|
"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, † Αρχιεπισκόπου Αθηνών |
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ
ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ
ΙΙ. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΕΥΤΕΡΑ 1935-1947: Η ανταρσία των τριών Μητροπολιτών και αι μακροπρόθεσμοι συνέπειαι αυτής.
3. Χειροτονίαι τεσσάρων Επισκόπων. Δίκαι και καταδίκαι χειροτονησάντων και χειροτονηθέντων. Κανονική θεώρησις των αποφάσεων.
Εν τω μεταξύ οι τρεις αποσκιρτήσαντες Μητροπολίται, οίτινες από της πρώτης εισέτι ημέρας της ανταρσίας είχον δηλώσει ότι «εάν η Σύνοδος δεν επαναφέρη το Παλαιόν Ημερολόγιον θα χειροτονήσωσι νέους ιερείς και θα παύσωσι να έχωσιν οιανδήποτε σχέσιν με αυτήν»(418) επωφελούμενοι της παρατεινομένης εκκρεμότητος περί την εκδίκασιν της υποθέσεως αυτών, και επικαλούμενοι την ανάγκην «αναδείξεως Επισκόπων εις τα επαρχιακά τμήματα όπου υπήρχον συμπαγείς μάζαι παλαιοημερολογιτών»(419) προέβησαν εις χειροτονίας(420) τεσσάρων Επισκόπων, ήτοι των Κυκλάδων Γερμανού Βαρυκοπούλου (5-6-1935), Μεγαρίδος Χριστοφόρου Χατζή (6-6-1935), Βρεσθένης Ματθαίου Καρπαθάκη (7-6-1935)(421) και Διαυλείας Πολυκάρπου Λιώση (7-6-1935) (422), συγκροτήσαντες ούτω 7μελή Σύνοδον(423). Το γεγονός τούτο ηνάγκασε την Ι.Σύνοδον όπως αιτήσηται παρά της Πολιτείας την άμεσον λήψιν περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων κατά των επτά Αρχιερέων «προς πρόληψιν νέων χειροτονιών και αντικανονικών πραξικοπημάτων» δεδομένου ότι οι τρεις αποστατήσαντες Μητροπολίται ευθύς μετά τας τοιαύτας επισκοπικάς χειροτονίας εδήλωσαν ότι θα προβώσι και εις ετέρας χειροτονίας προς συγκρότησιν Ι. Συνόδου. Το σχετικόν έγγραφον επέδωκεν ιδιοχείρως προς τον Υπουργόν Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων Δ. Χατζίσκον τριμελής Συνοδική Επιτροπή, απαρτιζομένη εκ των Μητροπολιτών Φθιώτιδας Αμβροσίου, Κοζάνης Ιωακείμ και Γυθείου Διονυσίου(424).
Διά των εν λόγω χειροτονιών τεσσάρων Αρχιερέων το πραξικόπημα και το σχίσμα καθίσταντο ίσως ανεπανόρθωτα η ευθύνη δε διά ταύτας απεδόθη εις την Κυβέρνησιν, ένεκα της αδρανείας αυτής και της παρασχεθείσης ελευθερίας
κινήσεων εις τους τρεις Μητροπολίτας. Αντιθέτως η Κυβέρνησις, επιρίπτουσα
την ευθύνην των συμβεβηκότων επί των πολιτικών αντιτάλων αυτής
βασιλοφρόνων, προέβη αμέσως εις τον περιορισμόν των επτά Ιεραρχών παλαιοημερολογιτών(425).
Αλλ' αιί σοβαρώταται συνέπειαι των νέων τούτων χειροτονιών επέπιπτον
επί της Εκκλησίας, ήτις έβλεπεν ούτως εισερχόμενον εις νέαν οξυτάτην φάσιν το άλλως σοβαρώτατον παλαιοημερολογιτικόν ζήτημα(426). Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον εκαυτηρίαζε δριμέως «τα βιαιοπραγήματα (των) τολμητιών Αρχιερέων κατά (της) ενότητος (της) Εκκλησίας και (της) ειρήνης (του) ελληνικού λαού» σύσσωμος δ' ο ελληνικός Τύπος ετάχθη κατά του νέου τούτου πραξικοπήματος, ενώ οι παλαιοημερολογίται εξετρέποντο εις φανατικόν αγώνα προς δικαιολόγησιν της πράξεως και γενικώτερον των απόψεων αυτών(427).
Κατά την άποψιν της Εκκλησίας αι χειροτονίαι αύται υπήρξαν «απολελυμέναι»
και διά τούτο αντικανονικαί καθώς και παράνομοι, ως γενόμεναι παρά τας διατάξεις του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος(428). Εν τούτοις αι εν λόγω χειροτονίαι εθεωρήθησαν εν τη πράξει έγκυροι,εφ' όσον ου μόνον οι τρείς χειροτονήσαντες, αλλά και οι τέσσαρες χειροτονηθέντες εδικάσθησαν υπό του αρμοδίου δι' Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου, ως παρακατιόντες διαλαμβάνομεν.
Τη 14η Ιουνίου 1935 συνήλθε το Πρωτοβάθμιον δι' Αρχιερείς Συνοδικόν
Δικαστήριον υπό την Προεδρίαν του Κερκύρας Αλεξάνδρου ίνα δικάση, τους τρεις πρωταιτίους της ανταρσίας. Μητροπολίτας, όπερ «μετά μακράν και εμπεριστατωμένην διάσκεψιν» επέβαλεν εις σύντρεις τους κατηγορουμένους επί φατρία, τυρεία, παρασυναγωγή, αποσχίσει και καταφρονήσει της κανονικής και νομίμου Εκκλησίας της Ελλάδος και παροτρύνσει του Ιερού Κλήρου και λαού όπως αποκηρύξωσι την κανονικήν και νόμιμον Εκκλησίαν της Ελλάδος, Ιεράρχας και ερήμην αυτών διά ψήφων εννέα (9) κατά τριών.(3) «την ποινήν της καθαιρέσεως από του αρχιερατικού αξιώματος, μετά των επακολουθουσών τη ποινή ταύτη κανονικών συνεπειών, ήτοι της υπαγωγής αυτών εις την των μοναχών τάξιν και
του πενταετούς σωματικού περιορισμού εν Μονή, απογυμνώσαν αυτούς τέλεον παντός αρχιερατικού τίτλου και ιερατικού βαθμού», ορίσαν τόπους εκτίσεως της ποινής αυτών «διά μεν τον πρώην Μητροπολίτην Δημητριάδος Γερμανόν, την εν Αμοργώ Ι. Μονήν της Χοζοβιωτίσσης, διά τον πρ. Μητροπολίτην Φλωρίνης Χρυσόστομον την εν τη Ι. Μητροπόλει Κίτρους Ι. Μονήν Αγ. Διονυσίου (Ολύμπου) διά δε τον πρ. Μητροπολίτην Ζακύνθου Χρυσόστομον την εν τη Μητροπόλει Ακαρνανίας Ι. Μονήν Ρόμβου»(429). Κατά το σκεπτικόν της αποφάσεως οι κατηγορούμενοι παρέβησαν τους Ι. Κανόνας ΛΔ' της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, ΣΤ' της εν Γάγγρα, Ε' της εν Αντιοχεία, ΙΔ' και ΙΕ' της ΑΒ, κατεφρόνησαν την Ι. Σύνοδον της Ιεραρχίας, απεπειράθησαν να εξεγείρωσι τον λαόν κατ' αυτής και να μειώσωσι το γόητρον αυτής και απέκοψαν εαυτούς από του σώματος της Ιεραρχίας, πήξαντες αντικανονικώς και παρανόμως ιδίαν θρησκευτικήν κοινότητα, ιδρύσαντες 7μελή Σύνοδον υπό τον τίτλον «Η Ιερά Σύνοδος της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας της ακολουθούσης το πάτριον Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον», καταπατήσαντες προς τοις Ι. Κανόσι και τους Νόμους του Κράτους, ενεργήσαντες εκ συστάσεως κατά της κανονικής και νομίμου Εκκλησίας και της Ιεραρχίας αυτής, ην απεκήρυξαν ως σχισματικήν.
