|
"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, † Αρχιεπισκόπου Αθηνών |
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ
ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ
V. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΕΜΠΤΗ 1967-1980
1. Το κύρος των υπό παλαιοημερολογιτών « ιερέων » τελουμένων Μυστηρίων.
Η εκ της επαναστάσεως της 21ης Απριλίου 1967(668) προελθούσα Κυβέρνησις δεν ήτο δυνατόν να ευνοήση, κατά τα πρώτα τουλάχιστον βήματα αυτής, λύσεις βίας και διωγμών κατά των παλαιοημερολογιτών(669) Τούτο ενεθάρρυνεν αυτούς, οίτινες, μεσούντος ήδη του 1968 ήρξαντο κατακλύζοντες την Πολιτείαν δι' αναφορών και υπομνημάτων, αιτούμενοι την επαναφοράν του Ιουλιανού Ημερολογίου και την επίλυσιν του ζητήματος αυτών(670). Η Ι. Σύνοδος, εζήτησε παρά της Κυβερνήσεως όπως επιληφθή του σοβαρωτάτου τούτου θέματος και αναλάβη πρωτοβουλίαν, εις τρόπον ώστε «οι μεν ευσεβείς παλαιοημερολογίται να ασκώσιν ακωλύτως τα θρησκευτικά αυτών καθήκοντα, τεθώσι δε υπό κρίσιν οι διάφοροι ρασοφόροι, ήτοι ψευδεπίσκοποι, ψευδοϊερείς και λοιποί, δυνηθή δε και η Εκκλησία, αλλά και το Κράτος, να θέση υπό έλεγχον άπασαν την οικονομικήν αυτών διαχείρισιν (Ναών, Μονών κλπ. ) διότι μέχρι σήμερον παραμένουσι τελείως ασύδοτοι και ανεξέλεγκτοι».
Αλλ' η Πολιτεία αποφεύγουσα την χρήσιν βιαίων μέτρων, λόγω ίσως και της κρατούσης τότε παρ' αυτή εντυπώσεως ότι οι ανά την Επικράτειαν παλαιοημερολογίται ανέρχονται εις 1.000.000 περίπου,(671) εξηκολούθει να μελετά το ζήτημα, ενώ παραλλήλως οι σφόδρα τότε ανησυχήσαντες παλαιοημερολογίται της παρατάξεως του «πρ. Φλωρίνης», έσπευδον διά του Δ.Σ. της ΠΘΕΟΚ να αιτήσωνται τη 22-6-1969 προσωπικήν συνάντησιν μετά του Μακ. Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου αποβλέποντες εις την εξεύρεσιν κοινώς αποδεκτής λύσεως περιοριζομένης εις τα πλαίσια ειρηνικής συνυπάρξεως.
Μετά την πάροδον όμως του κινδύνου εφαρμογής κατ' αυτών των κειμένων νόμων,
οι παλαιοημερολογίται, εντός του 1969, ήρξαντο συνδεδυασμένην επίθεσιν
με επιδίωξιν την υπό της Πολιτείας αναγνώρισιν του κύρους των υπό των παλαιοημερολογιτών «κληρικών» τελουμένων Μυστηρίων, και την κατ' ακολουθίαν καταχώρισιν των σχετικών πράξεων εις τα ληξιαρχικά βιβλία(672). Αποτέλεσμα της ασκηθείσης πιέσεως υπήρξεν η ικανοποίησις του αιτήματος διά της υπ' αριθμ. 62/5-4-1969 Εγκυκλίου(673) του Υπουργείου Εσωτερικών, δι' ης, κατ' αναλογίαν προς τα εν τη υπ' αριθμ. 1/1947 γνωμοδοτήσει του Εισαγγελέως του Α.Π. Αγγ. Μπουροπούλου διαλαμβανόμενα, εκηρύσσοντο έγκυροι, και ως τοιούτοι και καταχωριστέοι εν τοις ληξιαρχικοίς βιβλίοις του Κράτους, οι υπό παλαιοημερολογιτών ιερέων τελούμενοι γάμοι, υπό τον απαραίτητον όρον ότι ο ιερολογήσας ιερεύς δεν έχει αμετακλήτως καθαιρεθή, διότι εν εναντία περιπτώσει ο υπ' αυτού τελούμενος γάμος είναι, κατ' άρθρον 1367 Α.Κ., ανυπόστατος. Προς τούτο ανετίθετο τοις κατά τόπους Νομάρχαις η συνεννόησις μετά των οικείων εκκλης. αρχών προς χαρακτηρισμόν υπ' αυτών ως καθηρημένου ή μη εκάστου εν τη περιοχή αυτών δρώντος παλαιοημερολογίτου κληρικού, των χαρακτηρισθησομένων ως καθηρημένων μελλόντων να υποστώσι ποινικήν δίωξιν.
