, τον Οικουμ. Πατριάρχην, κοινοποιούμενα εις τους Σεβ. Μητροπολίτας της Εκκλησίας ημών.
42. Βλ.Χρυσοστόμου Β' Αρχ/που Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Τα Πεπραγμένα τ. Α' σ. 162-165.
43. Πρβλ, το υπ' αριθμ. 765/16-29 Μαρτίου 1971 έγγραφον της ΠΘΕΟΚ.
44. Πρβλ. τα υπ' αριθμ. 768/27-4-1971 και 722/22-6-1969 έγγραφα της ΠΘΕΟΚ.
45. Πρβλ. το από 3-11-1966 ψήφισμα της εκτάκτου Κληρικολαϊκής Συνάξεως της Εκκλησίας των ΓΟΧ, έτερον ψήφισμα διαμαρτυρίας της Εκκλησίας των ΓΟΧ επί τη συλλήψει ελλήνων Ιεραρχών εν Κύπρω τω 1956 («Η Φ.Ο.» 1956 φ. 229 σ. 8). ως και ανοικτήν επιστολήν αυτών προς τον Αρχιεπ/πον Δωρόθεον εν έτει 1956 («Η Φ.Ο.» 1956 231 σ. 1-2 ). Πρβλ. ομοίως την υπ' αριθμ. 846/6-3-74 Εγκύκλιον Επιστολήν της ΠΘΕΟΚ προς την Ιεραρχίαν της Εκκλησίας της Ελλάδος.
46. Το φαινόμενον τούτο ενεφάνισεν έξαρσιν επ' εσχάτων τόσον εις το εσωτερικόν όσον και εις το εξωτερικόν. Είναι δε όντως λυπηρόν oι υπό της κανονικής Εκκλησίας καθαιρούμενοι κληρικοί διά κωλυτικά της ιερωσύνης παραπτώματα να ευρίσκωσιν άσυλον παρά τοις τηρηταίς των παραδόσεων παλαιοημερολογίταις της Ελλάδος ή της Αμερικής και Αυστραλίας. Επί του θέματος τούτου υφίσταται αποκαλυπτική εμπιστευτική αλληλογραφία εις το Αρχείον της Ι. Συνόδου. Το σημείον τούτο επισημαίνων εν έτει 1950 ο Αρχιεπ/πος Σπυρίδων παρετήρει ότι «οιαδήποτε πειθαρχική κύρωσις κρινομένη θρασύτατα από τους υπευθύνους ως άδικος συνεπάγεται αποσκίρτησιν και προσχώρησιν εις τον παλαιοημερολογιτισμόν επιτρέποντα πάσαν αλητείαν και πάσαν αγυρτείαν» (ΚώΔΙΣ 1948-1951 σ. 461). Πρβλ. και τον Σεβ. Κοζάνης διαπιστούντα ότι «μας εδίδαξεν η πείρα επί πενήντα τώρα τόσα χρόνια ότι oι άτακτοι εν τη Εκκλησία και oι ανυπότακτοι εις το τέλος γίνονται παλαιοημερολογίται» Διονυσίου, Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης Ομιλία Ε' επί του Ημερολογιακού (ανέκδοτον χειρόγραφον).
47. Βλ. ταύτην εν: «Εκκλησία» 1971 σ. 165.
48. Η έκδοσις της εν λόγω Εγκυκλίου προυκάλεσε τα δυσμενή σχόλια των παλαιοημερολογιτών, οίτινες εχαρακτήρισαν ταύτην ως διαπνεομένην υπό πνεύματος «ακράτου φανατισμού και μισαλλοδοξίας». Βλ. σχετικώς το υπ' αριθμ. 765/16-29 Μαρτίου 1971 έγγραφον της ΠΘΕΟΚ προς την ΔΙΣ.
