|
"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, † Αρχιεπισκόπου Αθηνών |
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ
ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ
Ι. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΩΤΗ 1924-1934: Δεκαετία ιδεολογικής διαμάχης και αντιεκκλησιαστικής δραστηριότητος
Φάσις Πρώτη :
1. Τα υπό των παλαιοημερολογιτών προβληθέντα βασικά κατά της «διορθώσεως» επιχειρήματα.
α) Η «διόρθωσις» ως δογματικόν ζήτημα
Ήδη η προς το Πανορθόδοξον Συνέδριον εισήγησις της δογματικοκανονικής Υποεπιτροπής εδέχετο, ότι πάσα εκδοχή αποδίδουσα δογματικήν όψιν εις το ζήτημα της ημερολογιακής μεταρρυθμίσεως ήτο απαράδεκτος(1). Η δε εν συνεχεία εκδοθείσα επί του ημερολογιακού «απόφασις» του Π.Σ.διελάμβανεν ότι «ουδέν κανονικόν κώλυμα υπάρχει διά την διόρθωσιν του εν χρήσει εκκλησιαστικού Ημερολογίού»(2). Την αυτήν άποψιν ενεστερνίσθησαν και αι Εκκλησίαι της Κων/λεως(3) της Αντιοχείας(4), της Σερβίας(5) και της Ελλάδος(6).
Μόνος δ' ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος, αντικρούων τον ισχυρισμόν του Αρχιεπ/που Αθηνών Χρυσοστόμου περί της μη δογματικής φύσεως του ζητήματος τούτου, έγραφεν εν τη προς αυτόν απευθυνομένη υπ αριθμ. 226/20-4-1924 επιστολή αυτού: «Ότι δε ουκ εν πάσιν ακριβής ο ισχυρισμός, ο εν τοίς γράμμασι της Υμετέρας Μακαριότητας ευθύς εξ αρχής αναγεγραμμένος, καθ' ον τάχα «δογματικώς τε και κανονικώς ακώλυτος» αν είη η υπ' αυτής αναιτίως επισπευδομένη «διόρθωσις», τούτο Αυτή βεβαιοί μεγάλοις γράμμασι και τρανή τη φωνή η Υμετέρα Μακαριότης μόλις μετά στίχους δέκα από του πρώτου εκείνου ισχυρισμού αποφαινομένη «διορθωθήναι δε κατά το λοιπόν μέρος το Ιουλιανόν Ημερολόγιον, προς άρσιν της συγχύσεως των Ορθοδόξων λαών σκανδαλιζομένων εκ της διαφοράς των ημερολογίων και κινδυνευόντων αποξενωθήναι της Εκκλησίας». Πώς δη, αγαπητέ και περισπούδαστε αδελφέ, «δογματικών τε και κανονικών» σχέσεων και συνθηκών λογισθήσεται ξένη ή και απλώς απηλλαγμένη διαφοράς, ης περ ένεκεν όλοι λαοί σκανδαλιζόμενοι κινδυνεύουσιν αποξενωθήναι της Εκκλησίας;»(7). Αλλ' η επίκλησις του σκανδαλισμού του λαού ως επιχειρήματος υπέρ της δογματικής η μη φύσεως του ημερολογιακού ζητήματος δεν δύναται βεβαίως να αποτελέση ασφαλές κανονικόν κριτήριον. Η Εκκλησία ουδέποτε εδεσμεύθη εκ της τοιαύτης ή τοιαύτης του λαού αντιλήψεως επί συγκεκριμένου τινος θέματος και ουδέποτε παρεσύρθη εις ανύψωσιν τοιούτου θέματος εις την αξίαν του δόγματος επειδή τοιαύτη ήτο ενδεχομένως η αντίληψις του λαού. Αλλ' εχώρησεν επί τη βάσει αυστηρώς θεολογικών κριτηρίων εις τον προσδιορισμόν των δογμάτων και εις την διατύπωσιν της περί αυτών αληθούς και ορθής αυτής διδασκαλίας, αδιαφορήσασα διά την τυχόν αντίδρασιν μικρού ή μεγάλου τμήματος του πληρώματος αυτής, προερχομένην εκ της μη αρεστής εις αυτό τοιαύτης αυτής θέσεως. Εάν μάλιστα το ημερολογιακόν ζήτημα έφερε προεχόντως δογματικόν χαρακτήρα και είχεν επιπτώσεις επί της σωτηρίας των ψυχών, ως ισχυρίζονται οι παλαιοημερολογίται, λέγοντες και γράφοντες ότι διά της εν έτει 1924 επελθούσης ημερολογιακής μεταβολής «διεφθάρη το ιερόν πηδάλιον» και ενηργήθη ιεροσυλία και βλασφημία του Αγ. Πνεύματος, του όλου ζητήματος αναγομένου πλέον εις την περιοχήν όχι της ακριβείας ή της οικονομίας αλλά της σωτηρίας, τότε είναι βέβαιον ότι η Εκκλησία δεν θα ανέμενεν επί μακρόν, αλλ' αυθωρεί θα επεμελείτο της αμέσου και δραστικής αντιμετωπίσεως αυτού, ως πρωτεύουσαν έχοντας σημασίαν εν τη σωτηριώδει της Εκκλησίας αποστολή, και θα εχώρει ευθύς, άμα τη διαπιστώσει της πλάνης, εις την λήψιν των ενδεδειγμένων μέτρων, οιαδήποτε και αν ήτο η εκπεφρασμένη του λαού γνώμη(9).
Η άποψις, κατά ταύτα, του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Φωτίου(10) επί του σημείου τούτου επερειδομένη δεν ηδύνατο να ευσταθηση. Διό και μεταγενεστέρως οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται επεδίωξαν επί άλλης βάσεως να στηρίξωσι την άποψιν αυτών περί της δογματικής φύσεως του ζητήματος. Ούτως υπεστήριξαν ότι «η αυθαίρετος αύτη και μονομερής μεταρρύθμισις του ημερολογίου ... επήνεγκε την διαίρεσιν των Εκκλησιών, και συνεπώς των ορθοδόξων χριστιανών εις τον εορτασμόν των εορτών, την τήρησιν των νηστειών και την ταυτόχρονον και ομοιόμορφον εκδήλωσιν της πίστεως διά των λοιπών της ψυχής καθαρμών»(11), δεδομένου ότι, κατ' αυτούς, διά την Εκκλησίαν, κατ' αντίθεσιν προς την Πολιτείαν, «το ζήτημα του Ημερολογίου δεν είναι ζήτημα χρόνου και ημερομηνίας αλλά ζήτημα Εκκλησιαστικής ενώσεως και συμφωνίας εις τα αφορώντα τα πίστεως και τα θείας λατρείας»(12) και «πάσα οιαδήποτε παρέκκλισις από του Ιουλιανού Ημερολογίου επιφέρει σύγχυσιν και ανατροπήν εις το όλον σύστημα της Εκκλησιαστικής τάξεως και ευρυθμίας εν τη εκδηλώσει της Ορθοδόξου θείας λατρείας»(13). Κατά την άποψιν ταύτην δεν επετρέπετο εις την Εκκλησίαν «να εισαγάγη το νέον Εορτολόγιον και να διασπάση ένεκα τούτου τον συνεορτασμόν (ήτοι ) την εκδήλωσιν των πιστευτέων εν τη Θ. Λατρεία»(14). Τούτο δε πράξασα «διέσπασε την ενότητα της καθόλου Εκκλησίας εν τη βιώσει και εκδηλώσει της πίστεως, ήτις γίνεται διά των εορτών, των νηστειών και των λοιπών ιεροτελεστιών της Θ. λατρείας. Και τούτο διότι το Δόγμα της ενότητος τής Εκκλησίας δεν έγκειται μόνον εις την ταυτότητα της πίστεως και της θ. λατρείας, αλλά και εις την ταυτόχρονον και ομοιόμορφον βίωσιν και έκφανσιν αυτής»(15).
