|
"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, † Αρχιεπισκόπου Αθηνών |
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ
ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ
Ι. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΩΤΗ 1924-1934: Δεκαετία ιδεολογικής διαμάχης και αντιεκκλησιαστικής δραστηριότητος
Φάσις Πρώτη :
1. Τα υπό των παλαιοημερολογιτών προβληθέντα βασικά κατά της «διορθώσεως» επιχειρήματα.
γ) Το αμετακίνητον του Ημερολογίου
Η ενώπιον της ΙΣΙ, της κατά Δεκέμβριον του 1923 συνελθούσης, γενομένη πρότασις του Μακ. Χρυσοστόμου περί υιοθετήσεως της προσωρινής και μέσης λύσεως της «διορθώσεως» του Ιουλιανού Ημερολογίου, αποχωρίζουσα το εορτολόγιον του Πασχαλίου, εκινείτο. επί του εδάφους της μακραίωνος εκκλησιαστικής παραδόσεως, ήτις ουδαμού ουδέποτε εθέσπισεν ή καθιέρωσε συγκεκριμένον τι ημερολόγιον προς αποκλειστικήν αυτού και μόνιμον χρήσιν εν τη Εκκλησία, καθορίσασα απλώς τον χρόνον εορτασμού της μεγάλης του Πάσχα εορτής αφ' ενός μεν εν ημέρα Κυριακή, μετά την πανσέληνον της εαρινής ισημερίας, αφ ετέρου δε μετά το εβραϊκόν Πάσχα. Συνεπώς το Ιουλιανόν Ημερολόγιον δεν δύναται να θεωρηθή ως τμήμα της ορθοδόξου Παραδόσεως, ως οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται ισχυρίσθησαν, υποστηρίζοντες ότι τούτο «είναι παράδοσις και θεσμός πανορθοδόξου κύρους»(93). Αλλά την ορθόδοξον παράδοσιν συνιστά επί του προκειμένου «το απ' αιώνων μεν ήδη καθωρισμένον Πασχάλιον, καθ' ο την λαμπροφόρον του Κυρίου Ανάστασιν εορτάζειν δεδιδάγμεθα τη πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνον της εαρινής ισημερίας ή συμπιπτούση ή μεθεπομένη ως ουκ εξόν περί τούτο καινοτομήσαι » ως ο πολύς Πατριάρχης Κων/λεως Ιωακείμ ο Γ' διελάμβανεν εν τη ανταπαντήσει αυτού προς τους Προκαθημένους των αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Εν τούτοις πλειστάκις και κατά κόρον επαναλαμβάνεται η γνωστή πλέον άποψις των παλαιοημερολογιτικών κύκλων, ότι το ημερολόγιον είναι έργον παντέλειον του Αγίου Πνεύματος(94) και ως σύστημα χρονικού προσδιορισμού των εορτών έχει σχέσιν τινα προς τας παραδόσεις της Εκκλησίας(95). Αλλά τοιαύτην σχέσιν δεν έχει το ημερολόγιον, αυτό καθ' εαυτό(96), αλλ' υπό προϋποθέσεις τινας το εορτολόγιον(97). Κατά την παράδοσιν, τη 26η Οκτωβρίου τελείται η μνήμη του αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρας Δημητρίου, αλλά το πότε συμπίπτει η 26η Οκτωβρίου δεν είναι παράδοσις. Αι χρονικαί απόψεις των ημερομηνιών δεν είναι θρησκευτικόν αλλ' αστρονομικόν φαινόμενον. Κατά ταύτα η τήρησις του εορτολογίου ενέχει σημασίαν διά την Εκκλησίαν ανεξαρτήτως ημερομηνιακής συμπτώσεως, ήτις