Η απόφασις αύτη, ην οι καταδικασθέντες ηρνήθησαν ν' αποδεχθώσιν, χαρακτηρίσαντες .ταύτην εν Υπομνήματι αυτών υποβληθέντι εις τον Πρωθυπουργόν
Π. Τσαλδάρην και τους Υπουργούς Εσωτερικών και Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων τη 15-6-1935 ως αντισυνταγματικήν, αντικανονικήν, παράνομον και άδικον(430), εκοινοποιήθη υπό της Ι. Συνόδού προς το Υπουργείον Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων προς εκτέλεσιν, δεδομένου ότι διά του Α.Ν. της 12-6-1935 (ΦΕΚ Α' αρ. φύλλου 255) είχον καταργηθή τα άρθρα 129 εδ. 1 και 135 του ν. 5383/32 περί αναστολής εκτελέσεως της ποινής. Τούτο όμως ανέμεινε την τυχόν άσκησιν εφέσεως υπό των καταδικασθέντων, γεγονός όπερ έδωκε λαβήν εις διατύπωσιν πικρών επί Συνόδου σχολίων διά την ύπαναχώρησιν, ως εχαρακτηρίσθη αύτη, της Κυβερνήσεως, τοσούτω μάλλον καθ' όσον εφημολογήθη η διάθεσις αυτής όπως συγκροτήση μεγάλην Επιτροπήν προς επίλυσιν του παλ/κού κυρίως δε «προς εξυπηρέτησιν των παλαιοημερολογιτών εις τας θρησκευτικάς αυτών ανάγκας»(431). Αλλ' εκ των καταδικασθέντων μόνον ο πρ. Ζακύνθου Χρυσόστομος ήσκησεν εμπροθέσμως έφεσιν (5-18 Ιουνίου 1935), εκδικασθείσαν τη 16-7-1935. Το Δευτεροβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον λαβόν υπ' όψιν την μεταμέλειαν του εφεσιβάλλοντος, εγγράφως ενώπιον αυτού ομολογηθείσαν, ήρε διά της υπ' αριθμ. 1/16-7-1935 αποφάσεως αυτού την ποινήν της καθαιρέσεως, της υπαγωγής εις την των μοναχών τάξιν και του σωματικού περιορισμού, και επανέφερε τούτον εις τον αρχιερατικόν βαθμόν και θρόνον της Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου, επιβαλόν αυτώ μόνον την ποινήν 6μήνου αργίας(432).
Ενώ δε το ζήτημα της εκτελέσεως της αποφάσεως του Συνοδικού Δικαστηρίου
ως προς το απαιτούν την συνδρομήν της Πολιτείας σκέλος αυτής, περί του εν Μοναίς περιορισμού των καταδικασθέντων, παρέμενεν εκκρεμές(433) ο Αρχιεπ/πος Αθηνών, εγείρας πειθαρχικήν δίωξιν κατά των αρχιμανδριτών Χριστοφόρου Χατζή, Γερμανού Βαρυκοπούλου, Πολυκάρπου Λιώση και του ιερομονάχου Ματθαίου Καρπαθάκη επί «αποσχίσει εκ της Εκκλησίας και προσχωρήσει εις την κατά της ενότητος αυτής ανταρσίαν τριών Αρχιερέων, παρ' ων εδέξαντο αντικανονικήν επισκοπικήν χειροτονίαν» εισήγαγε τας κατ' αυτών σχηματισθείσας δικογραφίας ενώπιον της Ι. Συνόδου, μετά την κήρυξιν του Επισκοπικού Δικαστηρίου της Ι. Αρχιεπ/πής Αθηνών αναρμοδίου προς εκδίκασιν αυτών, συνεπαγομένων διά τους κατηγορουμένους την ποινήν της καθαιρέσεως(434).
Κατά την ενώπιον της Ι. Συνόδου σχετικήν συζήτησιν, ετέθη υπ' αυτού του Μακ. Προέδρου το θέμα του καθ' ύλην αρμοδίου Δικαστηρίου ίνα επιληφθή της εκδικάσεως των υποθέσεων των τεσσάρων τούτων νεωστί κεχειροτονημένων
Επισκόπων, δοθέντος ότι «εκ των φακέλλων διαπιστούται ότι όντως ούτοι εχειροτονήθησαν υπό των αποσχισθέντων Μητροπολιτών εις Επισκόπους εν τη Μονή Κερατέας και συνεπώς προβάλλει το ερώτημα εάν δέον ούτοι να δικασθώσιν
υπό του Πρωτοβαθμίου διά τους Αρχιερείς Δικαστηρίου ως Επίσκοποι ή υπό του
Πρωτοβαθμίου διά τους ιερείς τοιούτου, ως ιερείς, μη αναγνωριζομένης βεβαίως
της Επισκοπικής αυτών ιδιότητος, άτε παρανόμως και αντικανονικώς και άνευ ουδεμιάς γνώσεως και αδείας της Εκκλησίας χειροτονηθέντων»(435). Η Ι. Σύνοδος, ήτις βραδύτερον εχαρακτήρισε τας χειροτονίας ταύτας «απολελυμένας» και διά τούτο «αντικανονικάς και παρά τας διατάξεις του ισχύοντος Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» ενεργηθείσας(436), απεφάσισεν όπως αναγνωρίση το έγκυρον της εις Επισκόπους χειροτονίας των τεσσάρων αρχιμανδριτών και ώρισεν ως αρμόδιον το Πρωτοβάθμιον διά τους Αρχιερείς Δικαστήριον, ίνα εκδικάση την κατ' αυτών κατηγορίαν, εντειλαμένη την εξ υπαρχής διενέργειαν ανακρίσεων κατ' αυτών
ως Επισκόπων επί παρανόμω και αντικανονική χειροτονία εις Επισκόπους, παρά
σχισματικών, προσχωρήσει εις σχίσμα και αντιποιήσει αρχής, φατρία και τυρεία(437).