Εις ταύτα παρατηρητέον ενταύθα, ότι η διαφόρως κατά τον χρονικόν προσδιορισμόν υφ' εκάστης ορθοδόξου Εκκλησίας ακολουθουμένη εκάστοτε εν τώ.εορτασμώ των αγίων και εν τη τηρήσει των νηστειών τάξις, ουδόλως συνεπάγεται από τε θεωρητικής και πρακτικής επόψεως, την διάρρηξιν των δεσμών τής μεταξύ αυτών εν Χριστώ ενότητος. Είναι άλλωστε γνωστόν ότι και πρό της Α' Οικουμενικής Συνόδου αι σχετικαί περί τον χρόνον εορτασμού του Πάσχα έριδες μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, δεν ίσχυσαν ίνα παραβλάψωσι την τοιαύτην της Εκκλησίας ενότητα(16). Και τούτο διότι αι περί τα ήθη και έθιμα και δή και αι περί χρόνου διαφοραί των επί μέρους Εκκλησιών δεν υπήρξαν ποτέ αιτία διαστάσεως αυτών, δεδομένου ότι αρχήθεν ηδραιώθη παρ' αυταίς η ορθή αντίληψις καθ' ην η ενότης δέον να επιδιώκηται εις τα ουσιώδη και να μη παραβλάπτηται εκ της ποικιλίας. Είναι δε γνωστόν ότι «ουδέποτε η Ανατολική Εκκλησία των οκτώ πρώτων αιώνων εθεώρησε χρονολογικά ζητήματα ως «ουσιωδέστατα» και ουδέποτε απεδέχθη ότι η περί αυτά ποικιλία αίρει την ενότητα της Εκκλησίας»(17). Ότε δε~ ο Ρώμης επίσκοπος και Πάπας Βίκτωρ, υπό του τυπικού ρωμαϊκού πνεύματος εμφορούμενος, επεδίωξε να αποκηρύξη, ως ετεροδόξους τας Εκκλησίας της Μ. Ασίας, διότι εώρταζον το Πάσχα εν ημερομηνία άλλη ή εκείνη ήτινι ηκολούθει η Ρώμη, ηλέγχθη δριμέως και ανεκλήθη εις την τάξιν υπό του Λουγδούνου Ειρηναίου, υπομνήσαντος αυτώ ότι, παρά την σχετικήν ποικιλίαν, «πάντες ειρήνευσάν τε και ειρηνεύομεν προς αλλήλους»(18). Την θεμελιώδη ταύτην αρχήν, καθ' ην η ταυτότης απόψεων δέον να περιορίζηται εις τα ουσιώδη διετύπωσεν ως άριστα βραδύτερον ο εν λίαν συντηρητικοίς χρόνοις ζήσας Μέγας Φώτιος, ειπών ότι «η των ειρημένων ετερότης και παραλλαγή, την ενοειδή χάριν του Πνεύματος ου παρεκώλυσε(19)» εννοών ότι η περί τα μη ουσιώδη διαφορά(20) δεν δύναται να επηρεάζη δυσμενώς την της Εκκλησίας ενότητα, ην το νομικιστικόν ρωμαϊκόν πνεύμα εξήρτα από της ομοιομορφίας και συμφωνίας και εις αυτάς έτι τας λεπτομερείας(21).
Αλλά και αι μετά την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον συνεχισθείσαι περί το Πάσχα έριδες, προσλαβούσαι μάλιστα και οξύτητα εν τω προσδιορισμώ της ισημερίας, δεν επέτυχον και τότε να διασπάσωσι την ενότητα της Εκκλησίας(22), παρά το γεγονός ότι και τότε υπήρξαν οι αρνηθέντες όπως συμμορφωθώσι προς την γνωστήν περί εορτασμού του Πάσχα απόφασιν της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Η διάφορος μάλιστα περί της εαρινής ισημερίας ημερομηνιακή αντίληψις εν τε τη Δύσει και τη Ανατολή, καίτοι ωδήγει εις τον εορτασμόν της μεγάλης ταύτης και πρώτης εορτής εν Αλεξανδρεία μεν κατά Μάρτιον μήνα πολλάκις, εν Ρώμη δε και Αντιοχεία κατ' Απρίλιον, εν τούτοις δεν διέσπασε τους μεταξύ των χριστιανών δεσμούς ενότητος και κοινωνίας. Κατά το έτος 387 μ.Χ. ειδικώτερον το Πάσχα εωρτάσθη εν τε Αντιοχεία, και Ρώμη τη Κυριακή 22 Μαρτίου, επειδή η πανσέληνος συνέπεσε τη 19η Μαρτίου, ενώ εν Αλεξανδρεία τη 25η Απριλίου, ήτοι μετά ένα και πλέον μήνα. Είναι.προφανές ότι η υπό των επί μέρους Εκκλησιών χρησιμοποίησις ιδίου ημερολογιακoύ συστήματος εδημιούργει την τοιαύτην διαφοροποίησιν(23). Σημειωτέον ότι τότε εσημειώθησαν και σποραδικά τινα κρούσματα απειθείας μοναχών, οίτινες εξηκολούθησαν «εξ αγροικίας ή προκαταλήψεως αποκρούοντες την περί της εορτής του Πάσχα απόφασιν της Συνόδου (της Α' Οικουμενικής) επί τω λόγω ότι αύτη παρεβίασε την κρατούσαν μέχρις αυτής παραδεδεγμένην ενιαχού συνήθειαν του εορτασμού του Πάσχα μετά των Ιουδαίων»(24). Κατά την παλαιοημερολογιτικήν εν τούτοις αντίληψιν, αντλουμένην κυρίως εκ της Επιστολής του Μ. Κων/νου προς τους μη παραστάντας εις τας συνεδρίας της Α' Οικουμενικής Συνόδου Επισκόπους, «έστι δεινόν τε και απρεπές κατά τας αυτάς ημέρας ετέρους μεν ταις νηστείαις σχολάζειν, ετέρους δε συμπόσια συντελείν, και μετά τας του Πάσχα ημέρας, άλλους μεν εν εορταίς και ανέσεσιν εξετάζεσθαι, άλλους δε ταις ωρισμέναις εκδεδόσθαι νηστείαις»(25). Και είναι ίσως «δεινόν» και «απρεπές» να παρουσιάζεται η διαφοροποίησις αύτη εν τω χριστιανικώ καθόλου κόσμω. Όμως τούτο και μόνον δύναται άραγε να προσδώση εις το ζήτημα τούτο δογματικόν χαρακτήρα; Η Α' Οικουμενική Σύνοδος αποφασίσασα περί του Πάσχα, απέβλεψε. κυρίως εις την απαγόρευσιν του συνεορτασμού του χριστιάνικού Πάσχα μετά του των Ιουδαίων. Ως δέ ο Μ. Αθανάσιος παρατηρεί, «η μέν (Α' Οικουμ. Σύνοδος) διά την Αρειανήν αίρεσιν και διά το Πάσχα συνήχθη. Επειδή αι κατά Συρίαν και Κιλικίαν και Μεσοποταμίαν διεφώνουν προς ημάς και τω καιρώ, εν ω ποιούσιν οι Ιουδαίοι εποίουν, και αυτοί. Αλλά χάρις τω Κυρίω ώσπερ περί της πίστεως ούτω και περί της αγίας εορτής γέγονε συμφώνως. Και τούτο ην το αίτιον της εν Νικαία Συνόδου»(26).