εξαρτάται από επιστημονικών θεωρήσεων και δεδομένων(98). Η Εκκλησία ακολουθεί, ως προελέχθη, οιοδήποτε ημερολόγιον, εφ' όσον τούτο δεν προσκρούει είτε εις Κανόνα τινά είτε εις παράδοσιν τινά. Τούτο όμως το γεγονός και μόνον δεν δύναται να αναγορεύση το ημερολόγιον εις παράδοσιν, τοσούτω μάλλον καθ' όσον θέμα ημερολογίου ουδέποτε απησχόλησε την Εκκλησίαν και τας Συνόδους αυτής(99). Αλλά και αυτό τούτο το εορτολόγιον δέον να εκληφθή ως παράδοσις εν τη Εκκλησία εν τη εννοία, ότι η τέλεσις των ακινήτων εορτών συνδυάζεται προς σταθεράν τινα ημερομηνίαν, ουχί δε καί προς ωρισμένην και πάντοτε την αυτήν ημέραν. Ακίνητοι δηλονότι εορταί υπάρχουσιν ως προς τας ημερομηνίας μόνον και ουχί ως προς τας ημέρας(100). Άλλωστε και αυτή εισέτι η σύνδεσις ωρισμένων εορτών προς ωρισμένην ημερομηνίαν φέρει συμβατικόν ενίοτε χαρακτήρα, μη ανταποκρινομένη εις την ιστορικήν αλήθειαν, και τούτο είτε λόγω αδυναμίας ακριβούς χρονικού προσδιορισμού αυτής, (ως λ.χ. η 23η Απριλίου ως μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ) είτε διά λόγους γενικωτέρου συμφέροντος της Εκκλησίας, ήτις ουδέποτε έδωκε σημασίαν εις το ποίαν ημέραν θα τιμώνται οί άγιοι(101) τοσούτω μάλλον καθ' όσον, κατά τον ιερόν Χρυσόστομον «ου καιρός ποιεί εορτήν αλλά συνειδός καθαρόν, εορτή γαρ ουδέν έτερόν εστι αλλ' ή ευφροσύνη, ευφροσύνην δε πνευματικήν και νοεράν ουδέν άλλο ποιείν αλλ' ή συνειδός πράξεων αγαθών, ο δε συνειδός έχων αγαθόν και πράξεις τοιαύτας, αεί εορτάζειν δύναται», οι δε χριστιανοί δεν πρέπει να δίδωσι σημασίαν τινα εις τον χρόνον της εορτής και να λησμονώσιν ότι το πολίτευμα αυτών εν ουρανοίς υπάρχει «ένθα μήνες και ήλιος και σελήνη και ενιαυτών περίοδος ουκ έστιν»(102). Γνωστόν, επί τούτοις, τυγχάνει το γεγονός ότι ο αυτός ιερός πατήρ εν τω λόγω αυτού προς τους τα πρώτα νηστεύοντας «προσεπάθησε ν' αποδείξη ότι και ανέφικτος είναι η του χρόνου ακρίβεια εν τω καθορισμώ της εορτής, και ουδεμίαν αύτη έχει σημασίαν, ενώ αντιθέτως μεγίστην σπουδαιότητα και σημασίαν εν τη ζωή των χριστιανών έχει η ομόνοια και η συμφωνία αυτών και η ενότης μετά της Εκκλησίας». Κατά την ομιλίαν δε ταύτην, ο ιερός πατήρ παρατείνας τον λόγον, κατεσχέθη «βράγχω»(102). Ούτω δικαιολογούνται δε και αι κατά καιρούς επελθούσαι, τή εγκρίσει μεν τοι της Εκκλησίας, πολλαπλαί μεταβολαί καί μεταθέσεις εορτών. Επομένως εν τη εννοία της εκκλησιαστικής παραδόσεως δεν συγκαταλέγονται απαξάπαντα τα στοιχεία της καθόλου λατρευτικής ζωής, πολλώ δε ήττον τα ημερολογιακά τοιαύτα, περί ων ουδέν παρέδωκαν ημίν οι πατέρες ημών(104)