Περατωθεισών των ανακρίσεων, η υπόθεσις ήχθη προς εκδίκασιν ενώπιον του
Πρωτοβαθμίου δι' Αρχιερείς Δικαστηρίον, όπερ εξέδοτο, ερήμην των κατηγορονμένων, την υπ' αριθμ. 3/3-7-1935 απόφασιν, δι' ης εκήρυξε τούτους ενόχους «παρανόμου και αντικανονικής χειροτονίας εις Επισκόπους, προσχωρήσεως εις το σχίσμα το δημιουργηθέν υπό των τ. Μητροπολιτών Δημητριάδος Γερμανού, πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου και Ζακύνθου Χρυσοστόμου,
αντιποιήσεως αρχής διά συμπήξεως παρασυναγωγής, φατρίας και τυρείας» και επέβαλεν, «αυτοίς την ποινήν της καθαιρέσεως» και της επαναφοράς εις την των μοναχών τάξιν μετά 5ετούς σωματικού περιορισμού εν Μοναίς, ήτοι διά τον μεν Χριστοφόρον Χατζήν εν τη Ι. Μονή Ταξιαρχών Σερίφου, διά τον Γερμανόν
Βαρυκόπουλον εν τη Ι. Μονή Καθαρών Ιθάκης, διά τον Ματθαίον Καρπαθάκην εν τη Ι. Μονή Αγ. Διονυσίου Στροφάδων και διά τον Πολύκαρπον Λιώσην εν τη Ι. Μονή Ευαγγελιστρίας Σκιάθου(438).
Εκ των ως άνω τεσσάρων καταδικασθέντων οι μεν Χριστοφόρος Χατζής και Πολύκαρπος Λιώσης ήσκησαν εμπροθέσμως έφεσιν τη 8-7-1935 κατά της αποφάσεως ταύτης(439) οι δ' έτεροι δύο ουδέν ήσκησαν κατ' αυτής ενδικον μέσον, με αποτέλεσμα να καταστή αύτη, ως προς τούτους, οριστική και τελεσίδικος και να εκδοθή εν συνεχεία το συμφώνως τω άρθρω(151) του ν. 5383/32, Βασιλικόν Διάταγμα το κηρύσσον εκτελεστήν την απόφασιν ταύτην, όπερ εδημοσιεύθη εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως(440).
Το επιληφθέν της εφέσεως των δύο καταδικασθέντων κληρικών Δευτεροβάθμιον
δι' Αρχιερείς Συνοδικόν Δικαστήριον διά της υπ' αριθμ. 2/18-7-1935 αποφάσεως αυτού, εν επικλήσει του Δ' Κανόνος της Β' Οικουμεν. Συνόδού, εθεώρησεν ως άκυρον και μη γενομένην την εις Επισκόπους χειροτονίαν αυτών, ήρε την επιβληθείσαν αυτοίς υπό της εφεσιβαλλομένης αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ποινήν της καθαιρέσεως και του 5ετούς σωματικού περιορισμού εν Μοναίς, και αποκατέστησε τούτους εις τον του πρεσβυτέρου βαθμόν, επιβαλόν άμα αυτοίς ενιαύσιον αργίαν από πάσης ιεροπραξίας. Η απόφασις αύτη εκηρύχθη
εκτελεστή διά Β. Δ/τος δημοσιευθέντος εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως(441).
Αλλ' οι ουτωσεί «αποκατασταθέντες» εις τον δεύτερον της ιερωσύνης βαθμόν διεμαρτυρήθησαν εντόνως προς την Ι. Σύνοδον διά την αντικανονικότητα της αποφάσεως ταύτης, δι' ης υπεβιβάσθησαν εκ του Επισκοπικού εις τον του πρεσβυτέρου βαθμόν και εδήλωσαν ότι δεν την αναγνωρίζουσιν εξακολουθούντες να θεωρώσιν εαυτούς κανονικούς Αρχιερείς(442).
Επί τη δηλώσει ταύτη η Ιερά Σύνοδος ήγειρε νέαν κατά των δύο κληρικών τούτων
πειθαρχικήν δίωξιν επί καταφρονήσει και ασεβεία κατά της αποφάσεως του Δευτεροβαθμίου Εκκλ. Δικαστηρίου και οικειοποιήσει αξιώματος, εντειλαμένη την διενέργειαν τακτικών ενόρκων ανακρίσεων.
Ο ισχυρισμός των δύο υποβιβασθέντων Επισκόπων, ότι ο υποβιβασμός ούτος τυγχάνει αντικανονικός εθεμελιούτο εν τη επικλήσει του ΚΘ' Ι. Κανόνος της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, ον ο καθηγητής Κ. Ράλλης, εν τη από 30-4-1936 γνωμοδοτήσει αυτού εθεώρει επικρατήσαντα του Κ' της εν Τρούλλω, επιτρέποντος, ως γνωστόν, τον υποβιβασμόν του Επισκόπου. Εν τούτοις ο υπό του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου γενόμενος χαρακτηρισμός της εις Επισκόπους χειροτονίας των δύο τούτων κληρικών, ως «ακύρου» και «μη γενομένης» και άρα και «ανυποστάτου» εγένετο κατά το παράδειγμα της χειροτονίας Μαξίμου του Κυνικού,
τον κατά του οποίου Κανόνα (Δ' της Β' Οικουμενικής) και τελικώς επεκαλέσθη τούτο.
Κατά την άποψιν ταύτην ο εκθέσμως χειροτονούμενος επίσκοπος δεν δύναται να είναι επίσκοπος ούτε οι υπ' αυτού εν συνεχεία χειροτονηθέντες κληρικοί δύνανται να είναι κληρικοί(443), της Εκκλησίας διατηρούσης εις οιανδήποτε περίπτωσιν το δικαίωμα ασκήσεως της Οικονομίας, ως τούτο πολλάκις κατά τα παρελθόν συνέβη.