Η απόφασις αύτη παρά την σαφήνειάν της(674) εδημιούργησε πρόβλημα διά την Εκκλησίαν ήτις, προκληθείσα ευρέθη εν αδυναμία όπως διά στοιχείων προέλθη
εις τον κατά τα άνω χαρακτηρισμόν εκάστου παλαιοημερολογίτου κληρικού ως καθηρημένου ή μή. Προς υπερνίκησιν του εμποδίου, συνοδική αποφάσει ληφθείση εν τη συνεδρία, της ΔΙΣ της 25-4-1969, παρεπέμφθη τη Μ.Σ.Ε. Νομοκανονικών Ζητημάτων το όλον ζήτημα προς μελέτην και εισήγησιν, αφού προηγουμένως η ως άνω Εγκύκλιος του Υπουργείου εχαρακτηρίσθη ως θέτουσα το όλον ημερολογιακόν ζήτημα «επί νέας όλως απαραδέκτου βάσεως εγκυμονούσης δεινά πολλά εις βάρος της αγιωτάτης Εκκλησίας ημών»(675). Αλλά το ζήτημα ανακινηθέν και αύθις μετ' ου πολύ και πριν ή η οικεία Μ.Σ.Ε. αποφανθή, ήγαγε την ΔΙΣ εις την απόφασιν όπως αναθέση τω Μακ. Προέδρω ίνα ενημερώση την Κυβέρνησιν επί των απόψεων της Εκκλησίας(676) αίτινες συνωψίζωντο εις το ότι «οι «Ιερείς» και «Αρχιερείς» των παλαιοημερολογιτών δεν έχουσι κανονικήν υπόστασιν εφ' όσον τινές μεν των «Αρχιερέων» αυτών εχειροτονήθησαν από Επισκόπους υπερορίους, τινές δε από τους ούτως αντικανονικώς χειροτονηθέντας. Ως εκ τούτου πάντα τα υπό των υπ' αυτών χειροτονηθέντων «κληρικών» τελούμενα Μυστήρια «στερούνται της ιερολογίας και κατά συνέπειαν είναι ανυπόστατα και άκυρα, παράνομα και αντικανονικά»(677). Αντιθέτως αι παλαιοημερολογιτικαί .παρατάξεις προήλθον
εις δηλώσεις υπεραμυνόμεναι της κανονικότητος των ανηκόντων εις αυτάς κληρικών(678). Σημειωτέον ότι η Εκκλησία καταπαγίως αποφαίνεται κατά καιρούς
ότι αι υπό παλαιοημερολογιτών «Αρχιερέων» τελούμεναι χειροτονίαι είναι αντικανονικαί(679) τα δε υπ' αυτών και των υπ' αυτών χειροτονηθέντων «κληρικών» τελούμενα Μυστήρια ανυπόστατα και άκυρα και εντέλλεται την επανάληψιν αυτών(680). Εις το αυτό πόρισμα κατέληξε και η από 5-4-1971 σχετική εισήγησις της Μ.Σ.Ε. Νομοκανονικών Ζητημάτων προς την Ι. Σύνοδον, εγκριθείσα υπό της ΔΙΣ εν τη συνεδρία της 27-4-1971(681).
Προφανές τυγχάνει, ότι επί διαφορετικής βάσεως ιστάμενοι οι τε παλαιοημερολογίται
και η Εκκλησία απεφαίνοντο ούτω πως. Και οι μεν παλαιοημερολογίται, προτάσσοντες την υπ' αυτών αποκήρυξιν της κανονικής Εκκλησίας της Ελλάδος ως σχισματικής και την «κανονικήν» αυτών χειραφέτησιν, επικαλούμενοι δε το συνταγματικώς κατοχυρούμενον δικαίωμα παντός πολίτου όπως ακωλύτως και ελευθέρως επιτελή τα της λατρείας αυτού ήγοντο εις το συμπέρασμα ότι ήσαν κανονικοί, μη υπολογίζοντες τας εις βάρος των πρώτων «Επισκόπων» αυτών καθαιρετικάς αποφάσεις των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Ετέρωθεν η Εκκλησία, εκκινούσα από του σημείου ακριβώς τούτον και εκ της διαπιστώσεως ότι οι σήμερον εις τον παλαιοημερολογιτισμόν ανήκοντες «κληρικοί» έλαβον την χειροτονίαν υπό καθηρημένων Αρχιερέων ή αντικανονικώς χειροτονηθέντων, εκήρυττε πάσας ανεξαιρέτως τας χειροτονίας ταύτας συλλήβδην αντικανονικάς, μη στέργουσα εις επίσημον τουλάχιστον παραδοχήν της απόψεως ότι ενδέχεται να ευρίσκηται εν τω παλαιοημερολογιτισμώ έστω και εις κληρικός κανονικώς κεχειροτονημένος και μήπω καθαιρεθείς(682). Το πρόβλημα, κατά ταύτα, περιεπλέκετο, τοσούτω μάλλον όσω οι εν τέλει ηγνόουν την κανονικήν θέσιν αυτού, έκρινον δε επί των περαιτέρω σχετικών αυτών ενεργειών υπό το πρίσμα των ενδεχομένων δυσμενών επιπτώσεων αυτού επί
της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας(683). Εν τούτοις αμφότεραι αι απόψεις τόσον της Εκκλησίας όσον και των παλαιοημερολογιτών εύρισκον απήχησιν εν τε τη επιστήμη, και τη νομολογία, Ούτω το μεν Υπουργείον Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων διά του υπ' αριθμ. 62887/12-5-1969 εγγράφου αυτού προς το Υπουργείον Εσωτερικών ετάχθη αλληλέγγυον προς τας απόψεις της Εκκλησίας.