Ελέχθη ανωτέρω ότι αι διαφοροποιήσεις εν ταις εκδηλώσεσι της θείας λατρείας ουδόλως παραβλάπτουσι την ενότητα των Εκκλησιών. Και είναι μεν αληθές, ότι η ορθόδοξος λατρεία, κατά τα ουσιώδη αυτής στοιχεία, είναι τι το αναπόσπαστον της υποστάσεως και του μυστηρίου της Εκκλησίας μέρος(27) και φορεύς της ιεράς παραδόσεως, διότι εν αυτή καταδεικνύεται η ενότης της Εκκλησίας(28) και αύτη ωσαύτως μετά αυθεντίας και κύρους διερμηνεύει αλαθήτως τας αληθείας της ορθοδόξου πίστεως(29) Τούτο σημαίνει ότι σπουδαιοτάτην σημασίαν κέκτηνται διά την ενότητα της ορθοδόξου πίστεως τα ουσιώδη ταύτα στοιχεία της θείας λατρείας, άτινα και δέον να παραμένωσιν αναλλοίωτα, της Εκκλησίας δυναμένης εκάστοτε να προσδιορίζη τι εις την λατρείαν αυτήν είναι «το ουσιώδες και τι το επουσιώδες, τι είναι το σταθερόν και αναλλοίωτον εις αυτήν και τι το πρόσκαιρον και το παροδικόν, ποίος είναι ο ουσιώδης πυρήν και ποίος ο εξωτερικός φλοιός της»(30). Κατά ταύτα είναι ωσαύτως αληθές ότι η ορθόδοξος λατρεία «ουδέποτε υπήρξε στατική και απολελιθωμένη, αλλά κατά καιρούς προσηρμόζετο εις τας εκάστοτε ζωτικάς πνευματικάς ανάγκας των πιστών»(31) προερχομένη εις ανανεώσεις και μεταβολάς των μη ουσιωδών στοιχείων της λατρείας, του πνεύματος αυτής παραμένοντας αναλλοιώτου. Η τοιαύτη δε ικανότης της Εκκλησίας είναι γνώρισμα της, υπό την πνοήν του Παναγίου Πνεύματος, συντελουμένης εν αυτή αλλαγής, κατά το ανθρώπινον αυτής μέρος, και προς πνευματικήν προαγωγήν των τέκνων αυτής(32). Επομένως ουχί πάσα εξέλιξις ή μεταβολή των της θείας λατρείας είναι αποκρουστέα αλλά μόνον η εν τοις ουσιώδεσι ενώ πάντως η επί τοις μη το παράπαν παραβλάπτουσι την ενότητα της Εκκλησίας σημείοις αυτής περιοριζομένη και πάντοτε τη αυθεντική αυτής και υπευθύνω χειραγωγία, αποφασιζομένη και συντελουμένη τυγχάνει ευπρόσδεκτος(33). Όταν, αντιθέτως, η οιαδήποτε μεταρρύθμισις και αι οιαιδήποτε περί την θ. λατρείαν διαφοραί θίγωσι τα κύρια διδάγματα και την ουσίαν της Εκκλησίας, τότε αύτη «επ' ουδενί λόγω δύναται να δείξη οιανδήποτε ανοχήν, θίγουσαν αυτήν της Εκκλησίας την υπόστασιν»(34). Κατά τον Μ. Φώτιον, το γνήσιον ορθόδοξον πνεύμα δεν εξαρτάται εκ της κατά τόπους απολύτου ομοιομορφίας «εν ταις ευχαίς, εν ταις επικλήσεσι ..., εν τάξει και ακολουθία ... εν τω του χρόνου μήκει και τη βραχύτητι, εν πλήθει και ολιγότητι»(35). Ούτως η εξωτερική περιβολή του ιερού κλήρου, η εν χρήσει εν τη θ. λατρεία μουσική, η ποικιλία εν τη τελέσει της Θ. Λειτουργίας, εν τη τηρήσει των νηστειών και έτεραι τοιαύτης μορφής διαφοραί δεν απεχώρισαν αλλήλων τας Εκκλησίας(36). Η ενότης της Εκκλησίας στηρίζεται, κατά βάσιν εις την στερεότητα των δογμάτων, το αμετακίνητον αυτών, και εν τη κοινωνία του ενός Σώματος και Αίματος του Σωτήρος, ουδόλως παραβλαπτομένη εκ των επουσιωδών τελετουργικώς διαφορών, ούτε εκ των έξωτερικών μορφών οργανώσεως ή διοικήσεως(37). Το κέντρον της ενότητος της Εκκλησίας είναι ο εις Χριστός(38). Κατά τον Ι. Καρμίρην η ενότης της ορθοδόξου Εκκλησίας πραγματούται « εκκλησιαστικώς εν τη συμπνοία και ομοφωνία και ομολογία της κοινής ορθοδόξου πίστεως» και εκφράζεται «διά του ανωτάτου εκκλησιαστικού οργάνου, αυτής τ.έ. της Οικουμενικής ή Πανορθοδόξου Συνόδου»(39). Εχθροί της ενότητος είναι αι αιρετικαί διδασκαλίαι, όχι αι εθιμικαί διαφοραί(40). Τας τοιαύτας διαφοράς η Εκκλησία ηνέχθη κατά την του ιερού Φωτίου σοφωτάτην ρήσιν: «ούτως εν οις ουκ έστι πίστις το αθετούμενον, ουδέ κοινού τε και καθολικού ψηφίσματος έκπτωσις, άλλων παρ' άλλοις εθών και νομίμων φυλαττομένων, ούτε τους φύλακας αδικείν, ούτε τους μη παραδεξαμένους παρανομείν, ορθώς αν τις κρίνειν ειδώς διορίσαιτο»(41). Εν τοις τοιούτοις, όθεν, ζητήμασι κέκτηται η Εκκλησία ελευθερίαν, ήτις εξικνείται μέχρις ου σημείον αποφασίση η ανωτάτη εν αυτή εξουσία, ήτοι η Σύνοδος των Επισκόπων. Όχι επομένως η πάσα μεταβολή είναι η διχοστασίαν προξενούσα, αλλ' αι ανθρώπινοι αδυναμίαι και τα πάθη εισί τα διαθρυματίζοντα και αποσυντιθέντα την Εκκλησίαν του ιερού Χρυσοστόμου σημειούντος ότι «ουδέν ούτως αποσχίζει σώμα Εκκλησίας, ως αλαζονεία»(42). Εαν η ενότης της Εκκλησίας εξηρτάτο εκ της εορτολογικής ομοιομορφίας, τότε είμεθα υποχρεωμένοι να δεχθώμεν ότι τοιαύτη ενότης δεν υπήρξε ποτέ εν τη Εκκλησία. Διότι είναι γνωστόν ότι ούτε το αυτό ημερολόγιον επεκράτει πανταχού, ούτε αι αυταί εορταί, εφ' όσον άλλωστε πολλαί εξ αυτών διεμορφούντο τοπικώς, ίνα βραδύτερον επιβληθώσι γενικώς, ούτε αι αυταί ημερομηνίαι των εορτών.
Πολλάκις άλλωστε η Εκκλησία ευρέθη εις την ανάγκην να μεταθέση εορτάς εις το πνευματικόν των τέκνων αυτή συμφέρον αφορώσα ερμηνεύουσα ορθώς το πνεύμα της ιεράς παραδόσεως καθ' ιστορικήν έννοιαν κυρίως(43). Ούτω π.χ. η μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου μετετέθη από της 14ης Σεπτεμβρίου εις την 13ην Νοεμβρίου, ίνα μη αύτη συμπίπτη τη εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Ομοίως αι μνήμαι των αγίων Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου (25 και 27 Ιανουαρίου ) εάν συμπέσωσι τω Σαββάτω των Ψυχών μετατίθενται εις την προτεραίαν Παρασκευήν 24 και 26 Ιανουαρίου. Η των Τριών Ιεραρχών εορτή συμπίπτουσα τω Σαββάτω των Ψυχών μετατίθεται διά την επιούσαν(44).
Την αλήθειαν ταύτην υπεγράμμιζεν αρκούντως και η παραινετική Εγκύκλιος της Ι. Συνόδου της 8-4-1924, ήτις παρέθετε παραδείγματα εκ της ιστορίας, καθ' α απεδεικνύετο ότι «και άλλοτε η ορθόδοξος Εκκλησία ευρέθη εις την ανάγκη όχι μόνον την χρονολόγησιν να διορθώση αλλά και εορτάς να μεταθέση»(45). Ειναι δε γνωστόν ότι η της εορτής των Χριστουγέννων μετάθεσις εγένετο υπό της Εκκλησίας, παρά την αντίθετον γνώμην της Αλεξανδρείας, ήτις μέχρι των μέσων του ε' αιώνος ηρνείτο ν' αποδεχθή ταύτην, με αποτέλεσμα την δημιουργίαν ανωμαλίας και σχίσματος παρά τω λαώ. Η εκ τοιούτων δε λόγων προερχομένη εκάστοτε διάστασις της Εκκλησίας μετά τινος μερίδος λαού ψέγεται δριμέως υπό του ιερού Χρυσοστόμου, υπογραμμίζοντος ότι «το μεν γαρ τώδε ή τώδε τω χρόνω νηστεύσαι ουκ έστιν έγκλημα, το δε σχίσαι την Εκκλησίαν και φιλονείκως διατεθήναι και διχοστασίας εμποιείν... ασύγγνωστον και κατηγορίας άξιον και πολλήν έχει την παρά του Θεού τιμωρίαν(46)».