49. Βλ. λ.χ. τα υπ' αριθμ. 6550/2929/23-11-1968 και 2538/62/10-1-1968 συνοδικά έγγραφα διαλαμβάνοντα σχετικώς. Πρβλ. και διαμαρτυρίαν του εν Δράμα παλαιοημερολογίτου «ιερέως» Μιχ. Σαββοπούλου περί ης και σχόλιον εν τη εφημερίδι «Ελλην. Βορράς» της 2-7-1969 σ. 2.
50. Πρβλ. «Ορθόδοξον Λόγον» φ. 1. Οκτώβρ. 1973 σ. 2. Σ. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, Είμεθα η ακαινοτόμητος Ορθόδ. Εκκλησία, εν : «Ορθόδ. Λόγος» 1974 φ. 4 σ. 4, «Η Φ.Ο.» 1969 φ. 571-572 σ. 15. Ανοικτήν Επιστολήν Αρχιεπ/που Αυξεντίου εν: «Η Φ.Ο.» 1973 φ. 665-666 σ. 3. Ομοίως 1973 φ. 691/692 σ. 3 επ. Ομοίως Υπόμνημα ενώσεως Ελληνορθοδόξων Χριστιανών εν: «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη» 1956 σ. 359.
51. Εκκλησίας Ελλάδος, Το Ημερολογιακόν ζήτημα... σ. 9.
52. Ούτω βασικώς ο «πρ. Φλωρίνης» ούτινος την άποψιν υποστηρίζει επ' εσχάτων ο μοναχός Θεοδώρητος. (Βλ. Θεοδωρήτου Μοναχού, Το ημερολογιακόν σχίσμα δυνάμει ή ενεργεία, σ. 2 επ.).
53. Βασικώς ο Ματθαίος και oι περί αύτόν. Πρβλ. Ποιμαντορικήν Εγκύκλιον, από 20-12-72 σ. 10.
54. Πρβλ. και Ιγνατίου Μπίτη αγιορείτου ανοικτήν επιστολήν από 28-6-1971 προς την εφημερίδα «Εκκλησ. Αγών» εν: «Η Φ.Ο.» 1971 φ. 627-628 σ. 13, Ευγενίου Τόμπρου, Εκκλησία, δεχθείσα το Γρηγοριανόν (Παπικόν) Ημερολόγιον, κατέστη σχισματική και τα Μυστήριά της ως εκ τούτου, στερούνται της Θείας Χάριτος, εν: ΚΕΟ Οκτώβριος 1971 σ. 5 επ. Ο μοναχός Θεοδώρητος, δικαιολογών εν τούτω τους παλαιοημερολογίτας επάγεται ότι πράττουσιν ούτως «ουχί εκ κακής προθέσεως, αλλά εκ των υφηγήσεων σχετικών ιερών Κανόνων και Συνοδικών αποφάσεων, περί την ερμηνείαν των οποίων ηστόχησαν εκλαβόντες το «εν δυνάμει» δημιουργηθέν σχίσμα, ως «εν ενεργεία» τοιούτον και συνεπώς τετελεσμένον» Βλ. Θεοδωρήτου μοναχού αγιορείτου, Απάντησις Β' προς την εφημερίδα «Εκκλησ. Αγών» Αγ. Όρος 1972 σ. 12-13.
55. Βλ. αρθρογραφίαν Θ. Παπακωνσταντίνου εις «Ακρόπολιν» 28-1-1973.
56. Πρβλ. Διονυσίου Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης, Ομιλία Γ' (ανέκδοτον χειρόγραφον). Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου: Επιστολιμαία διατριβή.
57. Αρχιμ. Επιφ. Θεοδωροπούλου, Επιστολιμαία διατριβή ένθ' ανωτ. σ. 13.
