|
"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, † Αρχιεπισκόπου Αθηνών |
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ
ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ
Ι. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΩΤΗ 1924-1934: Δεκαετία ιδεολογικής διαμάχης και αντιεκκλησιαστικής δραστηριότητος
Φάσις Δευτέρα: 1927-1934
3. Κανονικά της Εκκλησίας μέτρα κατά των ταραξιών κληρικών καί μοναχών. Πρώται άκαρποι επαφαί της Εκκλησίας μετά των παλαιοημερολογιτών. Μία άστοχος απόφασις.
Ως ήδη ελέχθη, μία μερίς του λαού, κατ' αρχάς ίσως ασήμαντος, αλλ' ήδη σοβαρώς
ενισχυθείσα, προύβαλλεν εις το εκκλησιαστικόν και εθνικόν προσκήνιον ως
συντηρητική των πατρίων και αποστέργουσα πάσαν καινοτομίαν εν τω χώρω της
Εκκλησίας, από του ημερολογιακού ζητήματος εκκινούσα και «καλή τη πίστει ή άλλως πως του ζητήματος τούτου» εχομένη(288). Η μερίς αύτη «μετεπέμψατο εξ Αγίου Όρους ιερείς, ακολουθούντας το πάτριον εορτολόγιον, ίνα δι' αυτών τελώσι τα της λατρείας αυτών και δέχωνται την Θ. Χάριν και τον αγιασμόν»(289). Και ταύτα μεν συνιστάσι την μίαν όψιν του ζητήματος από της σκοπιάς των παλαιοημερολογιτών θεωμένου. Κατά την ετέραν όμως όψιν, οι παλαιοημερολογίται ούτοι προς κάλυψιν της ανάγκης της θρησκευτικής αυτών εξυπηρετήσεως, δεν ηρκέσθησαν εις την υπό των διαληφθέντων αγιορειτών ιερέων προσενεχθείσαν αυτοίς εξυπηρέτησιν ή έστω και εις την υπό των ελαχίστων κληρικών της Εκκλησίας, των μεταστάντων διά διαφόρους λόγους εις την παράταξιν αυτών, ωσαύτως προσφερθείσαν υπηρεσίαν,
αλλ' εδέχθησαν προσφερομένας αυτοίς τας ιερατικάς υπηρεσίας και παρά τινων
τυχοδιωκτών ρασοφόρων, μετερχομένων τον ορθόδοξον κληρικόν, στερουμένων δε κανονικής ιερωσύνης (290).
Παραλλήλως συνέχισαν αξιούντες την ακώλυτον άσκησιν των της λατρείας
αυτών(291) δεδομένου ότι η Εκκλησία παρημπόδιζε ταύτην διά μέτρων αστυνομεύσεως, κατά την ισχύουσαν νομοθεσίαν(292), άτινα όμως είς τινας τουλάχιστον περιπτώσεις υπερέβησαν τα επιτρεπόμενα όρια(293). Κατά των παλαιοημερολογιτών κληρικών ειδικώτερον εκινήθησαν και τα κανονικά της Εκκλησίας μέτρα, τινάς δ' εξ αυτών, εισαχθέντες εις δίκην, καθήρεσεν η Εκκλησία
ως παραβάτας των ιερών Κανόνων. Αλλ' ούτοι και μετά την τοιαύτην την αυτών καταδίκην εξηκολούθησαν να ιερουργώσι λάθρα εν τω παλαιοημερολογιτισμώ(294).
Η λήψις των τοιούτων κανονικών μέτρων δια την αντιμετώπισιν εκκλησιαστικών
ζητημάτων, προς άτινα και μόνα οφείλει αείποτε να προστρέχη η Εκκλησία, θα απέδιδε καρπούς, εάν δεν εμεσολάβει η άκαιρος και καιροσκοπική πολιτευτών τινων επέμβασις, οίτινες και από του βήματος της Βουλής ετάχθησαν υπέρ των παλαιοημερολογιτών και ανερρίπισαν την προς απείθειαν έναντι της Εκκλησίας τάσιν
αυτών(295). Σημειωτέον ότι την τοιαύτην φιλικήν των πολιτικών στάσιν έναντι της παλαιοημερολογιτικής παρατάξεως ψέγων δριμύτατα εν έτει 1929 δι' υπομνήματος αυτού προς την Ι. Σύνοδον ο τότε Μητροπολίτης Φλωρίνης Χρυσόστομος ο Καβουρίδης, παρετήρει χαρακτηριστικώς ότι αύτη «εκμαιεύουσα την γέννησιν του εγκυμονουμένου σχίσματος εν τη Εκκλησία, συντρέχει εις έκρηξιν θυέλλης, της απειλουμένης εκ της συσσωρεύσεως ζοφερών νεφών εις τον ορίζοντα τον εκκλησιαστικόν»(296).
Εν τω μεταξύ η εν Αγίω Όρει συνελθούσα γενική Πανορθόδοξος Επιτροπή προς
καταρτισμόν του πίνακος των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως της Ορθοδόξου
Προσυνόδου(297), συμπεριέλαβεν ως 14ον κατά σειράν θέμα το ημερολογιακόν,
υπό τον τίτλον «Μελέτη του ζητήματος του Ημερολογίου εν αναφορά προς την περί
Πασχαλίου απόφασιν της Α' Οικουμενικής Συνόδου και εξεύρεσις του τρόπου προς
αποκατάστασιν της συμφωνίας μεταξύ των Εκκλησιών εν τω ζητήματι τούτω»(298).
