image with the sign of Myriobiblos



Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Μουσείο | Έρευνα | Μαθήματα

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Εκκλησιαστική Ιστορία
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ
ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"


ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ,
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών


Περιεχόμενα


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ «ΔΙΟΡΘΩΜΕΝΟΥ» ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
ΕΝ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΓΕΝΕΣΙΣ
ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

2. Η εφαρμογή της περί «διορθώσεως» του Ιουλιανού Ημερολογίου αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας και αι πρώται κατ’ αυτής αντιδράσεις.

Εν τω μεταξύ ελήφθη εν Αθήναις το από 23 Φεβρουαρίου 1924 τηλεγράφημα του Οικουμενικού Πατριάρχου, έχον ούτω: «Συνοδική αποφάσει ενεκρίθη σήμερον οριστικώς προσαρμογή εορτολογίου και πολιτικού ημερολογίου 10ην προσεχούς Μαρτίου»(15). Ανάλογον τηλεγράφημα απεστάλη υπό του Οικουμεν. Πατριάρχου και προς τους Ιεράρχας των Νέων Χωρών, ηκολούθησε δε και η απόλυσις σχετικής από 27 Φεβρουαρίου 1924 Εγκυκλίου του Οικουμεν. Πατριαρχείου προς τους Ιεράρχας της πνευματικής αυτού δικαιοδοσίας(16). Ούτως ο Οικουμενικός Θρόνος πρωτοστατών(17) εις την εφαρμογήν των περί Ημερολογιακού αποφάσεων του Π.Σ. έδιδε, «μετά επαναληπτικήν του ζητήματος μελέτην», το σύνθημα της ημερολογιακής μεταβολής εξ ονόματος της όλης Ορθοδοξίας, κατά την εν τη «Ορθοδοξία» της 30-6-1926 δημοσιευθείσαν Έκθεσιν.

Είναι, εν τούτοις, προφανές ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, εχώρει ήδη προς εφαρμογήν της ημερολογιακής μεταβολής άνευ επιτεύξεως πανορθοδόξου περί ταύτης συμφωνίας, ην προ ενός μόλις μηνός εθεώρει «αναγκαίαν»(18). Το γεγονός τούτο, συνδυασθέν προς το εμπερίστατον του Οικουμεν. Θρόνου εν τοις τότε κρισίμοις καιροίς, έδωκε λαβήν εις διατύπωσιν της υποψίας, ότι η ουτωσεί ληφθείσα απόφασις αυτού υπήρξεν αποτέλεσμα της ασκηθείσης επ' αυτού δεινής πιέσεως εκ μέρους της τότε ελληνικής Κυβερνήσεως(19), τοσούτω μάλλον όσω μεταγενεστέρως και δη και εν τη συνεδρία της ΙΣΙ της 2-7-1929 αυτός ο υπέρμαχος της ημερολογιακής μεταβολής και θεωρητικός αυτήςυποστηρικτής Μητροπολίτης Μαρωνείας Άνθιμος, ο από Βιζύης, ωμολόγησεν, ότι η περί εισαγωγής του νέου ημερολογίου απόφασις και πρωτοβουλία του Οίκουμενικού Πατριαρχείου «δεν εγένετο εν καταλλήλω χρόνω και τρόπω»(20). Βεβαίως μία τοιαύτη εκδοχή δεν δύναται παντάπασι ν' αποκλεισθή.

Εν πάση περιπτώσει το από 23 Φεβρουαρίου 1924 τηλεγράφημα τούτο του Οικουμενικού Πατριάρχου εύρεν εν Αθήναις τον Αρχιεπ/πον Χρυσόστομον μόνον εκπροσωπούντα την Ιεραρχίαν της Εκκλησίας της Ελλάδος,:κατά τον νέον τότε Καταστατικόν Νόμον(21) έχοντα όμως ανά χείρας την από 27-12-1923 απόφασιν αυτής περί αφομοιώσεως του εκκλησιαστικού ημερολογίου προς το πολιτικόν «υπό τον όρον της συμφωνίας του Οικουμενικού Πατριάρχου»(22). Παρά ταύτα ούτος ανέμεινεν επί μίαν περίπου εβδομάδα «ζητών ίνα μάθη εάν συνεφώνησαν πάσαι αι Εκκλησίαι»(23). Τέλος δε τη 3-31924 τηλεγραφικώς απαντήσας προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην εδήλωσεν, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος οριστικώς πλέον απεδέχθη την πρότασιν και απόφασιν του Οικουμενικού Θρόνου.

Μετά επταήμερον επρόκειτο να τεθή εις εφαρμογήν η «διόρθωσις». Ο χρόνος ήτο ήδη συνεσταλμένος και η Εκκλησία, κλήρος άμα και λαός, εν πολλοίς απληροφόρητος. Αυθημερόν όθεν εξαπελύθη προς τους Σεβ. Ιεράρχας η κάτωθι τηλεγραφική Εγκύκλιος : «Η Εκκλησία της Ελλάδος, συμφώνως τη αποφάσει της Ιεράς Συνόδου, απεδέχθη την ορισθείσαν υπό του Οικουμεν. Πατριαρχείου διόρθωσιν του Ιουλιανού ημερολογίου, καθ' ην η 10 Μαρτίου(24) του εορτολογίου θα λογισθή και θα ονομασθή(23). Το εορτολόγιον και το Πασχάλιον της ορθοδόξου Εκκλησίας μένουσιν αμετάβλητα. Αι ακίνητοι εορταί θα εορτάζωνται κατά τας ανέκαθεν υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας καθωρισμένας ημέρας. Κατά το έτος μόνον τούτο, εξαιρετικώς, τη Β' Κυριακή της Μεγ. Τεσσαρακοστής θα συνεορτασθή η μνήμη των αγίων των ημερών 10 - 23 Μαρτίου του εορτολογίου. Το Πάσχα και αι άλλαι κινηταί εορταί θα τελεσθώσι κατά τας ημέρας του Πασχαλίου, ονομαζομένας μόνον διά των ημερομηνιών του διορθωθέντος και εν χρήσει της Ορθοδόξου Εκκλησίας όντος Ιουλιανού ημερολογίου, ήτοι το Πάσχα θα εορτασθή τη 27η Απριλίου. Κατά ταύτα από της 23ης αρξαμένου μηνός Μαρτίου θα υπάρχη εν ημερολόγιον εν Ελλάδι διά τε την Εκκλησίαν και την Πολιτείαν. Επεξηγηματική Εγκύκλιος αποστέλλεται»(25). Η τοιαύτη δε επεξηγηματική Εγκύκλιος υφ' ημερομηνίαν 1-3-1924 τοις Σεβ. Ιεράρχαις της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος απευθυνομένη(26) απεσκόπει εις την πλήρη διαφώτισιν της σεπτής Ιεραρχίας επί των λόγων οίτινες «προς πρόληψιν της περαιτέρω δεινής και επιζημιωτάτης ημερολογιακής συγχύσεως και ανωμαλίας» ωδήγησαν την Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας «όπως προβή εις σχετικήν πρότασιν πρός το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και δι' αυτού προς τας λοιπάς Αυτοκεφάλους Ορθοδόξους Εκκλησίας, συνυποδεικνύουσα άμα και τρόπον λύσεως του ζητήματος», όστις προς «χάριν του ορθοδόξου ελληνικού λαού» ου μην αλλά και της κανονικής εν τη ορθοδόξω Εκκλησία τάξεως, περιωρίζετο εις απλήν του Ιουλιανού Ημερολογίου «διόρθωσιν». Συνεχίζουσα η εν λόγω Εγκύκλιος ανεφέρετο εις ιστορικήν αναδρομήν περί των κρατησάντων ημερολογίων και της σημασίας αυτών διά την Εκκλησίαν, ουδενός χρονολογικού συστήματος απορρεύσαντος εξ αποφάσεως Οικουμεν. Συνόδου και κατά συνέπειαν μη αποτελούντος «θεσμόν αμετάβλητον, δογματικόν ή σωτηριώδη έχοντα χαρακτήρα». Εις την συνέχειαν διευκρινίζετο ο χαρακτήρ του υπό της Α' Οικουμεν. Συνόδου γενομένου διακανονισμού της του αγίου Πάσχα εορτής, υπό την έννοιαν ότι «δεν διετάχθη υπό της Συνόδου ωρισμένον χρονολογικόν ή μηνολογικόν σύστημα επί δύο δ' αιώνας εξηκολούθησαν αι διαφωνίαι μεταξύ Ρώμης ιδία, και Αλεξανδρείας ένεκα εσφαλμένων χρονικών υπολογισμών» με αποτέλεσμα την χρονολογικήν διαφοροποίησιν του εορτασμού του Πάσχα εν ταις διαφόροις Εκκλησίαις, εις επίρρωσιν της δόξης καθ' ην «η περί της ημέρας της εορτής του Πάσχα απόφασις της Α' Οικουμενικής Συνόδου δεν συνεδέθη μεθ' ωρισμένης και διά πάντας υποχρεωτικής χρονολογήσεως», κατά τον ε' μόλις αιώνα επελθούσης σχετικής ομοφωνίας. Ακολουθως ανεπτύσσετο το από των μέσων κυρίως χρόνων αναφυέν πρόβλημα της ολονέν επερχομένης διαφοράς του έτους του Ιουλιανού Ημερολογίου από του πραγματικού, συμποσουμένης εν τοις καθ' ημάς χρόνοις εις 13 όλας ημέρας, ενώ «προκειμένου περί της εορτής του Πάσχα, το ανωτέρω λάθος του Ιουλιανού Ημερολογίου και εσφαλμένοι τινες υπολογισμοί του Πασχαλίου Κανόνος απομακρύνουσιν αυτήν κατά πολλάς ημέρας από της καθορισθείσης υπό της Α' Οικουμενικής Συνόδου χρονικής βάσεως», ων ένεκα «δεν τηρείται ακριβώς η διάταξις της Συνόδου» και η Εγκύκλιος περιεστρέφετο εν συνεχεία εις την, ως εκ της τοιαύτης διαφοράς και της εν τοις πολιτικοίς και κοινωνικοίς κύκλοις εισαγωγής του Γρηγοριανού Ημερολογίου δημιουργηθείσαν σύγχυσιν παρά τω λαώ, ήτις πλέον ως ανάγκη επιτακτική επέβαλλε την διόρθωσιν του ημερολογίου: Και η μεν «ριζική» του ημερολογίου τούτου διόρθωσις δεν κατέστη δυνατή, «προς πρόληψιν (όμως) της περαιτέρω συγχύσεως των ορθοδόξων λαών απεφασίσθη η άρσις της διαφοράς των 13 ημερών, αποτελούσα την βάσιν της «διορθώσεως» του Ιουλιανού Ημερολογίου. Επετεύχθη δε αύτη διά της αποφάσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως η κατά το Ιουλιανόν Ημερολόγιον 10 Μαρτίου του έτους τούτου λογισθή, ονομασθή και εορτασθή ως 23 Μαρτίου»(27).

