image with the sign of Myriobiblos



Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Μουσείο | Έρευνα | Μαθήματα

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Εκκλησιαστική Ιστορία
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ
ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"


ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ,
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών


Περιεχόμενα


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ

ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ

V. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΕΜΠΤΗ 1967-1980

2. Ο περί τα παλαιομερολογιτικά Ησυχαστήρια θόρυβος και τα εξ αυτού συμπεράσματα.


Νέαν τροπήν εις το όλον παλαιοημερολογιτικόν πρόβλημα. προσέδωκεν ο κατ' εφαρμογήν της εν άρθρω 33 παρ. 4 του ν.δ. 126/1969 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» εξουσιοδοτήσεως, εκδοθείς υπό της Ιεράς Συνόδου και δημοσιευθείς εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως(694) τη 30-6-1972 υπ' αριθμ. 39/1972 Κανονισμός «Περί Ιερών Μονών και Ησυχαστηρίων». Κατά το άρθρον 5 παρ. γ αυτού: «Ησυχαστήρια μη ανεγνωρισμένα διά Β.Δ. αλλά λειτουργούντα όλως ιδιωτικώς και ανήκοντα περιουσιακώς εις την ατομικήν κυριότητα των εν αυτοίς ασκουμένων ρασοφόρων ή τα εξ αυτών αυθαιρέτως εκχωρηθέντα εις τινα ετέραν Ι. Μονήν ημετέρου ή ξένου εκκλησ. κλίματος δέον όπως εντός εξαμήνου από της ισχύος του παρόντος, αιτήσωνται παρά του επιχωρίου Επισκόπου την κίνησιν της σχετικής διαδικασίας διά την αναγνώρισιν αυτών ως Ν.Π.Ι.Δ. κατά τα εν τη β' παρ. σημειούμενα. Παρερχομένης, υπαιτιότητι αυτών, απράκτου της προθεσμίας ταύτης η Ι. Σύνοδος προτάσει τουύ οικείου Επισκόπου γνωστοποιεί την άνευ εκκλησ. αδείας λειτουργίαν των ως άνω Ησυχαστηρίων τη αρμοδία αρχή, υποχρεουμένη εις την εφαρμογήν των υπό του νόμου προβλεπομένων κυρώσεων».

Η δημοσίευσις της εν λόγω διατάξεως, παρά την έλλειψιν σαφούς αναφοράς εις τα παλαιοημερολογιτικά Ησυχαστήρια, συνήγειρε σύσσωμον τον παλαιοημερολογιτικόν κόσμον, αμφοτέρων των παρατάξεων, όστις εν υπομνήμασι προς τε την Εκκλησίαν και την Πολιτείαν εχαρακτήρισε ταύτην ως «αποσκοπούσαν ασφαλώς εις την διάλυσιν των Ι. Μονών» αυτού, ως «κατάχρησιν εξουσίας πλήττουσαν τας ψυχάς» των παλαιοημερολογιτών και ως «αντισυνταγματικήν», ως υπεμφαίνουσαν την πρόθεσιν επεμβάσεως της Εκκλησίας εις τα των Μονών αυτών, ήτις τυχόν αποτολμωμένη θα συνίστα «πράξιν τελείως απαράδεκτον και ανεπίτρεπτον, καθό αντισυνταγματικήν και καταδυναστεύουσαν την ελευθερίαν της θρησκευτικής συνειδήσεως και καταλύουσαν τον ιερόν της ιδιοκτησίας θεσμόν», ως «εκβιασμόν» επιχειρούμενον υπό της Εκκλησίας προς διάλυσιν των παλαιοημερολογιτικών Μονών, ως επιδιώκουσαν την «κατά τρόπον αντικανονικόν, αντορθόδοξον, παράνομον, αντισυνταγματικόν και κυριολεκτικώς απάνθρωπον διά μιας μονοκονδυλιάς αποστέρησιν απασών των Ιερών Μονών και Ησυχαστηρίων των» και ως συνιστώσαν διαρπαγήν των περιουσιών των Ι. Μοναστηρίων (αυτών ) τα οποία ευσεβείς ορθόδοξοι Χριστιανοί εκ του επί μακράν σειράν ετών υστερήματός των εδημιούργησαν(695).