Σχετικώς ο ιερός Φώτιος ερωτηθείς «τίνων κατακριθέντων οι υπ' αυτών χειροτονηθέντες ουδέν εβλάβησαν;» απήντησεν ως εξής: «Παύλου του εκ Σαμοσάτων κατακριθέντος, ουδείς των υπ' αυτού καθήρηται, καίτοι συμπεπραχότων
αυτώ εκείνα, δι' α εκείνος καθηρέθη. Του Νεστορίου καθαιρεθέντος, ουδείς των υπ' αυτού χειροτονηθέντων καθήρηται. Πέτρου του Μόγγου, έτι πρεσβυτέρου όντος και καθαιρεθέντος υπό του αγίου Προτερίου... και μετά ταύτα τον θρόνον της Αλεξανδρείας αρπάσαντος.., οι υπ' αυτού χειροτονηθέντες, καίπερ καθηρημένου,... και αιρετικού, αιρετικοί όντες και αυτοί έτι μετανοούντες εδέχθησαν...»(444). Εκ της νεωτέρας δ' ιστορίας της Εκκλησίας μνημονευτέα σχετικώς η υπό της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας αναγνώρισις των χειροτονιών ου μόνον των σχισματικών βουλγάρων, αλλά και των αιρετικών Αρμενίων και των ΡΚαθολικών και των Αγγλικανών, εις ας περιπτώσεις συντρέχει ειλικρινής μεταμέλεια και προσχώρησις εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν των εχόντων χειροτονίας σχισματικών και αιρετικών κληρικών. Άλλωστε περί των τοιούτων χειροτονιών διαγορεύουσι τα δέοντα ο τε ΚΗ' Αποστολικός Κανών και ο ΜΗ' της εν Καρθαγένη Συνόδου, απαγορεύοντες τας αναχειροτονήσεις. Εν πάση περιπτώσει αι τοιαύται ρυθμίσεις αποδοτέαι εις το
ανεξέλεγκτον δικαίωμα της Εκκλησίας όπως ασκή την Οικονομίαν εφ' όσον συντρέχουσιν εκάστοτε αι οικείαι προϋποθέσεις, χωρίς τούτο να στερή ταύτην του επίσης ανεξελέγκτου δικαιώματος να κρίνη κατά κανονικήν ακρίβειαν εκάστην συγκεκριμένην περίπτωσιν.
Σημειώσεις
418. «Έθνος» 27-5-1935 σ. 6.
419. Χρυσοστόμου Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Το Ημερολόγιον εν σχέσει... σ. 10.
420. Αι χειροτονίαι ετελέσθησαν εν τη Ι. Μονή Παναγίας Πευκοβουνογιατρίσσης Κερατέας Αττικής (Σ. Καραμήτσου - Γαμβρούλια, ένθ' ανωτ. σ. 124. «Ελεύθερον Βήμα» 2-6-1935 και 9-6-1935). Τη ιδία ημέρα oι Δημητριάδος και πρ. Φλωρίνης δια χειροθεσίας εδέξαντο ως κανονικόν Επίσκοπον τον Ζακύνθου Χρυσόστομον, χειροτονηθέντα κατά το νέον ημερολόγιον! (Εγκύκλιος Ι. Συνόδου Γ.Ο.Χ. Κερατέας σ. 8).
421. Βραδύτερον εψέγετο ο «πρ. Φλωρίνης» διότι εδέχθη να χειροτονήση τον Ματθαίον Καρπαθάκην «αμαθή και φανατικόν και υπόπτου βίου ταραξίαν» («Εκκλησία» 1950 σ. 385). Απαντών ούτος επέρριψε την ευθύνην της χειροτονίας του Ματθαίου εις τον Δημητριάδος Γερμανον, δηλώσας ότι ούτος μετά του Ζακύνθου απλώς συνέπραξαν κατά την χειροτονίαν. ( «Η Φ.Ο.» 1950 φ. 93 σ. 7). Ο Ματθαiος ούτος, εκ της Ι. Μονής Σίμωνος Πέτρας του Αγ, Όρους προερχόμενος, εγκατέλειψεν εν έτει 1917 την μετάνοιαν αυτού και εγκατεστάθη εν τω εν Παγκρατίω μετοχίω αυτής «Ανάληψις» ως πνευματικός. Τω 1927 ήρξατο, μετά της μοναχής Μαριάμ Σουλακιώτου, την ανέγερσιν Μονής εν Κερατέα. (Βλ. Irenikon 1971 σ. 552 επ. 1972 σ. 54. Ευγ. Τόμπρου : Ματθαίος, Αρχιεπ/πος της Εκκλησίας των ΓΟΧ Αθηνών και πάσης Ελλάδος (βίος και έργον 1861-1950) Αθήναι 1963 σ. 31 επ.
422. Περί των χειροτονηθέντων η «Ανάπλασις» εξέφραζε την θλίψιν αυτής «καθόσον μεταξύ των τοιουτοτρόπως ολισθησάντων περιλαμβάνονται και κληρικοί, δυνάμενοι να καυχηθώσι διά προγενεστέρας προς την Εκκλησίαν υπηρεσίας των και διά την προς αυτούς επι τούτω ιδιαιτέραν της Εκκλησίας και της κοινωνίας τιμητικήν στοργήν». (Ανάπλασις» 1935 σ.167).
423. «Ελληνικόν Μέλλον» 8-6-1935. Βλ. και το από 31 Μαΐου/13 Ιουνίου του 1935 έγγραφον του «Δημητριάδος» Γερμανού, ως Προέδρού της Ι.Σ. της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας προς την ΔΙΣ.
424. «Εκκλησία» 1935 σ. 191. Βλ. «Πρωΐαν» 9-6-1935, «Ηχώ της Ελλάδος» 9-6-1935, «Πατρίδα» 9-6-1935, «Εστίαν» 8-6-1935. ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 212-213.
425. «Ελεύθερον Βήμα» 2-6-1935. «Αθηναϊκά Νέα» 8-6-1935, «Εστία» 8-6-1935. «Η ανακίνησις του Ημερολογιακού οφείλεται εις τους βασιλόφρονας, οίτινες υπεσχέθησαν εις την παλαιοημερολογιτικήν κοινότητα ότι θα επαναφέρουν το παλαιόν ημερολόγιον εάν επικρατήσουν». («Νέος Κόσμος» 2-6-1935.«Ανεξάρτητος» 9-6-1935). Ετέρωθεν και οι παλαιοημερολογίται, εκδηλούντες την αντίθεσιν αυτών προς τα κατά των τριών Μητροπολιτών λαμβανόμενα κυβερνητικά μέτρα., δι' ανακοινωθέντος της «Κοινότητος» αυτών δήλωσαν ότι μεθίστανται εις την αντίθετον της κυβερνητικής πολιτικήν παράταξιν («Εφημερίς των Ελλήνων» 8-6-1935. Βλ. και «Εκκλησίαν»1935 σ.191).
426. Ο «Πάνταινος» παρετήρει ότι «η Εκκλησία θα εκτελέση το θλιβερόν καθήκον της καθαιρέσεως και των ανταρτών και των χειροτονηθέντων υπ' αυτών Ουδέ δύναται να πράξη άλλως εφ' όσον απεκλείσθη διά των νέων παρανομιών η περίπτωσις της μετανοίας». («Πάνταινος» 1935 σ. 386).
427. ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 218. Διά τηλεγραφήματος αυτού προς την Ι. Σύνοδον ο Μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ ανέφερεν «ότι ο εκ Καρδίτσης καθηρημένος Γεδεών Παπανικολάου, όργανον στασιαστού Δημητριάδος αφίκετο εις την Επαρχίαν αυτού προπαγανδίζων σκανδαλωδέστατα υπέρ του παλαιού ημερολογίου, φέρων δε μεθ' εαυτού έτοιμα τηλεγραφήματα προς υπογραφήν και αποστολήν εκείθεν». (ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 219). Παρόμοια τηλεγραφήματα εδημοσιεύοντο πλείστα όσα εις τον Τύπον. Ο Μητροπολίτης «Δημητριάδος» Γερμανός εξ άλλου εδωρείτο το τε Μητροπολιτικόν μέγαρον και.τον Μητροπολιτικόν ναόν Βόλου τοις παλαιοημερολογίταις (ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 241).
428. ΚώΔΙΣ 1961-1962 σ.249. Πρβλ. και Δωροθέου Μητροπολίτου Λαρίσης Η Νομοκανονική... εν: Νομοκανονικαί Έρευναι σ. 183.
429. ΚώΔΙΣ 1935 - 1936 σ. 225. Βλ. και «Εκκλησίαν» 1935 σ. 191-195 Α Ε Κ Δ, 1950 σ. 88, 98-100. Εκ των 3 μειονοψηφισάντων ο μεν εις έδωκε ψήφον λευκήν, ο δ' έτερος προύτεινε την ποινήν της εκπτώσεως διά τους Μητροπολίτας Δημητριάδος και Ζακύνθού και της εξαμήνου αργίας και του τριετούς σωματικού περιορισμού εν Μοναίς διά πάντας. (Βλ. ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 225). Περί της εξ επόψεως Κανονικού Δικαίου βασιμότητας της αθροιστικώς επιβληθείσης ποινής της καθαιρέσεως και του σωματικού περιορισμού και της εννοίας του ΚΕ' Αποστολικού Κανόνος επικαλουμένου σχετικώς το «ουκ εκδικήσεις δίς επί το αυτό» όρα Χρυσοστόμου Αρχιεπ/που Αθηνών, Επί της εννοίας του «Ουκ εκδικήσεις δις επί το αυτό» του ΚΕ' Αποστολικού Κανόνος εν: «Εκκλησία» 1935 σ. 209-211, Ανθίμου, Μητροπολίτου Μαρωνείας Συνταγματική, κανονική και νόμιμος η απόφασις του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου περί των τριών καθαιρεθέντων Αρχιερέων, εν : «Εκκλησία» 1935 σ. 245-248, Ιεζεκιήλ, Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, Η καθαίρεσις των Αρχιερέων, εν: Εκκλησία» 1935 σ. 262-264 και Α Ε Κ Δ 1950 σ. 88. Βλ. ωσαύτως σχετικώς Δ. Πετρακάκου, Νομοκανονικαί Ενασχολήσεις σ. 164 επ. Ανθίμου, Μητροπολίτου Μαρωνείας, Διασαφήσεις και παρατηρήσεις επί της διατριβής «Η καθαίρεσις των Αρχιερέων» εν: «Εκκλησία» 1935 σ. 321-323. Βλ. σχετικώς και την Πρωτ. Αθηνών 7730/1949, ήτις δέχεται ως κανονικήν την αθροιστικώς επιβληθείσαν κατά τα άνω ποινήν. Ούτω και Εφετ. Αθηνών 533/50 και Α.Π. 107/51. Αντιθέτως oι παλαιοημερολογίται εχαρακτήρησαν ταύτην «ως ποινήν θανάτου» επιβληθείσαν διότι oι τρεις Μητροπολίται «έσχον το θάρρος και την τόλμην ίνα υποστηρίξωσι την ορθόδοξον εορτολογικήν παράδοσιν». (Βλ. Το Α' Πανελλαδικόν... σ. 5, Contra εν, Μ.+Σι, το Παλαιοημερολογιτικόν σ. 8-9. Πρβλ. και Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Κρίσεις επί της σημερινής καταστάσεως... σ. 64 επ.). Πάντως εθεωρήθη ότι βασικώς επεβλήθη η ποινή της καθαιρέσεως και ότι αι λοιπαί ποιναί υπήρξαν επακόλουθα αυτής. Η «Ορθοδοξία» εχαρακτήρισεν ως δικαίαν την ποινήν («Ορθοδοξία» 1935 σ. 218). Την απόφασιν ταύτην δεινώς ημφεσβήτησε κατά τε το κανονικόν και συνταγματικόν αυτής κύρος ο Γ. Ράλλης ενώπιον της Ε' Εθνικής των Ελλήνων Συνελεύσεως (Η' Συνεδρία της 10-7-1935) ενώ υπέρ του κύρους αυτής ετάχθη ο Δ. Πετρακάκος (Δ. Πετρακάκου, Νομοκανονικαί Ενασχολήσεις -Αθήναι 1943 σ. 155 επ. 164 επ.). Πρβλ. και Π. Παναγιωτάκου - Σ.Αλεξανδροπούλου, Η Θέσις του Ελλην. Παλ/κού... σ. 13, Π. Παναγιωτάκου, Η ιερωσύνη και αι εξ αυτής νομοκανονικαί συνέπειαι. σ. 119, Βασιλείου. (Ατέση), Μητροπολίτου πρ. Λήμνου Επίτομος Εκκλησ. Ιστορία Β' σ. 179.Την είδησιν περί της επιβληθείσης ποινής υπεδέχθησαν εν οργή oι συγκεντρωμένοι εν τη πλατεία Μητροπόλεως παλαιοημερολογίται, δημιουργήσαντες έκτροπα και διατάραξιν της τάξεως, εφ' οις και επενέβη η Αστυνομία (Σ. Καραμήτσου - Γαμβρούλια, ένθ' ανωτ. σ. 129-130). Εξ άλλου ο Αρχιεπ/πος Αθηνών κατά την συνεδρίαν της ΔΙΣ της 25-6-1935 ανεκοίνωσεν, ότι εγνωστοποίησεν εις τους Αρχιερείς, εις ων την Μητροπολιτικήν περιφέρειαν έκειντο αι ορισθείσαι υπό του Δικαστηρίου προς έκτισιν των ποινών Μοναί, την σχετικήν απόφασιν του Δικαστηρίου περί σωματικού εντός αυτών περιορισμού των καταδικασθέντων «παρακαλέσας εν ταυτώ όπως παρασχεθή αυτοίς πάσα δυνατή περίθαλψις» (ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 241). Οι καταδικασθέντες απηύθυναν μήνυμα προς τον Ορθόδοξον Ελληνικόν λαόν. Βλ. τούτο εν: «Ακρόπολις» 25-6-35.