Αντιθέτως ο νομικός Σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών Αλ. Λέκκας ανεγνώρισε την εγκυρότητα των υπό μη καθηρημένων παλαιοημερολογιτών
κληρικών τελουμένων Μυστηρίων διά της υπ' αριθμ. 8/5-5-1966 γνωμοδοτήσεως αυτού. Την αυτήν θέσιν έλαβε βραδύτερον και το ΝΣΚ διά της υπ' αριθμ. 150/1972 γνωμοδοτήσεως αυτού. Αλλ' η δυναμική του Υπουργείου Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων αντίδρασις έναντι της θέσεως ταύτης εν συνδυασμώ προς την θέσιν της ΔΙΣ ηνάγκασε το Υπουργείον των Εσωτερικών όπως αναθέση την εκ νέου μελέτην του ζητήματος τούτου εις το Υπουργείον Εθν. Παιδείας(684).
Το ζήτημα παρέμεινεν εκκρεμές επί μακρόν, ενώ παραλλήλως κατεβάλλοντο προσπάθειαι εκ μέρους της Κυβερνήσεως προς ανεύρεσιν λύσεως του γενικωτέρου παλαιοημερολογιτικού(685), εν συνεργασία, μετά της Εκκλησίας. Επί του θέματος των γάμων ιδία των τελουμένων υπό παλαιοημερολογιτών «κληρικών» επανήλθεν η ΔΙΣ εν τη συνεδρία αυτής της 12-3-1970 αποφασίσασα όπως αιτήσηται παρά του Υπουργείου Εσωτερικών, ίνα κατά την καταχώρισιν εν τοις ληξιαρχικοίς βιβλίοις των πράξεων τελεσθέντων γάμων, απαιτήται απαραιτήτως και η αναγραφή του αριθμού της Επισκοπικής αδείας, και τούτο προς περιφρούρησιν της Πολιτείας από ψευδοϊερέων ιερουργούντων δίχα της αδείας του κανονικού Μητροπολίτου(686). Αλλά το αίτημα τούτο δεν ικανοποιήθη, εφ' όσον η επισκοπική άδεια προκειμένης τελέσεως γάμου, δεν αποτελεί, κατά το κρατούν παρ' ημίν δίκαιον, (άρθρον 1372 ΑΚ) ουσιαστικήν προϋπόθεσιν του γάμου.
Aι εν τω μεταξύ λαβούσαι χώραν κοιναί Εκκλησίας και Πολιτείας συσκέψεις επί του παλαιοημερολογιτικού ήγαγον τελικώς εις το συμπέρασμα, ότι προσφορωτέρα ήτο η τακτική «της μη λήψεως εντόνων μέτρων κατά των παλαιοημερολογιτών»(887). Τω λόγω τούτω και εκρίθη υπό του Υπουργείου Εσωτερικών ότι και το θέμα της εγκυρότητος των παλαιοημερολογιτικών Μυστηρίων και της καταχωρίσεως αυτών εν τοις ληξιαρχικοίς βιβλίοις έδει να αντιμετωπισθή συμφώνως προς την αρχήν ταύτην, κατά προφανή βεβαίως παρεξήγησιν του πνεύματος της ως είρηται κοινής αποφάσεως. Διό και η Ι. Σύνοδος κρίνουσα ότι «η απαγόρευσις της καταχωρίσεως εν τοις ληξιαρχικοίς βιβλίοις των τελουμένων μυστηρίων υπό των εμφανιζομένων ως «Κληρικών» παλαιοημερολογιτών πόρρω απέχει από του να χαρακτηρισθή ως λήψις εντόνου μέτρου κατά της παρασυναγωγής των παλαιοημερολογιτών», ενώ αντιθέτως συνιστά «στοιχειώδη προστασίαν της κανονικής τάξεως της Εκκλησίας και εκδήλωσιν σεβασμού προς την ιερότητα των Μυστηρίων», διά του υπ' άριθμ. 3877/2007/ 15-6-1971 εγγράφου αυτής προς τον τότε Α' Αντιπρόεδρον της Κυβερνήσεως Σ. Παττακόν ητήσατο «την μη καταχώρισιν των ουτωσί τελουμένων αντικανονικών, ακύρων και ανυποστάτων Μυστηρίων εν τοις ληξιαρχικοίς βιβλίοις»(688).