Η μελέτη των αποφάσεων της προδιασκέψεως ταύτης υπήρξε το κύριον θέμα,
μετά του οποίου επρόκειτο.να ασχοληθή η από 17 Νοεμβρίου έως 5 Δεκεμβρίου 1930 συνελθούσα εν Αθήναις ΙΣΙ, ήτις όμως κατηνάλωσε τας εργασίας αυτής εις την
μελέτην κυρίως του σχεδίου Καταστατικού Χάρτου, αποφασίσασα οπως καταρτίση Επιτροπήν διά την Προσύνοδον προς μελέτην των αποφάσεων αυτής και εισήγησιν(299). Τελικώς η ΙΣΙ επελήφθη του παλαιοημερολογιτικού θέματος εν τη συνεδρία αυτής της 14-10-1931(300) καθ' ην ανέβαλε την λήψιν σχετικής αποφάσεως επί τω τέλει ενημερώσεως αυτής υπό του Μητροπολίτου Μαρωνείας Ανθίμου, όστις είχε συντάξει, κατ' εντολήν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εμπεριστατωμένον υπόμνημα. Παραλλήλως εκινούντο ήδη και οι εκ των προμνημονευθεισών δηλώσεων των πολιτευτών αναθαρρήσαντες παλαιοημερολογιτικοί κύκλοι, οίτινες υπέβαλον τη ΙΣΙ υπόμνημα «περί λύσεως του ημερολογιακού ζητήματος κατά τας αντιλήψεις αυτών και επαναφοράς του Παλαιού Ημερολογίου», ενώ επιτροπή αυτών διετύπωσε την παράκλησιν, όπως, εμφανιζομένη ενώπιον της ΙΣΙ, αναπτύξη αυτή και προφορικώς τας εαυτής επί του ζητήματος τούτου απόψεις. Η Ιεραρχία, λαβούσα γνώσιν εν τη συνεδρία αυτής της 16-10-1931 της εν λόγω αιτήσεως, απέκρουσε ταύτην δεχθείσα, μετά θυελλώδη συζήτησιν(301), όπως ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος καταρτίση Επιτροπήν εξ Αρχιερέων ίνα αύτη δεχθή την Επιτροπήν των παλαιοημερολογιτών «προς νουθεσίαν και διαφώτισιν της πλάνης αυτών» τάξασα και όρον όπως «ουδέποτε εις το εξής επανέλθη επί του ζητήματος η Ιεραρχία»(302).
Σημειωτέον ότι κατά την αυτήν ως άνω συνεδρίαν απερρίφθη η το πρώτον τότε
διατυπωθείσα σώφρων(303) πρότασις του Κασσανδρείας Ειρηναίου περί θρησκευτικής εξυπηρετήσεως των παλαιοημερολογιτών δι' ιερέων της κανονικής
Εκκλησίας της Ελλάδος, τελούντων τας εορτάς κατά το παλαιόν ημερολόγιον,
υπό τον όρον ότι οι παλαιοημερολογίται θα «υπογράψωσι δήλωσιν ότι δεν θα (εξ)ασκώςι προπαγάνδαν και θα απομακρύνωσι τους τε καθηρημένους
αυτών κληρικούς και τους αγιορείτας»(304). Ούτως απωλέσθη πολύτιμος
και ανεπανάληπτος ευκαιρία.
Την ενημέρωσιν της ΙΣΙ επί του ημερολογιακού εποιήσατο, κατά την απόφασιν αυτής της 14-10-1931, ο Μητροπολίτης Μαρωνείας Άνθιμος, κατά την συνεδρίασιν της επομένης, ήτοι της 15-10-1931, καταλήξας εις το εξής συμπέρασμα: «Δεδομένου ότι το Ημερολόγιον δεν προήλθεν εξ αποφάσεως Οικουμενικής ή άλλης Συνόδου, δεν έχει δογματικήν σημασίαν επιτρέπεται δε η διόρθωσις αυτού. Και ευκταίον μεν θα ήτο να προέβαινον ομοφώνως εις την διόρθωαιν πάσαι αι Εκκλησίαι και να μη προήρχετο η υφισταμένη διαφορά μεταξύ αυτών. Εφ' όσον όμως πρόκειται περί τετελεσμένου γεγονότος, το δε γεγονός τούτo, αντικειμενικώς και εκκλησιαστικώς εξεταζόμενον, αποτελεί πράξιν αναγκαίαν, ορθήν και κανονικήν, απαραίτητος θεωρείται και η διόρθωσις του Πασχαλίου Κανόνος προς τον σκοπόν της ακριβούς και πιστής εφαρμογής της αποφάσεως της Α' Οικουμενικής Συνόδου, ήτις δεν τηρείται σήμερον. Όθεν δέον να πεισθώσιν πάσαι αι Εκκλησίαι όπως δεχθώσι την διόρθωσιν ταύτην του Πασχαλίου Κανόνος, ήτις αναγκαίως θα συνεπαγάγη και την διόρθωσιν του Ημερολογίου και εκεί όπου δεν εγένετο εισέτι αύτη. Ευνόητον δε
ότι η διόρθωσις του Πασχαλίου Κανόνος δέον να γίνη εν Μεγάλη Τοπική ή Οικουμενική Συνόδω και ότι άνευ τοιαύτης αποφάσεως Συνόδου περί του Πασχαλίου Κανόνος, ουδεμία μεταβολή αυτού επιτρέπεται»(305). Απαντών εις ταύτα ο Κασσανδρείας Ειρηναίος, και αφού συνεχάρη τω εισηγητή, παρετήρησεν
ότι η εισήγησις αυτού υπήρξε μονόπλευρος, αγνοήσασα την κανονικήν όψιν του ζητήματος, όπερ εξητάσθη μόνον εξ επόψεως αστρονομικής. Αναφερθείς δ' εν συνεχεία εις τας περί της εορτής του Πάσχα παλαιάς της Εκκλησίας έριδας, τας προ και μετά την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον υπαρξάσας, κατέληξεν ότι εφ' όσον την Εκκλησίαν ενδιέφερε τότε πρωτίστως η αποκατάστασις της ενότητος των χριστιανών, και όχι τόσον η αστρονομική ακρίβεια, η Εκκλησία σήμερον «δεν πρέπει να κάμη ούτε βήμα προς τα εμπρός διότι θα δημιουργήση ταραχήν εν τη Εκκλησία και θα προκαλέση σχίσματα». Αλλ' ο εισηγητής δεν είχε προτείνει την μεταβολήν του Πασχαλίου υπό τινος μεμονωμένης Εκκλησίας. Σαφώς έθετεν ως προϋπόθεσιν πάσης τοιαύτης μεταβολής την υπό Τοπικής ή Οικουμενικής Συνόδου λήψιν της σχετικής αποφάσεως, τούθ' όπερ ούτε αντικανονικόν θα ήτο, ούτε εις κίνδυνον θα περιήγε την ενότητα της Εκκλησίας. Τούτο αντιλαμβανόμενος προφανώς και ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας, και παρά την πρόσθεν άποψιν αυτού, ευθύς εν συνεχεία δεν απέκλεισε την προσπάθειαν «προς εξεύρεσιν δυνατής, κοινής και ομοφώνου και ομοιομόρφου λύσεως υπό Οικουμενικής Συνόδου «εις ην βεβαίως πάντες θα υποταχθώσι»(306).
Η Ιεραρχία επεκύρωσε την εισήγησιν ταύτην του Μητροπολίτου Μαρωνείας
Ανθίμου και ενέκρινεν όπως εκτυπωθή και μεταφρασθή ίνα χρησιμεύση και
«ως υπόμνημα της Ιεραρχίας διά την Προσύνοδον(307) επί του ζητήματος τούτου
μετά των σχετικών Πρακτικών αυτής»(308).