430. Βλ. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Το Ημερολόγιον εν σχέσει... σ. 11 επ. 21 επ. Του αυτού, Απολογία εις το Εφετείον Αθηνών σ. 12 επ. Τα αυτά που υπεστήριξεν εν τω από 30-3-38 υπομνήματι αυτού προς τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως και ο «πρ. Δημητριάδος» Γερμανός. Αντίκρουσιν των απόψεων τούτων εποιήσαντο ο τε Μακαρ. Χρυσόστομος και ο Μαρωνείας Άνθιμος. Βλ. σχετικώς υποσημείωσιν υπ' αριθμ. 429. Oι τρεις καταδικασθέντες εξ άλλου κατέθεσαν προσφυγήν εις το Συμβούλιον της Επικρατείας επί ακυρώσει της αποφάσεως του Υπουργού Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων περί εκτελέσεως της κατ' αυτών αποφάσεως.Βλ. «Εκκλησίαν» 1935 σ. 337-338, «Εφημερίδα τών Ελλήνων» 8-9-35. Αλλ' η ΔΙΣ κατά την συνεδρίαν αυτής της 22-10-1935, ενώ αρχικώς ηρνήθη να διαπέμψη εις το Σ.τ.Ε. τους δικαστικούς φακέλλους (ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 386), τελικώς απέστειλε τα αιτούμενα στοιχεία άνευ των ανακρίσεων και των Πρακτικών της δίκης (ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 399-400).
431. ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 226-229. Το Υπουργείον Εθν. Παιδείας προσεκάλεσε Συνοδικούς και εξωσυνοδικούς Ιεράρχας ίνα μετάσχωσι της Επιτροπής. Η ΔΙΣ τελικώς ενέκρνε την συμμετοχήν Συνοδικών μελών εις την εν λόγω Επιτροπήν. (ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 230). Βραδύτερον το αυτό Υπουργεiον συνεκρότησε την Επιτροπήν απαρτισθείσαν εκ των Μακ. Χρυσοστόμου, των Μητροπολιτών Σπάρτης Γερμανού, Κορινθίας Δαμασκηνού, Δράμας Βασιλείου, Τρίκκης Πολυκάρπου, Φθιώτιδος Αμβροσίου, των καθηγητών Κ. Ράλλη, Χ. Ανδρούτσου, Κ. Δυοβοννιώτη, Δ. Μπαλάνου, και των Α. Γιδοπούλου, Σ. Πλακίδη, Δ. Πετρακάκου, Λ. Φιλιππίδου, Βαλτή και Παράσχου, Προέδρου της Κοινότητος των παλαιοημερολογιτών, (ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 236) ήτις συνελθούσα κατήρτισεν Υποεπιτροπήν. Η Επιτροπή αύτη, εν ολομελεία ευρισκομένη, του Δ. Μπαλάνου αποχωρήσαντος, ετάχθη υπέρ της θρησκευτικής εξυπηρετήσεως των παλαιοημερολογιτών, εφ' όσον ούτοι θα ανέρχωνται εις 25 τουλάχιστον οικογενείας, διά κανονικών ιερέων, ήτοι κανονικώς κεχειροτονημένων και εχόντων την αναφοράν αυτών προς τους κανονικούς Ιεράρχας της Εκκλησίας ή υπό παλαιοημερολογιτών μεν ιερέων, χειροτονηθέντων εν τω παλαιοημερολογιτισμώ αλλ' επιστρεφόντων τη Εκκλησία και καθισταμένων υπό των εκασταχού Μητροπολιτών, εφ' όσον διαθέτουσι τα τε κανονικά και νόμιμα προσόντα. Ως προς τον καθορισμόν των ιερών ναών ή παρεκκλησίων εν οις θα εξυπηρετούντο, κατά τα άνω, oι παλαιοημερολογίται, η Επιτροπή επαφίετο εις την λήψιν αποφάσεως υπό των κατά τόπους Μητροπολιτών, όντων υποχρέων όπως αιτήσωνται προηγουμένως την έγκρισιν της Ι. Συνόδου. Εν τέλει η Επιτροπή διελάμβανεν διατάξεις περι των οικονομικών και διοικητικών υποχρεώσεων των εξυπηρετουμένων παλαιοημερολογιτικών οικογενειών (ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 252). Η πρότασις αύτη της Επιτροπής, αναγνωσθείσα επί Συνόδου, εγέννησεν ανησυχίας εις τους Αρχιερείς και φόβον τούτο μεν διευκολύνσεως των.παλαιοημερολογιτών προς δημιουργίαν επισήμων παρασυναγωγών, τούτο δε ενθαρρύνσεως των ξενογλώσσων, ιδία πληθυσμών των παραμεθορίων περιοχών εις προσχώρησιν αυτών εις τον παλαιοημερολογιτισμόν, δημιουργουμένου ούτω ζητήματος μειονοτήτων. Παρά ταύτα ο Μακ. Χρυσόστομος ετάχθη υπέρ ασκήσεως οικονομίας εκ μέρους της Εκκλησίας και νομοθετικής κατοχυρώσεως των όρων, υφ' ους έμελλεν αύτη να τύχη εφαρμογής. Την άποψιν ταύτην του Μακ. συνεμερίσθη τελικώς η Ι. Σύνοδος αναθέσασα εις τον παρ' αυτή Κυβερνητικόν Επίτροπον την σύνταξιν του σχετικού σχεδίου νόμου, όπερ εκείνος υπέβαλεν αυτή εν τη συνεδρία της 2-7-1935. Η ΔΙΣ επεξεργασθείσα τας διατάξεις αυτού υπό το πρίσμα του συμφέροντος της Εκκλησίας ανέθετο την τελικήν αυτού διαμόρφωσιν εις τον Αρχιεπ/πον, όστις εν τη επομένη συνεδρία της 5-7-1935 εισήγαγε το οριστικόν κείμενον μετ' Εισηγητικής Εκθέσεως προς έγκρισιν. Η ΔΙΣ ενέκρινεν αμφότερα, παρά τας σοβαράς επιφυλάξεις μερίδος Συνοδικών ως προς την ωφελιμότητα και σκοπιμότητα αυτού (ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 268-269). Αι εν λόγω επιφυλάξεις αφεώρων κυρίως εις τον φόβον υποκινήσεως των σλαυοφώνων κατοίκων της Β. Ελλάδος εις ομαδικήν μετάστασιν αυτών εις τον παλαιοημερολογιτισμών επί δημιουργία θρησκευτικής μειονότητος, συμφωνούσης κατά τε την γλώσσαν και την λατρευτικήν τάξιν προς τους επιβουλευομένους την εδαφικήν της πατρίδος ημών ακεραιότητα βορείους γείτονας ημών σλαύους. Εξ άλλου προυβάλλετο και ο κίνδυνος αναστατώσεως του λαού ένεκα της τυχόν παρασχεθησομένης τοις παλαιοημερολογίταις λειτουργικής διευκολύνσεως. Εν τούτοις ο καθηγητής Αμ. Αλιβιζάτος, αποκρούων πάσαν.περί παλαιοημερολογιτικού συζήτησιν, εν αρθρογραφία αυτού ετόνιζεν ότι «ζήτημα ημερολογίου δεν υφίσταται διότι τούτο επιστημονικώς, εκκλησιαστικώς, κρατικώς και λογικώς είναι αφ' εαυτού λελυμένον και αποτελεί ασύγγνωστον σφάλμα και κουφότητα η καθ' οιονδήποτε τρόπον ανακίνησίς του» ήτις «αποτελεί ασυνείδητον υποδαύλισιν κατωτέρας ποιότητος παθών ανθρώπων συμφεροντολόγων, επιχειρούντων να αντλήσουν υπόστασιν από την νεκράν αυτήν υπόθεσιν ή ανοήτων απλοϊκών και θρησκολήπτων γραϊδίων, τα οποία επ' ουδενί λόγω και υπ' ουδενός θα πεισθούν περί του εσφαλμένου της αντιλήψεώς των» («Πάνταινος» 1935 σ. 405).
