|
"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, † Αρχιεπισκόπου Αθηνών |
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ
ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ
Ι. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΩΤΗ 1924-1934: Δεκαετία ιδεολογικής διαμάχης και αντιεκκλησιαστικής δραστηριότητος
Φάσις Πρώτη :
1. Τα υπό των παλαιοημερολογιτών προβληθέντα βασικά κατά της «διορθώσεως» επιχειρήματα.
δ) Η Εκκλησία της Ελλάδος κατέστη σχισματική
Κατά την εν έτει 1923 υποβληθείσαν τη ΔΙΣ εισήγησιν επί του ημερολογιακού της ειδικής Επιτροπής, εις ην μετείχε και ο τότε Αρχιμανδρίτης μετέπειτα δε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος,
«ή Εκκλησία της Ελλάδος, ως και αι λοιπαί ορθόδοξοι Αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι,
αν και ανεξάρτητοι εσωτερικώς, είναι όμως συνδεδεμένοι προς αλλήλας και
ηνωμέναι διά της αρχής της πνευματικής ενότητος της Εκκλησίας, αποτελούσαι
μίαν και μόνην την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και συνεπώς ουδεμία τούτων δύναται
να χωρισθή των λοιπών και αποδεχθή νέον Ημερολόγιον χωρίς να καταστή
σχισματική απέναντι των άλλων»(116). Επί της εισηγήσεως τούτης επερειδόμενοι έκτοτε οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται ισχυρίζονται ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, χωρισθείσα, εν τη εισαγωγή του διωρθωμένου ημερολογίου, των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών κατέστη, εκ του λόγου τούτου, σχισματική, αποκοπείσα εκ του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας(117).
Την άποψιν τούτην ούτοι μετέφεραν εν τη πράξει, διακόψαντες ήδη από του 1924 σιωπηρώς τας σχέσεις αυτών προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Ελλάδος ως δήθεν σχισματικήν, βραδύτερον δ' επεκαλέσθησαν και δια συγγραφών των ηγουμένων αυτών, ως και διά της εν έτει 1935 «Διακηρύξεως» των τριών αποσκιρτησάντων Μητροπολιτών, ότι «διακόπτουσι πάσαν σχέσιν και εκκλησιαστικήν επικοινωνίαν μετά της Εκκλησίας», ην εκήρυττον σχισματικήνι(118). Μεταγενεστέρως και δη και εν έτει 1948 ο «Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης» Χρυσόστομος επεκαλέσθη την δήλωσιν ταύτην προς υποστήριξιν της απόψεως αυτού ότι οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται απεσχίσθησαν επισήμως της Εκκλησίας της Ελλάδος(119), ενώ ο ίδιος είχεν απευθύνει εν έτει 1936 Έκθεσιν προς την Ι. Σύνοδον της, κατ' αυτόν, σχισματικής Εκκλησίας της Ελλάδος, αναγνωρίζων εν τοις πράγμασι ταύτην ως νόμιμον εκκλησιαστικήν Αρχήν(120). Το όλον ζήτημα προσέλαβε σοβαρωτέραν πως όψιν κατόπιν της εν έτει 1950 γενομένης ρητής και απεριφράστου κηρύξεως της Εκκλησίας της Ελλάδος ως σχισματικής υπό της «Ιεράς Συνόδου» των ΓΟΧ της τελούσης υπό την προεδρίαν του αυτού «Ιεράρχου», διά της υπ' αριθμ. 