Η Εκκλησία, ως η ιστορία μαρτυρεί, πολλάκις προυτίμησε, διά ποικίλους εκάστοτε λόγους, να μεταθέση εορτάς και να διορθώση ημερομηνίας, εφ' όσον η ενέργεια αυτής αύτη εις το πνευματικόν των τέκνων αυτής συμφέρον απέβλεπεν(47).
Δεν εθυσίασεν εις τους τύπους την ουσίαν και προήλθεν εις τολμηράς ενίοτε ενεργείας, εφ' όσον εγνώριζεν ότι η ενότης της Εκκλησίας εκδηλούται αείποτε εν τη ενότητι της πίστεως και τη αδιαλείπτω κοινωνία των επί μέρους Εκκλησιών προς αλλήλας(48). Διά δε της Αποστολικής διαδοχής εν τω Επίσκοπικώ αξιώματι διασώζεται η γνησία εσωτερική της Εκκλησίας ενότης (49). Ανεξαρτήτως όμως των θεωρητικών τούτων λόγων, υπάρχει σήμερον εν τη πράξει η πολυχρόνιος πείρα, μαρτυρούσα ότι η διαφορά του ημερολογίου έν τισιν Ορθοδόξοις Εκκλησίαις δεν ηδυνήθη να θίξη το παράπαν την μεταξύ αυτών εν Χριστώ ενότητα, μάλλον δε η διαφοροποίησις επί του ημερολογίου επί 55 έτη την ενότητα της πίστεως και των αγίων Εκκλησιών συνίστησι(50). Και η Εκκλησία της Ελλάδος, ακολουθούσα το νέον, λεγόμενον, ημερολόγιον, διατηρεί από της ημερολογιακής μεταβολής και μέχρι σήμερον αρραγείς ως και πρότερον δεσμούς κοινωνίας μεθ' απασών των ανά τον κόσμον αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ανεξαρτήτως της υπ' αυτών χρησιμοποιήσεως του νέου ή του παλαιού ημερολογίου. Η δε σήμερον παρατηρουμένη εν τη Ορθοδοξία ημερολογιακή ανομοιομορφία επισήμως χαρακτηρίζεται ως αποτελούσα «συμφυές γνώρισμα της Ορθοδοξίας, ως Εκκλησίας της ελευθερίας και του pluralismus εις όλα τα άλλα εκτός από την ομολογίαν της πίστεως»(51). Αλλά και ο υπό μόνης σήμερον της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Φινλανδίας, κατά συγκατάνευσιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εορτασμός της εορτής του Πάσχα κατά το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, και η διατήρησις ομαλών σχέσεων κοινωνίας αυτής μετά πασών των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, των παραμενουσών εν τω ζητήματι του Πασχαλίου επί του κανονικού εδάφους, επιμαρτυρεί ότι «η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι πάντοτε ανεκτική εις τον pluralismus των τυπικών και τοπικών εθίμων, ενώ καταδικάζει αυστηρότατα τον pluralismus εις τα της πίστεως, εις ον ατυχώς εξοκέλλουν αι Προτεσταντικαί και η Καθολική»(52). Πού οι παλαιοημερολογίται ευρίσκουσι την επαλήθευσιν των περί διασαλεύσεως της εκκλησιαστικής ενότητος λόγων αυτών; Αντιθέτως αι Εκκλησίαι πάσαι της ανά την υπ' ουρανόν Ορθοδοξίας τους εν Ελλάδι παλαιοημερολογίτας αγνοούσι κανονικώς(53) γεγονός όπερ δύναται να θεωρηθή εύγλωττον εν προκειμένω. Εάν η περί το ημερολόγιον διαφορά ήτο ικανή, ως ισχυρίζονται ούτοι, ίνα ταράξη τας αγαθάς σχέσεις και την ειρήνην των αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ήδη εν τη διαδρομή ημίσεος αιώνος θα παριστάμεθα μάρτυρες των φοβερών συνεπειών και επιπτώσεων της διαρρήξεως ταύτης των αμοιβαίων δεσμών, υπτίαν καθορώντες την Εκκλησίαν και εσχισμένον τον άρραφον αυτής χιτώνα. Τούτο όμως δεν συνέβη. Η Ορθόδοξος Εκκλησία παραμένει ηνωμένη αδιαταράκτως και επί του ιερού των παραδόσεων εδάφους ισταμένη, διαθέτει την δύναμιν ίν' αντιπαρέρχηται νικηφόρως τα ανακύπτοντα εκάστοτε εις τας σχέσεις των επί μέρους μελών αυτής ζητήματα(54) υπεράνω πάντων τιθείσα την εν Χριστώ ενότητα αυτής και την κανονικήν κοινωνίαν.
Επ' εσχάτων ο παλαιοημερολογίτης εν Γενεύη πρεσβύτερος Β. Σακκάς, ορμώμενος εκ των οικουμενιστικών κινήτρων άτινα, κατ' αυτόν, είχεν η επελθούσα ημερολογιακή μεταβολή(55) διετύπωσε την άποψιν ότι εξ αυτού του λόγου το όλον θέμα προσέλαβε δογματικόν χαρακτήρα(56). Εν τούτοις η απόλυτος συσχέτισις του ημερολογιακού προς τον οικουμενισμόν και η εμφάνισις αυτού ως αποκλειστικού καρπού των νεωτεριστικών εν τη Εκκλησία τάσεων ου μόνον αυθαίρετος τυγχάνει, αλλά και προδήλως εσφαλμένη μη επιβεβαιουμένη ούτε εκ των πηγών, ούτε εκ των συνθηκών υφ' ας προεβλήθη τούτο και επεβλήθη.
Σημειώσεις
1. Πρακτικά... σ. 51. Βλ. και ανωτ. σ. 72 επ. Έγραφε σχετικώς εν έτει 1924 ο Μητροπολίτης Κυζίκου Καλλίνικος ότι ακούων τις ή αναγινώσκων τας περί δογματικής φύσεως της γενομένης ημερολογιακής μεταβολής απόψεις «απορεί και εξίσταται διερωτώμενος μη τοι γε εθίγη ή ανετράπη ή κατεπροδόθη το δόγμα του ομοουσίου της Αγίας Τριάδος ή της ενανθρωπήσεως ή έτερόν τι θεμελιώδες δόγμα της Ορθοδοξίας, ή απλώς πρόκειται περί επιστημονικού αστρονομικού ζητήματος ουδεμίαν άμεσον ή έμμεσον σχέσιν έχοντος προς την θρησκείαν και το δόγμα αυτής, ως αποτελούντος του παλ. ημερολογίου αναχρονισμόν και αδικαιολόγητον εμμονήν εις απηρχαιωμένον σύστημα αποδειχθέν λελανθασμένον υπό της επιστήμης...». (Βλ. Καλλινίκου, Μητροπολίτου Κυζίκου, Επί του Νέου Ημερολογίου, εν: «Εκκλησία» Α' σ. 428).
2. Πρακτικά...σ. 211.
3. «Εκκλησία» Α' σ. 371 επ.
4. Βλ. υπ' αριθμ. 1356/7-10-23 έγγραφον Πατριάρχου Αντιοχείας. Πρβλ. Σ. Γ. Το ημερολογ. ζήτημα, εν: «Ορθοδοξία» Α' σ. 63. Νικολάου, Μητροπολίτου Νουβίας, Συνέντευξις περί ημερολογίου, εν: «Ιερός Σύνδεσμος» έτος Ε', περίοδος Δ' 31-1-27 αρ. 2.
5. Υπ' αριθμ. 4004/18-31 Ιανουαρίου 1924 έγγραφον του Πατριάρχου των Σέρβων Δημητρίου προς τον Μακ. Αθηνών Χρυσόστομον. .Βλ. τούτο εν: «Εκκλησία» Α' σ. 365.
6. «Εκκλησία» Α' σ. 371 επ.