Περαιτέρω η Εγκύκλιος διεσάφει και ανέλυε τας επερχομένας εν τη πράξει μεταβολάς, ως εκ της συμπτώσεως των ημερολογίων πολιτικού και εκκλησιαστικού, ιδιαίτερον ποιουμένη λόγον περί του αμεταβλήτου του Πασχαλίου και των εξ αυτού εξαρτωμένων κινητών εορτών, μελλουσών να εορτάζωνται εφεξής «κατα τας εν τω Πασχαλίω ημέρας, ονομαζομένας όμως διά των ημερομηνιών του διωρθωμένου ημερολογίου» ενώ «αμετάβλητοι μένουσι και πάσαι αι εκ του Πάσχα εξαρτώμεναι εορταί» και «τα εκκλησιαστικά βιβλία (Παρακλητική, Τριώδιον, Πεντηκοστάριον ), αι Αποστολικαί και Ευαγγελικαί περικοπαί θα κανονίζωνται απαραλλάκτως, ως και πρότερον, κατά τας διατάξεις του Πασχαλίου και του Κυριακοδρομίου»(28). Τέλος, η Εγκύκλιος επεκαλείτο την των Σεβασμιωτάτων Ιεραρχών «πολύτιμον συμβολήν» πρός εφαρμογήν του νέου τούτου ημερολογιακού συστήματος «ίνα συμφώνως πάντες άγωμεν τας αγίας εορτάς και εν μιά καρδία δοξάζωμεν και ανυμνώμεν το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομα του Κυρίου, του εν τη ιδία εξουσία θεμένου καιρούς και χρόνους, εορτάζωμεν δ' εν αγνότητι ψυχής και πεφωτισμένη ευσέβεια, ως νέον φύραμα, κατά τον Απόστολον»(29).

Η δι' αποφάσεως του Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου, μετ' εξουσιοδότησιν βεβαίως της ΙΣΙ, εισαγωγή της «διορθώσεως» του Ιουλιανού Ημερολογίου εν τη Εκκλησία της Ελλάδος, απετέλεσε το αντικείμενον σφοδράς επιθέσεως εκ μέρους των παλαιοημερολογιτών, οίτινες κατηγόρησαν αυτού ως «διά μιάς Εγκυκλίου» θέντος «εν μοίρα Καρός τας γνώμας των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών και δη την Εκκλησίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπερ ευρεθέν προ τετελεσμένου γεγονότος ηναγκάσθη να προσχωρήση και τούτο εις την αποδοχήν του νέου Εκκλησ. Ημερολογίου»(30). Το πρόβλημα εν τούτοις τίθεται γενικώτερον, και δη και υπό την έννοιαν της αξιολογήσεως της ως είρηται ενεργείας του Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου, εν όψει της γνωστής αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας του έτους 1923. Κατ' αυτήν η ημερολογιακή μεταβολή δει να συντελεσθή αφ' ενός μεν μετά συνεννόησιν μετά των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, αφ' ετέρου δε κατόπιν συμφωνίας μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Λεκτέον ενταύθα και τούτο, ότι εις τον Μακαρ. Χρυσόστομον είχε παρασχεθή συνοδική εξουσιοδότησις ίνα, συντρεχόντων των ως άνω όρων, προελθη εις την ενέργειαν των δεόντων, προς εφαρμογήν των αποφασισθέντων. Εκ των ώδε εκτεθέντων καθίσταται πρόδηλον, ότι αμφότεροι οι ως είρηται όροι είχον πληρωθή κατά την υπό του Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου λήψιν της οριστικής αποφάσεως περί εισαγωγής εν τη Εκκλησία του διωρθωμένου Ιουλιανού Ημερολογίου. Ούτως είχε προηγηθή συνεννόησις του Οικουμεν. Πατριαρχείου μετά πασών των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, μη αποδούσα βεβαίως τα αναμενόμενα αποτελέσματα, είχε δ' επιτευχθή η επί του προκειμένου, ως προς την Εκκλησίαν της Ελλάδος, συμφωνία του Οικουμεν. Θρόνου, έχοντος επί πλέον υπό .την δικαιοδοσίαν αυτού τας Νέας Χώρας της Ελλάδος. Και ναι μεν υπό των εν έτει 1935 προσχωρησάντων εις το παλαιοημερολογιτικόν κίνημα τριών Αρχιερέων, οι ως άνω δύο όροι της κατά το 1923 συνελθούσης ΙΣΙ ηρμηνεύθησαν άλλως πως, υπό την έννοιαν δηλονότι, ότι ως συνεννόησις εννοείτο η συμφωνία πασών των ορθοδόξων Εκκλησιών, του περί συμφωνίας του Οικουμεν. Πατριαρχείου όρου τεθέντος, κατ' αυτούς, μόνον «ίνα εξάρη την συμφωνίαν του Οικουμενικού Θρόνου και διότι ούτος είναι ο Άρειος Πάγος της Ορθοδοξίας και διότι αι επαρχίαι των Νέων Χωρών της Ελλάδος εξηρτώντο τότε εκ του Οικουμενικού Πατριαρχείου»(31). Όμως η τελευταία αύτη εκδοχή, ην δεν έχομεν αντίρρησιν να δεχθώμεν και ημείς, δεν αποκλείει την ερμηνείαν ην ημείς εδώκαμεν εις τους δύο τούτους όρους, μάλλον δ' ενισχύει την άποψιν ημών ότι καίτοι το ημερολογιακόν ζήτημα δεν απήτει ως προς την «διόρθωσιν» του Ιουλιανού ταυτόχρονον υπό πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών εφαρμογήν, εν τούτοις η συμφωνία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ετέθη ως απαραίτητος όρος και διά τους υπό των τριών Μητροπολιτών μνημονευομένους λόγους, και επί πλέον ένεκα θυγατρικού σεβασμού της Εκκλησίας της Ελλάδος έναντι αυτού, δωροφορήσαντος αυτή το Αυτοκέφαλον. Πέρα τούτων η διατυπωθείσα άποψις καθ' ην, μετά την συνεχισθείσαν άρνησιν ιδία του Πατριάρχου Αλεξανδρείας, θα έδει ο Μακαρ. Χρυσόστομος να συγκαλέση εκ νέου την ΙΣΙ(32) τυπικώς μεν δεν ευσταθεί, διότι ο Αρχιεπ/πος είχεν εξασφαλίσει την εξουσιοδότησιν της Ιεραρχίας ίνα χειρισθή το ζήτημα μόνος πλέον, εντός των διαγραφέντων υπ' αυτής πλαισίων, ουσιαστικώς δε ουκ έρρωται διά τον λόγον, ότι το θέμα είχεν αναχθή εις ανώτερον ούτως ειπείν δικαιοδοτικόν όργανον, την Σύνοδον του Οικουμεν. Πατριαρχείου, ήτις είχεν ήδη αποφανθή.

Την περί εφαρμογής, εν τούτοις, του διωρθωμένου Ιουλιανού απόφασιν αυτού εν τη Εκκλησία της Ελλάδος ο Μακ. Χρυσόστομος ανεκοίνωσε και προς τους Πατριάρχας Αλεξανδρείας Φώτιον, Αντιοχείας Γρηγόριον, Ιεροσολύμων Δαμιανόν και Σερβίας Δημήτριον και πρός τους Αρχιεπ/πους Κύπρου Κύριλλον και Ρουμανίας Μύρωνα, γνωστοποιήσας αυτοίς ότι «η Εκκλησία της Ελλάδος απεδέχθη την απόφασιν του Οικουμεν. Πατριαρχείου περί συνταυτισμού του Εκκλησιαστικού προς το πολιτικόν ημερολόγιον, οριζομένης της 10ης Μαρτίου ως 23». Ωσαύτως ετηλεγράφησε προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Κων/λεως, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, έθηκεν εις εφαρμογήν την περί ημερολογίου σχετικήν απόφασιν αυτού(33).

Ο Οικουμεν. Πατριάρχης Γρηγόριος, διά του από 8-3-1924 Γράμματος αυτού ανεκοίνου εκτενέστερον τα εις την τηλεγραφικήν αυτού περί ημερολογίου έγκρισιν διαλαμβανόμενα, ήτοι την «οριστικήν απόφασιν» της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας «περί εισαγωγής ανυπερθέτως από της 10ης Μαρτίου ε.έ. του νέου ημερολογίου και εις το της Εκκλησίας εορτολόγιον διά πάσας τα ακινήτους εορτάς, πλην του Πασχαλίου, μέχρι της οριστικής τούτου διευθετήσεως» τονίζων δε ότι «γνώσιν της αποφάσεως ήδη δι' επιστολών και εγκυκλίων έλαβαν πάσαι αι λοιπαί αδελφαί Αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι και πάσαι αι εν τω θεοσώστω Βασιλείω της Ελλάδος Μητροπόλεις, Επισκοπαί και ιεραί Πατριαρχικαί και Σταυροπηγιακαί Μοναί» εξέφραζε την ελπίδα, ότι «πλήν της αδελφής Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτις απεδέξατο ήδη τελειωτικώς την πρότασιν ημών περί ενάρξεως της προσαρμογής ταύτης από 10ης Μαρτίου ε.έ. και αι λοιπαί αδελφαί Εκκλησίαι, αι τε αποδεξάμεναι πλήρως τας περί του ημερολογίου αποφάσεις του Πανορθοδόξου Συνεδρίου και αι διάφορον σχούσαι άχρι τούδε περί του θέματος τούτου αντίληψιν, προφρόνως μέλλουσιν εισάξειν και αυταί πάσαι το νέον ημερολόγιον παρ' εαυταίς κατά την ως άνω ημερομηνίαν, χάριν της -τηρήσεως της κοινής ενότητος και αρμονίας» παρακαλών εν τέλει τον Μακαριώτατον Αθηνών όπως «συμβάληται εγκαίρως και πειστικώς όπου δει προς την ευκταίαν ταυτόχρονον εφαρμογήν»(34)

Και εν αυτή έτι εσχάτη ώρα το Οικουμενικόν Πατριαρχείον επεζήτει την, επί τη αποφασισθείση ήδη υπ' αυτού ημερολογιακή.μεταβολή, σύμπραξιν των απανταχού Ορθοδόξων Εκκλησιών, ήν έκρινεν «ευκταίαν», καίτοι ελάχισται διεφαίνοντο και αμυδρόταται αι ελπίδες μεταβολής της ήδη εσχηματισμένης καταστάσεως.

Εντός του πνεύματος τούτου κινούμενος ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος και εκπληρών την εν τη πρόσθεν διαληφθείση επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχου διατυπουμένην παράκλησιν, έσπευσε να επικοινωνήση μετά τε των αγιωτάτων ορθοδόξων Πατριαρχών και τού Μακ: Αρχιεπ/που Κύπρου, επιστείλας αυτοίς από 12ης Μαρτίου 1924, και γνωρίσας αυτοίς αδελφικώς «ότι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ουκ επ' αθετήσει των υπό της Α' Οικουμενικής Συνόδου νενομοθετημένων, αλλά της σωτηρίας και της προκοπής της επί το κρείττον των ορθοδόξων προμηθουμένη έκρινε, μετά συναίνεσιν και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την κατά τον άνω τρόπον διόρθωσιν του εν χρήσει της Ορθοδόξου Εκκλησίας Ιουλιανού Ημερολογίου ως και ή ώδε έγκλειστος Συνοδική Εγκύκλιος παραδηλοί, αποδέχεται δε και την. εν τούτω συμφωνίαν (αυτών ) προθύμως έχουσα συνεργήσαι εις την εν Συνόδω της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας εξέτασιν και διόρθωσιν του Πασχαλίου Κανόνος»(35).

