image with the sign of Myriobiblos



Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Μουσείο | Έρευνα | Μαθήματα

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Εκκλησιαστική Ιστορία
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ
ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"


ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ,
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών


Περιεχόμενα


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ

ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ

Ι. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΩΤΗ 1924-1934: Δεκαετία ιδεολογικής διαμάχης και αντιεκκλησιαστικής δραστηριότητος

Φάσις Πρώτη :

4. Αριθμητική και ουσιαστική αξιολόγησις του παλαιοημερολογιτικού κινήματος και αι διαστάσεις αυτού μέχρι τέλους του έτους 1926.


Κατά την συνεδρίαν της ΙΣΙ της 13-5-1924 εγένετο λόγος περί του εγερθέντος «σάλου» παρά τω λαώ ένεκα της «διορθώσεως» του ημερολογίου, πλην εν τούτοις ουδέν, πέρα μιας παραινετικής Εγκυγκλίου εγένετο, γεγονός όπερ σημαίνει ότι η μέχρι της ώρας εκείνης εκδηλωθείσα αντίδρασις ήτο αμελητέα και αναξία λόγου. Εν τούτοις πριν ή λήξη το 1924 έτος ο Μακαριώτατος Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος ηναγκάζετο, εκ των πραγμάτων, να ομολογή ενώπιον της κατ' Οκτώβριον συγκληθείσης ΙΣΙ, ότι το ζήτημα το παλαιοημερολογιτικόν ήτο «λίαν σοβαρόν»(240). Περί τας αρχάς όμως του 1925 το δελτίον «Εκκλησία» ισχυρίζετο ότι «είναι ... και του ελαχίστου λόγου ανάξια τα ασήμαντα (κατά της διορθώσεως ) κρούσματα αντιδράσεως»(241). Η διαπίστωσις αύτη αποδοτέα μάλλον εις λόγους σκοπιμότητος ή εις πραγματικήν αξιολόγησιν της καταστάσεως, τοσούτω μάλλον όσω η ενεργός ανάμειξις των αγιορειτών μοναχών εις το όλον κίνημα οπωσδήποτε ανησύχει την Εκκλησίαν. Κατά ταύτα δι' όλου του 1925 έτους η Εκκλησία εξηκολούθησε να θεωρή ασήμαντον μειονότητα τους παλαιοημερολογίτας, εν συγκρίσει βεβαίως προς την συντριπτικήν πλειοψηφίαν του ορθοδόξου λαού της Ελλάδος, όστις ησπάσατο την ημερολογιακήν μεταβολήν και συνεμορφώθη προς ταύτην. Προς τούτοις αλλεπάλληλοι δημοσιεύσεις εν τω δελτίω «Εκκλησία» επληροφόρουν, ότι αι κατά το νέον ημερολόγιον τελούμεναι εν τοις Ι. Ναοίς εορταί επί εορτασμώ μνημών αγίων, συνεκέντρουν πλήθη πιστών, γεγονός όπερ έσήμαινε: την εν τοίι ευρέοις στρώ-μασι του λαού ανώδυνον επικράτησιν της «διορθώσεως» του ημερολογίου(242), ενώ οι αντιδρώντες εχαρακτηρίζοντο ως ελαχίστη και όλως ασήμαντος μερίς ευσεβών, παρασυρθέντων υπό των ανοσίων εκμεταλλευτών της απλότητος και ευπιστίας των (243).

Ήδη διεφαίνοντο σαφώς οι όπισθεν των «ευσεβών» υποκρυπτόμενοι εκμεταλλευταί, εναντίον των οποίων εστρέφοντο τα πυρά της Εκκλησίας και οι βαρύτατοι αυτής χαρακτηρισμοί. Κατά τόν Γ. Ευστρατιάδην άλλωστε ο αγιο-ρείτης ρουμάνος μοναχός Αρσένιος Κοττέα υπήρξεν η ψυχή της Ελληνικής Θρησκευτικής Κοινότητας των ΓΟΧ(244). Εν έτει 1927 το Δελτίον «Εκκλησία» εβεβαίου ότι συμπας ο ιερος κλήρος άνευ ουδεμιάς εξαιρέσεως και ο ευσεβής λαός πειθαρχούσιν εις την Εκκλησίαν, ενώ οι ακολουθούντες το παλ. ημερο-λόγιον είναι μία ευάριθμος ομάς χριστιανών, οίτινες ουδέ καν ως μειονότης δύνανται να χαρακτηρισθώσι(245). Η διαπίστωσις της Εκκλησίας, καθ' ην «σύμ-πας ο ιερός κλήρος άνευ ουδεμιάς εξαιρέσεως» επειθάρχει εις την φωνήν αυ-τής, ενέχει βαρύτητα τεραστίαν, διότι αποδεικνύει ότι το παλαιοημερολογιτι-κόν κίνημα, τουλάχιστον μέχρι των αρχών του 1927, δεν είχεν εύρει απήχησιν εις τον ιερόν κλήρον της Εκκλησίας, πλην ελαχίστων μοναχών και ιερομονά-χων τού Αγ. Όρους.

