|
"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, † Αρχιεπισκόπου Αθηνών |
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ
ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ
ΙΙ. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΕΥΤΕΡΑ 1935-1947: Η ανταρσία των τριών Μητροπολιτών και αι μακροπρόθεσμοι συνέπειαι αυτής
1. Η υπό των παλ/τών αναζήτησις Επισκόπων, ίνα τεθώσιν επί κεφαλής αυτών, ως εκκλησιολογικόν και οργανωτικόν αίτημα.
Οι παλαιοημερολογίται αφ' ης στιγμής, αποσκιρτήσαντες κατ' ουσίαν τής κανονικής
Εκκλησίας της Ελλάδος έπηξαν, παρά τους Κανόνας, ιδίαν κοινότητα εντός των κόλπων ευρισκομένην της εξ ης απεχωρίσθησαν Εκκλησίας, εκινήθησαν προς την κατεύθυνσιν εξασφαλίσεως ιδίου κλήρου προς ακώλυτον και ανεξάρτητον άσκησιν των της λατρείας αυτών.
Τούτο απέρρεε τόσον εξ εκκλησιολογικών, όσον και οργανωτικών δεδομένων. Και κατά μεν τα εκκλησιολογικά δεδομένα, εξ επόψεως ορθοδόξου, ουδείς δύναται να γίνη λόγος περί εκκλησιαστικής κοινότητος, εφ' όσον αύτη στερείται ιερατικής τάξεως, την τριπλήν εχούσης χάριν του αγιάζειν, διδάσκειν και διοικείν την θρησκευτικήν ομάδα, ούσαν εξηρτημένην εκ του Επισκόπου, ου άνευ δεν υφίσταται Εκκλησία(366). Τω λόγω ακριβώς τούτω οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται ισχυρίσθησαν ότι απετέλεσαν ιδίαν «Εκκλησίαν» αφ' ης εν έτει 1935 απέκτησαν ιδίους Αρχιερείς(367). Κατά δε τα οργανωτικά δεδομένα απητείτο η θέσις επί κεφαλής του αγώνος δραστηρίων κληρικών ηγετών, ικανών όπως ελκύωσι και συγκρατήσωσι περί εαυτούς οπαδούς, επεκτείνωσι το κίνημα και εξασφαλίσωσι την επιβίωσιν αυτού.
Αλλά παρά το γεγονός ότι ήδη απ' αρχής της εμφανίσεως του παλαιοημερολογιτικού
κινήματος ευρέθησαν μοναχοί κυρίως, αλλά και διάκονοι και πρεσβύτεροι,
στελεχώσαντες την παράταξιν, εν τούτοις η απουσία Επισκόπων ήτο αισθητή, τοσούτω μάλλον όσω, τυχόν παρατεινομένη, καθίστα προβληματικήν την ανανέωσιν και εξέλιξιν του υπάρχοντος ευαρίθμου παλαιοημερολογιτικού κλήρου. Διά τούτο και αλλεπάλληλοι εκκλήσεις εκ μέρους των παλαιοημερολογιτών απηυθύνθησαν κυρίως προς ορθοδόξους Επισκόπους εκτός της Ελλάδος ευρισκομένους, ίνα θέσωσιν υπό την προστασίαν και δικαιοδοσίαν αυτών την όλην προσπάθειαν. Ούτω μνημονευτέα ενταύθα η προς τους εν Κάρλοβιτς της Σερβίας εγκατεστημένους ρώσους πρόσφυγας Αρχιερείς, τους διατελούντας υπό τον Κιέβου Αντώνιον(368) γενομένη κατ' Οκτώβριον του έτους 1934 κρούσις δι' εγγράφου, εν ω ομολογείται ότι «δυστυχώς ουδείς εκ των Ελλήνων Ιεραρχών ηθέλησε να αναλάβη τον ιερόν τούτον αγώνα ή να δώση καν χείρα βοηθείας εις τους εμμένοντας εις την των πατρίων παράδοσιν Γ.Ο.Χ., πράγμα το οποίον εμβάλλει αυτούς εις απογοήτευσιν, εφ' όσον ουδαμού εις τον εκκλησιαστικόν ορίζοντα διακρίνουσιν ακτίνα παρηγορίας»(369). Εκ τούτου συνάγεται ότι είχον προηγηθή κρούσεις σχετικαί και προς τινας Ιεράρχας της Εκκλησίας της Ελλάδος, οίτινες είχον κατά καιρούς ευνοϊκώς διατεθή έναντι των παλαιοημερολογιτών(370). Σημειωτέον ότι αμφότερα τα εντός και εκτός
της Ελλάδος διαβήματα ταύτα δεν ετελεσφόρησαν.