7. Παρά Αρχιμ. Θ. Στράγκα, ένθ. ανωτ. τ. Β' σ. 1289. Βλ. και ανωτέρω σ. 122 επ. Και Βasil Sakkas, The calendar question, ένθα υποστηρίζεται το αδύνατον του διαχωρισμού του δόγματος από των στοιχείων της καθημερινής ζωής και δράσεως της Εκκλησίας. (εν: Orthodox Life, vol. 22, 1972 σ. 23).
8. Β. Σακκά, Απάντησις εις τον αιδεσ, π. Επιφ. Θεοδωρόπουλον...σ. 15.
9. Πρβλ. και Ιεζεκιήλ, Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, Το Νέον Ημερολόγιον και το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας, εν: «Ανάπλασις» 1927 σ. 176.
10. Το γεγονός ότι μετά τον θάνατον του Πατριάρχου Φωτίου το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας μετέβαλε στάσιν έναντι του θέματος και δι' επισήμου αυτού δηλώσεως εδέχθη ότι «ουδέποτε προσέδωκε δογματικόν χαρακτήρα εις την διόρθωσιν του Ημερολογίου» («Εκκλησία», 1927 σ. 13 ) , αλλ' απλώς απεδοκίμασε την μονομερή και εσπευσμένην μεταβολήν του ημερολογίου, αξιώσαν την συγκρότησιν Συνόδου έστω και μόνον τοπικής προς λήψιν αποφάσεως όχι επί του ημερολογίου μόνον αλλά και επί του Πασχαλίου ( «Πάνταινος» 1926 σ. 808 ) καθιστά σφόδρα πιθανήν την εκδοχήν ότι η τοιαύτη του Φωτίου γνώμη, απετέλει προσωπικήν αυτού μάλλον τοποθέτησιν έναντι του ημερολογίου. Πάντως διά την τοιαύτην γνωσιμαχίαν διεμαρτυρήθησαν εντόνως οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται προς τον νέον Πατριάρχην Αλεξανδρείας Νικόλαον τον Ε', αιτούμενοι εξηγήσεις, (Πρβλ.Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Επιστολή προς τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας Νικόλαον τον Ε', 1936, εν: «Υπομνήματα -Επιστολαί - Απολογίαι» σ. 25-36 ).
11. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Ακριβής θέσις του Ημερολογιακού ζητήματος. Αθήναι 1950 σ. 12. Πρβλ. και του αυτού, Ανοικτή επιστολή... σ. 6-7. Του αυτού, Κρίσεις επί της γνώμης της επί του Συντάγματος...σ.4-5. Πολυκάρπου, (Λιώση) Επισκόπου Διαυλείας, Κρίσεις επί της πρώτης παρατηρήσεως... σ. 18-19. Δ. Παυλή, Εκκλησία και Επιστήμη σ. 11. Πρβλ. και Ευγενίου Τόμπρου, Εκκλησία, δεχθείσα το Γρηγοριανόν (παπικόν) Ημερολόγιον... εν: «ΚΕΟ» Οκτώβριος 1971 σ. 12.
12. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Εισήγησις: εις τι Α' Πανελλαδικόν Συνέδριον των οπαδών του Ιουλιανού Εορτολογίου, εν: «Το Α' Πανελλαδικόν Συνέδριον ...» Αθήναι 1947 σ. 16. Κυπριανού Λαχανά, Ποία η διαφορά μεταξύ Παλαιού και Νέου Ημερολογίου, Αθήναι 1972 σ. 15-16.
13. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Θέσις του εορτολογικού ζητήματος από απόψεως Κανονικής, Εκκλησιαστικής και Εθνικής, εν: «Το Α'. Πανελλαδικόν Συνέδριον...» σ. 44.
14. Σ. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, ένθ. ανωτ. σ. 27. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 82 επ. Πρωθιερέως Ευγενίου Τόμπρου, Άνθη και κρίνα Ορθοδοξίας, Αθήναι 1960. σ. 27-31.
15. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Θέσις... σ. 55. Πρβλ. και Μάρκου μοναχού, Φύλακες γρηγορείτε. Η Ορθοδοξία εν πολέμω σ. 10. Συλλόγου Ορθοδόξων Βεζνίκου Σερρών, Το Ημερολόγιον, Θεσ/νίκη σ. 9. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 82 επ. ένθα υποστηρίζεται ότι «η ενότης της πίστεως, η ενότης της θ. λατρείας είναι τι θεμελιώδες διά την Εκκλησίαν και είναι τι υπερδογματικόν». Πρβλ. και Πρωθιερέως Ευγενίου Τόμπρου, ένθ. ανωτ. σ. 9 επ. Πρβλ. προς τούτοις και Ιω. Βώκου, Η διάσπασις της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1977, σ. 5 επ. Μητροπόλεως ΓΟΧ Πειραιώς και Ζ. Σαλαμίνος, Υπό το φως της Ορθοδόξου πίστεως, (Εκθεμελίωσις των κακοδόξων θέσεων της εφημερίδος «Ορθόδοξος Τύπος» επί της εισαγωγής της ημερολογιακής καινοτομίας εν έτει 1924 υπό της Ελλαδικής κρατούσης Εκκλησίας, Αθήναι, 1977 σ. 48 επ.). Εν τούτοις ο «Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης» Χρυσόστομος εν έτει 1929 γραπτώς υπεστήριζε ταναντία, ότι δηλαδή «το Ημερολόγιον αυτό καθ' εαυτό ουδεμίαν έχει σχέσιν και σημασίαν με την πίστιν και την ηθικήν, εξ ων απορρέει η ψυχική του ανθρώπου σωτηρία» Βλ. εν: Δωροθέου, (Κοτταρά) Μητροπολίτου Λαρίσης, Η νομοκανονική θέσις..., εν: «Νομοκανονικαί Έρευναι» σ. 190.
16. Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία 5,25. Πρβλ. και Κ. Κοντογόνου, Εκκλ. Ιστορία από Χριστού γεννήσεως μέχρι των καθ' ημάς χρόνων. Αθήναι 1876 σ. 216. Β. Στεφανίδου, Εκκλ. Ιστορία... σ. 111. Γ. Κονιδάρη, Γενική Εκκλ. Ιστορία Δ. Μπαλάνου, Περί το Παλαιοημερολογητικόν, εν: «Εκκλησία» 1948 σ. 237-238. Μηνά Χριστοδούλου: Το Πάσχα, εν: «Ε.Α.» 1883, σ. 432, Παρθενίου Πολάκη, Ιστορικαί προϋποθέσεις του πρωτείου του Επισκόπου Κων/λεως, εν: «Θεολογία» 1952 σ. 101.
17. Καλλινίκου, (Δεληκάνη) Μητροπολίτου Κυζίκου, Επί του νέου Ημερολογίου. Κων/λις 1924 σ. 6. Πρβλ. και Μ.Ξ.Π., Περι εν χρονίζον σχίσμα, εν: «Αθωνικοί Διάλογοι» 1974 τ. 22 σ. 24-25.
18. Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία 5, 24. Βλ. και Παρθενίου Πολάκη, Ιστορικαί προϋποθέσεις... εν: «Θεολογία» 1952 σ. 101. Και άρθρον ανυπόγραφον υπό τον τίτλον: «Ιουλιανόν ή Γρηγοριανόν;» εν: «Ο.Τ.» 15-9-76 σ. 4.
19. Ρ.G. 102, 608.
20. Περί της διακρίσεως μεταξύ ουσιωδών και μη ουσιωδών εν τη θεία λατρεία βλ. Διονυσίου, Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης. Περι λειτουργικής ανανεώσεως εν τη Εκκλησία της Ελλάδος. Αθήναι 1972.
21. Βλ. και Γ. Κονιδάρη, Η θέσις της Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τή «Κοινωνία, των Εκκλησιών» εν: «Θεολογία» 1949 σ. 301 επ. και του αυτού, Η διαμόρφωσις της Καθολικής Εκκλησίας και οι τρεις Ιεράρχαι, εν «Θεολογία» 1955 σ. 407. Και Ευ. Θεοδώρου, Φαινιμενολογία του γνησίου ορθοδόξου πνεύματος και των εξ αυτού αποκλίσεων, Αθήναι 1972 σ. 28 επ.