Η όλη κατάστασις ήρξατο μετ' ού πολύ να μεταβάλληται, ιδία αφ' ης πολιτική τις χροιά εδόθη εις το καθαρώς ενδοεκκλησιαστικόν τούτο ζήτημα. Επισημαίινων εν έτει 1927 τους υπαιτίους της αντιδράσεω ο Μητροπολίτης Καλαβρύτων Τιμόθεος έγραφεν ότι «οι εκμεταλλευταί είναι δύο είδών : είναι πρώτον οί εν rω Ιερώ Κλήρω και τω λαώ θρησκευτικώς απαίδευτοι και αφώ-τιστοι ή φωτισμένοι γραμματικώς και μη πνεύμα Χριστού εν εαυτοίς έχοντες και διά τούτο την φαρισαϊκότητα του θεαθήναι και του εν κρυπτώ χρηματί-ζεσθαι νοσούντες. Είναι δεύτερον οι εκ του κόσμου των πολιτευτών και φιλάρ-χων εκείνοι, οι οποίοι κατά σύστημα ίδιον, τότε μόνον ενθυμούνται ότι υπάρχει θρησκεία και θρησκευτικά ζητήματα, οσάκις ίδιόν τι όφελος να πορισθώσι δύνανται εκ της εις τοιαύτα αναμίξεώς των»(246). Κατά συνέπειαν οι επιτήδειοι ρασοφόροι και οι την «μικροπολιτικήν» ασκούντες(247) υπήρξαν οι κύριοι συντελεσταί της, κατά την περίοδον ταύτην, εμφανισθείσης αντιδράσεως, καίτοι και έτεραί τινες, εν προκειμένω, απόψεις διετυπούντο μετά βεβαιότητος, παρά την ρευστότητα αυτών(248). Γεγονός εν τούτοις είναι ότι ενώ ο Κύριος απέθανεν επί του Σταυρού «ίνα τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγάγη εις εν» (Ιω. ια', 52), η προκατάληψις και η άγνοια των ανθρώπων διέσπων την ενότητα του πνεύματος, και δια των έργων της σαρκός (Γαλ. ε’, 19-20) ωδήγουν εις απώλειαν ψυχάς αστηρίκτους. Την δε Εκκλησίαν εζημίουν καιρίως, έφ' όσον «ουδέν χείρον φιλονεικίας και μάχης και του την Εκκλησίαν διασπάν, και τον χιτώνα, ον ουκ ετόλμησαν οι λησταί διαρρήξαι, τούτον εις πολλά κατατεμείν μέρη»(249) Κατά ταύτα εν τη πρώτη ταύτη φάσει αυτού το παλαιοημερολογιτικόν κίνημα εφέρετο έχον την έδραν αυτού εν Αθήναις με τινας προεκτάσεις εις ωρισμένας πόλεις και κωμοπόλεις της χώρας, ένθα μετέβαινον, προς προσηλυτιστικούς σκοπούς, οι αγιορείται μοναχοί. Τους πρώτους οπαδούς του κινήματος απετέλεσαν είτε θρησκευόμενοι απλοϊκοί τινες και εύπιστοι άνθρωποι(250), είτε εκμεταλλευταί και δόλιοι εξ ιδιοτελείας κινούμενοι.

Βραδύτερον εις τας τάξεις των μετ' ευνοίας εις τους παλαιοημερολογίτας αποβλεπόντων προσετέθησαν και σοβαρά οπωσδήπoτε ονόματα, ως του Π. Καρολίδου, του Κ. Ψάχου, του Χ. Ανδρούτσου κ.ά. χωρίς να είναι βέβαιον εάν και ούτοι ήσαν παλαιοημερολογίται.





Σημειώσεις

240. ΚώΙΣΙ 1923-1928 σ. 302.

241. «Εκκλησία» 1925 σ. 18. Κατά την αυτήν περίοδον το Δελτίον «Εκκλησία» διεμαρτύρετο διά την υπό του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας ηθικήν υποστήριξιν των εν Ελλάδι παλαιοημερολογιτών Πρβλ. «Εκκλησίαν» 1925 σ. 20-21.

242. «Εκκλησία», 1925 σ. 100, 107, 210, 269.

243. «Εκκλησία», 1926 σ. 66. Εξόχως υπερβολικός παρίσταται ο ισχυρισμός του εν έτει 1927 Υπουργοϋ Θρησκευμάτων Α. Αργυρού «ότι τα 99% του Ελληνικού λα-ού ασπάζονται το Π. Ημερολόγιον»! («Ανάπλασις» 1927 σ. 118 ).

244. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 217.

245. «Εκκλησlα» 1927 σ. 21.

246. «Εκκλησία» 1927 σ. 107-108. 1928 σ. 185.

247. «Εκκλησία» 1950 σ. 394, Πρβλ. Πολυκάρπου (Συνοδινού) Μητροπολίτου Μεσσηνίας, Απομνημονεύματα 1960 σ.127.

248. Κατά τον Καλαβρύτων Τιμόθεον η αντίδρασις των παλαιοημερολογιτών ήτο έργον της παπικής εν Αθήναις και εν αγ. Όρει προπαγάνδας («Εκκλησία» 1927 σ. 108 ). Εν Υπομνήματι των Επιτρόπων της Μεγ. Λαύρας περιέχεται η πληροφορία ότι εν έτει 1933 υπήρχον έν τινι Μονή του αγ. Όρους 24 ουνίται και έξω αυτής έτεροι 8 (Πρβλ. «Εκκλησίαν» 1934 σ. 44).

249. Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ιουδαίων Γ' 1.

250. ΚώΙΣΙ, 1923-1928 σ. 302.


Περιεχόμενα