Σημειώσεις
366. Πρβλ. Ιω. Ζηζιούλα, Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας. Αθήναι 1965 σ. 116 επ. 124 επ. Ήδη από των πρώτων αιώνων της χριστιαν. Εκκλησίας επεκράτησεν η ορθή άποψις, ην διεσάφησεν αρκούντως ο Κυπριανός, ότι οιαδήποτε .ομάς χριστιανών, ζώντων εκτός του Επισκόπου, δεν δύναται να αποτελή, ουδέ καν να καλήται Εκκλησία. Η άποψις αύτη, αποτελούσα ισχυράν συνείδησιν της Εκκλησίας, απέκλεισεν απ' αρχής από πάσης υφ' οιανδήποτε μορφήν ενώσεως ή κοινότητος χριστιανών τας σωστικάς της Εκκλησίας ιδιότητας, εφ' όσον η κοινότης αύτη δεν εύρητο εν κοινωνία μετά του Επισκόπου.
367. Βλ. Χρ. Νασλίμη, Η ημερολογιακή καινοτομία εξ επόψεως εκκλησιαστικής, εν: «Η Φ.Ο.» 1950 φ. 86 σ. 3. Πρβλ. και «Η πανηγυρική δικαίωσις του αγώνος μας» εν: «Η Φ.Ο.» 1949 φ. 67 σ. 3. Έν τινι προσπαθεία αυτού προς επιστροφήν των παλαιοημερολογιτών εις τους κόλπους της Εκκλησίας ο «Πάνταινος» έγραφεν εν έτει 1927 : «Πιστοί ακέφαλοι, μη έχοντες Αρχιερέα αλλ' ουδέ ιερείς, και περισυλλέγοντες, διά να εξομολογηθούν και λειτουργηθούν, ιερομονάχους φυγάδας των Μονών των, διατρίβοντας εν τω κόσμω ανταρτικώς και κατά τους Ιερούς Κανόνας αξίους καθαιρέσεως, δεν ωφελούνται τίποτε από την πίστιν των» ( «Πάνταινος» 1927 σ. 347).
368. Ο Ιεράρχης ούτος είχεν ενεργώς αναμειχθή εις το παλαιοημερολογιτικόν ζήτημα εν Ελλάδι και είχε ταχθή υπερ των παλαιοημερολογιτών, γεγονός όπερ κατέστησε τούτον αντιπαθή εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος επανειλημμένως ψέξασαν διά σχολίων του επισήμου δελτίου αυτής «Εκκλησία» ωρισμένας σχετικάς ενεργείας αυτού.
369. Σ. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, ένθ’ ανωτ. σ. 110 επ. Πρβλ. Α. Πανώτη, εν: ΘΗΕ τ. Α’ σ. 820.
370. Ήδη από του έτους 1928 είχεν επισημανθεί η εύνους του Μητροπολίτου Δημητριάδος Γερμανού διάθεσις έναντι των παλαιοημερολογιτών εξ αφορμής της εν Συνόδω αντιθέσεως αυτού προς τον Αρχιεπίσκοπον Χρυσόστομον επί του παλαιοημερολογητικού. Μάλιστα τότε εγράφη ότι «η Εκκλησία της Ελλάδος αγωνιζομένη επί τρία ήδη έτη όπως πείση τους ολίγους αγαθούς χριστιανούς, ίνα μη παρασύρωνται υπό των επιτηδίων εκμεταλλευτών της δεισιδαιμονίας και των θρησκευτικών των προλήψεων, απεκάλυψεν αίφνης ότι εις πάσαν έκτροπον κιίνησίν των, ήτις τοσαύτας αξιοθρηνήτους εκδηλώσεις έσχε μέχρι σήμερον, ωθούντο παρ’ Ιεράρχου της Ελληνικής Εκκλησίας» («Ανάπλασις» 1928 σ. 61) Ειρήσθω δ’ ότι ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Γερμανός εξέφρασεν εν Συνόδω την λύπην αυτού προς τον Μακ. Αρχιεπίσκοπον («Ανάπλασις» 1928 σ. 77). Παρά ταύτα «οι παλαιοημερολογίται δεν εύρον, παρ’ όλας τας προσπαθείας των, ουδένα Ιεράρχην, όστις θα ήτο ικανός να διαπράξη το έγκλημα και την ατιμίαν να τεθή επι κεφαλής των προς νομιμοποίησιν του σχίσματος...» («Ανάπλασις» 1932 σ. 302).
|
|
|