Αλλά και αυτό το εορτολόγιον, όπερ υπό τινας προϋποθέσεις δύναται να θεωρηθή, ότι αποτελεί, κατά τα προειρημένα, μέρος της ορθοδόξου παραδόσεως «ούτε συνεχή, ούτε ομόφωνον, ούτε ασάλευτον έχει την πράξιν και την τάξιν εν τη Εκκλησία, τουναντίον μάλιστα ακανόνιστον, αδιάφορον, ελευθέραν και ακατάκριτον»(105). Τούτο επιμαρτυρεί ου μόνον η συχνή μετάθεσις εορτών, αλλά και η κατά την δόξαν του προεστώτος εκάστοτε ρύθμισις εορτολογικών και τυπικών ζητημάτων, αναλόγως προς τας υφισταμένας ανάγκας η δυνατότητας(106). Ειρήσθω δ' ότι ή τε Μεγάλη του Χριστού εν Κων/λει Εκκλησία, και η των Ιεροσολύμων, και η του Σινά, και το Άγιον Όρος είχον και έχουσι και σήμερον ίδιον εορτολόγιον, διάφορον του ετέρου(107). Κατά ταύτα δεν δύναται να ευσταθήση ο ισχυρισμός ότι το εορτολόγιον της Εκκλησίας είναι οπωσδήποτε παράδοσις εκκλησιαστική(108) Η εκκλ. παράδοσις είναι βεβαίως τι το σεβάσμιον και ιερόν και απαρασάλευτον, διότι είναι συνυφασμένη μετά της ουσίας της Εκκλησίας(109), αλλ' ο χαρακτηρισμός του ημερολογίου ή και του εορτολογίου ως εκκλησιαστικής παραδόσεως κείται οπωσδήποτε πέρα των παραδεδεγμένων ορίων και όζει απαραδέκτου υποκειμενισμού και αυθαιρέτων συναρτήσεων προς στοιχεία, εκ των οποίων δεν εξαρτάται οπωσδήποτε το μυστήριον και η ουσία της εν Χριστώ αποκαλύψεως, ην οικειοποιούνται οι εν απολύτω συνδέσει προς την ορθόδοξον παράδοσιν διατελούντες πιστοί(110). Επομένως «κατά τον μακραίωνα της Εκκλησίας
βίον η επικρατούσα ελευθερία προς εορτασμόν των αγίων εις οιανδήποτε ημέραν και μήνα ήτο αδιάβλητος»(111). Εν όψει όθεν πάντων τούτων πάσα απόπειρα ανυψώσεως του ημερολογίου εις θέσιν εκκλησιαστικής Παραδόσεως και κατά συνέπειαν προσδόσεως εις τούτο χαρακτήρος αμετακινήτου, θα προσεκρουεν
ου μόνον εις λόγους θεωρητικούς αλλά και εις αυτήν την από αιώνων πράξιν
της Εκκλησίας, ήτις σαφώς εστέρησε τούτο τοιαύτης ιδιότητος(112). Συνεπώς
οιονδήποτε ημερολόγιον δύναται να γίνη δεκτόν εφ' όσον δεν έρχεται εις αντίθεσιν
προς τας Παραδόσεις της Εκκλησίας ήτοι δεν διασπά την εβδομάδα και δεν
ανατρέπει τον ισχύοντα και Αποστολικήν έχοντα την προέλευσιν εορτασμόν
του Πάσχα(113). Εάν το ημερολόγιον ήτο Παράδοσις δεν θα ετόλμα ποτέ ο ιερός
Χρυσόστομος να υποστηρίξη την μετάθεσιν της εορτής των Χριστουγέννων(114), θίγων ούτω την εκκλησ. Παράδοσιν, ήτις είναι η έκφρασις της εσωτερικής ενότητος
της Εκκλησίας. Πού λοιπόν ο χαρακτηρισμός του εορτολογίου ως Παραδόσεως,
όταν Πατριάρχαι, αυτοκράτορες, μοναχοί κανονίζουσι και μεταθέτουσι τα του εορτολογίου χωρίς το τοιούτο να διαταράσση την γαλήνην της Εκκλησίας; Διά τους ανωτέρω λόγους η Εκκλησία της Ελλάδος προσήψε τοις παλαιοημερολογίταις την μομφήν ότι «ανήγαγον εις δόγμα πίστεως το ημερολόγιον και περιέπεσαν εις την πλάνην της λατρείας του χρόνου «μη νοούντες μήτε α λέγουσι μήτε περί τίνων διαβεβαιούνται» (Α' Τιμ. 1, 7 ) θεωρούντες ως θρησκευτικήν παράδοσιν την διαφοράν των 13 ημερών(115)