Εκ τε της επιστολής ταύτης ου μην και εκ των εν τοις πρόσθεν παρατεθέντων στοιχείων σαφώς καταφαίνεται ο αρχήθεν επιδιωχθείς διαχωρισμός δύo κεχωρισμένων απ' αλλήλων ζητημάτων, άτινα συγχέονται πολλάκις και συναναμείγνυνται εν τη εξετάσει της ημερολογιακής μεταβολής. Το μεν εν ζήτημα είναι η «διόρθωσις» του απηκριβωμένου επιστημονικού σφάλματος εν τη εξελίξει των κατά το Ιουλιανόν Ημερολόγιον ημερομηνιών και ή ανάλογος μετατόπισις αυτών, το δεύτερον δε είναι η διόρθωσις του Πασχαλίου. Και διά μεν την επίλυσιν του πρώτου θέματος, όντος καθαρώς επιστημονικού χαρακτήρος, και -μη απτομένου δογματικού ή κανονικού πεδίου, ήρκει, ως εν ειδικώ τμήματι της παρούσης διαλαμβάνομεν, η απόφασις της ΙΣΙ της Εκκλησίας ημών. Διά δε την αντιμετώπισιν του δευτέρου, στενώς συναπτομένου προς τον εορτασμόν του Πάσχα, απητείτο και απαιτείται πανορθοδόξου Συνόδου απόφασις.

Αι απαντήσεις εις το ως άνω Γράμμα του Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου ελήφθησαν μετ' ου πολλάς ημέρας εις Αθήνας. Ούτως ο μεν Αρχιεπ/πος Κύπρου Κύριλλος ετηλεγράφει τη 10/23 Μαρτίου απαντητικώς, ότι εφηρμόσθη εν Κύπρω τη ημέρα, εκείνη η περί ημερολογίου απόφασις, ο δε Πατριάρχης των Σέρβων Δημήτριος, τηλεγραφικώς και ούτος και διά της εν Αθήναις πρεσβείας της Νοτιοσλαυίας απήντα ότι «επειδή μικρόν διάστημα υπήρξεν από της κοινοποιήσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δεν εγένετο δεκτόν να εισαχθή το νέον ημερολόγιον, αλλ' είναι πιθανόν ότι θά εισαχθή μετά την σύγκλησιν της συνελεύσεως των αρχιερέων(36). Ετέρωθεν ο Ρουμανίας Μύρων, διά του από 7 Ιουλίου 1924 απαντητικού αυτού Γράμματος, εγνώριζεν ότι αποφάσει της περί αυτόν Ιεράς Συνόδου, ληφθείση τη 13/26 Ιουνίου 1924, εισαχθήσεται από 1/14 Οκτωβρίου 1924 τη Εκκλησία Ρουμανίας το νέον τροποποιημένον ημερολόγιον, μη θιγομένου του Πασχαλίου, εκφράζων συνάμα την ευχήν όπως «εάν απομένωσιν ορθόδοξοι και εν Χριστώ αδελφαί Άγιαι Εκκλησίαι, αίτινες δεν ήθελον κρίνει έγκαιρον την εισαγωγήν (παρ' αυταίς) του νέου ημερολογίου, η αδελφική αγάπη και ο πνευματικός τε και κοινωνικός δεσμός δέον να μη υποστή ουδεμίαν βλάβην εκ του λόγου τούτου»(37). Και πάνυ ευλόγως. Η τυχόν εορτολογική διαφοροποίησις των επί μέρους αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών δεν θα έδει να ταράξη τας άλλως αγαθάς μεταξύ αυτών σχέσεις, ουδέ να κλονίση την ενότητα αυτών.

Εις την, από 6 Μαΐου 1924 απάντησιν αυτού ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός εγνώριζε προς τον Αρχιεπ/πον Χρυσόστομον ότι «η αγιωτάτη μήτηρ των Εκκλησιών, εξετίμησε μεν τους λόγους δι' ους η Ιερά Σύνοδος της Αγιωτάτης εν Ελλάδι Εκκλησίας ην ηναγκασμένη προβήναι εις την άνω του εν χρήσει ημερολογίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας διόρθωσιν, προς άρσιν της συγχύσεως του φιλοθρήσκου Ελληνικού λαού, ουκ'ολίγον σκανδαλιζομένου εκ της διαφοράς του πολιτικού και εκκλησιαστικού ημερολογίου, αδυνατεί μέντοι αύτη, εν γε τω παρόντι και μέχρις άρσεως των κωλυόντων αυτήν λόγων, αποδεχθήναι την άνω διόρθωσιν διά τε την γνωστήν μειονεκτικήν θέσιν εις ην τίθησιν αυτήν έναντι των Λατίνων εν τοις Παναγίοις Προσκυνήμασιν και τους εκ του προσηλυτισμού κινδύνους»(38). Άλλαις λέξεσι το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων, συμφωνούν κατά βάσιν προς την «διόρθωσιν» του Ιουλιανού Ημερολογίου, επεκαλείτο ειδικάς, δι' αυτό μόνον ισχυούσας, περιστάσεις, ων ένεκα ευρίσκετο εις αδυναμίαν προσχωρήσεως εις αυτήν. Ήσαν δ' αι περιστάσεις αύται αφ' ενός μεν η έναντι των Λατίνων μειονεκτική θέσις, εις ην θα περιήρχετο η Ορθόδοξος Εκκλησία τυχόν προσχωρούσα εις την «διόρθωσιν», ήτις εξωτερικώς έδιδε την εντύπωσιν, λόγω της ταυτίσεως των ημερομηνιών, προσχωρήσεως εις το λατινικόν Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, αφ' ετέρου δε ο κίνδυνος του προσηλυτισμού, όχι άγνωστος εν ταις περιοχαίς ταύταις (39), ήτοι λόγοι ειδικήν και τοπικήν έχοντες σημασίαν: Ειδικώτερον οι δισταγμοί του Πατριάρχου ωφείλοντο και εις την ανάγκην της προ πάσης ημερολογιακής μεταβολής συνάψεως συμβάσεως αυτού μετά τινων ετεροδόξων κυρίως Εκκλησιών «προς πρόληψιν συγκρούσεων και αταξιών εντός των ιερών προσκυνημάτων»(40) καίτοι οι φόβοι ούτοι εχαρακτηρίσθησαν μεταγενεστέρως υπό του Μητροπολίτου Νουβίας Νικολάου ως υπερβολικοί(41).

Επομένως δεν είναι ορθόν το υπό των παλαιοημερολογιτών υποστηριζόμενον ότι «την μονομερή και αντικανονικήν (εν Ελλάδι) αλλαγήν του εκκλησιαστικού ημερολογίου ου μόνον δεν ενέκριναν τα τρία της Ανατολής Πατριαρχεία αλλά και δριμύτατα κατέκριναν ταύτην ως αντικειμένην εις τους Κανόνας, τους θεσμούς της Ορθοδοξίας και τας σεπτάς της Εκκλησίας παραδόσεις»(42). Το αληθές εν προκειμένω είναι τούτο, ότι εκ των τριών Πατριαρχείων της Ανατολής μόνον το της Αλεξανδρείας ετάχθη αναφανδόν, ίσως και διά λόγους προσωπικούς(43), κατά της ημερολογιακής ταύτης μεταβολής διά του από 20 Απριλίου 1924 Γράμματος του Πατριάρχου Φωτίου προς τον Αρχιεπ/πον Αθηνών απευθυνομένου. Εν αυτώ ούτος εδήλου ότι η Εκκλησία Αλεξανδρείας «ουδεμίαν ουδαμώς έβλεπεν ανάγκην, αλλ' ουδ' απλώς περιστάσεων συνθήκην ή φοράν επιβάλλουσαν την διόρθωσιν του εν χρήσει της Ορθοδόξου Εκκλησίας ημερολογίου», διότι εξελάμβανε την μεταβολήν ως απτομένην δογματικών και κανονικών σημείων(44). Τελευτών δ' εδήλου ότι η περί αυτόν «Ιερά Σύνοδος την μεν «διόρθωσιν» ην τεθεσπισμένην ήδη αγγέλλει (ο Αρχιεπ/πος Αθηνών) αποκρούει, ετοίμως μέντοι έχουσα συνεξετάσαι τα κατ' αυτήν εν προσήκοντι τόπω και χρόνω μετά των αδελφών Αγιωτάτων Εκκλησιών, εμμένουσα δ' εν τοις πρότερον περί τούτου προδεδογμένοις, προτείνει και αύθις την συγκρότησιν Συνόδου ή μεγάλης Τοπικής ή Οικουμενικής ήσπερ άνευ ουδεμία περί καθεστώτος κοινού τη όλη Εκκλησία, είτε γνώμη είτ' απόφασις μονομερής έσται ή λογισθήσεται έγκυρος κανονικώς και τη απαραιτήτω ισχύι κατωχυρωμένη»(45). Παρά ταύτα ο αυτός Πατριάρχης Φώτιος επέτρεψεν εις τας εκτός της Αιγύπτου παροικίας της δικαιοδοσίας αυτού ίνα εφαρμόσωσι την γενομένην «διόρθωσιν» του ημερολογίου(46), γεγονός όπερ μαρτυρεί ότι και αυτός ο δεινός της ημερολογιακής μεταβολής πολέμιος, ανεγνώριζε την ύπαρξιν λόγων ανάγκης, ων ένεκα επετρέπετο παρέκκλισίς τις από της κανονικής ακριβείας, πέριξ της οποίας είλίσσετο η σκέψις αυτού. Διαφωτιστικά εν προκειμένω περί του βαθέος νοήματος των λόγων, ους εν τω ως άνω Γράμματι αυτού περιέλαβεν ο Πατριάρχης Φώτιος είναι όσα ο Μητροπολίτης Νουβίας Νικόλαος, εν έτει 1927 εδήλου σχετικώς διευκρινίζων ότι «η Εκκλησία Αλεξανδρείας δεν εδέχθη την μεταρρύθμισιν του ημερολογίου, όχι διότι είναι κατ' αρχήν κατά της μεταρρυθμίσεως και υπέρ του παλαιού ημερολογίου, ούτε διότι θεωρεί το ζήτημα τούτο δογματικόν και κατ' αρχήν αμετάβλητον. Απόδειξις είναι ότι ο αοίδιμος Πατριάρχης Φώτιος ερωτηθείς, επέτρεψεν εις τους ιερείς των ορθοδόξων Κοινοτήτων Ν. Αφρικής, δηλαδή της Πραιτωρίας και Μπεΐρας, του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδος και άλλων να εορτάζωσι κατά το νέον ημερολόγιον προς ευκολίαν των χριστιανών διά λόγους τοπικούς. Εάν το ζήτημα ήτο δογματικόν και έθιγε την ορθόδοξον πίστιν ουδέποτε ο συντηρητικός αοίδιμος Φώτιος θα επέτρεπε τούτο. Αλλ' ηναντιώθη ως και η περί αυτόν Σύνοδος εις την μεταρρύθμισιν του ημερολογίου προσωρινώς διά λόγους κανονικούς και δεν συνεφώνησε πρός τας Εκκλησίας της Κων/λεως, Κύπρου και Ελλάδος διότι εφρόνει ότι τοιαύτα ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος δεν πρέπει να λύωνται μονομερώς υπό μιάς ή τινών Εκκλησιών. Διά τούτο η Εκκλησία Αλεξανδρείας επρότεινε την σύγκλησιν Οικουμενικής ή Τοπικής Συνόδου»(47). Ειρήσθω δ' ότι και το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας δι' αποφάσεως αυτού της 21-1-1928 εδέχθη και εισήγαγε το διωρθωμένον Ιουλιανόν Ημερολόγιον από 1ης Οκτωβρίου 1928, αριθμηθείσης ως 14ης.

