|
"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, † Αρχιεπισκόπου Αθηνών |
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ
ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ
ΙΙΙ. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΡΙΤΗ (1948-1956): Έντασις εις τας σχέσεις Εκκλησίας και παλαιοημερολογιτών
Φάσις Πρώτη: 1948 - 1949
1. Προβολή αξιώσεως των παλαιοημερολογιτών προς συνταγματικήν κατοχύρωσιν της ελευθερίας της λατρείας εν τω Κράτει. Το πρόβλημα της θρησκευτικής ελευθερίας.
Η εν έτει 1948 επί Αρχιεπ/που Δαμασκηνού συνελθούσα «προς εξέτασιν ζωτικών
ζητημάτων αφορώντων την Εκκλησίαν»(495) ΙΣΙ, σημειοί την αφετηρίαν νέας τινος
φάσεως εν τη ιστορία του ελληνικού παλαιοημερολογιτικού ζητήματος(496). Και τούτο διότι οι παλαιοημερολογίται, αναθαρρήσαντες εκ των προς αυτούς επιδαψιλευθεισών εκδουλεύσεων εκ μέρους πολιτικών και πολιτευομένων τινών, επεδίωξαν την κατοχύρωσιν της θρησκευτικής αυτών ελευθερίας διά της προσθήκης σχετικής ερμηνευτικής δηλώσεως(497) εν τέλει του 2ου άρθρου του υπό αναθεώρησιν Συντάγματος. Διά της εν λόγω εν σχεδίω δηλώσεως εγίνετο δεκτόν ότι «εις την έννοιαν του όρου «θρησκευτικής συνειδήσεως» περιελαμβάνετο και το θρησκεύεσθαι κατά το παλαιόν εορτολόγιον»(498) Ως είναι ευνόητον η διάταξις αύτη, εν συνδυασμώ .προς τας περί θρησκείας εν γένει και απαλλοτριώσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 143 του νέου υπό Αναθεώρησιν Συντάγματος, απετέλεσε σοβαρόν λόγον εκτάκτου συγκλήσεως της ΙΣΙ, εν τη α' συνεδρία της οποίας (5-7-1948 ) ο Αρχιεπ/πος Δαμασκηνός εισηγήθη εκτενώς επί των «λόγων επειγούσης ανάγκης» οίτινες ωδήγησαν εις την σύγκλησιν ταύτης.
Τεχνολογών εκτενώς την εις τους παλαιοημερολογίτας αφορώσαν ερμηνευτικήν δήλωσιν ο Αρχιεπ/πος Δαμασκηνός; παρετήρησεν ότι; αύτη δεν υπηγορεύθη εκ λόγων ανάγκης και προς ρύθμισιν σοβούντος εκκλησιαστικού ζητήματος, και οτι δι' αυτής δημιουργείται εκ του μη όντος διαίρεσις εις τας τάξεις της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας, εφ' όσον η παρεχομένη εις τους παλαιοημερολογίτας προοτασία δεν αποτελεί άλλο τι ει μη προστασίαν παρεχομένην εις απειθαρχούντας κληρικούς τινας και λαϊκούς στρεφομένους κατά της διοικήσεως της Εκκλησίας και επιδιώκοντας δι' άλλους λόγους να επιβάλωσι τας αντιλήψεις αυτών. Εν συμπεράσματι παρετήρησεν ότι το ζήτημα του εορτολογίου ανάγεται εις την εσωτερικήν διοίκησιν της Εκκλησίας, ότι οι εις το παλαιόν εορτολόγιον πιστεύοντες δεν ανήκουσιν εις θρησκείαν τινα, διάφορον της Ελληνικής Ορθοδόξου ώστε να δύναται να τύχωσι της εκ του Συντάγματος προστασίας, αλλ' ανήκουσιν εις ομάδα, τείνουσαν εις την διασάλευσιν της εσωτερικής τάξεως και της ενότητος της επισήμου Εκκλησίας της Ελλάδος, και ότι η αναγνώρισις των παλαιοημερολογιτών εις ιδίαν Κοινότητα, με ιδίαν διοίκησιν, ναούς και θρησκευτικήν δράσιν, θα απετέλει πράξιν αντεθνικήν, αυτόχρημα εγκληματικήν, της οποίας τα αποτελέσματα ουδείς δύναται να προΐδη(499).