Σημειώσεις
93. Πολυκάρπου, Επισκόπου Διαυλείας, Δικαιοδοσία της Εκκλησίας επί των αρνουμένων Ορθοδόξων Χριστιανών Κληρικών και Λαϊκών να συμμορφωθώσιν εις αντικανονικάς αποφάσεις αυτής και δη εις την απόφασιν της αλλαγής του Εκκλησ. Ημερολογίου εν: «Το Α' Πανελλαδικόν....» σ. 74. Ο αυτός εν σελ. 72 ισχυρίζεται ότι το Ιουλιανόν «συνδεθέν μετά του .Πασχαλίου και μετά του κύκλου πασών των εορτών κινητών και ακινήτων επί 1622 έτη εθεωρήθη ως ιερά παράδοσις ... ». Βλ. ωσαύτως και ψήφισμα του Α' εν Αθήναις Πανελλαδικού Συνεδρίου των οπαδών του Ιουλιανού Ημερολογίου,διαπιστούντος (ότι διά της μεταβολής ταύτης θίγεται η αιωνόβιος παράδοσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας και διασπάται η ένωσις κατά το σύμβολον της πίστεως» (Το Α' Πανελλαδικόν... σ. 107). Βλ. και Υπόμνημα, Ι.Σ. των. Γ.Ο.Χ. προς τους Σεβ. Ιεράρχας της απανταχού Ορθοδοξίας 1962 σ.10.
94. Αγιορειτών Πατέρων, Αποστασίας έλεγχος ήτοι Απάνθισμα λόγων των θ. Πατέρων περί Ορθοδοξίας και κατά της εισαγωγής της καινοφανούς πλάνης του παπικού ημερολογίου ως σφραγίδας του Αντιχρίστου και έργου της αθέου Εβραιομασσωνίας, Αθήναι 1934... σ. 87. Αρσενίου Κοττέα, Κέντρα... σ. 16.
95. Αγιορειτών Πατέρων, Αποστασίας έλεγχος... σ. 69. Πρβλ. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ' ανωτ. σ. 111 επ. Μητροπολιτών Δημητριάδος Γερμανού -πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου, Ζακύνθου Χρυσοστόμου, Προς τον εφημεριακόν Κλήρον και τους μοναχούς της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας, εν: Αρχιμ. Θ. Στράγκα, ένθ' ανωτ. τ. Δ' σ. 2599, Ευγενίου Τόμπρου, Εκκλησία δεχθείσα το Γρηγοριανόν (παπικόν Ημερολόγιον...) εν: «ΚΕΟ» 1971 σ. 12,33.Πολυκάρπου, Επισκόπου Διαυλείας, Η ημερολογιακή μεταρρύθμισις σ. 40. Δ. Παυλή, Εκκλησία και Επιστήμη σ. 16. Εν τούτοις ο «Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης» Χρυσόστομος υπεστήριξεν ότι «το ημερολόγιον αυτό καθ' εαυτό λαμβανόμενον δεν είναι παρά ζήτημα χρόνου και ημερομηνιών και ως τοιούτον άσχετον προς την πίστιν και την λατρείαν των χριστιανών» Βλ. εν: «Αναίρεσις του ελέγχου»...σ. 53. Πρβλ. και Αγιορειτών Ζηλωτών Μοναχών, Φωνή εξ αγίου Όρους. Πρόλογος και απολογητική απάντησις εις αποσπάσματα επιστολιμαίας διατριβής π. Επιφ.Θεοδωροπούλου, Άγ. Όρος 1972 σ. 6.
96. Σωφρονίου (Ευστρατιάδου) Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, Το εορτολόγιον της Εκκλησίας, εν: «Θεολογία» 1937 σ. 6.