13/26-9-1950 Εγκυκλίου αυτής(121), δι' ης απετολμάτο ο χαρακτηρισμός της Εκκλησίας ημών ως σχισματικής, των δε εν αυτή τελουμένων Μυστηρίων ως ακύρων και στερουμένων αγιαστικής χάριτος, επεβάλλετο δ' εις τους εκ του νέου ημερολογίου εις το παλαιόν μεταπηδώντας η υποβολή «ομολογίας», ήτοι λιβέλλου καταδικάζοντος την ημερολογιακήν καινοτομίαν της Εκκλησίας(122). Σημειωτέον, ότι η ενέργεια αύτη ήρχετο εν συνεχεία της εν έτει 1949 διακηρύξεως του «Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης» Χρυσοστόμου, καθ' ην πάσαι αι ακολουθούσαι το νέον ημερολόγιον Εκκλησίαι ετέλουν εν υποδικία, ενώπιον των σλαυικών κυρίως Εκκλησιών(123) και της άνευ ανταποκρίσεως παραμεινάσης προτάσεως αυτού προς την Εκκλησίαν ημών ίνα αναγνωρισθή προσωρινώς η υπ' αυτόν παράταξις, αρθώσιν αι καθαιρέσεις των «Αρχιερέων» και εν εκεχειρία και αμοιβαία, ανοχή βιώσωσιν εν είρήνη παραλλήλως ή τε επίσημος Εκκλησία και η παλ/κή παράταξις(124). Ως είναι φυσικόν η απόφασις αύτη του « πρ. Φλωρίνης» περί κηρύξεως ως σχισματικής της Εκκλησίας της Ελλάδος, ην αύτη μεν εχαρακτήρισεν ως «το πλέον επαίσχυντον σημείον της όλης αυτού σταδιοδρομίας»(125) το δε Πατριαρχείον Αλεξανδρείας ως « την σπουδαιοτέραν πρόκλησιν» κατά της Εκκλησίας(126), απετέλεσε την αφετηρίαν σειράς όλης ενεργειών εις ας προήλθον οι παλαιοημερολογίται, δι' ων επεδιώχθη η αυτονόμησις αυτών από της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Κρίνοντες νυν την θέσιν ταύτην των παλαιοημερολογιτών επιβάλλεται όπως κατ' αρχήν παρατηρήσωμεν ότι η εφ' ής ούτοι ερείδονται εισήγησις της Επιτροπής του 1923, δεν αποτελεί σταθερόν υπόβαθρον δια την λήψιν μιας τόσον σοβαράς αποφάσεως, τοσούτω μάλλον όσω η Εκκλησία της Ελλάδος δεν απεχωρίσθη της ανά την Οικουμένην Ορθοδοξίας εισαγαγούσα το διωρθωμένον ημερολόγιον εφ' όσον τούτο έπραξε μετά κοινήν συνεννόησιν. Καίτοι η «διόρθωσις» του ημερολογίου δεν απήτει πανορθόδοξον συμφωνίαν, εν τούτοις παν ό,τι εγένετο υπήρξε το αποτέλεσμα μακράς διαδικασίας, ήτινι συνήργησαν πάσαι αι επί μέρους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι(127). Το γεγονός εξ άλλου ότι ουδεμία Ορθόδοξος Εκκλησία συνεμερίσθη ποτέ ή συμμερίζεται την άποψιν περί σχισματικότητος της Εκκλησίας ημών, αλλ' άπασαι διατηρούσι στενούς δεσμούς εν Χριστώ κοινωνίας μετ' αυτής, είναι δηλωτικόν της σαθρότητας του επιχειρήματος τούτου(128), εφ' ου εν τούτοις εξακολουθούσι να στηρίζωσι μετά πάθους και πείσματος οι ελλαδικοί παλαιοημερολογίται την έναντι της Εκκλησίας της Ελλάδος στάσιν αυτών, καίτοι ουχί άνευ παλινωδιών και αυτοαναιρέσεων(129). Πρακτικώς μάλιστα η τυχόν αποδοχή της απόψεως ταύτης
των παλαιοημερολογιτών άγει εις αδιέξοδον, διότι εάν είναι σχισματική η Εκκλησία της Ελλάδος, σχισματικαί τυγχάνουσι και πάσαι αι αυτή κοινωνούσαι Ορθόδοξοι ανά τον κόσμον Εκκλησίαι, και μόνη κανονική Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η των εν Ελλάδι παλαιοημερολογιτών, των ουδέποτε εις κανονικάς ελθόντων σχέσεις προς την Εκκλησίαν της Ελλάδος. Ανεξαρτήτως όμως τούτου γεννάται ζήτημα ως προς την, εξ απόψεως κανονικής, δυνατότητα των παλαιοημερολογιτών όπως κηρύξωσι την Εκκλησίαν της Ελλάδος σχισματικήν.