Το όλον θέμα προύβαλε, κατά ταύτα, από τε τυπικής-νομικής και ουσιαστικής-εκκλησιολογικής πλευράς και καθ' όλην την έκτασιν και τας προεκτάσεις αυτού, ετίθετο δε το πρώτον νυν ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας. Την σχετικήν Έκθεσιν, περιέχουσαν τας απόψεις της Εκκλησίας, συνέταξε τότε ο Μητροπολίτης Λαρίσης και είτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δωρόθεος. Αύτη δε υπεβλήθη προς την Δ' Αναθεωρητικήν Βουλήν ως Υπόμνημα διαφωτιστικόν προς αποσόβησιν της συνταγματικής αναγνωρίσεως των παλαιοημερολογιτών, του εισηγητού επιμείναντος ότι «ο παλαιοημερολογιτισμός δεν είναι ούτε αίρεσις, ούτε σχίσμα, και οι ακολουθούντες δεν είναι ούτε αιρετικοί, ως διαφωνούντες προς το δόγμα, ούτε σχισματικοί ως διαφωνούντες εις την διοίκησιν ούτε εκηρύχθησαν τοιούτοι ούτε και επισήμως απεσχίσθησαν από της εις ην εξακολουθούσιν ανήκοντες Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά την άποψιν ταύτην οι παλαιοημερολογίται διαφωνούσιν εις το ζήτημα του εορτολογίου, όπερ εισήχθη δι' αποφάσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, κανονικώς ληφθείσης. Συνεπώς παλαιοημερολογιτισμός σημαίνει επανάστασιν εντός των κόλπων της Εκκλησίας ταύτης, διότι οι ακολουθούντες το παλαιόν εορτολόγιον δεν πειθαρχούσι προς την τοιαύτην κανονικήν απόφασιν της Εκκλησίας αυτών(500). Μετά την παράθεσιν και ετέρων συμπληρωματικών απόψεων ο εισηγητής επεσήμανε και άλλην όψιν του ζητήματος, την εις την εκκλησ. πειθαρχίαν και τάξιν αφορώσαν, εφ' όσον πάσα ανταρσία κατά της Εκκλησίας θα ενεθαρρύνετο, πας δε δυσαρεστούμενος εκ της αντιθέτου εκβάσεως υποθέσεως αυτού ή μη επιτυγχάνων ζητουμένην υπέρ αυτού παρανομίαν θα έχη το δικαίωμα, χορηγούμενον πλέον εις αυτόν αφειδώς υπό της Πολιτείας,να εγείρη πόλεμον και να βάλλη κατά της Εκκλησίας, ως οι παλ/ται.
Αι απόψεις αύται, αίτινες σήμερον αποτελούσι την κρατούσαν παρ' ημίν γνώμην, έγένοντο δεκταί ύπό συμπάσης της Ιεραρχίας και υπεβλήθησαν, ως ελέχθη, εν Υπομνήματι προς την Βουλήν(501) παρ' ης και έτυχον υποστηρίξεως,
διαγραφείσης τελικώς εκ του κειμένου της επιμάχου ερμηνευτικής δηλώσεως εν άρθρω 2 του υπό αναθεώρησιν Συντάγματος(502). Ούτω παρήλθε και ο κίνδυνος επισήμου, και δη και συνταγματικής, αναγνωρίσεως του παλαιοημερολογιτικού κινήματος, γεγονός όπερ θα ηδύνατο να έχη δυσμενείς συνεπείας διά την εξέλιξιν του όλου ζητήματος, εφ' όσον θα παρείχε τοις παλαιοημερολογίταις την δυνατότητα νομίμου υπάρξεως, παραλλήλως προς την επίσημον Εκκλησίαν, και δη και εν τω αυτώ Κράτει. Μία τοιαύτη λύσις θα απεμάκρυνεν οριστικώς πάσαν σκέψιν περί ενότητος εν τω σώματι της Εκκλησίας της Ελλάδος, και θα διαιώνιζε την διάστασιν.
Ως καταφαίνεται εκ των άνω θέσεων της Εκκλησίας έναντι του παλαιοημερολογιτικού
προβλήματος, το ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας, ήτις αποτελεί κατάκτησιν των
ελευθέρων λαών, δεν εκρίνετο ως καλύπτον την ακώλυτον, επί τη βάσει της αρχής ταύτης, άσκησιν υπό των παλαιοημερολογιτών των της λατρείας αυτών, ένεκα του γεγονότος ότι ούτοι δεν εθεωρούντο αιρετικοi ή απεσχισμένοι της Εκκλησίας.
Το ζήτημα του προσδιορισμού της ιδιότητος των παλαιοημερολογιτών ως αιρετικών(503), σχισματικών ή παρασυναγώγων και κατά συνέπειαν της θέσεως αυτών έναντι της Εκκλησίας, απησχόλησε σοβαρώς την παρ' ημίν θεωρίαν και πράξιν, αι δε κατά καιρούς εξενεχθείσαι επ' αυτού απόψεις εν τε τη επιστήμη
και τη νομολογία εστηρίχθησαν κατά βάσιν, ει και μετά παραλλαγών τινων, επί των δύο αντιθέτων κατά το περιεχόμενον, αλλ' εμπεριστατωμένων γνωματεύσεων υπ' αριθμ. 45/1932 του Εισαγγελέως Α.Π. Κ. Γεωργιάδη,(504) αφ' ενός και της των
Λ. Γιδοπούλου -Χ. Ανδρούτσου -Αλ. Βαμβέτσου αφ' ετέρου(505).
Ειδικώτερον ο Κ. Γεωργιάδης εν τη ως είρηται γνωματεύσει αυτού απεφάνθη ότι
οι παλαιοημερολογίται, διαφωνούντες προς την διοίκησιν της Εκκλησίας λόγω του ζητήματος της ημερολογιακής μεταβολής, δεν καθίστανται τω λόγω τούτω ετερόδοξοι ή αιρετικοί, αλλ εξακολουθούσιν ανήκοντες εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Ελλάδος, ήτινι έχει η Ελληνική Πολιτεία εμπιστευθή διά συνταγματικής διατάξεως την αποκλειστικήν άσκησιν της λατρείας του επικρατούντος ορθοδόξου δόγματος(506).