58. Αντιθέτως μάλιστα η υπό τον Μητροπολίτην Φιλάρετον Εκκλησία φέρεται σήμερον διατηρούσα σχέσεις μετ' Εκκλησιών αίτινες εορτάζουσι το Πάσχα μετά των Λατίνων. (Πρβλ. «Ορθόδ. Λόγον» φ. 1 Οκτώβρ. 1973 σ. 1) κατά δε ανεπίσημόν τινα δήλωσιν του Επισκόπου Μανχάτταν Λαύρου, Γραμματέως της Ι.Σ. του Φιλαρέτου, η Εκκλησία αύτη δεν διέκοψε τας κανονικάς αυτής σχέσεις προς οιανδήποτε Εκκλησίαν ακολουθούσαν το νέον ημερολόγιον, «αλλά δυστυχώς τόσον το Οικουμεν. Πατριαρχείον, όσον και αι άλλαι Εκκλησίαι πιεζόμεναι υπό της Μόσχας έπαυσαν αυταί μετ' αυτής την «κοινωνίαν» (Βλ. «Ορθόδ. Λόγον» φ. 1 Οκτώβρ. 1973 σ. 3). Κατά την ιδίαν άλλωστε δήλωσιν η Εκκλησία του Μητροπολίτου Φιλαρέτου δεν θεωρεί τας νεοημερολογιτικάς Εκκλησίας αιρετικάς ή σχισματικάς (αυτόθι). Πρβλ. και «Orthodox life» Νοέμβρ. 1971 σ. 297. Βλ. και Επιστολήν του σέρβου ιερομονάχου Αθαν. Γιέβτιτς επί του προκειμένου έν Αλ. Καλομοίρου, Η ρωσσική Εκκλησία τής Διασποράς, «Η Φ.Ο.» 1969 φ. 575-576 σ. 11-12. Τήν τοιαύτην κοινωνίαν ο μοναχός Θεοδώρητος θεωρεί, καίτοι περιστα-τικήν και κατ'εξαίρεσιν, ώς λίαν επικίνδυνον διά τους εν Ελλάδι παλαιοημερολογίτας (Θεοδωρήτου μοναχού, Το ημερολογ. σχίσμα δυνάμει ή ενεργεία; σ. 13). Εν τούτοις αυτός ούτος ο Μητροπολίτης Φιλάρετος συνελειτούργησε μετά του σέρβου ιερομονάχου Αθ. Γιέβτιτς, μνημονεύοντας του ονόματος του Οικουμεν. Πατριάρχου. (Βλ. «Ενορίαν 1969, σ. 185-186 ). Πρβλ. Θεοδωρήτου μοναχού, Αναίρεσις αντικανονικών ενεργειών και πράξεων... σ. 25. Υποστήριξιν της πράξεως ταύτης οφειλομένης εις λόγους οικονομίας ανέλαβεν ο Πρεσβ. Βασ. Σακκάς εν: Απάντησις εις αιδεσιμολ. Επ. Θεοδωρόπουλον, σ. 22 επ., Υπόμνημα... σ. 66 επ. Συμφωνούμεν μετά του πρεσβυτέρου τούτου ότι «το Εορτολόγιον δεν είναι αυτοσκοπός, η σωτηρία όμως των ψυχών είναι αυτοσκοπός» (ένθ' ανωτ. σ. 68). Πώς όμως συμβιβάζεται τούτο με τας ακραίας θέσεις των εν Ελλάδι ΓΟΧ, Την ελαστικήν στάσιν της Συνόδου του Φιλαρέτου έναντι του παλαιού και του νέου ημερολογίου ορθώς ερμηνεύων ο Β. Σακκάς αποδίδει εις την μέριμναν αυτής προς ικανοποίησιν του συμφέροντος των πιστών. Ούτως η Σύνοδος αύτη εδέχθη όπως ενορίαι τινες αυτής ακολουθώσι το δυτικόν ημερολόγιον και Πασχάλιον (περίπτωσις Ολλανδίας). Βλ. Β. Σακκά, Υπόμνημα σ. 69. Οι εν Ελλάδι όμως ΓΟΧ δεν είναι εις θέσιν όπως ακολουθήσωσι την γραμμήν ταύτην, επικαλούμενοι λόγους δήθεν κανονικής ακριβείας.