Ούτοι, όντες κανονικώς υπόδικοι, ένεκα σωρείας όλης αντικανονικών ενεργειών, αυτοανακηρύξαντες την παρασυναγωγήν των εις «Εκκλησίαν», εσφετερίσθησαν όλως αυθαιρέτως, τα δικαιώματα, άτινα οι ι. Κανόνες εις μόνην την κανονικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν επιφυλάσσουσι και από πτώσεως εις πτώσιν κυλιόμενοι, έφθασαν εις την διακήρυξιν της σχισματικής ιδιότητος της Εκκλησίας της Ελλάδος, αναγκαζόμενοι έκτοτε να προσθέτωσι, προς δικαιολόγησιν της αδικαιολογήτου ταύτης ενεργείας των, και νέους σωρείτας αντικανονικοτήτων(130).
Ερευνητέα, εν τούτοις, η κανονικώς αποδεκτή διαδικασία της εν τω σχίσματι κατατάξεως και παραμονής τινος. Ερωτάται δηλονότι εάν το σχίσμα
επέρχεται αυτομάτως, ούτως ειπείν, ευθύς ως συντελεσθή κανονική τις παράβασις, ή επιβάλλεται να κηρυξη τούτο διά πράξεως αυτής η Εκκλησία(131). Κατά τον ΣΤ' ιερόν Κανόνα της Β' Οικουμεν. Συνόδου αιρετικοί και σχισματικοί θεωρούνται μόνον οι υπό της Εκκλησίας ως τοιούτοι αποκηρυττόμενοι. «Αιρετικούς δε λέγομεν, τους τε πάλαι της Εκκλησίας αποκηρυχθέντας και τους μετά ταύτα υφ' ημών αναθεματισθέντας προς δε τούτοις και τους την πίστιν μεν την υγιή προσποιουμένους ομολογείν, αποσχίσαντας δε και αντισυναγόντας τοις κανονικοίς ημών Επισκόποις. Έπειτα δε και ει τινες των από της Εκκλησίας επί αιτίαις τισί προκατεγνωσμένοι είεν και αποβεβλημένοι ή ακοινώνητοι... »(132). Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης εν τη ερμηνεία του Γ' Αποστολικού Κανόνος παρατηρεί, ότι δεν θεωρείται αναθεματισμένος ο υποπεσών εις παράπτωμα πριν ή εκδοθή η σχετική απόφασις(133). Κατά τον ιερόν Χρυσόστομον του δικαιώματος του κηρύττειν τινα αναθεματισμένον «το κοινόν των Αποστόλων μόνον ηξίωται, και οι κατά πάσαν ακρίβειαν τούτων ως αληθείς γεγονότες διάδοχοι, πλήρεις χάριτος και δυνάμεως. Και μην εκείνοι την εντολήν ακριβώς φυλάξαντες, ως τον οφθαλμόν τον δεξιόν εξορύττοντες, ούτω τους αιρετικούς έξω της εκκλησίας απέβαλον ..: Όθεν και εν τούτω ως και πάσαν ακρίβειαν έχοντες, τας μεν αιρέσεις διήλεγχον και απέβαλλον ...», Η Εκκλησία, κατά ταύτα, έχει το δικαίωμα να κηρύττη τινά σχισματικόν, αποφαινομένη περί τούτου εν Συνόδω. Τούτ' αυτό ισχύει και περί συγκεκριμένης
τοπικής Εκκλησίας αποσχιζομένης, δι' ωρισμένους λόγους, εκ του κορμού των αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται όμως, χωρίς να αποτελώσι ιδίαν Εκκλησίαν, τούτο μεν κατέκριναν ως σχισματικήν την Εκκλησίαν της Ελλάδος, αυτοπροαιρέτως και άνευ άλλου τινός διακηρύξαντες τούτο, τούτο δε απέσχισαν εαυτούς της Εκκλησίας τούτης, παύσαντες να πειθαρχώσιν εις τα κελεύσματα αυτής, και, αυτονομηθέντες, παρά πάντα ί. Κανόνα, αυτοανεκηρύχθησαν εις « Εκκλησίαν» και δη και την μόνην επί γης γνησίαν και ακραιφνώς ορθόδοξον, εις ουδέν λογιζόμενοι την έλλειψιν πάσης αρμοδιότητος και δικαιοδοσίας αυτών επ' αυτής.
Σημειώσεις
116. Βλ. ανωτ. σ. 49 υποσ. 36. Χρυσοστόμου (Α'), Αρχιεπισκόπου Αθηνών... , Το ζήτημα περί της εορτής του Πάσχα... σ. 15,16.