Ούτως οι παλαιοημερολογίται υπάγονται εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος, και κατά συνέπειαν δεν απολαύουσι της συνταγματικής προστασίας ως προς την ελευθέραν άσκησιν των της λατρείας αυτών εν ιδίοις ναοίς, δεν δικαιούνται δ' όπως συνιστώσιν ιδίους θρησκευτικούς συλλόγους. Τη γνώμη ταύτη συνετάχθησαν βραδύτερον εν κοινή αυτών γνωματεύσει, οι Γ. Ράμμος-Χ. Σγουρίτσας-Κ. Τσάτσος(507) υποστηρίξαντες, ειδικώτερον, ότι προς κήρυξιν τινός ως σχισματικού απαιτείται συν άλλοις και επί τούτω πράξις της Εκκλησίας, κηρύττουσα τούτον απεσχισμένον. Την άποψιν ταύτην έχουσιν υιοθετήσει και οι Κ. Δημητρακάκης, Λαρίσης Δωρόθεος, Γ. Χοϊδάς, Α. Χριστοφιλόπουλος και Σ. Τρωιάνος καθώς και πληθύς αποφάσεων των Ελληνικών Δικαστηρίων ως λ.χ. αι Α.Π. 222/ 1934, 359/1934, Πρωτ. Κερκύρας 464/1936, Πρωτ. Βόλου 692/1934 και 150/1972 του ΝΣΚ και γνωματεύσεις νομομαθών ως η υπ' αριθμ. 1/1947 του Εισαγγελέως Α.Π. Α. Μπουροπούλου, η 16273/1942 του Εισαγγελέως Πρωτ. Θεσσαλονίκης Α. Στάϊκου, η 1117/1954 του Εισαγγελέως Πρωτ. Κορίνθου Δ. Κορκολοπούλου, και αι επ' αυτής παρατηρήσεις του Ι. Παναγοπούλου(508). Σημειωτέον ότι και ένιοι παλαιοημερολογίται αρνούνται όπως δεχθώσι τον χαρακτηρισμόν αυτών ως αιρετικών ή σχισματικών, θεωρούντες, αντιθέτως, εαυτούς μεν ως Γνησίους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ακραιφνείς φύλακας των ορθοδόξων δογμάτων και παραδόσεων, την δε Εκκλησίαν της Ελλάδος σχισματικήν και κακόδοξον(509). Επί πάσι τούτοις προς την άποψιν του Κ. Γεωργιάδη συνετάχθησαν αρχήθεν ή τε ΙΣΙ και η ΔΙΣ της Εκκλησίας ημών, υπό το πρίσμα δε τούτο προήλθον εις την λήψιν αποφάσεων και μέτρων προς αντιμετώπισιν του .παλ/κού κινήματος(510). Αξιοσημείωτον εν προκειμένω τυγχάνει το γεγονός ότι, και αυτός ο «πρ. Φλωρίνης» Χρυσόστομος εστοίχει μέχρι τινός τη γνώμη ταύτη, υποστηρίζων εν έτεσι 1944 και 1951 ότι οι παλαιοημερολογίται δεν αποτελούσιν ιδιαιτέραν και ανεξάρτητον εν Ελλάδι Ορθόδοξον Εκκλησίαν, διάφορον της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά μίαν, εντός αυτής, εκκλησιαστικήν φρουράν, ήτις φρουρεί τον θεσμόν του ορθοδόξου εορτολογίου(511) γενόμενος, διά την γνώμην ταύτην, αποδιοπομπαίος της παρατάξεως Ματθαίου και αντικείμενον σφοδράς λοιδορίας και εντόνου επικρίσεως.
Την ετέραν γνώμην, την αποδίδουσαν τοις παλαιοημερολογίταις την ιδιότητα του
απεσχισμένου εκ της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και διεκδικούσαν υπέρ αυτών συνταγματικάς προστασίας επί τη βάσει της αρχής της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως υπεστήριξαν οι Χ. Ανδρούτσος Λ. Γιδόπουλος-Α. Βαμβέτσος και οι «πρ. Φλωρίνης» (μετά το 1951), Κλ. Θεοφανόπουλος, Δ. Γιδόπουλος (Γνωμ. 13/13-4-32 ), ο «ειδικός» Δ. Γ, ο Ι. Σόντης (ΝοΒ" 1965 σ. 993 επ.) επ' εσχάτων δε τόσον ο Ι. Πετριτάκης(512) όσον και ο Αν. Μαρίνος(513). Ου μην αλλά και αι οργανώσεις των παλαιοημερολογιτών και αι «Ιεραί Σύνοδοι» αυτών την αυτήν συμφέρουσαν αυταίς γνώμην ασπάζονται, ενασμενιζόμεναι εις την διακήρυξιν ότι διέκοψαν πάσαν σχέσιν και κοινωνίαν μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος και δεν ευρίσκονται πλέον εντός του περιβόλου του ποιμνίου αυτής καθώς και ότι «η επίσημος, καταστάσα σχισματική, είναι νέα Εκκλησία εντός των κόλπων της Αποστολικής, συνταγματικής, Νομίμου, Κανονικής Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, την οποίαν αποτελούμεν ημείς οι αποκηρύξαντες την καινοτομίαν και μη ακολουθήσαντες το σχίσμα»(514).