Εν τω μεταξύ η ορισθείσα εξ Αρχιερέων Επιτροπή(309) υπό την Προεδρίαν τελούσα του Μητροπολίτου Κασσανδρείας Ειρηναίου, εδέχθη εις ακρόασιν την, υπό τον Γρ. Ευστρατιάδην, επιτροπήν των παλαιοημερολογιτών(310) και προήλθεν εις τας προσηκούσας προς αυτήν νουθεσίας, απορρίψασα εξ ονόματος της Ιεραρχίας, εχούσης ήδη, κατά τα προειρημένα, εκπεφρασμένην εν προκειμένω γνώμην, την πρότασιν των παλαιοημερολογιτών περί παραχωρήσεως αυτοίς ιερέων της διοικούσης Εκκλησίας «διά την ακώλυτον τέλεσιν των ακολουθιών αυτών κατά
το παλαιόν ημερολόγιον»(311). Ούτως αφέθη ανεκμετάλλευτος μία αρίστη ευκαιρία
προσεγγίσεως των διισταμένων και απερρίφθη εν αίτημα, όπερ υπό διαφορετικάς
συνθήκας θα συνεκίνει ασφαλώς την Εκκλησίαν και θα έθετεν εις ενέργειαν τον μηχανισμόν της εκκλησιαστικής οικονομίας, προς αποκατάστασιν της διασαλευθείσης ενότητος του εκκλησιαστικού πληρώματος. Αλλ' η Ιεραρχία, ηρκέσθη εις θεωρητικάς συστάσεις προς τους κατ' ουσίαν όντας από μακρού απεσχισμένους παλαιοημερολογίτας, ως εάν ούτοι εξηκολούθουν να είναι τέκνα αυτής ευπειθή. Ούτως η άκαμπτος της Ιεραρχίας έναντι των παλαιοημερολογιτών στάσις, κατέστη αφεύκτως παράγων διευρύνσεως του ήδη υφισταμένου χάσματος μεταξύ της Εκκλησίας και αυτών οδηγήσασα, εν συσχετισμώ και προς ετέρους παράγοντας, εις την περαιτέρω όξυνσιν και επιδείνωσιν των μεταξύ αυτών σχέσεων, γεγονός δυσάρεστον αυτό καθ' εαυτό, τοσούτω μάλλον όσω συνήπτετο και προς το ενδεχόμενον μείζονος διασπαστικής δραστηριότητας της ουτωσεί απομονουμένης μερίδος, ης τας συνεπείας πρώτη η Εκκλησία επρόκειτο να δοκιμάση.
Πάντως είναι άξιον ιδιαιτέρας σημασίας το υπό του Σ. Καραμήτσου - Γαμβρούλια
αποκαλυπτόμενον, ότι υπήρχεν υπογεγραμμένον μυστικόν πρωτόκολλον τιμής των μελών του Δ.Σ. της Ελληνικής Θρησκευτικής Κοινότητος των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών, υπό ημερομηνίαν 28-10-1931, δι' ου ταύτα ανελάμβανον την υποχρέωσιν όπως, εφ' όσον αφεθώσιν, ενεργείαις της Εκκλησίας, ελεύθεροι εις την λατρείαν αυτών οι παλαιοημερολογίται, μνημονεύωσιν εν ταις ακολουθίαις του ονόματος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών(312). Το γεγονός τούτο τονίζει το μέγεθος της βαρείας απωλείας, ην υπέστη η Εκκλησία, απορρίψασα το ως άνω αίτημα των παλαιοημερολογιτών και τας ευθύνας των Αρχιερέων αυτής διά την τοιαύτην
άκαμπτον στάσιν της Ιεραρχίας.
Σημειωτέον ότι οι παλαιοημερολογίται επανελθόντες βραδύτερον και δη και τη 6-10-1933 επί του θέματος δι' υπομνήματος, όπερ υπέβαλον τη ΙΣΙ, δεν ηξιώθησαν αυτοπροσώπου παραστάσεως ενώπιον αυτής(313). Αλλ' η εν έτει 1931, κατά τα προειρημένα, απόρριψις υπό της ΙΣΙ του αιτήματος των παλαιοημερολογιτών όπως εξυπηρετώνται λειτουργικώς υπό κληρικών της Εκκλησίας, υπήρξε και ενέργεια αντιφατική, δεδομένου ότι ως επισήμως διεκηρύσσετο και εν τω δελτίω «Εκκλησία» ανεγράφετο, οι παλαιοημερολογίται «δεν καθίστανται λόγω της διαφοράς του Ημερολογίου ετερόδοξοι, αλλ' αποτελούσι μέρος του συνιστώντος την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ελλάδος όλου πληρώματος διό και υπάγονται εις την δικαιοδοσίαν της υπερτάτης Εκκλησιαστικής αρχής της διοικούσης την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν»(314). Και ναι μεν η μη απόδοσις τοις παλαιοημερολογίταις της ιδιότητος του αιρετικού ή σχισματικού ή ετεροδόξου απεστέρει τούτους του δικαιώματος του ιδρύειν ιδίους ναούς(315), εν τούτοις η άρνησις της Εκκλησίας όπως ένδώση εις το αίτημα αυτών περί θρησκευτικής αυτών εξυπηρετήσεως δι' ιερέων τελούντων τας ιεράς Ακολουθίας κατά το παλαιόν ημερολόγιον και ανηκόντων τη Εκκλησία, ενεφανίζετο ως αναίρεσις της ως άνω απόψεως, παρά το γεγονός ότι προς δικαιολόγησιν αυτής επεστρατεύθησαν τότε νομικά επιχειρήματα, άτινα διέτύπωσεν
ο Εισαγγελεύς του Α.Π. Κ.Γεωργιάδης εν Γνωμοδοτήσει αυτού(316).
Συναφώς υπεστηρίχθη και η άποψις, ότι η, κατά συγκατάβασιν, λειτουργική
εξυπηρέτησις των παλαιοημερολογιτών υπό ιερέων της Εκκλησίας, ενείχε τον κίνδυνον όπως θεωρηθή ως αναγνώρισις της παρασυναγωγής αυτών και ως συντελεστική της κατατμήσεως της Εκκλησίας εις πλείονας ανεξαρτήτους απ' αλλήλων ορθοδόξους Εκκλησίας, επί παραβιάσει του συνταγματικώς κατωχυρωμένου Τόμου του Αυτοκεφάλου του ρητώς επιτάσσοντος την υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος τήρησιν των Αποστολικών και Συνοδικών Κανόνων, μη στεργόντων εις την κατάτμησιν της.αυτής τοπικής Εκκλησίας εις πλείονας και ανεξαρτήτους απ' αλλήλων Αυτοκεφάλους Εκκλησίας(317). Η άποψις αύτη ήτο προδήλως εσφαλμένη διότι η απλώς κατά διάφορον χρονικήν περίοδον λειτουργική ζωή μιας ομάδος Ορθοδόξων, δεν συνεπήγετο, άνευ ετέρου, την δημιουργίαν νέας ανεξαρτήτου Εκκλησίας, εφ' όσον μάλιστα θα ετύγχανε της εντολής της κανονικής Εκκλησίας και θα ενηργείτο διά κανονικών ιερέων απ' αυτής εξαρτωμένων.