Παραλλήλως διά τε των ως είρηται υπομνημάτων αυτών ως και διά δημοσίων διά του τύπου δηλώσεων οι επί κεφαλής των παλαιοημερολογιτικών παρατάξεων εδήλουν, εν προφανεί αντιφάσει προς τους παρατεθέντας ανωτέρω βαρυτάτους χαρακτηρισμούς, ότι η επίμαχος αύτη διάταξις δεν δύναται να αφορά εις τας Ι. αυτών Μονας και τα Ησυχαστήρια, ων η λειτουργία δεν δύναται να ρυθμίζηται διά διατάξεων τιθεμένων υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος εις την δικαιοδοσίαν της οποίας δεν υπάγονται και ητούντο την άμεσον κατάργησιν της διατάξεως ταύτης, απειλούντες, ότι, εν εναντία, περιπτώσει, θα αχθώσιν εις την απόφασιν όπως μεταβάλωσι ταύτα «καθό ιδιόκτητα και εις ολοκαυτώματα υπέρ της αγίας Ορθοδοξίας»(696).

Αι ως είρηται ενέργειαι των παλαιοημερολογιτών, κινήσασαι εν πολλοίς την συμπαράστασιν του τύπου(697) και προκαλέσασαι ικανόν θόρυβον αλλά και ανησυχίαν παρά τη Κυβερνήσει, ήτις διείδεν εν αυταίς τον κίνδυνον δημιουργίας πολιτικού θέματος, ωδήγησαν εις την, εντολή του Πρωθυπουργού, εν κοινή συσκέψει κυβερνητικών και εκκλησιαστικών παραγόντων, λαβούσαν χώραν τη 18-9-1972 εν Αθήναις(698) ανταλλαγήν απόψεων προς εξεύρεσιν λύσεως επί του υποβληθέντος υπό των παλαιοημερολογιτών αιτήματος(699) και τούτο διότι ως ετονίσθη, οι παλαιοημερολογίται «άνθρωποι πολύ θρησκευόμενοι και πιστοί, καλοί άνθρωποι και καλοί Έλληνες» επιδεικνύονσι «φανατισμόν και μάλιστα εις τοιούτον βαθμόν, ώστε να υβρίζουν και να συμπεριφέρωνται κατά τοιούτον τρόπον που πράγματι είναι προκλητικός»(700).

Αλλά καίτοι η σημειωθείσα αντίδρασις των παλαιοημερολογιτών ηξιολογήθη εν τη συσκέψει ταύτη ως έξω «του προορισμού και των θεωριών των» κειμένη, άτε αφορώσα εις «περιουσιακά, υλικά θέματα» εν τούτοις αι εν τω υπ' αριθμ. 574/3-16 Αυγούστου 1972 υπομνήματι της Εκκλησίας των ΓΟΧ Ελλάδος διατυπωθείσαι απόψεις(701) έτυχον πολλής προσοχής εν συσχετισμώ πάντοτε προς την δημιουργηθείσαν οξύτητα και τους υποκρυπτομένους όπισθεν αυτής εθνικούς κινδύνους, εν όψει διαφαινομένης ως ενδεχομένης ασκήσεως επιρροής σλαυικών τινών κύκλων επί των εν Ελλάδι παλαιοημερολογιτών και τελικώς ήγαγον την κυβέρνησιν εις την υιοθέτησιν της λύσεως της ανοχής διά της σιωπηράς καταργήσεως της επιμάχου διατάξεως του υπ' αριθμ. 39/1972 Κανονισμού(702). Την λύσιν ταύτην απεδέχθη και η ΔΙΣ εν τη συνεδρία αυτής της 11-11-1972 υπό τον, υπό του Μακαριωτάτου Αρχιεπ/που, ταχθέντα όρον της, μερίμνη της Πολιτείας, επαναφοράς εις τας Μονάς αυτών των περιφερομένων τήδε κακείσε αγιορειτών μοναχών, οίτινες εμφανίζονται ως προϊστάμενοι γυναικείων παλαιοημερολογιτικών μοναστηρίων. Εννοείται ότι τούτο το τελευταίον δεν εφηρμόσθη(703).