Ευνόητον ότι εκατέρα άποψις έχει και πρακτικάς επιπτώσεις ιδία, ως προς το ακώλυτον της ασκήσεως των της λατρείας των παλαιοημερολογιτών, όπερ εξασφαλίζει υπέρ αυτών μόνον η δευτέρα γνώμη. Αλλά κατά την και υφ' ημών ασπαζομένην γνώμην, η υπό των παλαιοημερολογιτών προβολή ωργανωμένης
αρνήσεως υπακοής εις τας επιταγάς της νομίμου εκκλησιαστικής Αρχής και η επίκλησις υπ' αυτών της ημερολογιακής μεταβολής ως λόγου δικαιολογούντος την υπ' αυτών απεμπόλησιν παντός συνδέσμου μετά της εξ ης προήλθον και εις ην ανήκουσιν κανονικής Ορθοδόξού Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτις διατηρεί δεσμούς κοινωνίας μετά πασών των αγίων ανά την Οικουμένην Ορθοδόξων Εκκλησιών, δεν συνεπάγεται αυτομάτως και άνευ ετέρου την έξοδον αυτών εξ αυτής, ει μη μόνον την δημιουργίαν μιας de facto σχισματικής καταστάσεως η οποία δέον να αναγνωρισθή και de jure ως τοιαύτη. Εφ' όσον διά πανηγυρικής τινος πράξεως, ήγουν του Θείου Βαπτίσματος, εισέρχεταί τις εις την Εκκλησίαν, δέον όπως δι' ετέρας αντιθέτου
πράξεως εξέλθη αύτής(515), και τοιαύτη είναι η πράξις της Εκκλησίας δι' ης κηρύσσει αύτη τινά σχισματικόν και αποκόπτει τούτον από του σώματος αυτής ως μέλος σεσηπός, επιφυλασσομένου, εν πάση περιπτώσει, του δικαιώματος εκάστου Ορθοδόξου πιστού, όπως μεταστή αυτοβούλως εις τινα ετέραν θρησκευτικήν κοινότητα, αποστατών από της Ορθοδόξου Εκκλησίας και αποκηρύσσων την διδασκαλίαν αυτής, ασπαζόμενος δε την διάφορον κατά περιεχόμενον τοιαύτην της νέας πίστεως αυτού. Όθεν οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται, μη αποκοπέντες υπό της Εκκλησίας, και μη δηλούντες αποστασίαν απ' αυτής θεωρητικώς εξακολουθούσι, καίπερ μη στέργοντες, να παραμένωσι νομικώς και κανονικώς μέλη της Εκκλησίας της Ελλάδος υπαγόμενοι εις την δικαιοδοσίαν των διοικητικών, δικαστικών και λοιπών οργάνων αυτής. Τούτων δε ούτως εχόντων συνάγεται ότι ούτοι ουδέ συνταγματικής δύνανται να απολαύωσι προστασίας εν τη ασκήσει των της λατρείας αυτών εν ιδίοις ναοίς, διότι ως γνωστόν και αυτή η συνταγματικώς κατοχυρουμένη θρησκευτική ελευθερία υποβάλλεται εις περιορισμούς περί ων προβλέπουσι τα οικεία άρθρα του Συντάγματος, εν οις και η απαγόρευσις του προσηλυτισμού εις βάρος της επικρατούσης θρησκείας(516). Αλλά μην το de facto σχίσμα, όπερ εδημιούργησαν εντός των κόλπων της Εκκλησίας της Ελλάδος οι παλαιοημερολογίται, αποκοπέντες απ' αυτής και υπαχθέντες υπό ιδίαν εκκλησ. διοίκησιν όλως αντικανονικήν, αντισυνταγματικήν και παράνομον, καίτοι νομοκανονικώς τελεί υπό άγνοιαν εκ μέρους της Εκκλησίας, εξακολουθούσης να θεωρή ως ιδίους τους ήδη από μακρού εν τοις πράγμασιν απ' αυτής μακρυνθέντας, θα έδει, ανεξαρτήτως των δυσμενών επιπτώσεων, ας δύναται να έχη, να αναγνωρισθή και επί τέλους υπ' αυτής και de jure, διότι είναι δείγμα ανωφελούς ανοχής η περαιτέρω αγνόησις μιας δεδημιουργημένης ήδη καταστάσεως. Επί πλέον η κήρυξις των εν Ελλάδι παλαιοημερολογιτών ως σχισματικών ομού μετά των συμπαρομαρτουσών λοιπών αντικανονικοτήτων αυτών, θα είχεν ως αποτέλεσμα την επισημοποίησιν της καταδίκης αυτών και υπό συμπάσης της Ορθοδοξίας και την περαιτέρω απομόνωσίν των. Ετέρωθεν μία τοιαύτη ενέργεια εκ μέρους της Εκκλησίας ημών, θα ωδήγει ενδεχομένως τινάς των απλοϊκωτέρων παλαιοημερολογιτών εις αναζήτησιν κανονικής τινος λύσεως του προβλήματός των, ενώ θα εξέθετεν εις βαθμόν μέγαν τους ηγέτας αυτών εξακολουθούντας να παρασύρωσι τους αφελείς εις την πλάνην.