59. Τούτο σημαίνει ότι και οι τούτοις κοινωνούντες παλαιοημερολογίται μετέχουσι του ρύπου αυτών.
60. Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου, Περί εκκλησ. Παραδόσεων εν: «Αγιορ. Βιβλιοθ.» 1957 σ. 8. Πρβλ. Θεοδωρήτου Μοναχού, Το ημερολογιακόν σχίσμα δυνάμει ή ενεργεία σ. 31 επ.
61. Πρβλ. «Η Φ.Ο.» 1969 φ. 567 σ. 2. Ι. Μονής Αγίων Κυπριανοϋ και Ιουστίνης, Οφειλομένη απάντησις εις δεινήν συκοφαντίαν σ. 10 επ. Ι. Πετριτάκη, Η θέσις του Ελληνικού Παλαιοημερολογιτικού ζητήματος... σ. 19.
62. Θεοδωρήτου Μοναχού, Απόκρισις εις μίαν απάντησιν σ. 27. Αγιορειτών Ζηλωτών Μοναχών, Φωνή εξ Αγίου Όρους. Πρόλογος και απολογητική απάντησις εις αποσπάσματα επιστολιμαίας διατριβής π. Επιφαν. Θεοδωροπούλου Άγ. Όρος 1972 σ. 5. Π. Ζ. Παπαθεοδοσίου, Προσωπική επιστολή εξ αγάπης κινουμένη-Αθήναι 1969 σ. 2.
63. Βασ. Σακκά, Απάντησις εις τον αιδεσιμολ. π. Επιφ. Θεοδωρόπουλον σ. 13, 9.
64. Πρβλ, και την από 31-12-1972 ανοικτήν επιστολήν της ΠΘΕΟΚ Θεσσαλονίκης. Οι ενταύθα παλαιοημερολογίται διατηρούσιν επαφάς και μετά κοινοτήτων αυτών εν Αμερική, ένθα έχουσιν ονομάσει και «Επίσκοπον». Αι μετά των Κοινοτήτων τούτων επαφαί χρονολογούνται από του έτους 1950 επί Μητροπολίτου Μπρούκλιν Αρσενίου (Βλ: «Η Φ.Ο.» 1950 φ. 81 σ. 7 ).
65. Ένθ. ανωτ. σ. 14 1970 φ. 592-593 σ. 6 επ. Εν τούτοις αυτός ούτος ο ένθερμος υποστηρικτής της τε Εκκλησίας του Μητροπολίτου Φιλαρέτου και της υπό τον Αυξέντιον παλαιοημερολογιτικής παρατάξεως μοναχός Θεοδώρητος, μεταβάς εις Αμερικήν ίνα χειροτονηθή υπό του Φιλαρέτου, ηρνήθη να δεχθή την χειροτονίαν, ευθύς ως επληροφορήθη ότι ο ειρημένος Φιλάρετος είχε συλλειτουργήσει μετά σέρβου ιερομονάχου κοινωνούντος ταις ορθοδόξοις νεοημερολογιτικαίς Εκκλησίαις, επικαλεσθείς λόγους κανονικής συνεπείας. (Βλ. Θεοδωρήτου μοναχού, αγιορείτου, Β' Ανοικτή Επιστολή προς τον Πρωθιερέα κ. Ευάγγ. Τόμπρον, Αρχιγραμματέα Ι.Σ. ΓΟΧ Ελλάδος-Άγ. Όρος 1972 σ. 3 ). Προηγουμένως ο αυτός μοναχός επρέσβευεν ότι ο Μητροπολίτης Φιλάρετος και οι συν αυτώ ευρίσκονται επί του ορθοδόξου εδάφους (βλ. Θεοδωρήτου μοναχού, Απόκρισις Β' προς Αρχιμ. Επιφάνιον Θεοδωρόπουλον σ. 31. Του αυτού, Διάλογοι της ερήμου σ. 105).Από δε του έτους 1971 οι της παρατάξεως Ματθαίου υπόπτως εξεφράζοντο περί της Εκκλησίας του Φιλαρέτου, διατηρούσης, κατά τας πληροφορίας αυτών, σχέσεις μετά νεοημερολογιτικών Εκκλησιών (ΚΕΟ Ιανουάρ. 1971 σ. 19 ).