Παρά πάντα ταύτα γεγονός τυγχάνει, ότι η αντίδρασις έστω μόνον του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας εις την αποφασισθείσαν εν Ελλάδι ημερολογιακήν μεταβολήν υπήρξε λίαν σημαντικός παράγων των περαιτέρω επί του όλου -ημερολογιακού εξελίξεων, διότι επί ικανόν χρόνον απετέλει σοβαρώτατον όπλον -εις χείρας των αγωνιζομένων κατά της γενομένης μεταβολής.

Κατά ταύτα, εν όψει εισαγωγής εν τη Εκκλησία της Ελλάδος από 10-3-1924 του διωρθωμένου Ιουλιανού Ημερολογίου, ως εξής διεγράφετο η κατάστασις : Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος είχεν, εν εκτιμήσει της ολονέν αυξανούσης πιέσεως, λόγω της παραλλήλου ισχύος εν Ελλάδι δύο ημερολογιακών συστημάτων, και της εκ του γεγονότος τούτου προερχομένης συγχύσεως, υιοθετήσει εν τη συνεδρία αυτής της 27-12-1923, την μέσην λύσιν της «διορθώσεως» του Ιουλιανού Ημερολογίού, έκφράσασα συνάμα την ευχήν όπως η εισαγωγή ταύτης προέλθη μετά συνεννόησιν πασών των ορθοδόξων Εκκλησιών, και δη και υπό τον όρον της συμφωνίας του Οικουμεν. Πατριαρχείου(48). Αι προς την διττήν ταύτην κατεύθυνσιν προσπάθειαι του Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου είχον επιτύχει την διατύπωσιν συμφώνου γνώμης εκ μέρους του Οικουμ. Πατριαρχείου και της Εκκλησίας Κύπρου. Ενώ βραδύτερον, και δη και μετά την ημερολογιακήν μεταρρύθμισιν ελήφθησαν αι απαντήσεις των Εκκλησιών Ιεροσολύμων, Σερβίας και Ρουμανίας, αίτινες εδήλουν το σύμφωνον αυτών. Μόνος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος, οξέως αντετίθετο εις πάσαν περί μεταβολής του κρατούντος εν τη Εκκλησία ημερολογίου ιδέαν δίχα συγκροτήσεως Μεγάλης Συνόδου, αρμοδίας ίνα αποφασίση σχετικώς(49).

Κατά συνέπειαν η «διόρθωσις» του Ιουλιανού Ημερολογίου επήλθεν εν τη Εκκλησία της Ελλάδος άνευ κοινής πασών των ορθοδόξων Εκκλησιών- συμφωνίας, παρά το γεγονός ότι «μόνον κακής πίστεως άνθρωπος θα ηδύνατο να ισχυρισθή ότι δεν εγένετο παν ό,τι ήτο δυνατόν όπως συμφωνήσωσιν εις την διόρθωσιν του Ημερολογίου πάσαι αι Εκκλησίαι»(50), του Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου επί όλον ενιαυτόν αγωνισθέντος προς την κατεύθυνσιν τούτην. Άξιον εν τούτοις παρατηρήσεως είναι το γεγονός, ότι ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος, γράφων εν έτει 1927 προς τον Αλεξανδρείας Μελέτιον περί των καταβληθεισών υπ' αυτού συντόνων προσπαθειών προς επίτευξιν πανορθοδόξου επί του ημερολογιακού συμφωνίας, εσημείου και ταύτα: «... παρεκαλέσαμεν τα σεβάσμια Πατριαρχεία της Ανατολής τα μη συμμετασχόντα του Συνεδρίου, συνεργήσαι ημίν προς το έργον της διορθώσεως μόνον του ημερολογίου. Και διεβεβαίουν μεν ημάς ταύτα ότι κατ' αρχήν την αυτήν είχαν περί της διορθώσεως του Ημερολογίου γνώμην, ως επιτρεπομένης δηλονότι δογματικώς και κανονικώς, αλλά το μεν της Αλεξανδρείας προυβάλλετο ιδίαν γνώμην περί συγκροτήσεως Οικουμενικής Συνόδου, το δε της Αντιοχείας υπεδείκνυε τους εκ της ισχυροτάτης εν Συρία και Θεοκατακρίτου Λατινικής προπαγάνδας κινδύνους του ορθοδόξου ποιμνίου, το δε των Ιεροσολύμων τας προσκυνηματικάς και τοπικάς εν Βηθλεέμ ιδίως, δυσχερείας»(51). Το νόημα επομένως της αρνήσεως του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας όπως συγκατατεθή εις την «διόρθωσιν» ήτο ότι η άρνησις αύτη ωφείλετο εις την ακολουθητέαν εν προκειμένω διαδικασίαν, ουχί δ' εις τον δήθεν αντορθόδοξον χαραχτήρα αυτής, διότι, ως και η παραινετική Εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου του έτους 1924 διελάμβανεν, εάν εκ της τοιαύτης διορθώσεως «έμελλε να προσβληθή η Ορθοδοξία ... το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας δεν θα εζήτει την σύγκλησιν Τοπικής ή Οικουμενικής Συνόδου»(52).

Η «διόρθωσις» όθεν του Ιουλιανού Ημερολογίου επηνέχθη εν τη Εκκλησία της Ελλάδος, αποφάσει της Ιεραρχίας αυτής, και συναινέσει του Οικουμενικού Πατριαρχείου τη 10η Μαρτίου 1924, ονομασθείση και λογισθείση ως 23η του αυτού μηνός. Ήδη το επίσημον Δελτίον της Εκκλησίας της Ελλάδος «Εκκλησία» έγραφεν εν τω φύλλω αυτού της 29-3-1924 : «Από της παρελθούσης Κυριακής, κατά τα προαποφασισθέντα εκ συνεννοήσεως πρός την Μεγάλην Εκκλησίαν, εν ταις Εκκλησίαις Κων/λεως, Ελλάδος, Κύπρου, Σερβίας και Ρουμανίας, επήλθεν ημερολογιακή ενότης, του Πασχαλίου αφεθέντος αθίκτου, ίνα ρυθμισθή εν κοινή των ορθοδόξων Εκκλησιών Συνόδω»(53).

Αλλ' ήδη από της πρώτης στιγμής της επελθούσης μεταβολής ενεφανίσθη ηπία τις αρχικώς αντίδρασις μικράς μερίδας λαού «ξενισθείσης επί τούτω»(54) ης την παρουσίαν ευθύς επεσήμανεν η Εκκλησία, χαρακτηρίσασα τους αντιδρώντας ως «ταραξίας»(55). Η εκδήλωσις της κατά τα άνω αντιδράσεως δεν υπήρξε βεβαίως εκπληκτική. Αντιθέτως υπό τινων εθεωρήθη ως φυσική συνέπεια της επελθούσης μεταβολής, ως τούτο άλλωστε είχε συμβή και κατά το παρελθόν επ' ευκαιρία άλλων τινων μεταβολών εν τη Εκκλησία, ως λ.χ. της εισαγωγής του ηλεκτρικού φωτός εις τους ναούς, της χρήσεως καθισμάτων, της αποδόσεως των ύμνων υπό πολυφώνου ευρωπαϊκής μουσικής κλπ (56). Κατ' άλλην εκδοχήν, θα έδει να αναμένηται ποίά τις αντίδρασις κατά της γενομένης μεταβολής, τοσούτω μάλλον όσω «ουδέποτε εν τη Εκκλησία εγένετο οιαδήποτε επί τα κρείττω μεταβολή άνευ αντιδράσεως»(57). Αλλ' ενώ φυσική ούτως ειπείν υπήρξεν η αντίδρασις, «απροσδόκητος» όμως εθεωρήθη η υπό των επιτηδείων εκμετάλλευσις αυτής(58). Η τοιαύτη άποψις εψέχθη ως αβάσιμος εν πολλοίς και άδικος, εν όψει μάλιστα της απουσίας πάσης προληπτικής διαφωτίσεως του λαού(59).

Η έλλειψις της τοιαύτης διαφωτίσεως επί των λόγων, οίτινες ώθησαν την Εκκλησίαν εις την λήψιν της περί «διορθώσεως» του ημερολογίου αποφάσεως αυτής ιδίως δε επί της μη δογματικης αυτης φύσεως, δέον όπως θεωρηθή, εν συνδυασμώ βεβαίως, προς την απλοϊκότητα του λαού(60), ως εις των βασικωτέρων λόγων της σημειωθείσης αντιδράσεως(61). Διότι καίτοι η ανάγκη της μεταβολής ταύτης είχε κατά το μάλλον ή ήττον συνειδητοποιηθή υπό της μεγάλης μερίδας του λαού; παρά ταύτα είναι μεμαρτυρημένον ότι «τα πάντα εν τη Εκκλησία, εφ' όσον πρόκειται περί μεταρρυθμίσεων, πρέπει να βασανίζωνται εν τη Συνόδω των Επισκόπων και ούτω να λαμβάνωνται αποφάσεις και να γίνωνται εφαρμογαί. Άλλως συγχύσεις, αντιλογίαι, σκανδαλισμοί, διάσπασις της ενότητος, και απώλεια ψυχών συμβαίνει, όχι ωφέλεια»(62).

Γεγονός κατά ταύτα είναι ότι η ημερολογιακή μεταβολή άνευ επαρκούς διαφωτίσεως του λαού επιχειρηθείσα(63), εγέννησεν εν τοις κόλποις της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήδη από των πρώτων ημερών της εφαρμογής αυτής (64) μίαν αντίδρασιν ευαρίθμου τινός ομάδος εις ην ανήκον απλοϊκοί τινες κατά κανόνα χριστιανοί, δυσφορήσαντες «εκ τινος αορίστου φόβου μήπως η Εκκλησία εξήλθε των ορίων της Ορθοδοξίας». Το δελτίον «Εκκλησία» εξ μόνον ημέρας μετά την εφαρμογήν της μεταβολής, εσημείου ότι «επί τη καθολική εκ τούτου (ήτοι του γεγονότος της ημερολογιακής αλλαγής) ανακουφίσει μικρά παραφωνία ευαρίθμων ταραξιών εμαρτύρησεν έτι άπαξ, ότι πάντοτε θα υπάρχωσι οι μη, καν πείθωνται, πειθόμενοι και ου κατ' επίγνωσιν ζηλωταί»(65). Κατ' άλλην όμως άποψιν «μία μεγάλη μερίς αντέστη εις την καινοτομίαν ταύτην, η μερίς δηλονότι των φυλάκων της πίστεως»(66) η ελθούσα εις σύγκρουσιν προς την παρασπονδήσασαν Ιεραρχίαν αυτής(67).