Αλλά το θέμα τούτο ήχθη ενώπιον της Ολομελείας του ΝΣΚ, ήτις διά της υπ' αριθμ. 150/1972 Γνωμοδοτήσεως αυτής εδέχθη ότι γάμος ιερολογηθείς υπό παλαιοημερολογίτου ιερέως είναι κατ' αρχήν έγκυρος, υπό την προϋπόθεσιν ότι ο
ιερολογών τον γάμον φέρει κανονικώς το ιερατικόν σχήμα δεχθείς την ιερωσύνην παρά κανονικού Επισκόπου και μη αποβαλών ταύτην οπωσδήποτε. Το ΝΣΚ δεν συνεμερίσθη, κατά ταύτα τα εν τη από 22-11-70 εισηγήσει της ΜΣΕ Νομοκανονικών Ζητημάτων εκτιθέμενα, καθ' α γάμοι ιερολογούμενοι παρ' ιερέων λαβόντων μεν την χειροτονίαν παρά κανονικών Επισκόπων αλλά προσχωρησάντων εις τον παλαιοημερολογιτισμόν δεν είναι έγκυροι επί τω λόγω ότι ούτοι καταφρονούσι του οικείου Επισκόπου και ιεροπράττουσι παρ' ενορίαν. Οι Ι. Κανόνες ΙΒ', ΙΕ', ΛΕ' των Αγ. Αποστόλων ΙΓ' της Δ' Οικουμεν. ΙΓ' και ΚΒ' Αντιοχείας κηρύσσουσιν ακύρους τας παρ' ενορίαν ιεροπραξίας(689). Η γνωμοδότησις του ΝΣΚ εδέχθη εν συνεχεία, την αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών Δικαστηρίων επί κολασμώ των ιερολογούντων γάμους παλαιοημερολογιτών κληρικών άνευ επισκοπικής αδείας, επιλύσασα ούτω βασικόν ζήτημα επί του οποίου συντρίβονται αι παλαιοημερολογιτικαί απόψεις. Η τοιαύτη θέσις του ΝΣΚ επεκρότησε την ορθήν αποψιν, καθ' ην οι παλαιοημερολογίται δεν είναι σχισματικοί και κατά συνέπειαν εξακολουθούσι να ανήκωσιν εις την Εκκλησίαν της Ελλαδος, μη αναγνωριζομένης κανονικώς και νομικώς της αυτονόμου και ανεξαρτήτου υπάρξεως αυτών ως παραλλήλου θρησκευτικής ορθοδόξου Κοινότητας εντός του Ελληνικού Κράτους. Εν τέλει η εν λόγω γνωμοδότησις συνέστησε την εν σχέσει προς τους εν τη αλλοδαπή τελουμένους γάμους υπό παλαιοημερολογιτών, ανάληψιν, μέσω τών διπλωματικών αρχών της Ελλάδος και των εκασταχού εκκλησιαστικών αρχών, προσπαθείας προς ενημέρωσιν των εν τη ξένη διαβιούντων ελλήνων ορθοδόξων ομογενών επί των κινδύνων ακυρώσεως του υπό παλαιοημερολογίτου ιερέως τελεσθέντος γάμου ή άλλου Μυστηρίου αυτών, εφ' όσον ο ιερολογήσας το Μυστήριον κληρικός δεν θα έχη κανονικήν χειροτονίαν.
Ως είναι πρόδηλον η γνωμοδότησις αύτη, κινουμένη εντός των πλαισίων της τοσαύτας αντιδράσεις της Εκκλησίας προκαλεσάσης υπ' αριθμ. 62 Εγκυκλίου του Υπουργείου Εσωτερικών της 5-4-1969 και επισημοποιούσα την γνωστήν πλέον θέσιν της Πολιτείας επί του θέματος τούτου, παρά τας περί αυτής αντιρρήσεις, ας διετύπωσε το Υπουργείον Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων εν τω υπ' αριθμ. 132072/12-10-1972 εγγράφω αυτού ισχυριζόμενον ότι δεδομένων των πραγματικών περιστατικών «είναι σφόδρα απίθανον να υπάρχη κληρικός των παλαιοημερολογιτών εν Ελλάδι έχων κανονικήν ιερωσύνην και δυνάμενος να τελή εγκύρως Μυστήρια άτινα παράγουν τας κατά νόμον συνεπείας» εκινείτο, καθ' ημάς, εντός κανονικών και νομικών πλαισίων και ως τοιαύτη δύναται να αποτελέση την βάσιν διά την εντός των τοιούτων πλαισίων αντιμετώπισιν γενικώτερον του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος εν Ελλάδι. Τούτο δε διότι δεν είναι εξ αντικειμένου ορθός ο a priori αποκλεισμός της ιερατικής χάριτος από πάντων συλλήβδην των εις τον παλαιοημερολογιτισμόν ανηκόντων κληρικών, και δη και άνευ της οιασδήποτε διακρίσεως, ως τούτο πράττει κατά κανόνα η Εκκλησία ημών(690) τοσούτω μάλλον όσω δείται αντιμετωπίσεως σοβαράς εξ επόψεως των Ι. Κανόνων το ισχυρόν και έγκυρον ή μη της χειροτονίας των παλαιοημερολογιτών «Επισκόπων» υπό το φως ιδία των νεωτέρων επί του σημείου τούτου στοιχείων(691).