Εκ της όλης ταύτης υποθέσεως είναι δυνατόν να συναχθώσι τα εξής συμπεράσματα: α) Παρά την έλλειψιν σαφούς, εν τη διατυπώσει της επιμάχου διατάξεως, αναφοράς εις τα παλαιοημερολογιτικά Ησυχαστήρια, η δημιουργηθείσα περί ταύτην αντίδρασις και η εκ μέρους της Εκκλησίας αντιμετώπισις αυτής, πείθει ότι δι' αυτής εσκοπήθη όντως η ρύθμισις της παλαιοημερολογιτικής κανονικής αταξίας και εν αρνήσει συμμορφώσεως των παλαιοημερολογιτών η διάλυσις των, ιδία εν τη περιοχή Αττικής, δίκην μηκύτων εγκατεσπαρμένων παλαιοημερολογιτιτών μονυδρίων, τα πλείστα των οποίων στερούνται νομικής προσωπικότητος, με αποτέλεσμα να ανήκωσι, κατά κυριότητα, εις εν ή πλείστα πρόσωπα εγκαταβιούντα συνήθως εν αυτοίς και όχι εις την Μοναστικήν Αδελφότητα. β) Η πρόθεσις της Εκκλησίας δεν δύναται αβιάστως να αξιολογηθή ως διαλυτική επέμβασις αλλά μάλλον ως προσφορά κανονικής δυνατότητας επανεντροχιασμού των εν τη αντικανονικότητι και παρανομία δρώντων παλαιοημερολογιτών και ως διάθεσις επιλύσεως ενός από μακρού σοβούντος προβλήματος. Η Εκκλησία εκινήθη εντός των πλαισίων της ακολουθουμένης έναντι αυτού παγίας αυτής τακτικής δηλ. εθεώρησε τους παλαιοημερολογίτας ως τέκνα αυτής απειθή και εμερίμνησε διά την νομιμοποίησιν αυτών. γ) Η εγερθείσα σφοδρά αντίδρασις συμμορφώσεως των παλαιοημερολογιτών επεβεβαίωσεν έτι άπαξ την πολλάκις κατά το παρελθόν γενομένην διαπίστωσιν ότι η επιρροή της παλαιοημερολογιτικής ηγεσίας επί των πιστών και των μοναζουσών είναι ισχυρά, αποτρέπουσα συστηματικώς πάσαν κίνησιν ή απόπειραν συνδιαλλαγής και προσεγγίσεως αυτών προς την Εκκλησίαν. Επί πλέον η αντίδρασις αύτη απέδειξε και την ευαισθησίαν των παλαιοημερολογιτών επί του ιδιοκτησιακού αυτών θέματος, ουκ αμοίρου άλλωστε ποικίλων έξω-μοναστικών επιδιώξεων. δ) Η Πολιτεία, πιστή εις την προσφιλή αυτής μέθοδον, να παρελκύη όσα εκκλησιαστικά ζητήματα δημιουργούσιν εις αυτήν προβλήματα, εφάνη απρόθυμος να συντρέξη εις την εφαρμογήν της διατάξεως. Εάν δε ληφθή υπ' όψιν ο επαναστατικός χαρακτήρ του καθεστώτος του έτους 1972, πας τις δύναται μετά βεβαιότητος να προβλέψη ότι ουδεμία, και εις το μέλλον, θα προσφερθή αξιόλογος πολιτειακή βοήθεια εις την Εκκλησίαν προς δυναμικήν, ούτως ειπείν, αντιμετώπισιν του παλαιοημερολογιτικού προβλήματος, εφ' όσον οι παλαιοημερολογίται θα δύνανται να δημιουργώσιν εκάστοτε θόρυβον και να διατυπώσιν απειλάς, εξαναγκάζοντες τας κυβερνήσεις εις αποχήν από πάσης ενεργείας εις βάρος αυτών. ε) Ανεξαρτήτως της τελικής ατυχούς εκβάσεως, σημασίαν έχει το γεγονός, ότι οι παλαιοημερολογίται αρέσκονται μάλλον εις την ενεστώσαν αντικανονικήν και παράνομον κατάστασιν του de factο σχίσματος, αποστέργοντες πάσαν προς ρύθμισιν αυτής προσπάθειαν, τούτο δε γεννά την υποψίαν, ότι η ασυδοσία ης απολαύουν, η παντελής έλλειψις ελέγχου και η απεριόριστος ανεξαρτησία των, έχουσι δι' αυτούς μείζονα αξίαν της υπαγωγής υπό κανονικήν τινα δικαιοδοσίαν, ως οι Ι. Κανόνες διακελεύονται. Η δ' ουχί άμοιρος και υλικών συμφερόντων κατάστασις αύτη είναι φυσικόν να παρεμποδίζη ζωηρώς την διόρθωσιν των κακώς κειμένων και να όδηγή εις αποτυχίαν και τας πλέον καλοπροαιρέτους πρωτοβουλίας. Τούτο άλλωστε έχει επανειλημμένως επιβεβαιωθή κατά το παρελθόν.





Σημειώσεις

694. ΦΕΚ 103.τ Α' της 30-6-1972.