Κατ' άλλους όμως τα ενστερνισθέντα την αντίδρασιν στοιχεία εκινήθησαν «είτε εκ πεπλανημένης ευσεβείας και φανατισμού αθεραπεύτου, είτε εκ συμφέροντος, είτε εξ αμφοτέρων»(68). Έτεροι απέδωκαν ταύτην εις τας τότε πολιτικάς διαμάχας και χαλεπάς περιστάσεις, ως και εις προσωπικά ελατήρια, ων ένεκα πάντες οι δυσηρεστημένοι κατά της Εκκλησίας προσεχώρησαν εις την αντιδραστικήν παράταξιν(69).

Ούτως η απόφασις της Εκκλησίας της Ελλάδος περί εισαγωγής του «διωρθωμένου» Ιουλιανού Ημερολογίου, εδημιούργησεν αντίδρασιν εις την συνείδησιν απλοϊκών τινών χριστιανών, «την οποίαν ενεστερνίσθησαν τα πλέον συντηρητικά και αδιάλλακτα στοιχεία, ιδίως του μοναχικού αγιορειτικού κλήρου, άτινα επεδόθησαν εις την διέγερσιν της ορθοδόξου συνειδήσεως προς ανατροπήν της αποφάσεως της Ιεραρχίας»(70). Και αυτοί οι παλαιοημερολογίται ομολογούσιν ότι «επί κεφαλής του Ιερού τούτου αγώνος ήσαν κληρικοί. Ήτο το ράσον. Ιερείς και Κληρικοί εξ Αγίου Όρους και των διαφόρων Μονών, μεταβαίνοντες από Πόλεως είς Πόλιν, από Χωρίου εις Χωρίον και από τόπου εις τόπον προέτρεπαν τους σκανδαλισθέντας χριστιανούς ορθοδόξους να μείνουν σταθεροί εις τα πάτρια» (71). Ούτοι παρίστων κινδυνεύουσαν την Ορθοδοξίαν και μονονουχί καταποντιζομένην ένεκα της ημερολογιακής μεταβολής. Σημαντικόν ρόλον έπαιξαν τότε οι αγιορείται ιερομόναχοι Αρσένιος Κοττέας και Ματθαίος Καρπαθάκης περιερχόμενοι τας πόλεις και κηρύσσοντες ανταρσίαν κατά της Εκκλησίας(72).

Ατυχώς, υπήρξαν και εκ των Ιεραρχών τινες, οίτινες άπό τών πρώτων ημερών της αλλαγής κατεπολέμησαν ταύτην, ως λ.χ, ο Κασσανδρείας Ειρηναίος ισχυρισθείς ότι «διά της μεταβολής του Ημερολογίου και Εορτολογίου καταπατούνται θεμελιώδεις Αποστολικοί Κανόνες και διατάξεις Σεβασμίων Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων»(73) ενώ, κατά την παλαιοημερολογιτικήν άποψιν και έτεροι Ιεράρχαι εδυσφόρουν, αλλά δεν διεμαρτύροντο δημοσία, διότι «υπετάγησαν εις την βίαν» και «απέφυγον το σκάνδαλον της κατηγορίας κατά του Αρχιεπισκόπου Αθηνών επί καταχρήσει εμπιστοσύνης και υπερβάσει της δοθείσης αυτώ εντολής»(74). Ο ισχυρισμός βεβαίως ούτος δεν είναι αληθής, διότι ως απεδείξαμεν, αι υπό του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου γενόμεναι ενέργειαι έκειντο εντός των, υπό της ΙΣΙ, χαραχθέντων πλαισίων. Εν τούτοις αποδεικνύει το γενικόν κλίμα όπερ διεμορφούτο εν τη Εκκλησία ένεκα της ημερολογιακής μεταβολής, και την υπάρχουσαν παρά τισι διάθεσιν εκμεταλλεύσεως του ζητήματος διά σκοπούς ιδιοτελείς. Τούτο επισημαίνουσα η Εκκλησία εγκαίρως υπεγράμμισεν ότι τινές «είτε εκ παρανοήσεως είτε εκ κακής αντιλήψεως παρέδωσαν εαυτούς εις ανθρώπους θελήσαντας να εκμεταλλευθώσι δυστυχώς τούτους δι' αλλοτρίους σκοπούς». Ούτω δε ολίγοι τινες παρεσύρθησαν εις αξιοκατάκριτον απείθειαν προς την φωνήν της Εκκλησίας ως διελάμβανεν η από 8 Απριλίου 1924(75) παραινετική «προς τον ευσεβή Ελληνικόν λαόν» Εγκύκλιος της Ι. Συνόδου. Το γεγονός τούτο μαρτυρεί, ότι υπήρξεν οπωσδήποτε ποίά τις αντίδρασις ολίγων πιστών, μη στερξάντων εις αποδοχήν, εν υπακοή, της γενομένης, αποφάσει της ΙΣΙ, ημερολογιακής μεταβολής(76).

Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος επιθυμών να προλάβη το κακόν εν τη γενέσει αυτού, δεν «έκαμεν ανηλεή και ανοικτίρμονα χρήσιν της βίας»(77) ως κατηγόρησαν αυτού οι παλ/ται (78), αλλ' απέλυσε τη 8η Απριλίου 1924 μακροσκελή παραινετικήν Εγκύκλιον της Ι. Συνόδου προς τον ευσεβή ελληνικόν λαόν, επιχειρήσας να διαφωτίση τούτον επί της φύσεως και του χαρακτήρος της γενομένης «διορθώσεως» του Ιουλιανού Ημερολογίου: Εν αυτή διά στοιχείων εκ τε της Ιστορίας και των Ι. Κανόνων ειλημμένων, επεδιώκετο η διαφώτισις του λαού επί του αναφυέντος σοβαρού τούτου ζητήματος του ημερολογίου, και εδίδετο απάντησις εις τας, κατά της γενομένης μεταβολής, αιτιάσεις των παλαιοημερολογιτών επί τη ελπίδι, ότι οι καλής τουλάχιστον θελήσεως άνθρωποι θα επείθοντο και θα προεφυλάσσοντο από της επιρροής κηρυγμάτων και διδαγμάτων ωθούντων εις απείθειαν και ανταρσίαν κατά της Εκκλησίας. Η Εγκύκλιος αύτη αποτελεί σημαντικώτατον κείμενον όπερ θα διεξέλθωμεν λεπτομερώς εν τω ακολουθούντι κεφαλαίω, εν ω αναπτύσσονται τα προκύπτοντα κανονικά ζητήματα εκ της μελέτης του ημερολογιακού προβλήματος, ως ταύτα ετέθησαν παρ' αμφοτέρων των πλευρών.





Σημειώσεις

16. Ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος ηρνήθη να συμμορφωθή δηλώσας, ότι το ποίμνιον αυτού δεν θα πειθαρχήση εις την τοιαύτην μεταβολήν. Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον απήντησεν αυτώ τηλεγραφικώς τάδε: «Εντέλλεσθε συμμορφωθήναι επακριβώς προς την Πατριαρχικήν και Συνοδικήν περί του νέου ημερολογίου εγκύκλιον» (Πρβλ. Καλλινίκου, Μητροπολίτου Κυζίκου Επί του νέου Ημερολογίου Κων/λις 1924 σ. 15).

17. Κατά τον «πρ. Φλωρίνης» Χρυσόστομον το Οικουμ. Πατριαρχείον ευρεθέν προ τετελεσμένου γεγονότος ηναγκάσθη να προσχωρήση εις.την αποδοχήν του νέου ημερολογίου. Βλ. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης Σύντομος και περιληπτική...σ. 5.

18. Βλ. ανωτ. υποσημ. 6.

19. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 56,59.

20. ΚώΙΣΙ 1929 σ. 214.

21. «Απετέλει κύριον ελάττωμα του Κατ. Χάρτου του 1923 ότι κατά το 11μηνον διάστημα καθ' ο η Ιεραρχία ήτο απούσα από την Διοίκησιν της Εκκλησίας (η Ι.Σ. της Ιεραρχίας συνήρχετο τακτικώς την 11ην Οκτωβρίου εκάστου έτους και εκτάκτως οσάκις παρίστατο ανάγκη) αφήνετο μόνος ο Αρχιεπ/πος εις την άσκησιν της Διοικήσεως ενώ π.χ. ο Οικουμενικός Πατριάρχης από πολλών αιώνων προ του Γεροντισμού του 17ου και 18ου αιώνος και μέχρι του 1858-1860 είχε παρ' εαυτώ την ενδημούσαν Σύνοδον». Βλ. Γ. Κονιδάρη Σταθμοί εκκλησ. πολιτικής εν Ελλάδι από του Καποδιστρίου μέχρι σήμερον Αθήναι 1971 σ. 77. Κατά δε τον Γ. Ευστρατιάδην η Ιερά Αρχιεπισκοπή τότε «αποβαλούσα από των ώμων της την ΔΙΣ, ην διέλυσε διά του Πλαστηρικού Διατάγματος και κατακτήσασα το δικαίωμα να αντιπροσωπεύη αύτη μόνη την όλην Ιεραρχίαν, ην διά τινας μόνον ημέρας του έτους συνεκάλεσε έμεινε κυρίαρχος διά να απεμπολήση τα δικαιώματα της Εκκλησίας». Ένθ. ανωτ. σ. 61.

22. Κ ώ Ι Σ Ι 1923-1928 σ. 111.

23. Χρυσοστόμου (Α) Αρχιεπισκόπου Αθηνών... Η διόρθωσις ... σ. 61.

24. Σημειωτέον ότι η ημέρα αύτη συνέπιπτε τη πρώτη επετείω της αναρρήσεως εις τον Επισκοπικόν Θρόνον του Μακαριωτάτου Χρυσοστόμου. Πρβλ. και «Επί τη επετείω του Αρχιεπ/που Αθηνών» εν: «Ανάπλασις» 1924 σ. 89. Και «Ιερός Σύνδεσμος» έτος κδ', περίοδος Δ', 24-3-1924 σ. 2.

25. «Εκκλησία» Α' σ. 374-375.

26. Βλ. ταύτην καταχωριζομένην αυτουσίως εν: «Εκκλησία» Α' σ. 371 επ.

27. Ένθ. ανωτ. σ. 371-373. Ούτως απηλείφοντο αι 13 ημέραι, ως βίσεκτα έτη υπελογίζοντο τα άνευ υπολοίπου διαιρούμενα δια του 4 εξαιρουμένων των ετών των αιώνων και το μέσον μήκος του πολιτικού έτους ωρίζετο εις 365 ημέρας 5 ώρας 48' και 48" (Πρβλ. «Ανάπλασιν» 1927 σ. 49 ).