22. Πρβλ. Αμ. Αλιβιζάτου, Το αίτιον των περί του Πάσχα ερίδων... σ. 45. «Ανάπλασις», 1932 σ. 299. Είναι γνωστόν το περιστατικόν όπερ συνέβη μεταξύ του Πάπα Αλεξανδρείας Προτερίου και του Ρώμης Λέοντος του Α'. Εκ τούτων ο μεν πρώτος, εχόμενος της επιστημονικής ακριβείας, επέμενεν όπως το Πάσχα του 454 εορτασθή τη 24η Απριλίου, ο δε δεύτερος, εχόμενος του ρωμαϊκού έθους και της παραδόσεως επέμενεν όπως ο εορτασμός τελεσθή τη 17η Απριλίου. Προς τούτο ο Λέων ηξίωσε παρά του Προτερίου, ίνα συμμορφωθή προς τους εν Ρώμη γενομένους σχετικούς υπολογισμούς, αλλ' ο Προτέριος ηρνήθη, μη μεταπεισθείς ούτε μετά την μεσολαβητικήν παρέμβασιν του Αυτοκράτορος Μαρκιανού. Τέλος ο Ρώμης Studio Unitatis et Pacis, χάριν δηλονότι της ενότητος και της ειρήνης υπεχώρησε, δηλώσας « non quia hoc ratio manifesta docuerit sed quia unitatis, quam maxime custodimus cura persuaserit». Πρβλ. «Εκκλησίαν» 1925 σ. 21.
23. Και μετά την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον δεν ίσχυσεν εν και το αυτό ημερολογιακόν σύστημα καθ' απάσας τας Εκκλησίας. Ούτως ο μεν Μ. Αθανάσιος μετεχειρίζετο τους αιγυπτιακούς μήνας, προς καθορισμόν της εορτής του Πάσχα, ο δε Επιφάνιος ο Κύπρου εσημείου ταύτα εν τω προσδιορισμώ της ημερομηνίας της Βαπτίσεως του Κυρίου: «Κατά Αιγυπτίους Αθόρ δωδεκάτη, προς εξ ειδών νοεμβρίων, κατά έλληνας Δίου ογδόη, κατά Αθηναίους Μεταγειτνιώνος εβδόμη». Πρβλ. εν: Χρυσοστόμου (Α' ), Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Ημερολογιακά Α' 1926 σ. 31 και «Εκκλησίαν» 1926 σ. 346. Ανθίμου, Μητροπολίτου Μαρωνείας, Το ζήτημα του Ημερολογίου..., εν: «Εκκλησία» 1932 σ. 425,ένθα παρατίθενται εν εκτάσει τα υπό των επί μέρους αρχαίων Εκκλησιών τηρούμενα διάφορα κατά περιοχάς ημερολόγια, εν συναφεία προς τας κατά τόπους Πολιτείας. Ως προς τον χρόνον του Πάθους του Σωτήρος βλ. Callias Sravridis, Chronologie de la passion. Etude historique et scriptulaire, Paris 1834. Πρβλ. και «Εκκλησίαν» 1934 σ. 108.
24. Πρβλ. Χρυσοστόμου (Α'), Αρχιεπισκόπου Αθήνών..., Ημερολογιακά Β' 1929 σ. 3: Ου μην αλλά και έτεραι μείζονος ή ελάσσονος σημασίας διαφοραί μεταξύ των Εκκλησιών ως λ.χ. η διά τριττής ή, άπαξ καταδύσεως βάπτισις, η παροχή ή μη τοις νηπίοις της Θ. Μεταλήψεως, η χρονολογία εορτασμού των Χριστουγέννων, της εορτής των Αγ. Αποστόλών κλπ. δεν υπήρξαν ικαναί ίνα διασπάσωσι τους δεσμούς ενότητος των Εκκλησιών προς αλλήλας: Βλ. και «Τρεις Ιεράρχας» 1959 σ. 19.
25. Πρβλ. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ' ανωτ, σ. 94. επ. Και κατ' Επιφάνιον «... επειδή (δε ) προ του Κων/νου τα σχίσματα ην και ην χλεύη των Ελλήνων λεγόντων και χλευαζόντων την εν τη Εκκλησία διαφωνίαν επί Κων/νου διά της των Επισκόπων σπουδής συνηνώθη μάλλον το σχίσμα εις μίαν ομόνοιαν. Τι ουν τούτου εστι προύργιαίτερον και χαριέστερον, από γης περάτων εν μιά ημέρα απαλλάττειν λαόν Θεώ συμφωνιών τε και αγρυπνιών και τας αυτάς ημέρας ίσας φέρειν έν τε αγρυπνίαις και δεήσεσι και ομονοία και λατρεία, νηστεία, τε και ξηροφαγία και αγνεία και ταις άλλαις ταις κατά την πανσεβάσμιον ταύτην ημέραν αγαθαίς Θεώ ευαρεστήσεσι;» (P.G. 42, 371). Και η απόφασις του εν Μόσχα Συνεδρίου τη 9/17 Ιουλίου 1948 επί τη 50ετηρίδι επαναφοράς της Πατριαρχικής αξίας της Ρωσικής Εκκλησίας συνελθόντος, εδέχθη ότι η εκκλησιαστική ενότης διαφυλάσσεται εν τη απαρεγκλίτω τηρήσει των περί εορτασμού του Πάσχα διατάξεων, εκάστης Εκκλησίας δυναμένης να χρησιμοποιή διά τας ακινήτους εορτάς το εν αυτή ισχύον ημερολόγιον. Βλ. Ι. Καρμίρη, Επί του Εκκλ. Ημερολογίου. Μία πρόσφατος απόφασις των ομοδόξων σλαυικών Εκκλησιών, εν: «Εκκλησία» 1952 σ. 219-220. Πρβλ. και το εν κυρίω άρθρω της «Εκκλησίας» ομολογούμενον: «καλόν βεβαίως θα ήτο η διόρθωσις του Ιουλιανού Ημερολογίου να εγίνετο υπό της όλης ορθοδόξου Εκκλησίας ταυτοχρόνως...» («Εκκλησία» 1926 σ. 337).
26. Προς τους Αφρικανούς Επισκόπους.
27. Πρβλ. Αμ. Αλιβιζάτου, Η λατρεία της Ορθοδ. Εκκλησίας, εν: «Εκκλησία»1952 σ.217. Μιχαήλ Αρχιεπ/που Αμερικής, Εγκύκλιος εν: «Έθνος» 29-6-1954. Ευ. Θεοδώρου, Φαινομενολογία του γνησίου ορθοδόξου πνεύματος και των εξ αυτού αποκλίσεων, Αθήναι 1972 σ. 9.
28. Μ. Σιώτου, Η ενότης της Αποστολικής Εκκλησίας και η ερμηνεία των Αγ. Γραφών, εν: «Εισηγήσεις Α' Ερμην. Συνεδρίου» Αθήναι 1950 σ. 50. Ως προς τα στοιχεία της Ορθοδόξου λατρείας βλ. Ιω. Φουντούλη, Το πνεύμα της Θ. λατρείας, Αθήναι 1964 σ. 8 επ.
29. Πρβλ. Κ. Μπόνη, Αι πατρολογικαί σπουδαί εν Ελλάδι εν: «Επιστημονική, επετηρίς Θεολ. Σχολής 1956» σ.104. Μαξίμου, Μητροπολίτου Σάρδεων, Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον... σ. 17. Κατά τον Ευ. Θεοδώρου, εντός της λατρείας ταύτης, ήτις αποτελεί ιδιότυπον και πλαστικήν έκφρασιν της ορθοδόξου πνευματικότητος και άριστον θησαυροφυλάκιον αυτής, σφύζει και σκιρτά, το πνεύμα της μακραίωνος παραδόσεως της Εκκλησίας μας, ήτις ουδέν άλλο είναι ή αυτή η αποστολική παράδοσις» (Ευ. Θεοδώρου, Φαινομενολογία.... σ. 10-11. Πρβλ. και Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας τ. 1 Αθήναι 1952 σ. 245. Του αυτού, Σύνοψις της δογματικής διδασκαλίας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Αθήναι 1957 σ. 12).
30. Ευ. Θεοδώρου, Η Ορθόδοξος λατρεία ως φορεύς του ανθρωπιστικού ιδεώδους. Πανηγυρικός τόμος επί τη 1400ή αμφιετηρίδι της Ι. Μονής του Σινά. Αθήναι 1971 σ. 385.