Όλως ιδιότυπον επί του θέματος άποψιν εξήνεγκον οι Π. Παναγιωτάκος. Σ. Αλεξανδρόπουλος αποφανθέντες, επί τη βάσει μεν της συνταγματικής αρχής περί της επικρατούσης εν Ελλάδι θρησκείας, ότι οι παλαιοημερολογίται δεν δικαιούνται παραλλήλου προς την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ελλάδος συνταγματικής
προστασίας, άτε μη πρεσβεύοντες τι το δογματικώς διάφορον απ' αυτής, επί τη βάσει δε της ωσαύτως συνταγματικής αρχής περί της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, εν συνδυασμώ και προς την ήδη εκπεφρασμένην γνώμην αυτών ότι απεκόπησαν της Εκκλησίας της Ελλάδος ότι δικαιούνται συνταγματικής προστασίας ως αποτελούντες, επί πλέον, «ιδίαν γνωστήν θρησκευτικήν κοινωνίαν». Συμπληρών την άποψιν ταύτην ο Ι. Πετριτάκης υπεστήριξεν ότι η Εκκλησία των ΓΟΧ «αποτελεί «θρησκευτικήν κοινότητα» γνωστήν ουχί μόνον ως ανεγνωρισμένην υπό της λαϊκής συνειδήσεως, ου μην αλλά και λόγω της δημιουργίας «εκκλησιαστικού εθίμου» ερρωμένου επί της μακραίωνος Ι. Παραδόσεως της κατ' Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως προς την τήρησιν του εορτολογίου, εφαρμοζομένου ήδη από των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας»(517). Εν τούτοις οι γνωμοδοτούντες δέχονται το όλον παλαιοημερολογιτικόν ζήτημα ως «κανονικώς και προ πολλού σοβούν» και δεόμενον αντιμετωπίσεως υπό Μείζονος Συνόδου ομολογούντες όμως εν συμπεράσματι, ότι διά της συγκρούσεως των δύο διαληφθεισών συνταγματικών αρχών «ο κατά το σύνταγμα ερρωμένος θεσμός της επικρατούσης Εκκλησίας εν Ελλάδι δεινώς πλήττεται»(518). Προς τ' ανωτέρω συμφωνεί εν μέρει και ο Α. Μαρίνος υποστηρίζων ότι η αξίωσις των παλαιοημερολογιτών όπως επιτραπή αυτοίς ίνα λατρεύωσι τον Θεόν επί τη βάσει του Ιουλιανού Ημερολογίου καλύπτεται υπό της κατοχυρούσης την ελευθερίαν της λατρείας συνταγματικής διατάξεως, των παλαιοημερολογιτών δικαιουμένων όπως έχωσιν ιδίους ναούς, δυναμένους να ανεγείρωνται κατά την διαδικασίαν της ανεγέρσεως ναών υπό των ετεροδόξων και ετεροθρήσκων, συντρεχουσών βεβαίως και των προϋποθέσεων των άρθρων 1 και 16 παρ. 2 του Συντάγματος του 1968. Κατά τας εν λόγω προϋποθέσεις δέον όπως οι δικαιούμενοι προστασίας εκ του Συντάγματος πρεσβεύωσι μεν γνωστήν θρησκείαν,
μη ασκώσι δε προσηλυτισμόν ή ετέραν τινα επέμβασιν κατά της επικρατούσης θρησκείας. Κατά τον Α. Μαρίνον επί των παλαιοημερολογιτών συντρέχει η πρώτη θετική προϋπόθεσις, ήτοι «η θρησκεία των παλαιοημερολογιτών διαφέρουσα της επικρατούσης μόνον ως προς τον χρόνον λατρείας αναμφιβόλως αποτελεί «γνωστήν θρησκείαν». Το ζήτημα της μη ασκήσεως προσηλυτισμού δέον, κατά τον Α. Μαρίνον, να ερευνάται κατά περίπτωσιν. Αντιθέτως όμως ούτος φρονεί ότι «εν τω όρω «επέμβασις» περιλαμβάνεται και η παλαιοημερολογιτική κίνησις» και κατά συνέπειαν «η ίδρυσις ναών παλαιοημερολογιτών ... συνιστά επέμβασιν εις βάρος της επικρατούσης θρησκείας και, ως εκ τούτου, είναι ανεπίτρεπτος». Αλλ' εν τη διατάξει του άρθρου 13 του ισχύοντος Συντάγματος (1975) δεν περιελήφθη η απαγόρευσις πάσης επεμβάσεως κατά της επικρατούσης θρησκείας, τω λόγω δε τούτω η ως άνω άποψις του Α. Μαρίνου στερείται της θεμελιώδους αυτής προϋποθέσεως. Βεβαίως η συνταγματική κατοχύρωσις πάντων ανεξαιρέτως των Ιερών Κανόνων διά του άρθρου 3 του ισχύοντος Συντάγματος, δύναται, ευλόγως, να στηρίξη την γνώμην του ιδίου ότι δεν δύνανται, ένεκα του λόγου τούτου, οι παλ/ται να αξιώσουν υπέρ αυτών συνταγματικήν προστασίαν, εφ' όσον διαφωνούσι μετά της κρατούσης
Εκκλησίας της Ελλάδος επί θέματος εορτολογικού σχέσιν άμεσον έχοντας προς την θείαν Λατρείαν(519).
Σημειώσεις
495. Αρχιεπ/πος Δαμασκηνός προς Οικουμενικόν Πατριάρχην Μάξιμον εν: «Ορθοδοξία» 1948 σ. 251.
496. Βλ. Ιω. Κωνσταντινίδη. Το παλαιοημερολογιτικόν ζήτημα εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος, εν: «Εκκλησιαστικόν Βήμα» 1958 σ. 12.