97. Βλ. Ερημίτου, Το ημερολόγιον και η Παράδοσις, εν: «Ανάπλασις» 1929 σ. 152-153. Ως προς την διαφοράν μεταξύ των όρων «Παράδοσις» και «Παραδόσεις» βλ. Αθηναγόρου Επισκόπου Ελαίας, Η παράδοσις και αι παραδόσεις, εν: «Θεολογία» 1963 σ. 42-57.
98. Πρβλ. Ιωακείμ, Μητροπολίτου Δημητριάδος, Το Ημερολογιακόν... Α' σ. ιβ. Contra: Αρχιμ. Χρυσοστόμου Νασλίμη, Η ημερολογιακή καινοτομία εξ επόψεως εκκλησιαστικής εν: «Η.Φ.Ο.» 1949, φ. 74 σ. 2.
99. Σωφρονίου (Ευστρατιάδου), Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, Το εορτολόγιον... εν: «Θεολογία» 1937 σ. 5.
100. Πρβλ. και Εγκύκλιον Ι. Σ. προς τον Ελληνικόν Λαόν, εν: «Εκκλησία», 1935 σ. 169 ένθα διαλαμβάνονται τα ακόλουθα: «Παράδοσις της Εκκλησίας είναι να εορτάζωνται αι εορταί καθ' ωρισμένας ημερομηνίας, αλλά το πότε ακριβώς πίπτουν αι ημερομηνίαι αυταί δεν είναι παράδοσις». Άλλωστε «σκοπός γέγονε τοις Αποστόλοις ου περί ημερών εορταστικών νομοθετείν, αλλά βίον ορθόν και θεοσέβειαν εισηγήσασθαι» (Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία 5,22 ). Πρβλ. «Το Εορτολόγιον» εν: «Ανάπλασις» 1929 σ. 187.
'101. Πρβλ. «Εκκλησίαν», 1927 σ. 26. Κατά τον δ' αιώνα η Εκκλησία Αλεξανδρείας ώρισε την 29ην Αυγούστου ως ημέραν της μνήμης της αποτομής του Τιμίου Προδρόμου «διότι κατά την 1ην του αιγυπτιακού μηνός Θωτ αντιστοιχούσαν προς την 29ην του ρωμαϊκού μηνός Αυγούστου, ετελείτο η 1η του νέου αιγυπτιακού έτους δι' οργιαστικών τελετών και εορτών. Η χριστιανική Εκκλησία αντιπαρέταξε κατ' αυτήν, την εορτήν του κήρυκος της μετανοίας και του ιδεώδους της ασκήσεως και εγκρατείας» («Ανάπλασις», 1929 σ. 188 ). Εν τη αρμενική Εκκλησία, ο Γρηγόριος ο Φωτιστής ώρισε την εορτήν ταύτην τη 1η του μηνός Ναβασάρδ, ήτις ήτο η 1η του αρμενικού νέου έτους. Πότε εξ άλλου έλαβε χώραν ακριβώς η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος αγνοούμεν. Η εορτή όμως ωρίσθη εν Καππαδοκία και Αρμενία τη 6η Αυγούστου, επί Λέοντος δε του Στ' του Σοφού (886-912) εισήχθη εις την Κων/λιν. Τούτ' αυτό συνέβη και ως προς την εορτήν των Χριστουγέννων, ορισθείσης κατά συνθήκην της 25ης Δεκεμβρίου. Εν τούτοις οι παλαιοημερολογίται επάγονται ότι «θεομαχούν οι ισχυριζόμενοι ότι την εορτήν των Χριστουγέννων την εκανόνισαν οι Πατέρες κατά εικασίαν και ουχί αυτός ούτος ο Θεός κατ' ακρίβειαν»! (Βλ. Καλλίστου, Επισκόπου Κορινθίας, ένθ. ανωτ. σ. 22). Κατά την επίσημον άποψιν της Εκκλησίας της Ελλάδος η Εκκλησία διαρρυθμίζει τας Εκκλησιαστικάς παραδόσεις κατά το εκάστοτε συμφέρον του πληρώματος αυτής (βλ. Εκκλησίας Ελλάδος, Το Ημερολογιακόν ζήτημα... σ. 31-32 ).