31. Ευ. Θεοδώρου, ένθ. ανωτ. σ. 376. Του αυτού, Φαινομενολογία... σ. 23. Πρβλ. και Διονυσίου, Μητροπολίτου Σερβίων και Κοζάνης, Περί λειτουργικής ανανεώσεως εν τη Εκκλησία της Ελλάδος Αθήναι 1972, σ. 19. Του αυτού, «Οικοδομή», Γ-Δ' σ. 56-58. Ιω. Φουντούλη, Περί μίαν μεταρρύθμισιν της Θ. Λειτουργίας εν: Γρηγ. Παλαμάς» 1960 σ. 401-444.
32. Διονυσίου, Μητροπολίτου Σερβίων καί Κοζάνης, Χαριστήριος ωδή, Αθήναι 1969 σ. 9,10. Του αυτού, Περί λειτουργικής... σ. 20.
33. Ευ. Θεοδώρου, Φαινομενολογία... σ. 19. Αι διάφοροι εξελίξεις, και τομαί εν τη θ. λατρεία επεχειρήθησαν υπό ακραιφνώς Ορθοδόξων Πατέρων οίοι οι Χρυσόστομος, Ανδρέας Κρήτης, Δαμασκηνός, Στουδίται κ.ά. περί ων βλ. εν Ευ. Θεοδώρου, Φαινομενολογία...σ. 19-24.
34. Αμ. Αλιβιζάτου, Η λατρεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν: «Εκκλησία» 1952 σ. 219. Πρβλ. Ι. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Αθήναι 1973 σ. 262-263.
35. Ρ.G. 102, 608..
36. Χαρακτηριστικόν δείγμα της τοιαύτης διαφοροποιήσεως είναι η εν τη τηρήσει των καθιερωμένων νηστειών εμφανιζομένη σήμερον .εν ταις, επί μέρους Εκκλησίαις ποικιλία. Ούτως εν τω Οικουμενικώ Πατριαρχείω και ταις σλαυικαίς Εκκλησίαις κατά τας του ενιαυτού όλου, πλην των αγίων Τεσσαρακοστών, Τετάρτας και Παρασκευάς γίγνεται κατάλυσις ιχθύος, ενώ εν τη σερβική Εκκλησία το αυτό συμβαίνει κατά την περίοδον της νηστείας του Αυγούστου προς τιμήν της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
37. Πρβλ. Γ: Μαντζαρίδου, Η αρχή της εκκλησιαστικής ενότητος κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας μέχρι του Γ' αιώνος εν: «Γρ. Παλαμάς» 1973 σ. 476.
38. Πρβλ. Ι. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Αθήναι 1973 σ. 239. Μ. Σιώτου, Η ενότης της Αποστολικής Εκκλησίας και η ερμηνεία των αγίων Γραφών, εν: «Εισηγήσεις Α' Ορθοδόξου Ερμηνευτικού Συνεδρίου», Αθήναι 1973, σ. 44, Βλ. και Ιγνατίου Αντιοχείας, προς Εφ. 15, 3, 20, 2 Μαγν. 1, 2 Τραλ. 8, 12 Σμυρν. 1, 2.
39. Ι. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία σ. 253-256.
40. Γ. Μαντζαρίδου, ένθ. ανωτ.
41. Προλεγόμενα Σοφοκλέους Οικονόμου εις Αμφιλόχια, σ. κε', σημ. 3 και παρά Ι. Βαλέττα, Φωτίου του σοφωτάτου και αγιωτάτου Πατριάρχου Κων/λεως Επιστολαί, Λονδίνον 1864 σ. 156. Πρβλ. και Δημητρίου Χωματηνού, «ου παν έθος αποσχίζειν της Εκκλησίας ισχύει, αλλά το προς διαφοράν άγον του δόγματος» Ρ - ΙΙ, Σύνταγμα... τ, Ε' σ. 432.
42. Ομιλ. κγ' εις την προς Ρωμαίους. Πρβλ. Γενναδίου, Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως και Θείρων, Αι επί μέρους Ορθόδοξοι Αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι και το πρόβλημα της ενότητος και συνεργασίας αυτών, εν: «Ορθοδοξία» 1938 σ. 37 επ.
43. Βλ. Σάββα Αγουρίδου, Οι Πατέρες της Εκκλησίας ως ερμηνευταί των Αγ. Γραφών, εν: «Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, Επίσημοι λόγοι εκφωνηθέντες κατά το έτος 1971-72» Αθήναι 1973 σ.181.
44. Τοιαύται περιπτώσεις μεταθέσεως εορτών αναφέρονται μεταξύ άλλων και η μεταξύ 11-17 Οκτωβρίου κινουμένη μνήμη των αγίων Πατέρων της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, η μεταξύ 11-17 Δεκεμβρίου κινουμένη μνήμη των αγίων Πατέρων των από Αδάμ μέχρις Ιωσήφ του Μνήστορος, η από της 20ής Δεκεμβρίου μετάθεσις τη προτεραία της μνήμης του αγίου Ιγνατίου, ει τύχοι αύτη τη Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως. Πλήρη ανάλυσιν απασών των περιπτώσεων τούτων βλ. εν Ε. Φαρλέκα, Μετάθεσις εορτών, εν: «Εκκλησία» 1926 σ. 99-101. Ωσαύτως επειδή ενίοτε η εορτή του Ευαγγελισμού συμπίπτει, κατά το λελανθασμένον Ιουλιανόν Ημερολόγιον, τη Μ. Παρασκευή τω Μ. Σαββάτω «η αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία,...κατιδούσα την διαφωνίαν και σύγχυσιν την συμβαίνουσαν ανά πάσας τας εν πόλεσι και κώμαις Εκκλησίας, μέριμναν και περί της του Ευαγγελισμού μεγάλης πανηγύτεως ανελάβετο. Και δη...διετάξατο την της εορτής μετάθεσιν, εάν τύχη εν ταις δυσί πενθίμοις ταύταις ημέραις, εις την κυριώνυμον του Πάσχα ημέραν, ίνα τα χαρμόσυνα συνάδωνται και συμμελωδώνται, οικονομικώς αποκλείουσα την ανάμιξιν των φαιδρών μετά των πενθίμων», εξαιρέσει των μοναστηριακών τυπικών ανεπάφων διαμενόντων (Βλ. Τ.Μ.Ε. Μαρτίου κε' παράγρ. 69 ). Περαιτέρω ανάλυσιν της περιπτώσεως ταύτης βλ. εν: Γ. Μπεκατώρου, Τάξις Ι. Ακολουθιών 1979 σ. 3 επ. Πρβλ. και «Εκκλησίαν» 1927 σ. 25-26 ένθα στοιχεία περί της πραγματικής μετατοπίσεως των εορτών λόγω του αστρονομικού σφάλματος του Ιουλιανού Ημερολογίου. Ούτως η 23η Απριλίου του 325 μ.Χ., κατά το 453 θα έδει να είναι η 24η Απριλίου, εάν ήθελέ τις πλήρη ταύτισιν και σύμπτωσιν ημερομηνιών, ως και περί του ασχέτου των ημερομηνιών προς τε τα πρόσωπα των αγίων και τα γεγονότα. Ορθώς και η «Εκκλησία» παρετήρει ότι οι φρονούντες ότι «η εορτή λ.χ. των Θεοφανείων δεν έχει αξίαν εάν δεν εορτασθή την 19ην Ιανουαρίου, ήτις κατά το εσφαλμένον ημερολόγιον ονομάζεται 6 Ιανουαρίου» απομακρύνονται της εν πνεύματι αληθούς λατρείας και εις τον κατά των Φαρισαίων έλεγχον του Κυρίου υπάγονται. («Εκκλησία» 1927 σ. 26 ). Σκώπτων ο «Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης» Χρυσόστομος την συχνάκις εν τω Τυπικώ απαντώσαν, μετά την «διόρθωσιν» του Ιουλιανού Ημερολογίου, μετάθεσιν της εορτής του Αγ. Γεωργίου, ευρίσκει ταύτην αδικαιολόγητον «ωσεί ο Μεγαλομάρτυς άγιος Γεώργιος να ήτο δημοδιδάσκαλος ή άλλος τις των δημοσίων υπαλλήλων, μετατιθεμένων δι' ενός υπουργικού Δ/τος»! (Βλ. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Απάντησις εις μίαν διατριβήν... σ. 5-6 ). Πρβλ. και Αγ. Μοναχού, Το Ημερολογιακόν ζήτημα εν: «Ο.Τ.» 1-6-72.
