image with the sign of Myriobiblos



Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Μουσείο | Έρευνα | Μαθήματα

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Εκκλησιαστική Ιστορία
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ
ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"


ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ,
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών


Περιεχόμενα


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ «ΔΙΟΡΘΩΜΕΝΟΥ» ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
ΕΝ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΓΕΝΕΣΙΣ
ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

1. Αι διαφαινόμεναι δυσχέρειαι εν τη εφαρμογή της περί «διορθώσεως» αποφάσεως της κατά Δεκέμβριον 1923 συνελθούσης Ιεράς Συνόδου τής Ιεραρχίας (ΙΣΙ).

Εις εκτέλεσιν της εντολής της Ι.Σ.Ι. ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος, επειγόμενος(1) διά ταχείαν λύσιν του ζητήματος, απηύθυνε τω Οικουμενικώ Πατριάρχη Γηγορίω τω Ζ'(2) το υπ' αριθμ. 70/3046/3-1-1924 έγγραφον, εν ω, αναπτύσσων τα γνωστά υπέρ της ημερολογιακής μεταβολής ιστορικά επιχειρήματα(3), ανέφερε τω Πατριάρχη την υπό της ΙΣΙ εν τη συνεδρία αυτής της 27-12-1923 ληφθείσαν περί «διορθώσεως» του Ιουλιανού Ημερολογίου απόφασιν, της εορτής του Πάσχα και των μετ' αυτού συνδεομένων εορτών μελλουσών να τελώνται κατά το εκκλησ. ημερολόγιον εν ταις αντιστοίχοις ημέραις του πολιτικού ημερολογίου, ίνα μη θιγή το Πασχάλιον. Τελευτών δ' ο Μακαριώτατος τοιαύτα επήγετο : «Την μέσην ταύτην λύσιν μέχρι της οριστικής προτείνουσα η Ι. Σύνοδος παρακαλεί την Υμετέραν Παναγιότητα όπως αποδέξηται αυτήν ή και την οριστικήν υποδείξη Αύτη λύσιν του ζητήματος ην ασμένως αποδεχθήσεται η Ιερά Σύνοδος». Και συνεπλήρου: «Ου διαφεύγει πάντως την σύνεσιν της Υμετέρας Παναγιότητος ή τε σπουδαιότης του ζητήματος και η ανάγκη της καθ' οιονδήποτε τρόπον επιλύσεως αυτού. Καίτοι δε απαραίτητον και επιβεβλημένην θεωρούμεν την μεταβολήν του Ημερολογίου, όμως απαραίτητον ωσαύτως και επιβεβλημένην κρίνομεν την συμφωνίαν της Υμετέρας Παναγιότητος, διά τε το εν τη καθόλου Ορθοδόξω Εκκλησία,. μέγα κύρος του Οικουμενικού Θρόνου και διά την εν τω Θεοσώστω Βασιλείω της Ελλάδος ύπαρξιν Μητροπόλεων και Επισκοπών, εχουσών έτι την αναφοράν αυτών προς τον Οικουμεν. Θρόνον». Τέλος, ο Μακαριώτατος εξέφραζε την λύπην αυτού διά την άρνησιν των λοιπών Πατριαρχών της Ανατολής, όπως αποδέξωνται την μεταβολήν αλλά και την ελπίδα ότι μετά την εκλογήν του νέου τούτου Οικουμ. Πατριάρχου «ευχερεστέρα αποβήσεται η επίτευξις της συμφωνίας των Πατριαρχών» προτείνας όπως «εν ανάγκη και εν νέα, διασκέψει αντιπροσώπων πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών δύναται ίνα εξετασθή το σοβαρώτατον τούτο ζήτημα και της δεούσης τύχη επιλύσεως»(4).