Κατά ταύτα η θετικότης της ως είρηται γνωμοδοτήσεως δύναται να αναφανή εν τη εφαρμογή αυτής και δη και διά της υπό της καθεστηκυίας εκκλησ. αρχής κατά περίπτωσιν εξακριβώσεως και βεβαιώσεως περί του κανονικού ή μη της χειροτονίας πάντων των εις τον παλαιοημερολογιτισμόν ανηκόντων είτε διά προσχωρήσεως, είτε και πρωτογενώς κληρικών, γεγονός όπερ θα αποκαθάρη την ατμοσφαίραν της αβεβαιότητος, ήτις επί του σημείου τούτου επικρατεί(692), θα προωθήση δε προς αισίαν επίλυσιν το όλον παλαιοημερολογιτικόν ζήτημα πολλώ μάλλον διότι κατά τινα γνώμην, θεωρούνται ως κανονικώς αναγνωρίσιμοι και αυταί αι υπερόριοι χειροτονίαι(693).
Σημειώσεις
668. Αμφότεραι αι παλαιοημερολογιτικαί παρατάξεις ενθουσιωδώς υπεδέχθησαν την επανάστασιν της 21-4-1967 και προσέφεραν άφθονον λιβανωτόν προς τους πρωτεργάτας αυτής (ΚΕΟ Μάϊος 1967, Η «Φ.Ο.» 1967, 15 Μαΐου. Ιrenikon 1967 σ. 287 ).
669. Αντιθέτως μάλιστα, αρχομένου του 1968, ετέθη υπό του Υπουργείου Δικαιοσύνης διά του υπ' αριθμ. 138617/13-1-1968 εγγράφου αυτού το θέμα της αναγνωρίσεως των παλαιοημερολογιτικών Μυστηρίων και της καταχωρίσεως αυτών εν τοις ληξιαρχικοίς του Κράτους βιβλίοις. Η ΔΙΣ, ης εζητήθησαν αι εν προκειμένω απόψεις, κατά την συνεδρίαν αυτής της 14-3-1968 μετ' εισήγησιν του Σεβ. Μητροπολίτου Ξάνθης Αντωνίου, ετάχθη κατά της προτάσεως, απορριφθεισών των υπό ενίων συνοδικών μελών διατυπωθεισών προτάσεων περί ασκήσεως οικονομίας επί των περιπτώσεων τούτων, και απεφάνθη ότι αύται δεν δύνανται να τύχωσιν επιεικούς αντιμετωπίσεως, άτε συνιστώσαι «συστηματικήν και προδιαγεγραμμένην απείθειαν έναντι της διοικούσης Εκκλησίας» (ΚώΔΙΣ 1968-1969 σ. 82-83 ). Κατ' εφαρμογήν δε της αποφάσεως ταύτης η ΔΙΣ εν τη συνεδρία τής 27-6-1968 απεφάνθη ότι ανυπόστατος τυγχάνει γάμος ιερολογηθείς υπό κληρικού παλαιοημερολογίτου.
670. ΚώΔΙΣ 1968-1969 σ. 247. Βλ. και «Ελλην. Βορράν» 2-7-1969. Ήδη από του 1967 ο «Αρχιεπ/πος» Αυξέντιος διά τηλεγραφήματος αυτού απευθυνθέντος προς 5 Υπουργούς είχεν υποβάλει το αίτημα ή της επαναφοράς του παλαιού ημερολογίου, ή της αναγνωρίσεως των υπό παλαιοημερολογιτών τελουμένων Μυστηρίων (Irenikon 1967 σ. 287 ).
671. Τούτο περιελαμβάνετο εις το από 18-10-1969 Εισηγητικόν σημείωμα του Αντιπροέδρου Δ. Πατίλη προς τον τότε Πρωθυπουργόν Γ. Παπαδόπουλον.
672. Βλ. Ιrenikon 1969 σ. 385. Το εν λόγω αίτημα εθεωρήθη ως μέρος ολοκλήρου κυκλώματος ενεργειών των παλαιοημερολογιτών, δι' ους ελέχθη κατά την συνεδρίαν της ΔΙΣ της 28-4-1969 ότι «κινούνται προς την κατεύθυνσιν αθρόων χειροτονιών ιερέων, προτιθέμενοι όπως τοποθετήσωσι τούτους εν συνεχεία ως εφημερίους εις κενάς θέσεις των Ι. Μητροπόλεων, ιδία της Β. Ελλάδος. Παραλλήλως ελέχθη ότι καταβάλλεται προσπάθεια υιοθετήσεως εκ μέρους της Κυβερνήσεως ελαστικής έναντι αυτών γραμμής» (ΚώΔΙΣ 1969-1970 συνεδρία της 28-4-1969 ).
673. Η έκδοσις της Εγκυκλίου ταύτης εθεωρήθη ως «το πρώτον μεθοδικόν και ουχί τυχαίον βήμα προς την κατεύθυνσιν διασπάσεως της Εκκλησίας, αναληφθέν υπό γνωστών σκοτεινών κύκλων» (ΚώΔΙΣ 1969-1970 συνεδρία της 28-4-1969 ). Βλ. και «Η Φ.Ο.» 1971 φ. 623-624 σ. 10.