66. Μαξίμου Μητροπολίτου Σάρδεων, Το Οικουμεν. Πατριαρχειον... σ. 68. Ι. Ζηζιούλα, ένθ' ανωτ. σ. 199.
67. Βλ. π.χ. το υπ' αριθμ. 574/3-16 Αυγούστου 1972 υπόμνημα της Εκκλησίας των ΓΟΧ Ελλάδος προς τον Πρωθυπουργόν Γ. Παπαδόπουλον και τους Αντιπροέδρους της Κυβερνήσεως Σ. Παττακόν και Δ. Πατίλην.
68. Το υπ' αριθμ. 2778/72 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμ. Αθηνών δέχεται ότι η Ι.Σ. υπό τον «Αρχιεπ/πον» Αυξέντιον δεν έχει επίσημον ιδιότητα.
69. Πρβλ. και την από 14-10-1972 Γνωμοδότησιν του Προέδρου του ΝΣΚ Χ. Γεωργιοπούλου εν: «Ελεύθερος Κόσμος» 13-2-72.
70. Αλ. Καλομοίρου, Διώκτης Κληρικός. Η δοκιμασία της Ι. Μονής «Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» Οινουσών Χίου. Αθήναι 1969.
71. Βλ. σχετικώς δηλώσεις του «Αρχιεπ/που» Αυξεντίου δημοσιευθείσας εν εφημερίδι «Ακρόπολις» της 28-1-1973, ως και το υπ' αριθμ. 885/14-2-1973 έγγραφον της «Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας των ΓΟΧ Ελλάδος » (παρατάξεως Ματθαίου) προς τον Πρωθυπουργόν. Αδ. Ανδρουτσόπουλον. Βλ. και «Ακρόπολιν» 30-1-75.
72. Η ΙΣΙ. εν τη συνεδρία αυτής της 7-5-74 επιληφθείσα του από ημίσεος αιώνος δημιουργηθέντος εν τοις κόλποις της αγιωτάτης Εκκλησίας ημών παλαιοημερολογιτικού ζητήματος και εν επιθυμία ούσα όπως τούτο επιλυθή το δυνατόν συντομώτερον επ' αγαθώ της ενότητος της Εκκλησίας «ενέκρινε την έναρξιν διαλόγου μετά των παλαιοημερολογιτών συγκροτήσασα Επιτροπήν εκ των Σεβ. Μητροπολιτών Κίτρους κ. Βαρνάβα, Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου και Κορινθίας κ. Παντελεήμονος και του αρχιμ. Χριστοδ. Παρασκευαΐδη. (βλ. το υπ' αριθμ. 2004/667/9-5-74 Συνοδικόν έγγραφον). Πρβλ. «Ορθόδ. Λόγον» 1974 φ. 6 σ. 1. «Ακρόπολιν» 4-7-74. Την είδησιν υπεδέχθησαν μετ' επιφυλακτικότητος οι παλαιοημερολογίται. Η Επιτροπή ατυχώς δεν εδραστηριοποιήθη.