Εκ του πρόσθεν εγγράφου συνάγεται, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δεν έτρεφεν αυταπάτας ως προς τας δυσχερείας, ας έμελλε να συναντήση εν τω παρόντι πάσα προς ρύθμισιν του Ημερολογιακού προσπάθεια, και τούτο ένεκα το μεν της μη επιτεύξεως συμφωνίας μεταξύ πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών και δη και των παλαιφάτων της Ανατολής Πατριαρχείων, εν σχέσει προς τας σχετικάς αποφάσεις του Π.Σ. της Κων/λεως, το δε της ολονέν και οσημέραι αυξανούσης ανάγκης εν Ελλάδι προς συνταυτισμόν των δύο εν χρήσει ημερολογίων, έστω και εξωτερικόν, απλώς μερομηνιακόν, μη καταλειπούσης ευρέα περιθώρια ανέτων χειρισμών τού θέματος. Ετέρωθεν η Εκκλησία της Ελλάδος εκτιμώσα ως απαραίτητον, και δη και χάριν του Ελληνικού λαού, την προσαρμογήν του εκκλησιαστικού ημερολογίου πρός το πολιτικόν τοιούτο εισηγείτο την μέσην λύσιν της «διορθώσεως»(5) μόνον του Ιουλιανού Ημερολογίου, του Πασχαλίου μη το παράπαν θιγομένου, αποφεύγουσα ούτω την εις το Γρηγοριανόν προσχώρησιν, ταυτοχρόνως όμως δίδουσα διέξοδόν τινα εις το ακανθώδες και οξύ πρόβλημα, όπερ συνίστα διά τον λαόν η εν ισχύι διατήρησις δύο ημερολογίων. Η μέση αύτη λύσις απέβλεπεν αφ' ενός μεν εις μερικήν τουλάχιστον άρσιν των επιστημονικών σφαλμάτων του Ιουλιανού Ημερολογίου, αφ' ετέρου δε εις την τήρησιν των περί του εορτασμού του Πάσχα ορισμών της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Ου μην δ' αλλά απεσκόπει ωσαύτως και εις την αποσόβησιν της τε θρησκευτικής βλάβης του λαού, εξ αιτίας της μη τελέσεως. των εορτών εν ταις καθιερωμέναις ημερομηνίαις και της γενικωτέρας συγχύσεως της, εκ της, υπό των ορθοδόξων κρατών, παραδοχής του νέου ημερολογίου προερχομένης.