674. Παρά τα εξ επόψεως ληξιαρχικής γεννώμενα προβλήματα ως προς τον υπολογισμόν του κατά το ν. ημερολόγιον χρόνου προς καταχώρησιν εν τοις ληξιαρχικοίς βιβλίοις γάμων τελουμένων εν ημερομηνίαις υπολογιζομέναις κατά το παλαιόν ημερολόγιον.
675. ΚώΔΙΣ 1969-1970 συνεδρία της 25-4-1969.
676. ΚώΔΙΣ 1969-1970 συνεδρίαι 28-4-1969 και 29-4-1969.
677. ΚώΔΙΣ 1969-1970 συνεδρία 6-10-1969. Πρβλ. και το υπ' αριθμ. 5401/2354/4-10-1969 συνοδικόν έγγραφον προς την Εισαγγελίαν Πρωτοδ. Θεσσαλονίκης.
678. Βλ. το υπ' αριθ. 768/27-4-1971 έγγραφον της ΠΘΕΟΚ δηλούσης τα εξής εν προκειμένω: «Έχομεν κανονικούς Αρχιερείς χειροτονηθέντας από κανονικούς ορθοδόξους ρώσους Αρχιερείς της εν τη διασπορά Ορθοδόξου ρωσικής Εκκλησίας και επομένως τα τελούμενα υπ' αυτών Μυστήρια είναι έγκυρα». Κατά δε το από 19-8-1969 Υπόμνημα του «Αρχιεπ/που» των ΓΟΧ (Κερατέας) Πατρών Ανδρέου «ουδείς ιερεύς (της παρατάξεως ταύτης) ετέλεσε ποτέ Μυστήρια εκθέσμως, αθέσμως, αντικανονικώς και παρανόμως. Οι τυχόν καθηρημένοι της ημετέρας παρατάξεως είναι δεδομένοι εγγράφως εις τους οικείους ληξιάρχους του Κράτους ως παράνομοι και αποκεκομμένοι της Εκκλησίας ημών...».
679. ΚώΔΙΣ 1969-1970 συνεδρία της 13-10-1969. Πρβλ. και το υπ' αριθμ. 4484/2260/18-7-1972 συνοδικόν έγγραφον, ως και το 1585/663/19-3-1968 όμοιον προς το Υπουργ. Εθν. Παιδείας.
680. Βλ. λ.χ. το υπ' αριθμ. 5401/2354/4-10-1969 συνοδικόν έγγραφον προς την Εισαγγελ. Πλημμελ. Θεσσαλονίκης.
681. Βλ. και το σχετικόν υπ' αριθμ. 2062/1197/7-4-1971 συνοδικόν έγγραφον προς τον παρά τω Υπουργ. Εξωτερικών Νομικόν Σύμβουλον.
682. Τούτο υπεστήριξεν εν τη συνεδρία της ΔΙΣ της 16-9-1970 ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας Συνέσιος, Πρόεδρος τότε τυγχάνων της Μ.Σ.Ε. Νομοκανονικών ζητημάτων (ΚώΔΙΣ 1970-1971 σ. 320 ).
683. Βλ. καί σχόλιον της «Ακροπόλεως» της 20-9-1969 εν ω επισημαίνεται η προσοχή της Κυβερνήσεως κατά τον χειρισμόν του θέματος, και σχετικήν επ' αυτού ενέργειαν του Υπουργού Εσωτερικών.
684. Βλ. το υπ' αριθμ. 82281/24-9-1969 σχετικόν έγγραφον, όπερ εθεωρήθη υπό της ΔΙΣ ως έμμεσος ανάκλησις της επιμάχου εγκυκλίου (ΚώΔΙΣ 1969-1970 συνεδρία 6-10-69 ).