695. Βλ. το υπ' αριθμ. 808/9-22 Αυγούστου 1972 έγγραφον της ΠΘΕΟΚ προς τον Αρχιεπ/πον. Ομοίως Υπόμνημα της Εκκλησίας των ΓΟΧ Ελλάδος προς τους Πρωθυπουργόν Γ. Παπαδόπουλον και Αντιπροέδρους της Κυβερνήσεως Σ. Παττακόν καί Δ. Πατίλην υπ' αριθμ. 574/3-16 Αυγούστου 1972. Βλ. τούτο εν: «Η Φ.Ο.» 1972 φ. 652-653 σ.1-5 και Υπόμνημα Εκκλησίας.ΓΟΧ Ελλάδος από 29-8-1972 προς τον τότε Αντιβασιλέα Πρωθυπουργόν Γ. Παπαδόπουλον. Βλ. και Υπόμνημα Μάρκου Μοναχού από 9-22 Αυγούστου 1972 εκ Πάρου απευθυνόμενον τη Κυβερνήσει εν:,«Η Φ.Ο. 1972 φ. 656-657 σ. 10-11. Ως και το υπ' αριθμ. 809/12-25 Αυγούστου 1972 έγγραφον της ΠΘΕΟΚ προς τον Πρωθυπουργόν Γ. Παπαδόπουλον. Και Υπόμνημα Ι.Σ. των ΓΟΧ Αρχιεπισκόπου Κυρίου Ανδρέου από 10-9-1972 προς τον Πρωθυπουργόν.

696. Υπόμνημα από 29-8-1972 της Εκκλησίας ΓΟΧ Ελλάδος.

697. Πρβλ. «Εστίαν» 23-8-1972, 9-10-1972, «Ακρόπολιν» 19-8-1972, 23-8-1972, 25-8-1972, «Το Βήμα» 19-8-1972, 23-8-1972, 26-8-1972, «Σημερινά» 22-8-1972. «Απογευματινήν» 19-8-1972 ένθα και συνέντευξις του Αρχιγραμματέως της Ι. Συνόδου επικρίνοντος τον εγερθέντα υπό των παλαιοημερολογιτών θόρυβον. Βλ. απάντησιν εν: «Η Φ.Ο.» 1972 φ. 656-657 σ. 3.

698. Υπό την προεδρίαν του τότε Α' Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως Σ. Παττακού. 699.- Βλ. το υπ' αριθμ. 574/3-16 Αυγούστου 1972 Υπόμνημα της Εκκλησίας ΓΟΧ Ελλάδος.

700. Καίτοι διετυπώθη άπαξ έτι η υποψία ότι οι παλαιοημερολογίται κατευθύνονται «από τα Σκόπια, από την Μόσχαν, από την Εξαρχίαν της Βουλγαρίας κλπ». Πρακτικόν συσκέψεως της 18-9-1972 διαβιβασθέν τη ΔΙΣ διά του υπ' αριθμ. Α 17-316/29-9-1972 εγγράφου του Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως. Σ. Παττακού.

701. Αύται δύνανται να συνοψισθώσιν εις τας κάτωθι: Η διάταξις του άρθρού 5 εδ. γ' του υπ' αριθμ. 39/1972 Κανονισμού α) συνιστά υπέρβασιν εξουσίας εκ μέρους της επισήμου Εκκλησίας, αποβλέπουσα αποκλειστικώς εις την διάλυσιν των παλαιοημερολογιτικών Μονών και Ησυχαστηρίων β) τυγχάνει αντισυνταγματική, ως αποσκοπούσα εις επέμβασιν της Εκκλησίας εις τα της ασκήσεως της λατρείας πάσης ετέρας θρησκείας ή ετεροδόξου Εκκλησίας, ως τοιαύτης προφανώς νοουμένης της τοιαύτης των παλαιοημερολογιτών και γ) αφορά εις μόνας τας Μονάς και τα Ησυχαστήρια της επισήμου Εκκλησίας, εις ουδεμίαν δε άλλην, παραλλήλως υπάρχουσαν θρησκευτικήν κοινωνίαν, περί ης εφαρμόζονται αι περί Σωματείων διατάξεις του Α.Κ.

702. Σοβαρόν πλήγμα κατά των περί Ησυχαστηρίων διατάξεων τόσον του άρθρου 33 του ν.δ. 126/69 όσον και του άρθρου 5 του υπ' αριθμ. 39/72 κανονισμού κατέφερεν η υπ' αριθμ. 866/74 απόφασις του Σ.τ.Ε. δεχθείσα ως αντισυνταγματικάς τας ως είρηται διατάξεις, ως εξαρτώσας την λειτουργίαν των Ησυχαστηρίων εκ προηγουμένης εγκρίσεως της διοικήσεως Πρβλ. και «Το Βήμα» 30-3-1974.

703. Κατά του Κανονισμού 39/72 ετάχθη εκτός άλλων και η Μονή Ξενοφώντος του Αγ. Όρους (Βλ. «Η Φ.Ο.» 1972 φ. 656-657 σ. 4), Μάρκος τις Μοναχός και η συνοδεία αυτού (ένθ' ανωτ. σ. 10 ), Η «Χριστιανική» Σεπτέμβριος 1972, ο «Ορθόδοξος Τύπος» 15-9-1972, ο «Αρχιεπίσκοπος» Αυξέντιος («Η Φ.Ο.» 1973 φ, 665-666 σ. 2-7) κ.ά.


Περιεχόμενα