Η απάντησις του Οικουμεν. Πατριάρχου δεν εβράδυνε, απεδέχετο δε την πρότασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος και ώριζεν ημερομηνίαν ενάρξεως της: διορθώσεως»(6). Ειδικώτερον α) Η Εκκλησία Κων/λεως ενδιεφέρετο: σοβαρώς..διά την ημερολογιακήν μεταβολήν; εκτιμώσα τους υπέρ τούτης συνηγορούντας λόγους, χάριν κυρίως του ορθοδόξου ποιμνίου αυτής, μη στέργουσα ίνα αποδεχθή περαιτέρω παράτασιν της ως εκ της χρήσεως δύο ταυτοχρόνως ημερολογίων εν ταις ορθοδόξοις Χώραις και Εκκλησίαις, προκυπτούσης συγχύσεως και ανωμαλίας. Κατά συνέπειαν κακώς ισχυρίσθησαν μεταγενεστέρως και δη και εν έτει 1935 οι τρεις αποσκιρτήσαντες της Εκκλησίας Ιεράρχαι, ότι η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία παρεσύρθη υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος, ιδία δε υπό του Προκαθημένου αυτής, εις αποδοχήν της ημερολογιακής μεταβολής (7).Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον επλειοδότει εις την υπόθεσιν ταύτην την σύμπασαν αφορώσαν Εκκλησίαν. Τω λόγω τούτω και πρώτη πασών η Εκκλησία Κων/λεως είχε συνοδικώς αποδεχθή τας σχετικάς του Πανορθοδόξου Συνεδρίου «αποφάσεις» προβάσα μάλιστα και εις τον προσδιορισμόν της 1ης Οκτωβρίου του 1923 ως ημέρας ενάρξεως της ισχύος του νέου ημερολογίου, και αναγκασθείσα εκ των πραγμάτων εις αναβολήν αυτής. β) Το Οικουμεν. Πατριαρχείον απεδέχετο την πρότασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος περί της «διορθώσεως» του Ιουλιανού Ημερολογίου δια της προσθήκης των 13 ημερών, άνευ δηλονότι μεταβολής του Πασχαλίου, ως προσωρινήν λύσιν του ημερολογιακού προβλήματος «μέχρι της οριστικής, από κοινής γνώμης και αποφάσεως διευθετήσεως και του ζητήματος του Πασχαλίου». Επομένως η προτεινομένη λύσις αφεώρα σαφέστατα εις μόνην την ημερομηνιακήν ταύτισιν των δύο ημερολογίων, μη θίγουσα τα κανονικώς τεθεσπισμένα περί του Πασχαλίου, διά την μεταβολήν των οποίων αρμοδιότητα είχε Πανορθόδοξός τις Σύνοδος. Τούτο εξ άλλου εσήμαινεν, ότι αντιμετωπίζετο έκτοτε σοβαρώς το ζήτημα της μεταβολής και του Πασχαλίου, αλλ' αι περιστάσεις είχον επιβάλει τον διαχωρισμόν αυτού και την αναβολήν λήψεως περί αυτού οριστικής αποφάσεως. γ) Προς τα πρόσω χωρούν εν ταχύ βήματι «διά την επείγουσαν ήδη πολλαχού ανάγκην» το Οικουμ. Πατριαρχείον καθώριζεν ως ημέραν «κοινής υπό πασών των αδελφών Εκκλησιών» εφαρμογής της προτεινομένης λύσεως, την 10ην Μαρτίου 1924, λογιζομένην, αριθμουμένην και εορταζομένην ως 23ην του αυτού μηνός. Προς τούτοις προσεδόκα την σύμφωνον περί τούτου γνώμην πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών, προς ταυτόχρονον υπό πασών εφαρμογήν του μέτρου, ην εθεώρει «αναγκαίαν», καίτοι το απομένον από της 28ης Ιανουαρίου μέχρι της 10ης Μαρτίου 40/νθήμερόν που διάστημα ήτο λίαν ανεπαρκές διά την επίτευξιν πανορθοδόξου συμφωνίας επί ζητήματος τοσαύτας έχοντος μέχρι της ημέρας ταύτας εμφανίσει περιπλοκάς, τοσούτω μάλλον όσω αι υφιστάμεναι εισέτι αντιδράσεις ενίων Εκκλησιών, διά την άρσιν των οποίων η Κων/λις επεκαλείτο την συνδρομήν των Αθηνών, καθίστα προβληματικήν αν μη και αδύνατον πάσαν εύνουν πρόβλεψιν εν προκειμένω.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος δεν έσπευσεν, άμα λαβών την διαληφθείσαν του Οικουμενικού Πατριάρχου απάντησιν; ίνα δηλώση την εαυτού συναίνεσιν προς εφαρμογήν της προτεινομένης λύσεως, αλλ' ουδέ την Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας εκ νέου συνεκάλεσε, ελεγχθείς βραδύτερον διά την τοιαύτην αυτού παράλειψιν υπό των τριών Μητροπολιτών(8), αλλ' ανέμεινεν επ' ολίγον «ή την συμφωνίαν των Πατριαρχών ή την πρόσκλησιν εις νέαν μεθ' αυτών.Συνοδικήν διάσκεψιν»(9) αποστείλας, μετά πάροδον απράκτων δύο εβδομάδων από της λήψεως του προδιαληφθέντος γράμματος του Οικουμενικού Πατριάρχου ήτοι τη 14η Φεβρουαρίου 1924, τηλεγράφημα προς τούτον, δηλών ότι «Εκκλησία Ελλάδος δέχεται προσαρμογήν εορτολογίου και πολιτικού ημερολογίου από 10ης προσεχούς Μαρτίου»(10) παρακαλέσας συνάμα τον Οικουμεν. Πατριάρχην, όπως διαβιβάση την απόφασιν τούτην προς τους εν ταις Νέαις Χώραις της Ελλάδος Ιεράρχας. Σχετικόν τηλεγράφημα απηύθυνεν ο Αρχιεπ/πος Αθηνών και προς τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας Φώτιον, έχοντα ήδη προτείνει την σύγκλησιν Οικουμενικής Συνόδου διά την επίλυσιν του ημερολογιακού, υποδείξας την εις τοιαύτην Σύνοδον παραπομπήν μόνου του ζητήματος του Πασχαλίου, όπερ όμως δεν εθίγετο διά της λεγομένης «διορθώσεως» του Ιουλιανού(11). Εις την εαυτού απάντησιν ο Αλεξανδρείας εδήλου, ότι ενέμενεν εις την εαυτού άποψιν, ενώ ο Αρχιεπ/πος Κύπρου ανεκοίνου προς τον Αθηνών το περιεχόμενον τηλεγραφήματος αυτού αποσταλέντος προς τον Οικουμενικόν, δι' ου προυτείνετο η σύγκλησις Πανορθοδόξου Συνόδου εν Ιεροσολύμοις κατά την Πεντηκοστήν και προ της εφαρμογής του νέου διωρθωμένου ημερολογίου(12). Εις το εν λόγω τηλεγράφημα απήντησε διεξοδικώς ο Οικουμενικός Πατριάρχης, τονίζων ότι η διαρρύθμισις του ημερολογίου ουδαμώς έθιγε τα δόγματα και τας θεμελιώδεις κανονικάς της Εκκλησίας διατάξεις, αντιθέτως δ' ως εκ του τρόπου καθ' ον επεχειρείτο, αποκαθίστα το διαταραχθέν διά μέσου των αιώνων καθεστώς, όπερ η Α' Οικουμενική Σύνοδος εθέσπισε, και επικαλούμενος το γεγονός, ότι η πλειονότης των Ορθοδόξων Εκκλησιών εθεώρει την διαρρύθμισιν ταύτην επείγουσαν, προβαλών μάλιστα ως παράδειγμα προς μίμησιν την της Εκκλησίας της Ελλάδος απόφασιν περί εφαρμογής από της 10ης Μαρτίου της ημερολογιακής μεταβολής, ως και τας Εκκλησίας Σερβίας και Ρουμανίας αποδεξαμένας ήδη την του ημερολογίου τροποποίησιν δίχα Οικουμενικής Συνόδου. Τελευτών ο Πατριάρχης, αφού υπεγράμμιζε τον εκ της αβεβαίας συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου επικρεμάμενον κίνδυνον διαστάσεως του ποιμνίου «μεταξύ των οικειωτάτων αυτών» ανεκοίνου, ότι ο Οικουμενικός Θρόνος «εφαρμόση αφεύκτως από της 10ης προσεχούς Μαρτίου και εν απάση αυτού τη περιοχή και εις το εορτολόγιον το νέον ημερολόγιον, πλην των του Πασχαλίου εορτών το γε νυν»(13).