685. Τη 18-10-1969 συνεκλήθη ευρεία κυβερνητική σύσκεψις τη συμμετοχή των Β' Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως, Δ. Πατίλη, των Υπουργών Προεδρίας Π. Αγαθαγγέλου και Εθν. Παιδείας Θ. Παπακωνσταντίνου και αρμοδίων υπηρεσιακών παραγόντων, εις ην κληθείς μετέσχε και ο Μακ. Αρχιεπ/πος Ιερώνυμος. Κατ' αυτήν εξητάσθη το όλον παλαιοημερολογιτικόν και υπεβλήθησαν προτάσεις λύσεως αυτού, του Μακαριωτάτου αποκλείσαντος την υπό της Πολιτείας σιωπηράν έστω αναγνώρισιν των παλαιοημερολογιτικών Μυστηρίων ή τον διωγμόν των παλαιοημερολογιτών, επιμείναντος δε επί της ήδη γνωστής και εκκλησιαστικώς δεδομένης λύσεως της θρησκευτικής δηλονότι εξυπηρετήσεως των παλαιοημερολογιτών υπό ιερέων της κανονικής Εκκλησίας. Αλλά το θέμα παρέμεινε και αύθις εκκρεμές, εν αναμονή λήψεως των στατιστικων περί του αριθμού των παλαιοημερολογιτών στοιχείων, εις την σπουδαιότητα των οποίων εφαίνετο να υπολογίζη σοβαρώς η Κυβέρνησις (ΚώΔΙΣ 1969-1970 συνεδρία της 6-10-1969. Βλ. και εισηγητικόν σημείωμα Δ. Πατίλη από 18-10-1969 ). Το αποτέλεσμα της διαταχθείσης υπό τε της Εκκλησίας και της Πολιτείας σχετικής ερεύνης υπήρξε διαφωτιστικόν, διότι ανεβίβασε τους ανά την Επικράτειαν παλαιοημερολογίτας εις 50.000 έως 60.000 ψυχάς. Τούτο παρέσχε την ευκαιρίαν εις την ΔΙΣ όπως επανέλθη επί του θέματος κατά την συνεδρίαν της 6-10-1969,καθ' ην ετονίσθησαν έτι άπαξ, αι γνωσταί απόψεις περί αντικανονικής υπάρξεως των παλαιοημερολογιτικών κοινοτήτων και περί ασυδότου ελευθερίας των ποικίλων ρασοφόρων εις ουδένα υπαγομένων έλεγχον, καθώς και περί της ελλείψεως παρ' αυτοίς κανονικής χειρονομίας και της εκ τούτου προσγιγνομένης βλάβης εν τη ενότητι της Εκκλησίας και τω ποιμνίω αυτής. Επί πλέον και εξ αφορμής δηλώσεως των παλαιοημερολογιτών (παρατάξεως «πρ. Φλωρίνης») δημοσιευθείσης διά του δελτίου αυτών «Η Φωνή της Ορθοδοξίας» (1969 φ. 573-574) περί συνεργασίας αυτών μετά των εν τη διασπορά ρώσων και μετά της «εν Ρωσσία Εκκλησίας των κατακομβών» διετυπώθη η υποψία ότι oι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται ανεπιγνώστως ή ου είναι ενδεχόμενον να καταστώσιν όργανα του κομμουνισμού, επ' ωφελεία της κομμουνιστικής προπαγάνδας (ΚώΔΙΣ 1969-1970 συνεδρία της 6-10-1969 ). Τελικώς επεκράτησεν η άποψις, ότι διά της συνεργασίας Εκκλησίας και Πολιτείας δύναται να επιλυθή το οξύ παλαιοημερολογιτικόν πρόβλημα, εις τρόπον «ώστε και oι ευσεβείς και αγαθοί κατά τα άλλα οπαδοί του παλ. ημερολογίου να εξυπηρετηθώσι, αλλά και οι εκμεταλλευταί τούτων ψευδοκληρικοί και λαϊκοί να τεθώσιν εις το περιθώριον» (ΚώΔΙΣ 1969-1970 συνεδρία της 6-10-1969 ). Η άποψις αύτη εφαίνετο συμπορευομένη προς την τοιαύτην της παλαιοημερολογιτικής παρατάξεως του «πρ. Φλωρlνης» ήτις δι' αλλεπαλλήλων αναφορών προς την Ι. Σύνοδον καταδικάζουσα την «αγυρτείαν» και τον «τυχοδιωκτισμόν» (Βλ. το υπ' αριθμ. 468/1-10-1963 υπόμνημα της ΠΘΕΟΚ προς την ΔΙΣ) ως και «τας αποτολμηθείσας επισκοπικάς χειροτονίας τη συμπράξει σλαύων Επισκόπων» (Βλ. το υπ' αριθμ. 99/18-31 Ιανουαρίου 1963 υπόμνημα της Εκκλησίας των ΓΟΧ προς την ΔΙΣ) και γενικώς την απαράδεκτον πολιτείαν των ρασοφόρων της ετέρας παλαιοημερολογιτικής παρατάξεως, ητείτο προστασίαν και προύτεινε συγκαταβατικάς του προβλήματος λύσεις κυμαινομένας από της επαναφοράς του παλαιού ημερολογίου μέχρι της ανεκτικής συνυπάρξεως, εν αναμονή της μελλούσης Πανορθοδόξου Συνόδου. Προς την άποψιν όμως ταύτην, ιδία ως προς το σκέλος της πατάξεως των εκμεταλλευτών, δεν εφαίνετο διατεθειμένη να προσχωρήση η Πολιτεία, ούτω δ' εν τη ειδική τη 10-8-1970 συσκέψει εν τω Υπουργ. Εσωτερικών καθ' ην παρέστη και ο Μακ. Αρχιεπ/πος «προεκρίθη ως προσφορωτέρα η τακτική της μη λήψεως εντόνων μέτρων κατά των παλαιοημερολογιτών» (Βλ. το υπ' αριθμ. 30743/4935/30-4-1971 έγγραφον του Υπουργ. Εσωτερικών προς την ΔΙΣ). Φημολογίαι εν τούτοις ανεύθυνοι διασπαρείσαι καταλλήλως έφερον την τε Εκκλησίαν και την Πολιτείαν διατεθειμένας όπως εγκαινιάσωσι περίοδον διωγμών εναντίον των παλαιοημερολογιτών. Τω λόγω τούτω υπεβλήθησαν σωρηδόν έκ τε του εσωτερικού και του εξωτερικού προς την Κυβέρνησιν διαμαρτυρίαι παλαιοημερολογιτικών κύκλων κατά της λήψεως των μελετωμένων μέτρων (Βλ. σχετικώς το υπ' αριθμ. 708/27-4-1971 υπόμνημα ΠΘΕΟΚ, τα υπ' αριθμ. 66572/1-6-1971 και 70319/V- 361/16-6-1971 έγγραφα του Υπουργείου Εθν. Παιδείας).