432. «Εκκλησία» 1935 σ. 225-227, 238-239. Κατ' άλλους ο Ζακύνθου «αντιληφθείς την ατυχή έκβασιν του μελετηθέντος σχεδίου», εζήτησε την επιείκειαν της Εκκλησίας (Α. Πανώτη, ΘΗΕ τ. Α' σ. 821). Σημειωτέον ότι η ΔΙΣ εν τη συνεδρία, αυτής της 17-10-1935 απέρριψεν αίτησιν του Μητροπολίτου Ζακύνθου Χρυσοστόμου περί απονομής αυτώ χάριτος (ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 376) δεχθείσα τελικώς, μετά νέαν αίτησιν του ενδιαφερομένου, όπως απονείμη αυτώ χάριν εν τη συνεδρία της 10-12-1935 (ΚώΔΙΣ, 1935-1936 σ. 449-450. Πρβλ. και «Εκκλησίαν» 1936 σ. 47). Σημειωτέον ότι ο «πρ. Δημητριάδος» έψεξε τηλεγραφικώς τον «εκπεσμόν» του Ζακύνθου, όστις «μετέγνω ένεκα δειλίας, φοβηθείς εξορίαν, απώλειαν αγαθών ζωής» ( «Ακρόπολις» 20-6-1935). Απαντών ο Ζακύνθου και αμυνόμενος υπεστήριξεν ότι τα παρασχεθέντα υπό της Εκκλησίας και της Εθνοσυνελεύσεως προνόμια τοις παλαιοημερολογίταις δεν εδικαιολόγουν το σχίσμα. («Ακρόπολις« 21-7-1935).
433. Μετά σχετικόν διάβημα της Ι.Σ. εδημοσιεύθη εν ΦΕΚ 88 τ. Γ', 26-6-35 το Διάταγμα περί, επικυρώσεως της αποφάσεως του Συνοδικού Δικαστηρίου ως προς τους δύο πρώτους καταδικασθέντας, οίτινες μετήχθησαν εις τας μονάς του περιορισμού αυτών, αφού προηγουμένως εξαπέλυσαν αποχαιρετιστήριον Εγκύκλιον προς το ποίμνιον αυτών και τον ελληνικόν λαόν. (ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 243. Σ. Καραμήτσου - Γαμβρούλια, ένθ' ανωτ. σ. 132). Παραλλήλως όμως οι παλαιοημερολογίται συνέχιζον διά βιαίων μέσων εκδηλούντες την αντίθεσιν αυτών προς την Εκκλησίαν, με βιαίας καταλήψεις υπ' αυτών ναών εν Καρλοβασίω Σάμου (ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 247) και εν Λιτοχώρω (ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 260). Πάντως ολίγου μετά την μεταγωγήν των καταδικασθέντων Μητροπολιτών εις τους τόπους της εξορίας αυτών, ήρξαντο οι οικείοι Ιεράρχαι να αιτώνται την αλλαγήν του τόπου τούτου. (ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 260).
434. Θεμελιών την κατ' αυτών ως «αρχιμανδριτών» έγερσιν πειθαρχικής διώξεως ο Μακ. Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος είπεν ότι έπραξε τούτο «εφ' όσον η εις Επισκόπους χειροτονία αυτών δεν ήτο ούτε επισήμως γνωστή εις την Εκκλησίαν, ως γενομένη άνευ ουδεμιάς γνώσεως και αδείας αυτής, ούτε επαρκώς εξηκριβωμένη». (ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 235).
435. ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 235.
436. ΚώΔΙΣ 1961-1962 σ. 249.