73. Ούτως ούτοι τελούσι κατ' έτος ανεμποδίστως την τελετήν καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού. Βλ. σχετικήν περιγραφήν εν: «Η Φ.Ο.» 1971 φ. 610-611 σ. 8-9 ένθα και αποσπάσματα σχετικής ειδησεογραφίας των αθηναϊκών εφημερίδων «Απογευματινής» (20-1-1971) «Ακροπόλεως» (20-1-1971) «Βήματος» (20-1-1971) «Βραδυνής» (20-1-1971) και «Νέων» (20-1-1971). Πρβλ. και «Η Φ.Ο.» 1972 φ. 635-636 σ. 1-6. Επίσης τελούσι περιφοράς ιερών εικόνων, ως λ.χ. εν Κορωπίω τω 1970 τη συμμετοχή οργάνων του Δήμου Κρωπίας. Πρβλ. και το υπ' αριθμ. Δ 1367/22-9-1970 έγγραφον της Ι. Μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος. Επί πλέον διεφημίσθη πρό τινος η πρόθεσις της Πολιτείας όπως «αναγνωρίση» τους παλαιοημερολογίτας. Βλ. «Ακρόπολιν» 28-1-73.
74. Τα έγγραφα αυτών έφερον επί κεφαλής τον θυρεόν και κάτωθι τας λέξεις «Βασίλειον της Ελλάδος». Μετά την μεταπολίτευσιν και την εγκαθίδρυσιν της Ελληνικής Δημοκρατίας μετεβλήθη αναλόγως ο επίτιτλος. Σημειωτέον ότι διά της υπ' αριθμ. 723/40 αποφάσεως του Δικαστηρίου των εν Αθήναις Εφετών κατεδικάσθησαν oι Γερμανός Μαυρομμάτης, Χρυσόστομος Καβουρίδης, Γερμανός Βαρυκόπουλος, Ματθαίος Καρπαθάκης και Αλέξανδρος Γρηγοριάδης επί αντιποιήσει εκκλησ. αξιώματος, διότι ενεφανίζοντο από των στηλών του περιοδικού «Η Φωνή της Ορθοδοξίας» ο μεν πρώτος ως «Αρχιεπ/πος» oι λοιποί τρεις ως «Επίσκοποι» και ο τελευταίος ως Πρωτοσύγκελλος των ΓΟΧ (Βλ. Δ. Πετρακάκου, Νομοκανονικαί. Έρευναι σ. 176 επ.).
75. Βλ. και σχετικάς κατά των διωγμών δηλώσεις του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Νικολάου εν : «Βραδυνή» 28-9-72.
76. Επί του θέματος της σφραγίσεως παλαιοημερολογιτικών Ησυχαστηρίων έταμε νέαν οδόν η από 24-6-1970 γνωμάτευσις του παρά τω Α.Π. Εισαγγελέως Α. Τούση, καθ' ην δύναται να είναι νόμιμος μόνον η σφράγισις του ιερού ναού Ησυχαστηρίου τεθέντας εν δημοσία λατρεία. Βλ. ΑΕΚΔ 1970 σ. 125-127, «Χριστιανός» 1971 σ. 118-120.
77. Η Εκκλησία επικαλείται συνήθως διά μεν την πρώτην περίπτωσιν τον κίνδυνον δημιουργίας υπ' αυτών δυσαρέστων καταστάσεων εις βάρος των Ορθοδόξων Εκκλησιών της αλλοδαπής, διά δε την δευτέραν τον κίνδυνον ενισχύσεως των ενταύθα υφισταμένων παλαιοημερολογιτικών στοιχείων.
78. Βλ. την υπ' αριθμ. Φ 420/31/126518/25-1-74 Εγκύκλιον του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης.
79. Παύλου μοναχού «Ούτε ιώτα εν» εν: «Η Φ.Ο.» 1971 φ. 627-628 σ. 1-3. Πρβλ. «Η Φ.Ο.» 1969 φ. 567 σ. 2 ως και την από 20-12-72 Ποιμαντορικήν Εγκύκλιον της «Ι.Σ. ΓΟΧ» (κυρού Αρχιεπ/που Ματθαίου...) σ. 9. Ο «Αρχιεπ/πος» Αυξέντιος εν Ανοικτή Επιστολή προς τον Πρωθυπουργόν Γ. Παπαδόπουλον, ωνόμασε τους παλ/τας «παραδοσιοφίλους» (βλ. «Η Φ.Ο.» 1973 φ. 605-606 σ. 4).