28. Ένθ. ανωτ. σ. 373. Εν τω Δελτίω «Εκκλησία» εδημοσιεύετο αναλυτικόν κατά μήνας ημερολόγιον «μετά την γενομένην διόρθωσιν». Πρβλ. «Εκκλησίαν» Α' σ. 397-400. Είναι κατά ταύτα τουλάχιστον άδικος ο ισχυρισμός των παλαιοημερολογιτών καθ' ον η Ιεραρχία εξέλαβε το ημερολογιακόν ζήτημα μόνον ως ζήτημα χρόνου και ημερομηνίας μη απτόμενον ποσώς της Θ. Λατρείας και ως τοιούτο το αντιμετώπισε μονομερώς. Βλ. Μητροπολιτών Δημητριάδος Γερμανού κ.λ.π. Διασάφησις... σ. 5. Ήδη διά της ως είρηται Εγκυκλίου της Ι. Σ. ελαμβάνετο πρόνοια διά την ρύθμισιν λειτουργικών τίνων ζητημάτων, προκυπτόντων εκ της επερχομένης ημερολογιακής μεταβολής. Βλ. «Ανάπλασιν» 1927 σ. 49.

29. «Εκκλησία» Α' σ. 373. Εκτός της ως είρηται Εγκυκλίου η Ι. Σύνοδος εξέδοτο και σχετικήν ανακοίνωσιν δημοσιευθείσαν διά του ημερησίου τύπου της 23ης Μαρτίου 1924 δι' ης παρείχοντο αναλυτικαί, κατά το δυνατόν, πληροφορίαι περί τε της φύσεως και των αιτίων της επελθούσης ημερολογιακής μεταβολής. Ιδιαιτέρως εν αυτή ετονίζετο αφ' ενός μεν, ότι την μεταβολήν ταύτην θέτει εις εφαρμογήν η Ι.Σ. «προνοούσα δια τον τερματισμόν της επικρατούσης συγχύσεως και ανωμαλίας εκ του διχασμού.του ημερολογίου εξ ου ου σμικρά ζημία εγίνετο εις τον θρησκευτικόν βίον του ελληνικού λαού, διότι βεβαίως ήτο άτοπον να προηγήται των Χριστουγέννων η εορτή του νέου έτους και να μη εορτάζωμεν τας αγίας εορτάς κατά τας ανέκαθεν καθωρισμένας υπό της Εκκλησίας ημερομηνίας» αφ' ετέρου δε ότι «η γενομένη αύτη διόρθωσις του Ημερολογίου όχι μόνον σκόπιμος και ωφέλιμος ήτο αλλά και ανταποκρίνεται εις πολλαχόθεν εκδηλωθείσαν επιθυμίαν και ανάγκην ουδέ καν προσκρούει εις δόγμα ή κανόνα τινά της Εκκλησίας». Βλ. «Ιερόν Σύνδεσμον» έτος κδ', περίοδον Δ', 24-3-1924. Γ. Ευστρατιάδου ένθ. ανωτ. σ. 69 έπ. Οι παλαιοημερολογίται εν τούτοις, αντικρούοντες τον περί συγχύσεως του λαού ισχυρισμόν, (Βλ. Γ: Ευστρατιάδου ένθ. ανωτ. σ. 65-67 ) και ως «παιδαριώδη» χαρακτηρίζοντες τα επιχειρήματα της συνοδικής Εγκυκλίου και του συνοδικού ανακοινωθέντος ιδία τα αντλούμενα εκ του εορτασμού της εορτής των Χριστουγέννων προ της του νέου Έτους επικαλούνται προς τοις άλλοις και την μετά την γενομένην «διόρθωσιν» εξακολουθούσαν να υφίσταται διαφοροποίησιν των εν Ελλάδι κρατούντων ως προς τα μέτρα μήκους, βάρους και τα νομίσματα προς τα διεθνή τοιαύτα χωρίς, ως εκ τούτου, να διαταράσσωνται αι διεθνείς της Ελλάδος σχέσεις. Πρβλ. Δ. Παυλή Εκκλησία και Επιστήμη σ.12.

30. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης Σύντομος και περιληπτική... σ. 5. Πρβλ. και Γ. Ευστρατιάδου ένθ. ανωτ. σ. 59. Βλ. και «Εκκλησίαν» 1927 σ. 209-210.

31. Μητροπολιτών Δημητριάδος Γερμανού κ.λ.π. Προς τον εφημεριακόν κλήρον και τους μοναχούς της Ορθοδόξου Ελλην. Εκκλησίας παρά Αρχιμ. Θ. Στράγκα ένθ. ανωτ. τ. Δ' σ. 2601.

32. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης Θέσις...εν: «Το Α' Πανελλαδικόν..». σ. 50.

33. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών... Η διόρθωσις... ένθ. ανωτ. σ. 62-63.

34. Ένθ' ανωτ. σ. 67-68. Το προς τον Αρχιεπ/πον Κύπρου Κύριλλον εκτενές Γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχου βλ. εν περιλήψει εν: «Εκκλησία» Α' σ: 396. Εν αυτώ επανελαμβάνοντο αι γνωσταί θέσεις του Οικουμ. Πατριαρχείου περί της αποφασισθείσης διορθώσεως και ηγγέλλετο η, ληφθείσα, περί εισαγωγής αυτής τη 10 Μαρτίου, απόφασις.

35. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών... Η διόρθωσις ... σ. 69.

36. «Εκκλησία» Α' σ. 456. Εν τω εαυτών προς την Δ' Αναθεωρητικήν Βουλήν Υπομνήματι οι παλαιοημερολογίται εν έτει 1948 μνημονεύσαντες εν αυτή τη αρχή, αυτού της τοιαύτης στάσεως της σερβικής Εκκλησίας διείδον εν αυτή υποκρυπτόμενον δόλον και παγίδα προς κατ' αρχήν ενθάρρυνσιν του Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου, ίνα προχωρήση εις την διαδικασίαν της ημερολογιακής μεταβολής εξυπακοουμένης ως δεδομένης της εν συνεχεία προσχωρήσεως εις ταύτην και της σερβικής Εκκλησίας, πράγμα όπερ εκείνη δεν ήτο διατεθειμμένη να πράξη. (Βλ. Ελληνικής Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Υπόμνημα προς την Δ' Αναθεωρητικήν Βουλήν των Ελλήνων. Αθήναι 1948 σ. 3-4. Πρβλ. και Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης Υπόμνημα προς την Διοικούσαν Ιεραρχίαν της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αθήναι 1949 σ. 18 ). Τούτο δέ όλον γέγονε κατ' αυτούς προς σαγήνευσιν και άγραν των ορθοδόξων Ελλήνων της Μακεδονίας εις τα όμματα των οποίων θα παρίστατο υπό της σερβικής προπαγάνδας ή τε ελληνική Πολιτεία και η Εκκλησία ως απεμπολήσασαι την Ορθοδοξίαν ένεκα της προσχωρήσεως αυτών εις το αντορθόδοξον νέον ημερολόγιον. Αλλά μην τι τούτου διάφορον ισχυρίζονται σήμερον όχι πλέον η σερβική ή άλλη τις αντεθνική προπαγάνδα αλλ' αυτοί ούτοι οι εν Ελλάδι ζώντες και δρώντες παλαιοημερολογίται; Περί της στάσεως της σερβικής. Εκκλησίας έναντι της «διορθώσεως» του Ιουλιανού πρβλ.και «Ζωή« 1924 σ. 806, Π. Τρεμπέλα, Ο Χρυσ. Παπαδόπουλος ως Αρχεπ/πος εν «Εκκλησία» 1968 σ. 536.

37. «Εκκλησία» Β' σ. 139.

38. «Εκκλησία» Β' σ. 25. Πρβλ. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών... Ημερολογιακά Β' 1929 σ. 41. Γ. Ευστρατιάδου ένθ. ανωτ. σ. 20.

39. Τον τοιούτον κίνδυνον είχεν επισημάνει ήδη από του 1895 η «Ε.Α.» δεδομένου του.καχυπόπτου έναντι της ΡΚαθολικής Εκκλησίας κλίματος εντός του οποίου εζη τότε η εν τη Ανατολή Ορθοδοξία. Βλ. «Ε.Α.» 1895 σ. 313.

40. Νικολάου, Μητροπολίτου Νουβίας, Συνέντευξις περί Ημερολογίου έν: «Ιερός Σύνδεσμος» έτος Ε', περίοδος Δ', 31-1-1927 αρ. 2.

41. Επιστολή Νουβίας Νικολάου από 14-1-1927 προς τον Αλεξανδρείας Μελέτιον Βλ. παρά Αρχιμ. Θ. Στράγκα ένθ. ανωτ. τ. Γ' σ. 1526. Πρβλ. και «Εκκλησίαν» 1929 σ. 54. Επί της αυτής ως άνω βάσεως ιστάμενος ο «πρ. Φλωρίνης» Χρυσόστομος, εν ενεργεία Μητροπολίτης τυγχάνων εν έτει 1929, είχεν υποστηρίξει εν τη συνεδρία της ΙΣΙ της 2-7-1929 ότι « το Ημερολόγιον πρέπει να εξετασθή κυρίως από της απόψεως της διαφοράς προς τους Καθολικούς προς τους οποίους το Π. Ημερολόγιον αποτελεί ένα φραγμόν διά τους χριστιανούς» ΚώΙΣΙ 1929 σ. 215. Βραδύτερον δ' ο αυτός υπεστήριξεν ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα έδει, εκ λόγων αλληλεγγύης προς τα Πατριαρχεία της Ανατολής «ένθα αδεώς δρώσιν αι ετερόδοξοι προπαγάνδαι» να μη καθαιρέση τον ορθόδοξον προμαχώνα οίον απετέλει το Παλαιόν Ημερολόγιον. Βλ. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης Αναίρεσις του «ελέγχου»... σ. 27-34.

42. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Θέσις του εορτολογικού...εν: «Το Α' Πανελλαδικόν Συνέδριον...» σ. 51.

43. Πολυκάρπου (Συνοδινού) Μητροπολίτου Μεσσηνίας, Εκκλ. Απομνημονεύματα. Αθήναι 1960 σ. 128.

44. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης Θέσις... ένθ. ανωτ. σ. 51. Πρβλ. και Αρχιμ. Θ. Στράγκα, ένθ. ανωτ. τ. Β' σ. 1289. Γ. Ευστρατιάδου ένθ. ανωτ. σ. 24.

45. Πρβλ. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών... Η διόρθωσις... σ. 70-71. Του αυτού Ημερολογιακά Β' 1929 σ. 41. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης Θέσις...σ. 51. Γ. Ευστρατιάδου ένθ. ανωτ. σ. 22-26.

46. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών... Η διόρθωσις...σ. 71. Την αλήθειαν της πληροφορίας ταύτης ηρνήθησαν οι παλαιοημερολογίται αποδόντες .ταύτην εις τους αρχιεπισκοπικούς κύκλους. Βλ. Γ. Ευστρατιάδου ένθ. ανωτ. σ. 22. Αλλά περί της αληθείας αυτής εβεβαίου εν έτει 1927 ο Νουβίας Νικόλαος προσωπικός υπάρξας εν έτει 1924 απεσταλμένος του Πατριάρχου Φωτίου εις Αθήνας (Βλ. Γ. Ευστρατιάδου ένθ. ανωτ. σ. 27-28 ).

47. Την σχετικήν δήλωσιν του Μητροπολίτου Νουβίας Νικολάου βλ. εν: «Ιερός Σύνδεσμος» έτος Ε', Περίοδος Δ' 31-1-1927 αρ. 2. Σημειωτέον ότι το αυτό έπραξε μεταγενεστέρως ως προς την τήρησιν του ν. ημερολογίου υπό των εν Ν. Αφρική ορθοδόξων Εκκλησιών και ο Πατριάρχης Μελέτιος. (Βλ. «Πάνταινον» 1926 σ. 807 ).

48. Κ ώ Ι Σ Ι, 1923-1928 σ. 111.

49. Ανακριβής, ως εκ τούτου, τυγχάνει η άποψις των παλαιοημερολογιτών ότι «πλην της Ρουμανικής ουδεμία Εκκλησία αυτοκέφαλος, εις ας απετάθη η Διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος εδέχθη την μεταβολήν και ουδείς παράγων εν τη Πολιτεία συνέστησεν αυτήν» Βλ. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 30. Μυθολογίαν εξ άλλου συνιστά και το επιχείρημα αυτών ότι δήθεν ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος δεν ετήρησε την ενιαυσίαν προθεσμίαν, ην έταξεν αυτώ η ΙΣΙ προς εκτέλεσιν της περί εισαγωγής του διωρθωμένου ημερολογίου αποφάσεως αυτής. Βλ. κα Ιεζεκιήλ, Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, Βιβλιοκρισίαν εν: «Εκκλησία» 1937 σ. 103.

50. Χρυσοστόμου (Α'), Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Ημερολογιακά Β' 1929 σ. 40.

51. «Εκκλησία»: 1927 σ. 295.

52. Παραινετική Εγκύκλιος προς τον ευσεβή ελλην. λαόν, εν: «Εκκλησία» Α' σ. 411.

53. «Εκκλησία» Α' σ. 400.

54. Δωροθέου, Μητροπολίτου Λαρίσης, Η νομοκανονική θέσις... εν: «Νομοκανονικαί Έρευναι» σ. 183. Πρβλ. και Ιωακείμ, Μητροπολίτου Δημητριάδος, Το Ημερολογιακόν ζήτημα τ. Α' σ. 3, Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου Ζακύνθου Επικήδειος εις τον Αρχιεπ/πον Χρυσόστομον Παπαδόπουλον, εν: «Θεολογία» 1938 σ. 374.

55. «Εκκλησία» Α' σ. 400. Οι αυτοί, αντιδρώντες, εχαρακτηρίσθησαν υπό του Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου και ως «χρονολάτραι». Βλ. Χρυσοστόμου (Α' ). Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Ημερολογιακά Β' 1929 σ. 10. Υπ' άλλων δ' εχαρακτηρίσθησαν ως «εκμεταλλευταί». Βλ. Η πέτρα της αμωμήτου ορθοδόξου χριστιανικής ημών πίστεως.

56. Ιωακείμ, Μητροπολίτου Δημητριάδος, Το Ημερολογιακόν ζήτημα τ.Α' σ. στ'.

57. Χρυσοστόμου, (Α'), Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Ημερολογιακά Β' 1929 σ. 3.

58. Ένθ' ανωτ. σ.43.

59. Ήδη από του έτους 1895 επεσημαίνετο ότι «μολονότι το ζήτημα (της ημερολογιακής μεταβολής) είναι καθαρώς επιστημονικόν, ο απλούς λαός, όμως, η μεγίστη δηλαδή πλειοψηφία των ορθοδόξων, ένεκα της εμμέσου σχέσεως του ημερολογίου προς την θρησκείαν και δη προς το Πάσχα, θεωρεί το ζήτημα ως καθαρώς θρησκευτικόν» (Κ.Δ. Η μεταρρύθμισις του Ημερολογίου εν: «Ε.Α.» 1895 σ. 313), ενώ ο καθηγητής Π. Καρολίδης παρετήρει ότι «η εν τη Ελλαδική Εκκλησία γενομένη (ημερολογιακή μεταρρύθμισις) κατ' εισήγησιν του Δ. Αιγινήτου (ως αυτός λέγει) ή κατ' εισήγησιν οιασδήποτε άλλης Εκκλησίας ή πολιτικής αρχής, άνευ επισήμου συναινέσεως της συμπάσης Ορθοδόξου Εκκλησίας ή τουλάχιστον των Πατριαρχών, ήτο προωρισμένη να επενέγκη διχονοίας, ταραχάς και σχίσματα, και τούτο εγένετο εν τη Ελλαδική Εκκλησία» (Π. Καρολίδου, Σύγχρονος Ιστορία των Ελλήνων και των λοιπών λαών της Ανατολής από του 1821 μέχρι του 1921, τ.Ζ' Αθήναι 1929 σ. 473 σημ. 1). Αυτός δ' ούτος ο Πατριάρχης Μόσχας Τύχων, εν τη από 21-1-1919 επιστολή αυτού προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Γερμανόν επεσήμαινε τον επικρεμάμενον κίνδυνον «μεγάλης ταραχής των πνευμάτων μεταξύ ανθρώπων ζηλωτών, αλλ' ολίγην εχόντων γνώσιν των ζητημάτων πίστεως και πειθαρχίας» «Εκκλησία» 1925 σ. 235. Σημειωτέον όμως ότι ο αυτός Πατριάρχης είχεν εν έτει 1917 διατυπώσει εν επιστολή αυτού προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Γερμανόν τον Ε' την άποψιν ότι η παραδοχή υπό της Εκκλησίας της Ρωσίας του νέου ημερολογίου ην αναπόφευκτος εφ' όσον το ρωσικόν Κράτος είχεν εισαγάγει πολιτικώς τούτο. (Βλ. Ιεζεκιήλ, Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, Δύο νέα βιβλία περί Ημερολογίου Αθήναι 1937 σ. 5 ).

60. Μ + Σι, Το παλαιοημερολογιτικόν σ. 5. Πρβλ. Εκκλησίας Ελλάδος, Το Ημερολογιακόν ζήτημα... σ. 49.

61. Κατά τινα παλαιοημερολογιτικήν άποψιν «έπρεπε τω 1923-24 να ζητηθή η γνώμη όχι μόνον των τότε πιστών, πράγμα το οποίον δεν έγινε, αν και θα ήτο αρκετόν, αλλά τι είπε κάποτε ο λαός του Θεού και τι θα είπη εις το μέλλον, εφ' όσον βεβαίως εξακολουθεί να παραμένη γνησίως ορθόδοξος»! (Βλ. Ι. Μονής αγ. Κυπριανού και Ιουστίνης, Οφειλομένη απάντησις εις δεινήν συκοφαντίαν...σ. 18).

62. Αυγουστίνου (Καντιώτου), Μητροπολίτου Φλωρίνης, Υπόμνημα εις την ΙΣΙ της Εκκλησίας της Ελλάδος 15-30 Νοεμβρίου 1972. Αθήναι 1972 σ.57-58. Πολυκάρπου (Συνοδινού), Μητροπολίτου Μεσσηνίας, ένθ. ανωτ. σ. 129. Αναστασίου Διομήδους-Κυριακού, Θεολογικαί Διατριβαί, Αθήναι 1898 σ. 318-321. Πρβλ. Εκκλησίας Ελλάδος, Το Ημερολογιακόν ζήτημα... σ. 49 ένθα και διαφωτιστικά παραδείγματα. Ωσαύτως Ανθίμου, Μητροπολίτου Μαρωνείας, Το ζήτημα του Ημερολογίου, εν: «Εκκλησία» 1932 σ. 425, Π. Τρεμπέλα: Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ως Αρχιεπίσκοπος, εν: «Εκκλησία» 1968 σ. 536.

63. Ευλογίου (Κουρίλα) Μητροπολίτου Κορυτσάς, Έργα και ημέραι της εν Αγία Όρει Άθω «Διορθοδόξου Επιτροπής» εν όψει της μελετωμένης να συνέλθη εκεί Προσυνόδου, εν: «Αγιορειτ. Βιβλιοθήκη» 1951 σ. 9.

64. Αντίθετον άποψιν υπεστήριξεν ο Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ παρατηρήσας ότι «επί εν ολόκληρον έτος από της εισαγωγής ουδεμία αντίδρασις παρουσιάσθη εκ μέρους του όχλου...χωρίς ν' ακουσθή ουδεμία φωνή διαμαρτυρίας» Βλ. «Εκκλησίαν» 1937 σ. 103. Πρβλ. του αυτού, Δύο νέα βιβλία περί Ημερολογίου, Αθήναι 1937 σ. 4. Αλλά και εκ των παλαιοημερολογιτών ο αρχιμ. Χρυσόστομος Νασλίμης υπεστήριξεν ότι κατά την υπ' όψιν περίοδον η μεταβολή του ημερολογίου δεν συνήντησεν, ως ώφειλεν, ούτε πολυπληθή εκ μέρους του λαού διαμαρτυρίαν, ούτε σθεναράν εκ μέρους μειοψηφισάντων Ιεραρχών αντίστασιν. Βλ. Αρχιμ. Χρυσοστόμου Νασλίμη, Η ημερολογιακή καινοτομία εξ επόψεως εκκλησιαστικής, εν: «Η.Φ.Ο.» 1950 φ. 86 σ. 3. Εν τούτοις ο Σύλλογος των Ορθοδόξων διά της από 12-12-24 Αιτήσεως αυτού προς την Δ' Εθνοσυνέλευσιν των Ελλήνων διεμαρτυρήθη διά την βιαίαν επιβολήν του νέου ημερολογίου και ητήσατο την επαναφοράν του παλαιού τοιούτου. Ο αυτός Σύλλογος είχε διαμαρτυρηθή προς την Ι. Σύνοδον και τη 8-10-24. Βλ. Αίτησιν του Συλλόγου των Ορθοδόξων προς την Σεβαστήν Δ' Εθνοσυνέλευσιν των Ελλήνων, «περί άρσεως του γενομένου θρησκευτικού Σχίσματος εν τη Εκκλησία». Αθήναι 12-12-24 (μονοσέλιδος εκτύπωσις μεγάλων διαστάσεων εις τύπον προκηρύξεως).

65. «Εκκλησία» Α' σ. 400.

66. Σ. Καραμήτσου- Γαμβρούλια, Η αγωνία εν τω κήπω της Γεθσημανή, Αθήναι 1960 σ. 41. Πρβλ. και Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Το ημερολόγιον εν σχέσει... σ. 20. Αρσενίου Κοττέα, Κέντρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας σ. 16. Ζηλωτών Αγιορειτών Πατέρων, Σύντομος ιστορική περιγραφή της Εκκλησίας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλάδος. Άγ. Όρος 1973 σ. 8.