686. ΚώΔΙΣ 1970-1971 σ. 81.
687. Βλ. το υπ' αριθμ. 30743/4935/30-7-1971 έγγραφον του Υπ. Εσωτερικών προς ΔΙΣ. Ούτω και η από 15-3-72 κυβερνήτ. σύσκεψις.
688. Βλ. και ΚώΔΙΣ 1970-1971 σ. 320-321. Πρβλ. και συνεδρίαν ΔΙΣ της 15-3-1971. Κατά συνοδικόν ανακοινωθέν τα Μυστήρια των παλαιοημερολογιτών είναι άκυρα («Εκκλησία» 1971 σ. 267 ). Contra Π. Σμαΐλης, Έγκυρα τα Μυστήρια των παλαιοημερολογιτών εν: «Η Φ.Ο.» 1971 φ. 617-618 σ. 1-4. Πρβλ. και «Ακρόπολιν» 30-4-71, «Το Βήμα» 30-4-71, «Νέαν Πολιτείαν» 30-4-71, «Βραδυνήν» 30-4-71, «Tα Νέα» 30-4-71.
689. Πρβλ. ιδία τα εις τον ΙΓ' της Δ' Οικουμ. σχόλια των Ζωναρά, Βαλσαμώνος και Αριστηνού.
690. Oύτω η ΔΙΣ απεφάνθη εν τη συνεδρία αυτής της 24-9-1971. Πρβλ. και το υπ' αριθ. 5401/2354/4-10-1969 συνοδικόν έγγραφον προς Εισαγγελ. Πλημμελ. Θεσσαλονίκης, το υπ' αριθμ. 4705/2498/10-8-1972 συνοδικόν ωσαύτως έγγραφον προς την Νομαρχίαν Σερρών περί του αντικανονικού ιερέως Μ.Λ χειροτονηθέντος υπο του αντικανονικού «Επισκόπου» Σ.Γ.
691. Βλ. την υπ' αριθ. 768/27-4-1971 δήλωσιν της ΠΘΕΟΚ. Περί τούτων βλ. εκτενέστερον εν σ. 332 επ. του παρόντος.
692. Σχετική προς τούτο τυγχάνει και η υπ’ αριθ. 167/1-7-1972 Εγκύκλιος του Σεβ. Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου, όστις τάσσει ως προϋπόθεσιν πάσης συζητήσεως προς αναγνώρισιν των παλαιοημερολογίτων «κληρικών» και δη και «Επισκόπων» την έρευναν περί του κανονικού της χειροτονίας αυτών, και τούτο διότι διασπειρόμεναι, κατά καιρούς, πληροφορίαι φέρουσιν άλλους μεν εξ αυτών ως στερουμένους τοιαύτης χειροτονίας, άλλους δ’ ως έχοντας λάβει αντικανονικήν χειροτονίαν. Το ζήτημα είναι λίαν σοβαρόν εκ της επιλύσεως δ’ αυτού εξαρτάται και η επίλυσις του γενικωτέρου παλαιοημερολογητικού προβλήματος και η εφαρμογή κανονικών εν γένει λύσεων. Βλ. σχετικώς και την Θεοδωρήτου μοναχού, Ανοικτήν Επιστολήν προς τον Σεβ. κ. Αυγουστίνον Καντιώτην, υφ’ ημερομηνίαν 22-8-72 ένθα επιχειρείται αναίρεσις των ως άνω θέσεων του Μητροπ. Φλωρίνης.
693. Βλ. Π. Τρεμπέλα, Δογματική τ. Γ’ σ. 315. Πρβλ. και την υπ’ αριθμ. 181929/8222/Roneo/29/31-7-1968 Εγκύκλιον του ΓΛΚ ερμηνεύουσαν τον ΑΝ 469/1968, καθ’ ην η ιερατική υπηρεσία λογίζεται αφ’ ης ο εφημέριος εχειροτονήθη πρεσβύτερος (ΚώΔΙΣ 1970-1971 σ. 371). Η άποψις αύτη δύναται να αποτελέση ελκυστικόν κίνητρον διά την προσέλευσιν παλαιοημερολογιτών ιερέων εις τους κόλπους της Εκκλησίας. Πρβλ. και ΚώΔΙΣ 1970-1971 σ. 372.
|
|
|