497. Η «Εκκλησία» εν ειδικώ αυτής σχολίω την περί προσθήκης της ερμηνευτικής ταύτης δηλώσεως είδησιν εχαρακτήρισεν ως «απίστευτον» και ως τόλμημα πολιτευομένων τινων, ικανόν να οδηγήση εις θρησκευτικόν διχασμόν του Έθνους. («Εκκλησία» 1948 σ. 186). Ο δε Κ. Τσάτσος εν ταις υποβληθείσαις τη Βουλή τροπολογίαις αυτού επί των άρθρων 1-2 του Συντάγματος, παρετήρει ότι «ο παλαιοημερολογιτισμός, ζήτημα το οποίον, χάρις εις την ανεκτικότητα της επισήμου Εκκλησίας, είχε περιορισθή εις θέμα, που απησχόλει μίαν ελαχίστην μειοψηφίαν, με την προταθείσαν ερμηνευτικήν δήλωσιν κινδυνεύει να αναδημιουργηθή εις γενικόν του Έθνους ζήτημα» («Εκκλησία» 1948 σ. 237 ). Αντιθέτως ο Αλ. Βαμβέτσος κατά τον υπ' αυτού εκφωνηθέντα εν τω Α' Πανελλαδικώ Συνεδρίω των παλαιοημερολογιτών λόγον, υπέδειξε την λύσιν του παλαιοημερολογιτικού διά της Αναθεωρητικής Βουλής και απεκάλυψεν ότι είγεν εισηγηθή αρμοδίως την διατύπωσιν της γνωστής ερμηνευτικής δηλώσεως. (Βλ. Συνταγματική ανάπτυξις ... σ. 43-45). Την σχετικήν πάντως πρότασιν είχεν υποβάλει εις την Επιτροπήν Αναθεωρήσεως του Συντάγματος ο Ν. Μπακόπουλος (Συνταγματική ανάπτυξις... σ. 54. Πρβλ. και Θ. Σπεράντσα, «Η σύγκλησις της Ιεραρχίας εν: «Οι Τρείς Ιεράρχαι» 1948 σ. 50. Βλ. και Αλ. Βαμβέτσου, εν: Το Α' Πανελλαδικόν... . σ. 29. Συναφές προς τ' ανωτέρω και το Υπόμνημα προς την Δ' Αναθεωρητικήν Βουλήν των Ελλήνων, της «Ελληνικής Εκκλησίας των ΓΟΧ» περί της σημασίας του εκκλησιαστικού ημερολογίου. Εξ άλλου από 14/27 Απριλίου 1947 συνήλθεν εν Αθήναις, αδεία της Πολιτείας, το Α' Πανελλαδικόν Συνέδριον των παλαιοημερολογιτών, τη συμμετοχή εκπροσώπων 500 περίπου Παραρτημάτων της υπό τον «πρ. Φλωρίνης» παρατάξεως (Βλ. Το Α' Πανελλαδικόν... σ. 9). Εις τούτο κληθείς ωμίλησεν, εκτός των άλλων, και ο τότε Αντιπρόεδρος της Βουλής Κλ. Θεοφανόπουλος, γεγονός διά το οποίον η Ι. Σύνοδος διεμαρτυρήθη εντόνως τη 27-5-1947 (ΚώΔΙΣ 1945-1948 σ. 461). Βλ. σχετικώς και «Ενορίαν 1947 σ. 156-157, 178.
498. ΚώΙΣΙ 1946-1948 σ. 34, και «Εκκλησία» 1948 σ. 213.
499. Ούτω και η υπ' αριθμ. 150/1972 Γνωμάτευσις του ΝΣΚ εν ολομελεία. Τας ιδίας θέσεις υπεστήριξε και ο Λαρίσης Δωρόθεος εν: Η Νομοκανονική θέσις... Βλ. εν: Νομοκανονικαί Έρευναι σ: 185-186. Την αγόρευσιν του Αρχ/που Δαμασκηνού όρα εν ΚώΙΣΙ 1946-1948 σ. 36-37, «Εκκλησία» 1948 σ. 213-214.
500. ΚώΙΣΙ 1946-1948 σ. 96-97, «Εκκλησία» 1948 σ. 228-229. Πρβλ. Δωροθέου, Μητροπολίτου Λαρίσης, Νομοκανονικαί Έρευναι σ. 32-33, Ιω. Σόντη, εν: ΝοΒ. 13, 993. Βλ. ωσαύτως και την Γνωμ. Εισ. Πρωτ. Λαμίας 3944/1953 και την ΝΣΚ 150/1972 εν ολομελεία. Την άποψιν ταύτην έχει υιοθετήσει και το Υπουργείον Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων. Βλ. Ε.Π. 3107/26-4-1969 προς Αρχηγείον Χωροφυλακής.
501. Βλ. Νομοκανονικόν Χρονικόν περί της εκτάκτως συγκληθείσης ΙΣΙ εν: ΑΕΚΔ 1948 σ. 138-149.