80. Πρβλ. την περίπτωσιν του εν Κοζάνη ιερέως Γ. Γκιούρα, περί ης και επιστολή του Ηλία Θεολόγου εν: «Η Φ.Ο.» 1971 φ. 610-611 σ. 5, 15, 1972 φ. 635-636 σ. 12-13. Διάφορος ήτο η περίπτωσις του καθηγουμένου της εν Πάρω: Μονής της Λογγοβάρδας Φιλ. Ζερβάκου, όστις διά της από 15-6-1973 αναφοράς αυτού προς την Ι. Σύνοδον εδήλωσεν, ότι εάν μέχρι της εορτής των Αγ. Πάντων του έτους εκείνου δεν επανεφέρετο εν τη Εκκλησία το παλαιόν ημερολόγιον, εκείνος θα ηκολούθει τηρών τας εορτάς και εκτελών τα θρησκευτικά αυτού καθήκοντα κατά το παλαιόν ημερολόγιον και μάλιστα αποσυρόμενος εις τι ερημητήριον.Δεν διευκρίνιζεν ο γέρων ηγούμενος εάν η τήρησις υπ' αυτού των εορτών κατά το παλαιόν ημερολόγιον, είχε την έννοιαν ότι ανεγνώριζεν και την εν Ελλάδι «Εκκλησίαν» των παλαιοημερολογιτών αποσχιζόμενος εκ της κανονικής Εκκλησίας. Μάλλον αρνητική απάντησις προσήκει εις το ζήτημα τούτο. Υπό του περιοδικού οργάνου της Ι. Μ. Φλωρίνης «Σάλπιγξ Ορθοδοξθιας» Οκτώβρ. 1972 σ. 279 κατηγγέλθη, ότι Ιερείς τινες της επισήμου Εκκλησίας προσέρχονται εις τον παλαιοημερολογιτισμόν διά λόγους οικονομικούς. Κατά τον Μοναχόν Θεοδώρητον νεοημερολογίται ερασταί των παραδόσεων «καθημερινώς πληθαίνουν τας τάξεις των παλαιοημερολογιτών απομακρυνόμενοι της καινοτόμου και κακοδοξούσης εν τη πλειονότητι αυτής Ελλαδικής Εκκλησίας» (Βλ. Θεοδωρήτου μοναχού, Γ' Ανοικτή Επιστολή... σ. 4 ). Η διαπίστωσις είναι υπερβολική.
81. Τοιαύτη είναι λ.χ. η περίπτωσις του Ησυχαστηρίου αγ. Κυπριανού και Ιουστίνης εν Φυλή καίτοι συνήργησαν ενταύθα και έτεροι σοβαροί λόγοι. Πλήρες ιστορικόν των διαφόρων φάσεων της προσχωρήσεως του Ησυχαστηρίου τούτου εις τον παλαιοημερολογιτισμόν βλ. εν: Irénikon 1972 σ. 55-58 ένθα και παραπομπαί εις ενδιαφέροντα κείμενα. Πρβλ. και «Άγιον Κυπριανόν» φ. 71 σ. 13, «La foi transmise» 5/18 Μαΐου 1971 σ. 6, 1-14 Φεβρ. 1971, 4-17 Μαρτίου 1971.
82. Η Ιερά Δισενιαύσιος Σύναξις του Αγίου Όρους εν τη συνεδρία της 20 Απριλίού/Μαΐου 1971 απεφάσισε κατά πλειοψηφίαν όπως συνεχισθή το καθεστώς τούτο. Βλ. και Irénikon 1972 σ. 63. Κατά νεωτέραν όμως απόφασιν της Διπλής Συνάξεως έτους 1973 το καθεστώς τούτο ετέθη υπό τον προληπτικόν έλεγχον του Οικουμενικού Πατριαρχείου. (Βλ. Irénikon 1974 σ. 93 ).
|
|
|