Κατά συνέπειαν η στάσις της Εκκλησίας έναντι του αιτήματος τούτου θα ήτο δυνατόν
να η ενδοτική, χωρίς τούτο να θίγη ποσώς την διοικητικήν αυτής ενότητα και οργάνωσιν, αντιθέτως μάλιστα θα ηδύνατο να συμβάλη εις την αποκατάστασιν της υφισταμένης διαιρέσεως εν τοις κόλποις αυτής και εις την σταδιακήν αποδυνάμωσιν του διασπαστικού παλαιοημερολογιτικού κινήματος.
Αντιθέτως διά της υιοθετηθείσης ακάμπτου στάσεως οι παλαιοημερολογίται απεκλείοντο πανταχόθεν εντός ασφυκτικού κανονικού κλοιού και κατεδκάζοντο εις μίαν και μόνην διέξοδον, εις την επιστροφήν εκεί ένθεν απέδρασαν. Η Εκκλησία, τη συνεργασία της Πολιτείας, είχεν αφαιρέσει απ' αυτών το δικαίωμα του ιδρύειν ιδίους ναούς(318), ηρνείτο εις αυτούς το δικαίωμα της ελευθέρας τελέσεως των της λατρείας αυτών(319) καθώς και το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, καθ' ου επεκαλέσθη συνταγματικάς και νομοθετικάς διατάξεις(320) και νυν απέρριπτε το
αίτημα αυτών περί θρησκευτικής εξυπηρετήσεως αυτών κατά το παλ. ημερολόγιον υπό κληρικών κανονικών ανηκόντων αυτή.
Σημειώσεις
288. «Πάνταινος» 1930 σ. 68.
289. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Ακριβής θέσις.... σ. 22-23. Πρβλ. Του αυτού, Συνταγματική... ανάπτυξις ... σ. γ'. Βλ. και σχετικήν Εγκύκλιον του Μητροπολίτου Σάμου Ειρηναίου προς τους ιερείς, επιτρόπους και χριστιανούς της Επαρχίας αυτού, εν: «Εκκλησία» 1931 σ. 90-91 και παρεμφερή του Μητροπολίτου Παροναξίας Ιεροθέου εν: «Εκκλησία» 1933 σ. 115. Πρβλ. και Ζηλωτών αγιορ. Πατέρων, Σύντομος...σ. 11 ένθα αποκαλύπτεται ότι εν έτει 1929 απεστάλησαν υπό του Ιερού Συνδέσμου των Ζηλωτών εις Αθήνας δύο ομάδες ιερομονάχων προς ενίσχυσιν του αγώνος των παλ/των. Βλ. και «Η. Φ. Ο. » 1969 φ. 567 σ. 1.
290. Τοιαύτα κρούσματα ενεφανίσθησαν έκτοτε πάμπολλα. Βλ. «Εκκλησίαν» 1930 σ. 47, 265 ένθα η υπ' αριθμ. 42255/6-8-1930 Εγκύκλιος του Υπουργ. Εσωτερικών περί των άνευ αδείας περιφερομένων ατάκτως εν τω Κράτει κληρικών. Βλ. ωσαύτως και Εγκύκλιον από 18-2-1929 της Ι. Συνόδου κοινοποιούσαν τοις Ιεράρχαις το υπ' αριθμ. 86/11/5-2-1929 έγγραφον του Υπουργού Εσωτερικών Κ. Ζαβιτσιάνου προς τας υπ' αυτόν αρχάς, περί εκτελέσεως υπ' αυτών των εντολών των Εκκλησ. Αρχών των αναφερομένων εις την απομάκρυνσιν των αγιορειτών κληρικών των ιερουργούντων παρά τοις παλ/ταις (Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι, τ. Α' σ. 517-518, 531 επ.). Εν τη συνεδρία ΙΣΙ της 16-10-1931 υπεστηρίχθη παρ' Ιεραρχών ότι «εις ιερεύς παλαιοημερολογίτης είναι αδελφός του ληστού Γιαγκούλα, άλλος, ενώ είναι λαϊκός, παρουσιάζεται ιερεύς. Έτερος φονεύσας, ως λέγεται, την γυναίκα αυτού, ζη μετά πόρνης, καταδιωχθείσης υπό της Αστυνομίας, άλλοι δε τελούσι γάμους άνευ επισκοπικής αδείας και κεκωλυμένους» (ΚώΙΣΙ, 1930-1933 σ. 240). Επίσης εγένετο λόγος περί τινος εν Δράμα παλαιοημερολογίτου «ιερέως» Σαββοπούλου τούνομα, χαρακτηρισθέντος ως «ηθικού τέρατος» (ΚωΙΣΙ, 1930-1933 σ. 242).
291. Επίσης προήλθον εις αυθαίρετον και βιαίαν κατάληψιν εξωκκλησίων τινών ή εις κατάλληλον διαρρύθμισιν ετέρων προσφόρων χώρων και μετατροπήν αυτών εις ναΐδρια. Περί τινος τοιαύτης περιπτώσεως εγένετο λόγος εν τη συνεδρία της ΙΣΙ της 24-11-1930 (ΚώΙΣΙ 1930 σ. 79).
292. Βλ. Γνωμοδότησιν Εισαγγελέως του Α.Π. Κ. Γεωργιάδη εν: «Εκκλησία» 1932 σ. 393, καί εν: «Πάνταινος» 1932 σ. 787 επ., καθώς και σχετικήν αγόρευσιν αυτού παρά τω Α.Π. εν: «Εκκλησία» 1934 σ. 229. Contra, Δ. Γιδόπουλος εν υπ' αριθμ. 13/13-4-1932 Γνωμοδοτήσει αυτού. Βλ. ταύτην εν Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Συνταγματική... ανάπτυξις σ. 10-11.