437. Ανακριτής ωρίσθη ο Μητροπολίτης Γόρτυνος Προκόπιος. Βλ. ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 236. Εν τούτω οι νέοι ούτοι Επίσκοποι προέβαινον εις ευρείας εκτάσεως αντεπίθεσιν, ιδία κατά του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου. Πρβλ. Χριστοφόρου, Επισκόπου Μεγαρίδος, Το οδυνηρόν κατάντημα της Εκκλησίας μας. Άρθρον εν εφημερίδι «Ελληνικόν Μέλλον» της 27-6-1935. Σημειωτέον ότι ο Επίσκοπος ούτος ητήσατο βραδύτερον παρά του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου συγγνώμην διά το άρθρον αυτού τούτο. Βλ. «Εκκλησίαν» 1935 σ. 355. Πρβλ. ωσαύτως Γερμανού Επισκόπου Κυκλάδων, Διάγγελμα προς τον ευσεβή Ορθόδοξον Ελληνικόν Λαόν, και Πολυκάρπου Επισκόπου Διαυλείας, Διάγγελμα προς τους κατοίκους Πειραιώς. Η απόφασις αύτη περί του καθ' ύλην αρμοδίου δικαστηρίου, εγένετο αντικείμενον επισταμένης κριτικής. Ούτως υπεστηρίχθη, ει και ουχί αβασίμως, ότι αι χειροτονίαι αύται των τεσσάρων ήσαν αντικανονικαί και άκυροι, συνωδά τοις ΛΔ' και ΛΕ' Αποστολικοίς Κανόσι και τοις Δ' της Α' Οικουμενικής, Δ' της Β', Στ' της Δ', καί Γ' της Ζ' ορίζουσι πάντη ακύρους τας απολελυμένας, υπερορίους, αυθαιρέτους και αντικανονικάς χειροτονίας. Κατ' άλλην όμως άποψιν, την οποίαν και ηκολούθησεν εν τη πράξει η Εκκλησία ημών, η απόφασις υπήρξεν ορθή δεδομένου ότι αι υπό κανονικών εν ενεργεία Αρχιερέων, και προ της καθαιρέσεως αυτών, τελεσθείσαι επισκοπικαί χειροτονίαι ήσαν έγκυροι εξ επόψεως κανονικής, καίτοι εχώλαινον εις δευτερεύοντα τινά σημεία, μηδεμίαν έχοντα επίδρασιν επί της διά του Μυστηρίου της Ιερωσύνης μεταδόσεως της χάριτος της αρχιερωσύνης. Κατά την από 30-4-1936 άλλωστε γνωμοδότησιν του καθηγητού Κ. Ράλλη και αυτή εισέτι «η τυχόν αναξιότης του κληρικού ουδαμώς παραβλάπτει το κύρος και την ενέργειαν των ιερατικών αυτού πράξεων» ενώ και «οι σχισματικοί και oι αιρετικοί Επίσκοποι ως τοιούτοι ουδόλως εισίν στερημένοι της ικανότητος του ενεργείν εγκύρως χειροτονίαν διότι και η αίρεσις και το σχίσμα δεν αφαιρούσιν απ' αυτών αυτοδικαίως την ιερατικήν εξουσίαν αλλ' αποτελούσι μόνον αιτίαν άρσεως αυτής». Ως προς το έγκυρον των χειροτονιών τούτων ο Κ. Ράλλης επεκαλέσθη τον ΝΔ' Κανόνα της εν Καρθαγένη Συνόδου. (Βλ. Ρ-Π, Σύνταγμα... τ. 3 σ. 436-444). Εξ επόψεως εξ άλλου δικονομικής η τυχόν αναρμοδιότης του Πρωτοβαθμίου δι' Αρχιερείς Δικαστηρίου «μη προταθείσα υπό των κατηγορουμένων και μη εξετασθείσα αυτεπαγγέλτως υπό του ως άνω Δικαστηρίου εκαλύφθη και καλύπτεται εκ της τελεσιδικίας και του δεδικασμένου». (Γνωμοδότησις Γ. Ράμμου -Χ. Σγουρίτσα-Κ. Τσάτσου, εν: «Εκκλησία» 1951 σ. 13). Άλλωστε αυτοί οι κατηγορούμενοι ουδέποτε ημφεσβήτησαν την ιδιότητα αυτών ως Επισκόπων κανονικήν εχόντων την χειροτονίαν.
438. Βλ. το κείμενον της αποφάσεως ταύτης εν: «Εκκλησία» 1935 σ. 213 - 216. 439.- Την έφεσιν ταύτην υπέγραφον άνευ οιουδήποτε ιερατικού τίτλου ή ετέρας τινος ενδείξεως περί της ιδιότητος αυτών έκαστος κεχωρισμένως oι εφεσιβάλλοντες.
440. ΦΕΚ τ. Α' αριθ. 105 της 9-8-1935. Οι καταδικασθέντες ήχθησαν δι' εκκλήτου ενώπιον της υπό τον Οικουμεν. Πατριάρχην Μείζονος Συνόδου, έκτοτε δε μη εκδικασθείσης της τοιαύτης εκκλήτου, προβάλλουσι τον ισχυρισμόν της μη «τελεσιδίκω αποφάσει» καθαιρέσεως αυτών. Πρβλ. και Π. Παναγιωτάκου, Η ιερωσύνη και αι εξ αυτής νομοκανονικαί συνέπεια. σ. 104-105. Ο Γερμανός Βαρυκόπουλος, αναζητηθείς υπό της Αστυνομίας, ανευρέθη και εξωρίσθη, εν αντιθέσει προς τον Ματθαίον Καρπαθάκην όστις, επιμελώς κρυπτόμενος, απέφυγε την σύλληψιν. Βλ. «Ακρόπολιν» 24-7-35 και ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 466.
441. ΦΕΚ τ. Α' άρ. 105 της 9-8-1935. Τα διαμειφθέντα κατά την εκδίκασιν της εφέσεως βλ. εν: «Εκκλησία» 1935 σ. 354-356.
442. Δήλωσις «Μεγαρίδος» Χριστοφόρου από 22-10-1935, «Διαυλείας» Πολυκάρπου από 30-10-1935 εν: «Η Φ.Ο.» 1950 φ. 82 σ. 7-8. Πρβλ. Πολυκάρπου, Επισκόπου. Διαυλείας: Ποία η απόφασις του Δευτεροβαθμίου... σ.σ. 18, 28-29.Εν τω μεταξύ ή ΔΙΣ, λαβούσα γνώσιν εν τη συνεδρία αυτής της 24-10-1935 της εν λόγω δηλώσεως, ως και του γεγονότος ότι οι καθηρημένοι «τ. Δημητριάδος» και «πρ. Φλωρίνης» αφίχθηααν εις Αθήνας και περιφέρονται μετ' εγκολπίου, προτιθεμένου μάλιστα του δευτέρου εξ αυτών όπως ομιλήση από του βήματος του «Παρνασσού», απεφάσισεν όπως διαμαρτυρηθή προς τε τον Πρωθυπουργόν και τον Υπουργόν Εθν. Παιδείας «κατά της δημιουργουμένης λίαν επικινδύνου και ανωμάλου καταστάσεως»:και επικαλεσθή «σύντονον την προσοχήν της Κυβερνήσεως επ' αυτήν» (ΚώΔΙΣ» 1935-1936 σ. 390) Εν τη επομένη συνεδρία ανεκοινώθη ότι ο Υπουργός Εθν. Παιδείας Δ. Χατζίσκος συνέστησε τω «πρ. Φλωρίνης» όπως απόσχη της μελετωμένης εκδηλώσεως εν τω «Παρνασσώ» (ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 396). Ως προς την εν Αθήναις ελευθεροεπινοινωνίαν των δύο τούτων καθηρημένων Ιεραρχών ο Υπουργός, απαντών εις σχετικόν διάβημα της Εκκλησίας, απήντησεν ότι «το κύρος της ανωτάτης Εκκλησ. Αρχής στηρίζεται επί της προς αυτήν αφοσιώσεως και απεριορίστου εμπιστοσύνης του χριστεπωνύμου πληρώματος, δεν κλονίζεται δε εκ της εν Αθήναις παρουσίας δύο καθηρημένων και κατακριθέντων Μητροπολιτων». (ΚώΔΙΣ 1935 - 1936 σ. 397). Εν τη συνεδρία ΔΙΣ της 31-10-1935 ανεγνώσθη η δήλωσις και διαμαρτυρία του «Διαυλείας» Πολυκάρπου.
444. Ρ. G. 104, 1223.
|
|
|