67. Μητροπολιτών Δημητριάδος Γερμανού κ.λπ. Διασάφησις... σ. 11.

'68.- Μ+Σι, ενθ. ανωτ. σ. 6.

69. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου Ζακύνθου, Επικήδειος...εν: «Θεολογία» 1938 σ. 374.Ι. Κωνσταντινίδου, Η Εκκλησία των Αθηνών σ. 14 Πρβλ. Αρχιμ. Ανθ. Ρούσσα, ένθ. ανωτ. σ. 20.

70. Αρ. Πανώτη, Εκκλησία των ΓΟΧ ή Παλαιοημερολογιτών, εν: ΘΗΕ τ. Α' σ. 817. Πρβλ. Μητροπολιτών Δημητριάδος Γερμανοϋ κ.λπ. .Διασάφησις... σ. 11.

71. Σ. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, ένθ. ανωτ. σ. 62. Πρβλ. και Π. Παναγιωτάκου-Σ. Αλεξανδροπούλου, Το Ελληνικόν Παλαιοημερολογιτικόν ζήτημα...ένθ. ανωτ. σ. 11.

72. Κατά την άποψιν της επισήμου Εκκλησίας «ουδείς ηδύνατο να φαντασθή ότι την κατά της διορθώσεως του ημερολογίου αντίδρασιν έμελλον να εγκολπωθώσιν ολίγοι τινες φυγάδες ή απόβλητοι του Αγίου Όρους μοναχοί και να υψώσωσι σημαίαν ανταρσίας κατά της Μητρός Εκκλησίας. Επί κεφαλής έχοντες ούτοι τον διαβόητον ρωμούνον μοναχόν Αρσένιον Cottea, όστις, όταν μετέβη εις Άγιον Όρος ηγνόει την ελληνικήν, σήμερον δε ψευδόμενος ισχυρίζεται ότι είναι έλλην και όστις εξεδιώχθη εκ της πατρίδας του διά τας κατά της Εκκλησίας της Ρουμανίας ανταρσίας του, υπό τοιούτον λοιπόν αρχηγόν, επτά ή οκτώ εκδιωχθέντες ή φυγόντες εξ Αγίου Όρους αγράμματοι μοναχοί διεκήρυξαν ανά την Ελλάδα, βλασφημήσαντες εις το Άγίον Πνεύμα, ότι δεν υπάρχει πλέον η Ορθόδοξος Εκκλησία και ότι αυτοί μόνοι αποτελούσι την γνησίαν Εκκληοίαν» Βλ. Χρυσοστόμου (Α'), Αρχιεπισκόπου Αθηνών:.., Ημερολογιακά Β' 1929 σ. 3-4, Πρβλ. και «Εκκλσίαν» 1928 σ. 21, ένθα και τα της ρουμανικής καταγωγής του ειρημένου μοναχού Κοττέα, απελαθέντος εκ Ρουμανίας διά το ζήτημα του ημερολογίου («Ανάπλασις» 1932 σ. 302 ), και εν συγγράμματι αυτού ισχυρισθέντος ότι πηγή των χριστιανικών δογμάτων είναι το Ιουλίανόν Ημερολόγιον. Κατά τήν «Ανάπλασιν» ο Κοττέα ούτος ήτο «αγύρτης, τον οποίον και η ρουμανική εν Αθήναις Πρεσβεία καταδιώκει και η κοινή ορθοφρονούσα ελληνική ολότης αποτροπιάζεται και μισεί». (Ανάπλασις» 1927 σ. 118, και 1928 σ. 22). Ούτος υπήρξεν ο κύριος στρατολόγος των εν Αγίω Όρει μοναχών; ους εν συνεχεία απέστελλεν εις τον κόσμον προς ανάληψιv δράσεως κατά της ημερολογιακής καινοτομίας (Σ. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, ένθ. ανωτ. σ. 331; 337 ).

73. «Εκκλησία» Α' σ. 428. Πρβλ. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 184.

74. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 44.

75. Εσφαλμένως η εν τω Δελτίω «Εκκλησία» δημοσιευομένη Εγκύκλιος αύτη (τ. Α' σ. 411) φέρει ημερομηνίαν 8 Μαρτίου 1924, αντί της ορθής τοιαύτης 8 Απριλίου 1924. Πρβλ. ταύτην ορθώς κατά την ημερομηνίαν εκτιθεμένην εν: Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι τ. Α' Αθήναι 1955 σ. 417 επ.

76. Οι παλαιοημερολογίται εμφανίζοντες ως αυθόρμητον και όχι υποκινουμένην την ως άνω αντίδρασιν ισχυρίζονται ότι «κάτοικοι απομεμακρυσμένων νήσων και δυσπροσίτων χωρίων, εις τα οποία ουδείς κληρικός αγιορείτης μοναχός μετέβη. δεν εδέχθησαν την καινοτομίαν ταύτην, και έπαυσαν να εκκλησιάζωνται εις Ναούς, εν οις ηκολουθείτο το νέον ημερολόγιον. Έπαυσαν να μεταβαίνουν εις την Εκκλησίαν, ως συνέβη εις Ικαρίαν, Καστελλόριζον και εις χωρία της περιοχής του Καφηρέως, της Καρύστου και αλλαχού». Επίσης ότι «όπου εφηρμόσθη το νέον ημερολόγιον, διηρέθησαν οι χριστιανοί και εδημιουργήθησαν εις τους κόλπους της Εκκλησίας διάφοροι έριδες και αντεγκλήσεις, ου μόνον μεταξύ των ομαιμόνων αδελφών, αλλά και μεταξύ των μελών μιάς και της αυτής οικογενείας». Παρά το εν πολλοίς αόριστον αυτών αι τοιαύται πληροφορίαι, παρεχόμεναι εκ παλαιοημερολογιτικών πηγών, δεν ελέγχονται πάντη ανακριβείς, δεδομένου ότι ή τοιαύτη μερίδος λαού αντίδρασις ήρξατο μετ' ου πολύ να εκδηλώται και εν μέσαις Αθήναις, ένθα, λόγω συνθηκών, ηδυνήθη να λάβη ωργανωμένην πως μορφήν. Σ. Καραμήτσου -Γαμβρούλια, ένθ' ανωτ. σ. 62. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Η θέσις... ένθ' ανωτ. σ. 53. Ως πρώτη αντίδρασις κατά του ν. ημερολογίου θεωρείται υπό των παλαιοημερολογιτών η υπό του τότε Αρχιμανδρίτου, μετέπειτα δ' υπ'αυτών αναδειχθέντος Επισκόπου Κυκλάδων Γερμανού Βαρυκοπούλου, κατά την εν τω εν ω εφημέρευε Ι. Ναώ του Αγίου Αλεξάνδρου Π. Φαλήρου τελουμένην Θ. Λειτουργίαν της πρώτης μετά την επελθούσαν ημερολογιακήν μεταβολήν Κυριακής (24 Μαρτίου 1924 ) γενομένη εν τη Απολύσει μνεία εν οργή «των αγίων των 13 ημερών» ως είχε διαταχθή υπό της Ιεράς Συνόδου ο κατά την ημέραν τούτην συλλήβδην εορτασμός. (Σ. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, ένθ. ανωτ. σ. 64 ). Σημειωτέον ότι ο εν λόγω κληρικός δεν απέστη τότε της εξ ης εξηρτάτο Εκκλησιαστικής Αρχής, εγγραφείς μάλιστα κατά την Συνεδρίαν της ΙΣΙ της 30-10-1924 και εις τον Κατάλογον των εκλογίμων διά ψήφων 20 ή 22. (ΚώΙΣΙ, 1923-1928 σ. 375 ). Επτά ημέρας εξ άλλου μετά το «πραξικόπημα» ωργανώθη συγκέντρωσις εν τη αιθούση Εμποροϋπαλλήλων Αθηνών, εις ην μετέσχον αντιδρώντες τινες κατά της ημερολογιακής μεταρρυθμίσεως ως οι «Ιωάννης Σιδέρης, πρώτος Πρόεδρος της οργανώσεως των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών, ο Ανδρέας Βαπορίδης, ιδρυτής της «Φωνής της Ορθοδοξίας», ο Ανδριανός Παπαδημητρίου, ο Κωνσταντίνος Καραγιαννίδης και άλλοι τινές. Μεταξύ των πρώτων αγωνιστών εκείνων διεκρίνοντο και δύο μοναχοί, οι νυν (1961) Αρχιμανδρίται Παΐσιος Φινοκαλιοτάκης και Χρύσανθος Βρέτταρος. Από την συγκέντρωσιν εκείνην προήλθεν ο «Σύλλογος των Ορθοδόξων» η πρώτη ωργανωμένη αντίδρασις κατά της καινοτομίας της Κρατούσης Εκκλησίας» (Σ. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, ένθ. ανωτ. σ. 64-66. Πρβλ. και Γ. Ευστρατιάδην, ένθ. ανωτ. σ. 66, «Η.Φ.Ο.» 13-1-1959). Ου μην αλλά και έτεραι σποράδην αντιδραστικαί εκδηλώσεις εν Αθήναις και Πειραιεί εκδηλωθείσαι άμα τη επελθούση «διορθώσει» του Ιουλιανοϋ Ημερολογίου, καίτοι φυσιολογικαί και εν πολλοίς αναμενόμεναι, παρείχαν εν τούτοις μίαν εικόνα της διαμορφουμένης καταστάσεως εις την βάσιν της πυραμίδας έναντι της ημερολογιακής.μεταβολής. Πρβλ. και «Επί της αφομοιώσεως του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου» εν: «Ανάπλασις» 1924 σ. 105-106 ένθα και πληροφορίαι και κρίσεις περί της φύσεως, εκτάσεως και σοβαρότητας λαβόντος χώραν επεισοδίου.

77. Μ+Σι, Το Παλαιοημερολογιτικόν...σ. 5.

78. Δεν είναι αληθές, τουλάχιστον διά την υπ' όψιν περίοδον, ότι ελήφθη μεν τότε υπό της Εκκλησίας υπ' όψιν ο εκ της απλοϊκότητος του λαού κίνδυνος αντιδράσεως κατά,της ημερολογιακής αλλαγής, «αλλ' εθεωρήθη όλως εσφαλμένως ως επαρκές. αντιστάθμισμα η βία προς καταστολήν των αποχωρούντων, την οποίαν η Πολιτεία έθεσεν εις την διάθεσιν της Εκκλησίας». Μ + Σι: Το Παλαιοημερολογιτικόν ... σ. 5. Αντιθέτως κατά την πρώτην, υπό της Εκκλησίας, αντιμετώπισιν της καταστάσεως επεδιώχθη η διά της πειθούς μάλλον ή της βίας καταστολή μεν των αντιδραστικών ενεργειών των αντιτιθεμένων εις την γενομένην μεταβολήν, διαφώτισις δε των λοιπών, επί τω τέλει αποφυγής δημιουργίας παρ' αυτοίς πεπλανημένων και εσφαλμένων εντυπώσεων.


Περιεχόμενα