293. Πρβλ. το υπ' αριθμ. 11014/1-7-1929 έγγραφον του Εισαγγελέως Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου προς τον Υπ/ρχον Διοικ. Τμήματος Μεταγωγών Θεσσαλονίκης περί αμέσου απολύσεως του παλαιοημερολογίτου ιερέως Χρήστου Αθανασιάδου, συλληφθέντος και κρατηθέντος κατά παράβασιν του άρθρου 11 του Συντάγματος.
294. Πρβλ. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Ακριβής θέσις... σ. 24. Σ. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, ένθ. ανωτ. σ. 96. «Εκκλησία» 1930 σ. 126, 183.
295. Κατά την συνεδρίαν της Βουλής της 22-1-1931 ωμίλησεν αρχικώς μεν ο βουλευτής Τυρνάβου Κ. Ροδόπουλος, είτα δε ο Πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος και οι πολιτικοί αρχηγοί Π: Τσαλδάρης και Αλ. Παπαναστασίου. Εκ τούτων ο μεν Κ. Ροδόπουλος ανέπτυξεν «αναφοράν παλαιοημερολογιτών παραπονουμένων κατά της Αστυνομίας ως παρεμποδιζούσης την τέλεσιν των θρησκευτικών αυτών καθηκόντων» (Βλ. Σ. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, ένθ. ανωτ. σ. 7 8 ). Ο δε Πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος είπε τα εξής: «Κύριοι Βουλευταί, είμαι σύμφωνος με εκείνα τα οποία είπεν ο άρτι κατελθών του βήματος βουλευτής Τυρνάβου. Διά τούτο αφ' ότου ανέλαβον την Κυβέρνησιν και μοι εδόθη αφορμή να εξετάσω σχετικά παράπονα, εδήλωσα ρητώς, συνεννοηθείς και μετά του τότε Υπουργού των Εσωτερικών, ότι η Κυβέρνησις δεν έχει κανένα λόγον να επεμβαίνη όπως απαγορεύη εις τους θέλοντας να ακολουθούν το παλαιόν Ημερολόγιον την εκτέλεσιν συμφώνως με αυτό των θρησκευτικών αυτών καθηκόντων. Η φυσική λοιπόν διέξοδος είναι να κάμουν αυτοί μίαν ιδικήν των Εκκλησίαν, την Εκκλησίαν των Παλαιοημερολογιτών. Και τους είπον. Αν δεν την κάματε, να συνέλθετε καθ' ο έχετε δικαίωμα εκ του Συντάγματος, αυτού του οποίου κατάχρησιν κάνουν oι δημόσιοι υπάλληλοι, να συνεταιρισθήτε και να κάμητε την Εκκλησίαν των Παλ/τών, να κανονίσητε τα της εκλογής των ιερέων σας και των επισκόπων σας ακόμη, διότι δεν είναι ούτε αιρετικοί, ούτε σχισματικοί οι επιμένοντες εις το παλαιόν ημερολόγιον. Να είσθε βέβαιοι ότι η Κυβέρνησις εμπνεομένη από τας αρχάς της ανεξιθρησκείας και της πλήρους ελευθερίας της συνειδήσεως, θα σας βοηθήση με κάθε τρόπον. Δεν δυσκολεύομαι να είπω ότι εάν κάμουν όλα αυτά θα φθάσω να εισηγηθώ και νομοσχέδιον διά να τους δώσω εν βοήθημα αν είναι τόσον πτωχοί, ώστε να μη ημπορούν να ανταποκριθούν εις τα έξοδά των. Επιθυμώ δε και ο κ. συνάδελφος ο άρτι γενόμενος Υπουργός των Εσωτερικών να εμπνευσθή εκ των οδηγιών αυτών. Διότι φοβούμαι δυστυχώς ότι ενίοτε τα όργανα της Χωροφυλακής από παλαιάς οδηγίας ίσως οδηγούμενα και μη εννοούντα την ορθήν θέσιν του ζητήματος μετεχειρίσθησαν κακώς τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι άξιοι κατ' εμέ κάθε συμπαθείας» (Ένθ' ανωτ. σ. 78-79). Και ο Π. Τσαλδάρης είπεν: «Επιθυμώ μόνον να διαδηλώσω την ευχαρίστησίν μου διότι ο κ.Πρόεδρος εφάνη συνδιαλλακτικός εις το ζήτημα των παλαιοημερολογιτών...Επ' ευκαιρία δε θα ήθελον να εκφράσω την γνώμην μου, ότι εφ' όσον η Κυβέρνησις σκέπτεται να διευκολύνη αυτούς εις την τέλεσιν των θρησκευτικών καθηκόντων, πρέπει να παράσχη πλήρη περί τούτου ελευθερίαν... » (Ένθ'ανωτ. σ.79) . Παρά ταύτα ο Δ/ντής του Ιδιαιτέρου Γραφείου του Πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου διά του από 22-9-1932 εγγράφου αυτού προς τον Αρχιεπ/πον Αθηνών διεβεβαίου τούτον, εξ ονόματος του Πρωθυπουργού, ότι «μόνον εφ' όσον διαθέτουν ιδιόκτητον ναόν οι παλ/ται δικαιούνται εν τω ναώ τούτω να τηρούν το παλαιόν ημερολόγιον» («Εκκλησία» 1932 σ. 362).
296. Δωροθέου, Μητροπολίτου Λαρίσης, Η νομοκανονική θέσις ...εν: «Νομοκανονικαί Ενασχολήσεις» σ. 190.
297. «Εκκλησία» 1930 σ. 198. Πρβλ. και Ευλογίου, Μητροπολίτου Κορυτσάς, Έργα και ημέραι της εν αγίω Όρει Άθω «Διορθοδόξου Επιτροπής» εν όψει της μελετωμένης να συνέλθη εκεί Προσυνόδου, εν: «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη» 1951 σ. 5 επ.
298. «Εκκλησία» 1930 σ.371.Βλ. και Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου, Σχόλια επί της Πανορθοδόξου Προσυνόδου, εν: «Αγιορ. Βιβλιοθήκη» 1957 σ. 103.
299. «Εκκλησία» 1930 σ. 377 επ. ΚώΙΣΙ, 1930-1933 σ. 87.
300. Περί της κατ' Οκτώβριον 1931 συνελθούσης ΙΣΙ βλ. εισήγησιν Μακ. Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου εν «Εκκλησία» 1931 σ. 313-316.