102. Ιω. Χρυσοστόμου εις αγίαν Πεντηκοστήν P.G. 50,455. Βλ. και Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Το ζήτημα της εορτής του Πάσχα σ. 19.
103. Ρ. G. 48. 903.
104. Και κατά την υπ' αριθμ. 45/2-11-1932 Γνωμοδότησιν του παρά τω Α.Π. Εισαγγελέως Κ. Γεωργιάδου «ούτε υπό των ιερών παραδόσεων επιβάλλεται η χρήσις ωρισμένου ημερολογίου» ο δε «σχηματισμός του ημερολογίου...είναι πόρισμα αστρονομικών παρατηρήσεων, ώστε το να εκλαμβάνη χριστιανός τις ορθόδοξος το πόρισμα τούτο ως θρησκευτικήν αλήθειαν δεν προσκρούει εις το δόγμα της ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, αλλά το τοιούτον αποτελεί καθαράν δεισιδαιμονίαν» («Εκκλησία» 1932, 391).
105. Σωφρονίου (Ευστρατιάδου), Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, Το Εορτολόγιον της Εκκλησίας, εν: «Θεολογία» 1937 σ. 6.
106. Contra Ιεζεκιήλ, Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, εν: Η μετάθεσις της εορτής του Ευαγγελισμού. Εναίσιμα επί τη επιστημονική 35ετηρίδι του Μακ. Αρχιεπ/που ,Αθηνών Χρυσοστόμου. Αθήναι 1931 σ. 485. Εν τούτοις βραδύτερον (1937) ο αυτός εν βιβλιοκρισία αυτού του έργου του Μητροπ. πρ. Λεοντοπόλεως Σωφρονίου: «Το εορτολόγιον της Εκκλησίας» συνωμολόγησεν ότι ήτο αδιάβλητος η επί μακρούς αιώνας επικρατούσα εν τη Εκκλησία ελευθερία προς εορτασμόν των αγίων εις οιανδήποτε ημέραν και μήνα, και ότι και αυτός ο ασματικός πλούτος μιας και της αυτής εορτής εποίκιλλεν, εμφαίνων ότι τότε ήσαν σεβαστά «τα κεκρατηκότα έθη»εν παντί τόπω. (Πρβλ. Ιεζεκιήλ, Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων, Δύο νέα βιβλία περί Ημερολογίου -Αθήναι 1937 σ. 10).
107. Πρβλ. και το υπό του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου εν τοις προλεγομένοις του Συναξαριστού αυτού ομολογούμενον ότι «εάν θέλωμεν να ειπούμεν την αλήθειαν, άλλο βιβλίον της του Χριστού Εκκλησίας δεν ήτο πλέον άτακτον και ανεπιμέλητον ωσάν ο Συναξαριστής». (Συναξαριστής Δώδεκα μηνών του Ενιαυτού υπό Νικοδήμου Αγιορείτου τ. Α' Αθήνησι 1868 σ. ιζ' ). Ο ίδιος ο άγιος Νικόδημος άλλωστε μετεκίνησε συναντηθείσας τινας ημερομηνίας. Κατά δε τον Μανουήλ Γεδεών «έκαστος ναός, εκάστη μονή, καθώς είχε τυπικόν ίδιον, ούτως είχε και εορτολόγιον ίδιον. Τα δε μερικά εορτολόγια των εν Κων/λει μονών διαφόρως ώριζον τας μνήμας πολλών αγίων, ων τινας ορθότατα κειμένας αυθαιρέτως ή κατήργησεν ή μετήνεγκεν εις ετέρας ημέρας ο του Συναξαριστού συγγραφεύς Νικόδημος» (Μανουήλ Γεδεών, Βυζαντινόν Εορτολόγιον σ. 33). Εξ άλλου εν τη Μεγ. Εκκλησία, κατ' επικρατήσασαν συνήθειαν, πάσαι αι των Πατριαρχών μνήμαι έδει να μετατίθενται εις ημέραν Κυριακήν. Σωφρονίου (Ευστρατιάδου) Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, Το Εορτολόγιον της Εκκλησίας, ένθ. ανωτ. σ. 14 ). Αυτός δ' ο Αυτοκράτωρ Ιουστινιανός μετέθηκε την εορτήν της Υπαπαντής από της 14ης εις την 2αν. Φεβρουαρίου. Πλείστα δ' αγιορειτικά Τυπικά προβλέπουσι μεταθέσεις εορτών. Χαρακτηριστικόν είναι εν προκειμένω το παράδειγμα του υπό των Αγιορειτών αυθαιρέτου καθορισμού και ετέρας ημέρας εορτασμού του δικαίου Λαζάρου, πλην της κατά την 7ην Σεπτεμβρίου αγομένης. Βλ. Σωφρονίου (Ευστρατιάδου), Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, Το Εορτολόγιον της Εκκλησίας εν: «Θεολογία» 1937 σ. 74.