117. Βλ. «Η. Φ. Ο.» 1950 φ. 94 σ. 2, 1959 φ. 324, σ. 1. «Επίσκεψιν» 1972, αρ. 66 σ. 10. Πρβλ. Θεοδωρήτου μοναχού, Το ημερολογιακόν σχίσμα δυνάμει ή ενεργεία; σ. 2. Αγιορ. Πατέρων, Αποστασίας έλεγχος σ: 102-105.
118. Σ. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, ένθ' ανωτ. σ. 119. Βλ. εφημερίδα «Ο Τύπος» 28-5-1935.
119. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Κρίσεις... σ. 4-6.
120. Χρυσοστόμου,: Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Υπομνήματα...σ. 3 επ.
121. Βλ. ταύτην εν: «Η. Φ. Ο.» 1950 φ. 86 σ. 7.
122. «Εκκλησία», 1950 σ. 385. Επ' εσχάτων οι ΓΟΧ διευκρινίζοντες την τοιαύτην του ηγέτου αυτών απόφασιν υπεστήριξαν ότι το σχίσμα υπάρχει δυνάμει και όχι ενεργεία και ότι η παράταξίς των δεν απορρίπτει το «ενυπόστατον» των ημετέρων μυστηρίων. διό και δέχεται τους επιστρέφοντας εις αυτήν άνευ επαναλήψεως αυτών. Βλ. ΓΟΧ Ελλάδος, Προς τον Σεβ. Μητροπολίτην Φλωρίνης κ. Αυγουστίνον Καντιώτην σ. 24.
123. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Υπόμνημα προς την διοικούσαν... σ. 13.
124. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Υπόμνημα...σ. 8-11.
125. «Εκκλησία», 1950 σ. 50.
126. «Πάνταινος» 1951 σ. 70.
127. Κατά την «Εκκλησίαν» «καλόν βεβαίως θα ήτο η διόρθωσις του Ιουλιανού Ημερολογίου να εγίνετο υπό της όλης ορθοδόξου Εκκλησίας ταυτοχρόνως» («Εκκλησία» 1926 σ. 337 ).
128. Κατά τον Μοναχόν Θεοδώρητον η υπό των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών αναγνώρισις της Εκκλησίας της Ελλάδος και η μετ' αυτής κοινωνία οφείλονται εις λόγους οικονομίας, ασκουμένης υπ' αυτών «διά να προστατεύσουν το σύνολον σώμα της Ορθοδοξίας εκ της πληγής...» (Θεοδωρήτου μοναχού, Απόκρισις εις μίαν απάντησιν. Αθήναι 1969 σ. 11). Αλλ' εάν τούτο ήτο αληθές δεν θα εδει να μη αγνοώνται κανονικώς υπό των ορθοδόξων Εκκλησιών οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται, οι εντός των πλαισίων της ακριβείας κινούμενοι; Και ποία ποτέ Πανορθόδοξος Σύνοδος έλαβεν απόφασιν ασκήσεως τοιαύτης οικονομίας έναντι της Εκκλησίας της Ελλάδος και των άλλων νεοημερολογιτικών Εκκλησιών;
129. Αι διάφοροι παλαιοημερολογιτικαί ομάδες τηρούσι διάφορον έναντι του ζητήματος στάσιν εκ δε των αγιορειτών, μόνον οι λεγόμενοι Ζηλωταί υιοθετούσι την ακραίαν, αντικανονικήν και αυθαίρετον θεωρίαν ταύτην. Γράφων σχετικώς εν έτει 1957 περί των αγιορειτών ο μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης επάγεται: «Βεβαίως δεν απεσχίσθησαν της Εκκλησίας των, δεν διέκοψαν την προς αυτήν αναφοράν και κοινωνίαν. Αλλ' η άρνησις υποταγής των, εν συναφεία προς την διατήρησιν κανονικών σχέσεων αποδεικνύει ότι οι αγιορείται δεν είναι μόνον πιστοί φύλακες των παραδόσεων αλλά και πολιτικοί με βαθείαν πείραν και ησκημένα κριτήρια» («Η.