502. Την διαγραφήν ταύτης υπεστήριξε δι' ειδικής τροπολογίας ο Κ. Τσάτσος, τονίσας ότι εφ' όσον α) η παλαιοημερολογιτική κοινότης παρ' ουδεμιάς άλλης Εκκλησίας ανεγνωρίσθη, β) οι ηγούμενοι ως Ιεράρχαι της Κοινότητος ταύτης προσέφυγαν εις τα εκκλησιαστικά δικαστήρια της επισήμου Εκκλησίας της Ελλάδος αναγνωρίσαντες ούτω ότι δεν απεσχίσθησαν αυτής και ότι αποδέχονται την επ' αυτών πειθαρχικήν αυτής δικαιοδοσίαν, γ ) oι ίδιοι οι οπαδοί του παλαιού ημερολογίου ουδαμού φαίνονται δηλούντες ότι αποσχίζονται από την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν ή ότι δέχονται την ύπαρξιν δύο Αυτοκεφάλων Ελληνικών Εκκλησιών, το παλ/κόν κίνημα δεν δικαιούται να διεκδικήση αυθυπαρξίαν εν τω Κράτει. Περαιτέρω ο εν λόγω βουλευτής υπεγράμμισεν ότι τυχόν επιψήφισις της ερμηνευτικής δηλώσεως θα ενεθάρρυνε την δημιουργίαν σχισμάτων εν τη Εκκλησία, επισημειώσας εμφαντικώς ότι η Πολιτεία δεν υποχρεούται όπως, εν ονόματι της θρησκευτικής ελευθερίας χορηγή εις τους παλαιοημερολογίτας αδείας ιδρύσεως ναών, προσδίδη κύρος εις ιεροπραξίας των, μη αναγνωρίζη το κύρος των εκκλησ. δικαστηρίων, άτινα δικάζουσι τούτους. Βλ. «Εκκλησίαν» 1948 σ. 236. Αντίκρουσιν των απόψεων τούτων βλ. εν Χρυσοστόμου Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Κρίσεις επί των τροπολογιών επί του άρθρού 1 και 2 του Σχεδίου Συντάγματος της Αναθεωρητικής Επιτροπής περί του Ημερολογιακού ζητήματος. Αθήναι 1948 σ. 1-14. Ειδικώτερον αντικρούων τον ισχυρισμόν του Κ. Τσάτσου ότι oι Αρχιερείς των παλαιοημερολογιτών δεν εδήλωσαν ρητώς ότι αποσχίζονται της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο «πρ. Φλωρίνης» αντιπαρέταξε την εν έτει 1935 γνωστήν δήλωσιν των τριών Μητροπολιτών προς την ΔΙΣ, δι'ης εδήλουν αυτή ότι διακόπτουσι του λοιπού πάσαν σχέσιν και εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετά της Εκκλησίας. (Χρυσοστόμου Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Κρίσεις... σ. 4-5 ). Ο ισχυρισμός ούτος είναι βεβαίως αληθής. Αλλ' ερευνητέον τι ηννόουν διά της τοιαύτης εκφράσεως. Εάν η δήλωσις αυτών αύτη εσήμαινεν έξοδον εκ της Ορθοδόξου Εκκλησίας, θα έδει να οδηγήση εις αποστασίαν αυτών, τουθ' όπερ ούτε αυτοί ούτε οι λαϊκοί παλ/ται εδέχοντο. Εάν πάλιν εσήμαινεν, ότι δεν ανεγνώριζον την καθεστηκυίαν εκκλησ. Αρχήν, τότε μετεβάλλοντο εις φατριαστάς και αντάρτας, διότι δεν είναι δυνατόν ο διαχωρισμός της Ιεραρχίας από της Εκκλησίας. Ετέρωθεν ερευνητέον ωσαύτως εάν διά της τοιαύτης δηλώσεως αυτών oι τρεις αποσκιρτήσαντες της Εκκλησίας και εις τον παλαιοημερολογιτισμόν προσχωρήσαντες Μητροπολίται, απέσχιζον της Eκκλησίας εαυτούς μόνον ή και πάντας τους παλαιοημερολογίτας, ως θέλει να ερμηνεύση, την δήλωσιν ταύτην ο «πρ. Φλωρίνης» και είτα εάν η προσφυγή των δύο εξ αυτών εις τα εκκλησιαστικά δικαστήρια δεν εσήμαινε αναίρεσιν της δηλώσεως αυτών ταύτης.
503. Πρβλ. και Σπ. Τρωϊάνου, Τινά περί του αδικήματος της αιρέσεως, εν: ΑΕΚΔ 1963 σ. 20 επ.
504. Βλ. ταύτην εν: «Εκκλησία» 1932 σ. 392.
505. Βλ. ταύτην εν: «Δικαστική» 1933 σ. 32 επ.
506. Πρβλ. και Σ. Καραμήτσου - Γαμβρούλια, Πάλιν τα ίδια, εν: «Η Φ.Ο.» 1959 φ. 316, σ. 4, ένθα οι παλαιοημερολογίται, αντιδιαστελλόμενοι προς τους αιρετικούς, χαρακτηρίζονται ως «πιστά τέκνα της (Εκκλησίας ) έτοιμοι ανά πάσαν στιγμήν διά κάθε θυσίαν».
507. Βλ. ταύτην εν: «Εκκλησία» 1951 σ. 11 επ.
508. «Θέμις» 1954 σ. 1165.
509. «Η Φ.Ο.» 1949 φ. 72 σ. 8. Ούτω και ο Μητροπολίτης Φιλάρετος της υπερορίου ρωσικής εν Αμερική Εκκλησίας. Βλ. εν: Orthodox life Νο 22 1972 τ. 2 σ. 21. Πρβλ. και Ψήφισμα Α' Πανελλαδικού Συνεδρίου, εν: το Α' Πανελλαδικόν... σ. 108. Διάγγελμα της Ι.Σ. των ΓΟΧ (παρατάξεως Ματθαίου) σ. 13. Βλ. ωσαύτως Πρακτικόν Συνεδριάσεως Επιτροπής εκ των Χ. Ανδρούτσου-Λ. Γιδοπούλου-Αλ. Βαμβέτσου εν: Πολυκάρπου Επισκόπου Διαυλείας, Συνταγματική, νομική και κανονική ανάπτυξις του Παλαιοημερολογιακού ζητήματος σ. 12-19, Χρυσοστόμου Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Η θέσις του εορτολογικού ζητήματος σ. 40 επ. Πρβλ. και Πρωτ. Ρεθύμνης 18/1949 (ΑΕΚΔ 1950 σ. 50 επ. ) Δωροθέου, Μητροπολίτου Λαρίσης, Η νομοκανονική θέσις του Παλαιοημερολογιακού ζητήματος ΑΕΚΔ 1947 σ. 223 επ., Π. Παναγιωτάκου - Σ. Αλεξανδροπούλου, Η θέσις του ελληνικού Παλαιοημερολογιτικού ζητήματος, κατά το ισχύον εν Ελλάδι δίκαιον σ. 25 επ.