45. «Γνωστόν - εγραφε - ότι η εορτή των Χριστουγέννων εωρτάζετο προ αιώνων εν τη αρχαία Εκκλησία, τη αυτή ημέρα μετά της εορτής των Θεοφανείων, αλλά μετετέθη εις την 25ην Δεκεμβρίου, και η 1η του έτους ήρχετο άλλοτε τη 1η Σεπτεμβρίου. Επίσης ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος απέθανε τη 14η Σεπτεμβρίου (407 ) αλλ' η Εκκλησία μετέθηκε την μνήμην του θανάτου αυτού εις την 13ην Νοεμβρίου...Καί όμως ταύτα διορθωθέντα οι ορθόδοξοι λαοί απεδέχθησαν άνευ αντιρρήσεων, διότι ουδόλως προύκειτο περί ζητήματος την πίστιν θίγοντος» «Εκκλησία» Α' σ. 411. Εν τούτοις την μεταφοράν των εορτών οι παλαιοημερολογίται χαρακτηρίζουσιν ως θεομάχον ενέργειαν. (Καλλίστου, Κορινθίας, Το Εορτολόγιον ... σ. 15 ). Ως προς τα μορφολογικά αγιολογικά στοιχεία εκάστης εορτής εν τη καθ' ημάς Εκκλησία πρβλ. Γ. Τσέτση, Η ένταξις των αγίων εις το εορτολόγιον της Εκκλησίας εν: «Ορθοδοξία» 1962 σ. 412 επ. Εσφαλμένος τυγχάνει, κατά ταύτα, ο ισχυρισμός της εισηγήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος προς την Πανορθόδοξον Μεγάλην Σύνοδον επί του ημερολογιακού, ότι είναι «πρωτοφανές εις τα χρονικά της Εκκλησίας» το γεγονός, όπερ σήμερον απαντάται εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, της διαφοράς δηλονότι των 13 ημερών εν τω εορτασμώ των ακινήτων εορτών υπό των ακολουθουσών το παλαιόν ή το νέον ημερολόγιον Εκκλησιών. (Βλ. Εκκλησ. Ελλάδος, Το Ημερολογιακόν ζήτημα... σ. 10 ).
46. Ρ.G. 48,864. Και εν Ιεροσολύμοις ο χωρισμός της εορτής των Χριστουγέννων από της των Θεοφανείων επήλθε μόλις κατά το τέλος του δ' αιώνος. Βλ. Χρυσοστόμου (Α' ), Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Αθήναι 1970 σ. 134. Πρβλ. Του αυτού Η εορτή των Χριστουγέννων εν τε Εκκλησία Ιεροσολύμων, εν: «Ν. Σιών » 1938 σ. 3-18, 113-128. Αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακοπούλου: Παλαιόν και Νέον Ημερολόγιον ... σ. 19 επ. Dr. Βernard Botte, Les origines de la Noel et de l' Εpiphanie, Louvain 1932. Βλ. κριτικήν επ' αυτού υπό Χρυσοστόμου (Α' ) Αρχιεπισκόπου Αθηνών, εν: «Θεολογία» 1933 σ. 265-271).
47. Ενίοτε και θεσμούς ανεθεώρησεν η Εκκλησία, μη απτομένους βεβαίως των δογμάτων, αναλόγως των εκάστοτε αναγκών, και ιερών Κανόνων εδέχθη σιωπηρώς την αχρησίαν αφήσασα τούτους σιωπηρώς εις αφάνειαν, επ' ωφελεία άλλης αντιθέτου πράξεως, ως τούτο συνέβη λ.χ. εις την περίπτωσιν του 101 Κανόνος της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου, καταδικάζοντας την χρήσιν λαβίδος ή άλλου οργάνου κατά την Θ. Μετάληψιν και διατάσσοντος, επί ποινή αφορισμού, την μετάληψιν των λαϊκών καθ' ον τρόπον μεταλαμβάνουσι σήμερον οι κληρικοί (Πρβλ. «Οι Τρεις Ιεράρχαι» 1959 σ. 19 ). Αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακοπούλου, ένθ. ανωτ. σ. 28 επ., και άλλους δι' άλλων αντικατέστησεν ως λ.χ. τον ΛΖ' Αποστολικόν και τον Ε' της Α' Οικουμενικής Συνόδου, διά του Η' της εν Τρούλλω, και του Στ' της Ζ', τον ΛΑ' Αποστολικόν διά των ΙΓ', ΙΔ' και ΙΕ' της Πρωτοδευτέρας. Βλ. «Εκκλησίαν» 1934 σ. 19. Ορθότατα ουν οι Πατριάρχαι της Ανατολής διέλαβον εν Εγκυκλίω αυτών προς τους Άγγλους. Αρχιεπισκόπους: «Εκ τών Εκκλησιαστικών βιβλίων δήλόν εστι ότι έθη μεν και τάξεις παρηλλαγμέναι ήσαν τε και εισίν εν διαφόροις τόποις και Εκκλησίαις».
48. Πρβλ. , Γ. Μαντζαρίδου, Η αρχή της εκκλησ. ενότητος κατά τους Πατέρας της Εκκλησίας μέχρι του Γ' αιώνος, εν: «Γρηγ. Παλαμάς» 1973 σ. 465.
49. Βλ. Κ. Μπόνη, Ο άγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος και αι περί Εκκλησίας αντιλήψεις αυτού εν: «Ορθόδ. Σκέψις» 1958 σ. 21. Γ.Κονιδάρη, Η διαμόρφωσις της Καθολικής Εκκλησίας μέχρι των αρχών του ε' αιώνος και οι τρεις Ιεράρχαι, Αθήναι 1955 σ. 27. Πρβλ. και Κυπριανου Καρχηδόνος, De catholicae ecclesiae unitate. Ομοίως Χρυσοστόμου (Α'), Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Επίτομος Εκκλησιαστική Ιστορία. Κεφ. Δ' Εσωτερική οργάνωσις της Εκκλησίας, παράγρ. 32., Η ενότης της Καθολικής Εκκλησίας, εν: «Ανάπλασις» 1924 σ. 27. Ι. Ζηζιούλα, Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία και τω Επισκόπω. Αθήναι 1965 σ. 9. Κ. Μουρατίδου, Σχέσις Εκκλησίας και Πολιτείας σ. 123. Μαξίμου, Μητροπολίτου Σάρδεων, Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον... σ.. 15.
50. Εκκλησίας Ελλάδος, Το Ημερολογιακόν ζήτημα... σ. 8-9. Ως προς την Εκκλησίαν Βουλγαρίας βλ. ειδικώτερον Eastern Churches review, (autumn 1970 ) και «Άγιον Κυπριανόν» 1972 φ. 65 σ. 49-50.
51. Εκκλησίας Ελλάδος, Το Ημερολογιακόν ζήτημα, Εισήγησις προς την Πανορθόδοξον Μεγάλην Σύνοδον - Αθήναι 1971 σ. 7.
52. Ένθ. ανωτ. σ. 11-12.
53. Βλ. και κατωτέρω σελ. 1.62 επ.
54. Αρχ. Επιφ. Θεοδωροπούλου, Άρθρα, μελέται, επιστολαί. Α' σ. 182 επ. 55.-Βλ. την Διακήρυξιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου έτους 1920, εν ή η παραδοχή ενιαίου ημερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανικών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών τίθεται ως μέσον προς επίτευξιν αγαθόφρονος διαθέσεως μεταξύ των Εκκλησιών, εν: Ιω. Καρμίρη; Τα δογματικά... τ. Β' σ. 958-959.
56. Β. Σακκά, Υπόμνημα προς τον Σεβ. Αρχιεπίσκοπον Μόντρεαλ και παντός Καναδά κ. Βιτάλιον σ.12
|
|
|