Φ.Ο.» 1957 φ. 259 σ. 2). Η ώδε περιγραφομένη κατάστασις έχει εν τινι μέτρω μεταβληθή σήμερον ως προς τινας αγιορείτας μοναχούς, προσοικειωθέντας την άποψιν περί της σχισματικής ιδιότητος της Εκκλησίας της Ελλάδος και αναλόγως έναντι αυτής συμπεριφερομένους, περί ων διαλαμβάνομεν κατωτέρω, εν οικείω τόπω. Kαι αυτός ο Αλεξανδρείας Φώτιος, σφόδρα αντιτιθέμενος εις την «διόρθωσιν» δεν διέκοψε τας σχέσεις του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως έπραξαν βραδύτερού οι παλαιοημερολογίται, επικαλούμενοι, προς τοις άλλοις, και την τοιαύτην ανένδοτον του αοιδίμου Φωτίου στάσιν. Εντεύθεν, κατά τον Νουβίας Νικόλαον «αδικούσι το Πατριαρχεϊον Αλεξανδρείας, την αλήθειαν και την υπόθεσιν αυτών, οι ζηλωταί του Παλαιού Ημερολογίου προβάλλοντες την στάσιν αυτού εν τούτω ως τίτλον Ορθοδοξίας ίνα διαιρώσι τους πιστούς και σκανδαλίζωσι τας συνειδήσεις και διεγείρωσι στάσεις εν τη Εκκλησία», («Ι. Σύνδεσμος», έτος Ε', περίοδος Δ' 31-1-27 αρ. 2).
130. Κατά την ορθήν αντίληψιν του πράγματος, ην και αυτός ο «πρ. Φλωρίνης» προ του 1950 ου μόνον ενεστερνίζετο αλλά και διεκήρυσσε, μη διστάσας και εις σύγκρουσιν προς τους Ματθαίον Καρπαθάκην και Γερμανόν Βαρυκόπουλον να έλθη εν υποστηρίξει ταύτης, δεν δικαιούται «να κηρύττη σχισματικούς τους Αρχιερείς μία μερίς κληρικών και λαϊκών, διαφωνούντων προς αυτούς εις εν ζήτημα εκκλησιαστικόν, ιάσιμον κατά τον Μέγαν και ουρανοφάντορα Βασίλειον, δεδομένου ότι το δικαίωμα τούτο εχορήγησαν αι άγιαι επτά Οικουμενικαί Σύνοδοι, τα αλάθητα ταύτα πυξία της θείας αληθείας και η ακριβής στάθμη της ορθοδοξίας εις την όλην Εκκλησίαν, συνερχομένην εν Αγίω Πνεύματι εις Οικουμενικήν ή Μεγάλην Τοπικήν Σύνοδον, ήτις μετά την εξάντλησιν πάντων των ειρηνικών μέσων του διαφωτισμού και της υποδείξεως του ψυχικού ολέθρου και του φοβερού κρημνού, εις ον ωθούσιν αι πεπλανημέναι θρησκευτικαί ιδέαι, προβαίνει μετά λύπης εις την απόσχισιν αυτών εκ του θεοπαγούς και αιωνοβίου κορμού της ορθοδοξίας, καθαιρούσα αυτούς του Αρχιερατικού δικαιώματος του τελείν εγκύρως τα Μυστήρια και πάσαν εκκλησιαστικήν πράξιν» Πρβλ. και Θεοδωρήτου μοναχού, Το Ημερολογιακόν ζήτημα σ. 5 Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Εγκύκλιος από 1-6-1944. Γνησίων Ορθοδ. Χριστιανών Ελλάδος, Προς τον Σεβ.Μητροπ. Φλωρίνης κ. Αυγονστίνον Καντιώτην (και πάντα ομοφρονούντα προς αυτόν) οφειλομένη απάντησις -Πειραιεύς 1975 σ. 10.
131. Πρβλ. Τι γράφουν οι Πατέρες της Μεγίστης Λαύρας περί των Παλ/τών «Ζηλωτών» Αθήναι 1934 σ. 8. Αρχιμ. Επιφαν. Θεοδωροπούλου, Απάντησις εις τον κ. Αλ. Καλόμοιρον εν: «Η.Φ.Ο.» 1970 φ. 594-595 σ. 5-6.
132. Ρ-Π, Σύνταγμα... τ. Β' 181.
133. Πηδάλιον, Έκδοσις «Αστέρος» σ. 4-5.
134. Πρβλ. και «Πάνταινον» 1927 σ. 33.
|
|
|