108. Βλ. Υπόμνημα, της Ι. Σ. των Γ.Ο.Χ. προς τους Σεβ. Ιεράρχας της απανταχού Ορθοδοξίας -Αθήναι 1962, σ. 19.
109. Κ. Μουρατίδου, Οι ιεροί Κανόνες «στύλος και εδραίωμα» της Ορθοδοξίας -Αθήναι. 1972 σ. 18-19.
110. Χαρακτηριστικώς παρατηρεί εν προκειμένω ο πρ. Λεοντοπόλεως Σωφρόνιος ότι «το Εορτολόγιον της Εκκλησίας εκανονίζετο υπό των προεστώτων αυτήςν εκάστη Εκκλησία και μονή είχε το ίδιον αυτής Εορτολόγιον, ούτε Κανόνα Συνοδικόν κατεπάτει ο μετακινών τούτο (αφού τοιούτος δεν υπήρχε), ούτε την ιεράν της Εκκλησίας παράδοσιν ηθέτει, ούτε εις κρίμα ή κατάκρισιν υπόκεινται οι ακολουθούντες τούτο ή εκείνο το Εορτολόγιον και κατά συνέπειαν ο εν τη Εκκλησία της Ελλάδος διεγερθείς περί το Εορτολόγιον σάλος οφείλεται εις βεβιασμένην και άστοχον ερμηνείαν της ιεράς παραδόσεως, με την οποίαν ουδεμίαν σχέσιν έχει το Εορτολόγιον, το διαρρυθμιζόμενον κατά παραδόσεις τοπικάς και διατάξεις τυπικάς; κατ' ανάγκας κοινωνικάς και πνευματικάς, «όπως δόξη τω προεστώτι» (Σωφρονίου Ευστρατιάδου), Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως ένθ. αν. σ. 112).
111. Σωφρονίου (Ευστρατιάδου), Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, Εορτολόγιον... ένθ' ανωτ. σ. 104.
112. Άλλωστε και αυτή η Εκκλ. Παράδοσις δεν είναι στατική αλλ' υφίσταται ιστορικήν εξέλιξιν ως προς τας μορφάς και εκδηλώσεις αυτής, ενώ η ουσία και το νόημα αυτής παραμένουσιν υπεριστορικά και αναλλοίωτα, μη υποκείμενα εις αύξησιν ή μείωσιν, εφ' όσον η Παράδοσις είναι η έκφρασις της εσωτερικής ενότητας της Εκκλησίας, η δε Εκκλησία είναι αναλλοίωτος και δεν υπόκειται εις εξέλιξιν κατά την ουσίαν αυτής. (Πρβλ. Σεγ. Μπουλγάκωφ, Η Ορθοδοξία, ένθ' ανωτ. σ. 41).
113. Εκκλησίας Ελλάδος, Εισήγησις...σ. 28. Πρβλ. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Ημερολογιακά Β' 1929 σ.15-16.
114. Βλ. Β. Στεφανίδη, Εκκλησ. Ιστορία... σ. 313.
115. Χρυσοστόμου (Α'), Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Ημερολογιακά Β' 1929 σ. 6,7.
|
|
|