301. ΚώΙΣΙ, 1930-1933 σ. 219, 238. Πρβλ. και Α. Πανώτη, εν: ΘΗΕ τ. Α' σ. 818. Κατά την εν λόγω συζήτησιν ελάχιστοι Αρχιερείς διετύπωσαν διάφορον μετρίοπαθή γνώμην, μεταξύ δ' αυτών μνημονευτέος ενταύθα ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας Eιρηναίος, όστις είπεν ότι «εφ' όσον υποβάλλεται η παράκλησις της Επιτροπής των Παλαιοημερολογιτών ευσχήμως, νομίζει ότι δεν είναι ορθόν να μη δεχθή αυτούς η Ιεραρχία, τοσούτω μάλλον καθόσον πρόκειται περί χριστιανών ευσεβών κατά τα 9/10». Προσέθεσε δ' ότι εις εποχήν καθ' ην διάφορα κακοποιά στοιχεία, οίον χιλιασταί, κομμουνισταί, κλπ. προσβάλλουσι ποικιλοτρόπως την Εκκλησίαν δεν πρέπει η Ιεραρχία να πικράνη τους παλαιοημερολογίτας, οίτινες είναι ευσεβή τέκνα της Εκκλησίας, απλώς εμμένοντα εις το παλαιόν ημερολόγιον, αφωσιωμένα όμως πράγματι. εις την Εκκλησίαν, αντιθέτως προς τους ελευθεριάζοντας και αδιαφόρους προς αυτήν». Συνεχίσας δ' ανέφερεν «ότι τινές των παλαιοημερολογιτών παρουσιασθέντες προς αυτόν εδήλωσαν ότι η παράκλησις αυτών είναι ίνα μετά την γνώμην και τας δηλώσεις εν τη Βουλή του Προέδρου της Κυβερνήσεως αφεθώσιν ελεύθεροι και μη καταδιώκωνται. Τούτους συνεβούλευσεν, ως και πάντοτε πράττει, να πειθαρχώσιν εις την Εκκλησίαν και να μη παραπείθωνται και παρασύρωνται εις παρεκτροπάς υπό των αγυρτών κληρικών (και ) μοναχών». Τελευτών δ' επρότεινεν όπως «Επιτροπή εξ Αρχιερέων δεχθή την Επιτροπήν των παλαιοημερολογιτών ίνα μη θεωρηθή ότι περιφρονούνται και εξερεθίζονται ούτως επιζημίως» ΚώΙΣΙ, 1930-1933 σ. 238-239. Υπό το αυτό πνεύμα ωμίλησε και ο Χαλκίδος Γρηγόριος. Σημειωτέον ότι περί του τότε Κερκύρας και μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου εγράφη ότι σιωπηρώς προύτεινεν εν Κερκύρα εις τους υπ' αυτόν ιερείς ίνα εξυπηρετώσι λειτουργικώς τους αυτόθι παλαιοημερολογίτας. Βλ. Μ+Σι, Τό Παλ/κόν...σ. 6.
302. Κώ ΙΣΙ, 1930-1933 σ. 243.
303. Ταύτην ο «πρ. Φλωρίνης» Χρυσόστομος εχαρακτήριζεν εν έτει 1938 ως «ερμαφρόδιτον», «ανεφάρμοστον» και «επιζημίαν» λύσιν, πλήττουσαν εις τα καίρια την εθνικήν και θρησκευτικήν ενότητα των πιστών και μεταβάλλουσαν τον ιερέα εις ασυνείδητον όργανον εν τη εκτελέσει του θρησκευτικού αυτού λειτουργήματος. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Tο Ημερολόγιον εν σχέσει...σ. 18.
304. ΚώΙΣΙ, 1930-1933 σ. 242. Την αυτήν πρότασιν επανέλαβεν ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος ομού μετά των Μητροπολιτών Φιλίππων Χρυσοστόμου, Ελευθερουπόλεως Σωφρονίου, Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ, Χαλκίδος Γρηγορίου, Κηθύρων Δωροθέου, Σουφλίου Ιωακείμ, Θήρας Ανθίμου και Λευκάδος Δημητρίου και εν τη ΙΣΙ του έτους 1933 (συνεδρία της 14-10-1933) «υποστηρίξας ότι επρόκειτο περί λύσεως του παλαιοημερολογιτικού και επαναφοράς της διαταραχθείσης ομονοίας». Βλ. ΚώΙΣΙ, 1933-1934 σ. 101. Την πρότασιν ταύτην απέρριψε και αύθις η ΙΣΙ. (Βλ. «Εκκλησίαν» 1933 σ. 338 ). Ήδη όμως από του έτους 1929 είχε γίνει δεκτή η λύσις της παροχής αδείας εις παλαιοημερολογίτας ιερείς του ιεροπράττειν εν ιδιοκτήτοις ναοίς τη αδεία του οικείου Ιεράρχου. Βλ. εν: Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι τ. Α' σ. 517-518.
305. ΚώΙΣΙ, 1930-1933 σ. 226. Πρβλ. και «Εκκλησίαν» 1931 σ. 339, 1932, σ. 376, 384, 408, 416, 435 και 1933, σ. 19, 33, 42, 52, 58, 66, 82. Καθώς και αγόρευσιν Εισαγγελέως Α.Π.Κ. Γεωργιάδου εν: «Εκκλησία» 1934 σ. 230. Κατά την συνεδρίαν ΙΣΙ της, 17-10-1931 διηυκρινίσθη ότι η φράσις του Μητροπολίτου Μαρωνείας Ανθίμου «υπό μεγάλης Τοπικής πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών ή Οικουμενικής Συνόδου» δεν εννοεί δύο διαφόρους Συνόδους, αλλά μίαν και την αυτήν, την Οικουμενικήν. ΚώΙΣΙ, 1930-1933 σ. 246. Κατά την εισήγησιν του Μαρωνείας Ανθίμου, εξ άλλου, ταύτην, αι μεν ακολουθούσαι ήδη το διωρθωμένον Ιουλιανόν Ημερολόγιον Εκκλησίαι αδυνατούσαι να επανέλθωσιν εις το Ιουλιανόν, έδει να προέλθωσιν εις την διόρθωσιν ή συμπλήρωσιν του Πασχαλίου Κανόνος προς άρσιν των εκ της διορθώσεως του Ιουλιανού απλώς Ημερολογίου προκυψασών ανωμαλιών, αι δε εξακολουθούσαι να χρησιμοποιώσι το Ιουλιανόν έδει να προσχωρήσωσιν εις την διόρθωσιν αυτού τε και του Πασχαλίου. Βλ. «Εκκλησίαν» 1933 σ. 83.
306. ΚώΙΣΙ, 1930-1933 σ. 227.
307. Εν έτει 1932 ηγγέλθη η αναβολή συγκλήσεως αυτής. Βλ. «Εκκλησίαν» 1932 σ. 253.