510. Ανακριβώς υποστηρίζει ο Basil Sakkas ότι «η καινοτόμος Ιεραρχία επεδίωξε συχνάκις, αλλά ματαίως, να αποδείξη ότι είμεθα σχισματικοί» (Βλ. The Calendar Question εν: Orthodox life τ 23 1973 τεύχ. 2 σ. 27 ). Αληθής εν τούτοις τυγχάνει η πληροφορία αυτού ότι ο Αρχιμ.Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος απέδειξεν ότι οι παλαιοημερολογίται «θεολογικώς» είναι σχισματικοί, γνώμη ήτινι στοιχεί και ο αρχιμ. Αθανάσιος Γιέβτιτς. Αντίκρουσιν της απόψεως ταύτης βλ. εν: Μοναχού Θεοδωρήτου, Διάλογοι της ερήμου ... Αθήναι 1971.
511. Χρυσοστόμου Μητροπ. πρ. Φλωρίνης Πραγματεία περί της άνωθεν... σ. 98. Βλ. και Ποιμαντικήν Εγκύκλιον της 1-6-1944.
512. Ι. Πετριτάκη, Η θέσις του Ελληνικού Παλαιοημερολογιακού ζητήματος εν Ελλάδι, εν: ΑΕΚΔ 1972 σ. 25 επ.
513. Αν. Μαρίνου, Η θρησκευτική ελευθερία. Αθήναι 1972 σ. 301, 303. Βλ. άρθρον «Είναι oι Γ.Ο.Χ. σχίσμα;» εν: «Ο. Τ.» 1-4-76.
514. Βλ. Ψήφισμα του Α' Πανελλαδικού Συνεδρίου... εν: Το Α' Πανελλαδικόν... σ. 108. Βasil Sakkas, The Calendar question εν: Orthodox life vol. 23 1973 τ. 2 σ. 27-28. Βλ. ωσαύτως και Διασάφησιν... σ. 13, ΠΘΕΟΚ Υπόμνημα 1952 προς βουλευτάς, ένθα διακηρύσσεται ότι «ημεϊς αποτελούμεv ιδιαιτέραν ανεξάρτητον και αυτόνομον Εκκλησίαν» σ. 13.Διάγγελμα Ι.Σ.των ΓΟΧ σ. 16. Πρβλ. και Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, Προς τον Σεβ. Μητροπ. Φλωρίνης κ. Αυγ. Καντιώτην... Πειραιεύς 1975 σ. 2 επ.
515. Πρβλ. Ν.Ν. Σαριπόλου; Συνταγματικόν Δίκαιον (Γ ) 1923 σ. 322 επ. Α. Σβώλου - Βλάχου, Το Σύνταγμα της Ελλάδος τ. Α' σ. 64 επ. Αν. Χριστοφιλοπούλου, Το Εκκλησ. Δίκαιον τ. Β' σ. 23 επ.
516. Αν. Χριστοφιλοπούλου, Ελληνικόν Εκκλησ. Δίκαιον Α' 1965 σ. 125. Πρβλ. Σ.τ.Ε. 756/52, 2358/52, 2276/1953 931/1955, 1107/1962. Ομοίως και Ι. Πετριτάκη, Ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως και ελευθέρα άσκησις της λατρείας, εν: ΑΕΚΔ 1969 σ. 5-16. Συναφώς η Σ.τ.Ε. 2058/1957 εδέχθη ότι ο οικείος Μητροπολίτης έχει έννομον συμφέρον προς προστασίαν της Εκκλησίας από πάσης πράξεως στρεφομένης κατ' αυτής. Ούτω και η Σ.τ.Ε. 2274/1962. Κατά δε την Σ.τ.Ε. 1566/1958 ο οικείος Μητροπολίτης είναι αρμόδιος προς παροχήν αδείας ανεγέρσεως ναού οιουδήποτε δόγματος, υποχρεούμενος όπως, προς τούτο, διαπιστώση το γνωστόν της θρησκείας, την μη άσκησιν προσηλυτισμού και την ύπαρξιν ανάγκης ανεγέρσεως ιερού ναού. Βλ. σχετικώς Α. Μαρίνου, ένθ' ανωτ, σ., 172 επ., 305. Ούτω και Α.Π. 441/1952, 309/1957, 54/1958, Σ.τ.Ε. 756/1952, 1772/1956, 2058/1957, 1780/1957. Περί της εννοίας του προσηλυτισμού βλ. και 2950/30 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ΑΠ 1126/47, 1326/48, 289/53, 59/56, 55/58, 498/61. Πρβλ. και την 20/69 Γνωμοδ. του Εισαγγ. ΑΠ., εν Αρχιμ. Αμβρ. Λενή - Δ. Παπανικολάου, Aι αντορθόδοξοι προπαγάνδαι... σ. 217-219. Αν. Χριστοφιλοπούλου, Ελλην. Εκκλησιαστικόν Δίκαιον τ. Α' σ.73, επ. Εκτός τούτων δέον όπως μη προσβάλληται η δημοσία τάξις ή τα χρηστά ήθη. Σημειωτέον ότι η Πρωτ. Κερκύρας 464/1936 εδέξατο ότι η ίδρυσις ναών παλαιοημερολογιτών αντίκειται εις την ηθικήν.
517. Ι. Πετριτάκη, Η θέσις του Ελληνικού Παλαιοημ/κού... σ. 21.
518. Π. Παναγιωτάκου - Σ. Αλεξανδροπούλου, Η θέσις του Ελληνικού Παλαιοημερολογιτικού ζητήματος, ένθ' ανωτ. σ. 18-28.
519. Α. Μαρίνου, Η θρησκευτική ελευθερία σ. 301 - 316.
|
|
|