308. ΚώΙΣΙ, 1930-1933 σ. 229. Ήδη το Οικουμ. Πατριαρχείον μετείχε διά του καθηγητού Δ. Αιγινήτου εις διεθνή Ημερολογιακά Συνέδρια προς ρύθμισιν της ημερολογιακής εκκρεμότητος. Βλ. «Εκκλησίαν» 1931 σ. 269, 1932 σ. 14-15.
309. Ταύτην απήρτιζον οι Σεβ. Μητροπολίται Κασσανδρείας Ειρηναίος, Μαρωνείας Άνθιμος, Παροναξίας Ιερόθεος, Σάμου Ειρηναίος και Σισανίου Διόδωρος. Βλ. Σ. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, ένθ' ανωτ. σ. 81, Α. Πανώτη, εν: ΘΗΕ τ. Α' σ. 818.
310. Η εν λόγω Επιτροπή εξεπροσώπει την Ελληνικήν Θρησκευτικήν Κοινότητα των ΓΟΧ Αθηνών ως και 245 παραρτήματα αυτής. Βλ. Σ. Καραμήτσου - Γαμβρούλια, ένθ' ανωτ. σ. 81, ηκολουθεϊτο δ' εκ 2.000 αντιπροσώπων των ανά την Ελλάδα παραρτημάcτων. Ένθ' ανωτ.
311. Η συνάντησις επραγματοποιήθη κατά τας απογευματινάς ώρας της 19-10-1931, εν δε τη συνεδρία της ΙΣΙ της επομένης ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος ανέφερε σχετικώς. Βλ, ΚώΙΣΙ; 1930-1933 σ. 267. Κατά τους παλαιοημερολαγίτας «η Επιτροπή των Αρχιερέων ξένη δυστυχώς προς την αγωνίαν ταύτην (των παλαιοημερολογιτών) προσεπάθησεν όπως πείση το Προεδρείον να εγκαταλείψη τον αγώνα και συστήση εις τους παλαιοημερολογίτας να ακολουθήσουν την εισαχθείσαν καινοτομίαν του νέου ημερολογίου». Βλ. Σ. Καραμήτσου - Γαμβρούλια, ένθ' ανωτ. σ. 81, 96-97.
312. Ε. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, ένθ. ανωτ. σ. 99 επ. Το εν λόγω Πρωτόκολλον απέκρουσαν τα αδιάλλακτα στοιχεία, αντικατασταθείσης τότε της Διοικήσεως της «Κοινότητος».
313. ΚώΙΣΙ, 1933-1934 σ. 9.
314. Γνωμάτευσις Εισαγγελέως ΑΠ. Κ.Γεωργιάδου υπ' αριθμ. 45/2-11-1932, εν: «Εκκλησία» 1932 σ. 392. Η γνωμάτευσις αύτη, ομού μετ' άλλων συναφών στοιχείων εξετυπώθη υπό της Ι. Συνόδου εις αυτοτελές φυλλάδιον, όπερ διά της υπ' αριθμ. 2758/29-11-1932 Συνοδικής Εγκυκλίου διεβιβάσθη προς τους Σεβ. Ιεράρχας προς ενημέρωσιν. Βλ. εν: Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι, τ. Α' σ. 637. Εν τη ΙΣΙ του 1958 η γνωμάτευσις αύτη εχαρακτηρίσθη ως «κεφαλαιώδους σημασίας από νομοκανονικής επόψεως» (ΚώΙΣΙ, 1958 τ. Α' σ. 97).
315. Ούτω και Κ.Δημητρακάκης, εν: Η νομική και κανονική θέσις των παλαιοημερολογιτών εν Ελλάδι, εν: «Δικαστική» 1932 σ. 161-162 ένθα και το επιχείρημα ότι η αξίωσις των παλαίοημερολογιτών όπως εορτάζωσι κατά το Ιουλιανόν Ημερολόγιον αντίκειται εις την δημοσίαν τάξιν, διότι η κίνησις αυτών «διαταράσσει τας σχέσεις της επισήμου Εκκλησίας και της Πολιτείας» (Ένθ' ανωτ. σ. 162). Πρβλ. και την υπ' αριθμ. 16273/15-9-1942 γνωμάτευσιν του Αντεισαγγελέως Πρωτοδ. Θεσσαλονίκης Α. Σταΐκου, καθ' ην «οι παλαιοημερολογίται, μη έχοντες ιδίαν θρησκείαν διάφορον της ορθοδόξου χριστιανικής, ουδέ θρησκείαν τοσούτον επικρατήσασαν εις ομάδα ατόμων ώστε να καταστή γνωστή, προστατεύονται υπό του άρθρου 1 του Συντάγματος διά τας πεποιθήσεις των και αντιλήψεις των, εάν τας εορτάς θα εορτάζωσι με το νέον ή παλαιόν ημερολόγιον, πάντως δεν προστατεύονται διά την λατρείαν συμφώνως προς τας δοξασίας των, καθόσον δεν είναι ετερόδοξοι ξένης γνωστής θρησκείας, ουδέ ετερόθρησκοι, αλλά ομόδοξοι σχισματικοί». («Θέμις» ΝΔ' σ. 129 ). Ούτω καί ΑΠ 222/1934. Πρβλ. και παρατηρήσεις Κ. Τσάτσου επί του σχεδίου Συντάγματος του 1952 εν: «Εκκλησία» 1948 σ. 235 επ. Βλ. και την 464/1936 Πρωτ. Κερκύρας.
316. Γνωμάτευσις Κ.Γεωργιάδου, εν: «Εκκλησία» 1932 σ. 393. Contra Κλ. Θεοφανόπουλος, Θέσις του εορτολογικού ζητήματος από απόψεως συνταγματακής, και νομικής, εν: Το Α’ Πανελλαδικόν...σ. 21. Βλ. ομοίως και γνωμάτευσιν Λ.Γιδοπούλου-Χ. Ανδρούτσου-Αλ. Βαμβέτσου, ένθ. άνωτ. σ. 27. Πρβλ. και Κ. Δημητρακάκην, εν: «Δικαστική» 1932 σ. 162.
317. Πρβλ. γνωμάτευσιν Κ. Γεωργιάδου, εν: «Εκκλησία» 1934 σ. 227, 232. 318.- Περί του δικαιώματος των παλαιοημερολογιτών όπως ιδρύωσιν ιδίους ναούς εκυμάνθησαν ή τε παρ' ημίν επιστήμη και η νομολογία. Ούτως η ΑΠ 698/1949 ηκύρωσε διά τυπικούς λόγους απόφασιν του Πλημ. Ροδόπης καταδικάσαντος την άνευ αδείας της οικείας εκκλησ. αρχής και του Υπουργ. Εθν. Παιδείας ανέγερσιν παλαιοημερολογιτικού ναού. Αι δε υπ' αριθμ. 996/70 και 997/70 αποφάσεις του Σ.τ.Ε. εδέχθησαν ότι είναι αντισυνταγματική και παράνομος η χορήγησις αδείας προς ανέγερσιν παλαιοημερολογιτικού ναού έστω και μη προοριζομένου διά δημοσίαν λατρείαν, ενώ αντιθέτως προκειμένου περί των ετεροδόξων και ετεροθρήσκων εγένετο δεκτόν διά της υπ' αριθμ. 2231/70 αποφάσεως του αυτού ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι δικαιούνται όπως ιδρύωσι ναόν ή ευκτήριον οίκον και εν περιοχαίς εισέτι εν αις υφίσταται και λειτουργεί έτερος ομόδοξος ή ομόθρησκος χώρος. Ο Α.Μαρίνος, Σύμβουλος Επικρατείας, εδέχθη ότι εν όψει των διαμεμορφωμένων συνθηκών, υφ' ας δρώσιν εν Ελλάδι αποκεχωρισμένοι της επισήμου Εκκλησίας oι παλαιοημερολογίται δεν είναι λογικόν να εξαρτάται η υπ' αυτών ίδρυσις ναού εκ της αδείας, ην δέον να παράσχη αυτοίς ο οικείος Ιεράρχης, της Κανονικής Εκκλησίας, όστις είναι εκ των προτέρων βέβαιον ότι θα αρνηθή την χορήγησιν τοιαύτης αδείας, και προύτεινεν όπως το υπάρχον επί του σημείου τούτου νομοθετικόν κενόν καλυφθή δι' αναλόγου εφαρμογής των περί ετεροδόξων και ετεροθρήσκων σχετικών διατάξεων. (Βλ. Αν. Μαρίνου, Η θρησκευτική ελευθερία σ. 304).
319. Ούτω Κ. Γεωργιάδης. Κατά της θέσεως ταύτης ετάχθησαν πολλοί και δη και οι Κλ. Θεοφανόπουλος, υποστηρίξας ότι «εμπόδια και φραγμοί τιθέμενοι παρά της Πολιτείας ή της Διοικούσης Εκκλησίας εις βάρος των ακολουθούντων το παλ. εορτολόγιον... είναι σαφώς αντισυνταγματικά» (Βλ. Κλ. Θεοφανοπούλου, Θέσις του εορτολογικού ζητήματος, εν: Το Α' Πανελλαδικόν... σ. 21) καθώς και εν κοινή αυτών γνωμοδοτήσει oι Λ. Γιδόπουλος, Χ. Ανδρούτσος και Αλ. Βαμβέτσος, υποστηρίξαντες και ούτοι ότι δύνανται οι παλαιοημερολογίται να συνέρχωνται ελευθέρως προς άσκησιν της λατρείας των υπό την προστασίαν του Κράτους. (ένθ. άνωτ. σ. 27).
320. «Εκκλησία» 1933 σ. 89 επ. Αι τοιαύται των παλαιοημερολογιτών ενώσεις εχαρακτηρίσθησαν ως αντισυνταγματικαί και αθέμιτοι. («Εκκλησία» 1933 σ. 98 επ. ένθα και αι απόψεις εγκρίτων νομομαθών και βουλευτών περί της εννοίας της συνταγματικής διατάξεως της ακωλύτου ασκήσεως της λατρείας) καθώς και αντικανονικαί και έκνομοι («Εκκλησία» 1933 σ. 113 ) μη δυνάμεναι να υφίστανται εν τω Κράτει ως ανεξάρτητοι από της ορθοδόξου Εκκλησίας κινήσεις, δεδομένου ότι «oι οπαδοί μη ανεγνωρισμένης θρησκείας δεν επιτρέπεται ούτε να συνέρχωνται εις κοινάς δεήσεις, ούτε προϊσταμένους να έχωσι, ούτε κοινότητα, ήτοι ηθικόν πρόσωπον να αποτελώσι» (Βλ. «Εκκλησίαν» 1933 σ. 111, 1934 σ. 231 επ.). Πρβλ. και την υπ' αριθμ. 236/1932 απόφασιν του Πρωτοδ. Λασηθίου απορρίψασαν αίτησιν συμπήξεως σωματείου παλαιοημερολογιτών, επί τη αιτιολογία, ότι ο σκοπός αυτού τυγχάνει αντικείμενος εις τα δόγματα της Εκκλησίας και το Σύνταγμα («Εκκλησία» 1933 σ. 387-388 ) ως και την υπ' αριθμ. 692/1934 απόφασιν Πρωτ. Βόλου απορρίψασαν, διά την αυτήν αιτίαν, παρομοίαν αίτησιν περί συστάσεως παλαιοημερολογιτικού σωματείου εν Βόλω («Εκκλησία» 1934 σ. 305-306). Κατά μεταγενεστέραν αιτιολογίαν η ίδρυσις παλαιοημερολογιτικών οργανώσεων ετύγχανεν απηγορευμένη ως εμβάλλουσα «εις τον κίνδυυον της κατατμήσεως την Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν της Ελλάδος» (Βλ αγόρευσιν Κ. Γεωργιάδου εν: «Εκκλησία» 1934 σ. 232). Αντιθέτως ο Υπουργός Εθν. Παιδείας Δ. Χατζίσκος εν έτει 1935 υπεστήριζεν ότι είναι συνταγματικώς κατωχυρωμένον το δικαίωμα των παλαιοημερολογιτών προς ελευθέραν άσκησιν των θρησκευτικών αυτών καθηκόντων, διατήρησιν ιδίων ευκτηρίων οίκων και σύστασιν Συλλόγων (ΚώΔΙΣ, 1935-1936 σ. 397-398). Ούτω και Χοϊδάς εν γνωματεύσει της 30-9-1935 και Λ. Γιδόπουλος Χ. Ανδρούτσος Αλ. Βαμβέτσος εν:«Δικαστική» 1932 σ. 32. Και ο Κλ. Θεοφανόπουλος υπεστήριζεν ότι «οι ακολουθούντες το παλ. ημερολόγιον δύνανται να ενούνται εις θρησκευτικούς Συλλόγους ανεγνωρισμένους υπό του Συντάγματος χωρίς τα Δικαστήρια να δύνανται ούτε να αρνηθώσι την έγκρισιν Καταστατικών τοιούτων ενώσεων, ούτε να διαλύωσιν αυτάς» (Βλ. εν: Το Α' Πανελλαδικόν... σ. 23).
|
|
|