Ήδη η βεβαιότης περί της εφαρμογής του διωρθωμένου ημερολογίου εν απάση τη περιοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καλυπτούση γεωγραφικώς και μέγα τμήμα της ελληνικής Επικρατείας, απετέλει βασικόν παράγοντα δυνάμενον να επηρεάση ευμενώς την αποφασισθείσαν και υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος εισαγωγήν του νέου ημερολογίου, δεδομένου ότι θα απετέλει σοβαρώτατον στοιχείον περαιτέρω δυσαρμονίας η τυχόν εμμονή αυτής εις το Ιουλιανόν Ημερολόγιον ενώ αι Νέαι Χώραι θα ηκολούθουν εκκλησιαστικώς το νέον διωρθωμένον.

Αι προς επίτευξιν, όθεν, πανορθοδόξου συμφωνίας επί του ημερολογιακού ελπίδες κατέρρεον, ενώ η Εκκλησία της Ελλάδος είχεν ήδη εκδηλώσει την περί προσχωρήσεως εις το «διωρθωμένον» Ιουλιανόν Ημερολόγιον πρόθεσιν αυτής και δη και μετά καθορισμού της ημερομηνίας, αφ' ης έδει να άρξηται η μεταβολή αύτη. Παρά ταύτα ο Αρχιεπ. Χρυσόστομος, διατηρών, ως φαίνεται, αμυδράς εισέτι ελπίδας προς τούτο, διά τηλεγραφήματος αυτού υπέδειξε καταλλήλως ότι ήτο πρόθυμος ίνα μεταβή εις Αλεξάνδρειαν ή Ιεροσόλυμα προς άμεσον προσωπικήν συνάντησιν μετά των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής και του Αρχιεπ/που Κύπρου, διά την επίλυσιν του ζητήματος(14). Αλλά και η προσπάθεια αύτη δεν ετελεσφόρησε, του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Φωτίου εμμείναντος εις την εαυτού γνώμην.





Σημειώσεις

1. Η τοιαύτη σπουδή του Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου αποδίδεται υπό των παλαιοημερολογιτών εις την επιθυμίαν αυτού, όπως η Εκκλησία της Ελλάδος μή φαίνηται καθυστερημένη εις πρόοδον και πολιτισμόν απέναντι της Πολιτείας, γεγονός όπερ ωδήγησεν εις «την μονομερή εφαρμογήν του νέου Ημερολογίου» αφού παραλλήλως κατεβλήθη προσπάθεια προσελκύσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τελικώς παρασυρθέντος εις συναίνεσιν. (Ούτω Μ + Σι: Το Παλαιοημερολογιτικόν, αι φάσεις αυτού και η προσήκουσα λύσις. Αθήναι 1954 σ. 4. Πρβλ. και «Η. Φ. Ο. » 1963 φ. 427 σ. 2). Αντιθέτως υπ' άλλων εξεφράζετο δυσφορία διά την συνεχή αναβλητικότητα, ήτις διέκρινε τον Αρχιεπ/πον εν σχέσει προς την εκτέλεσιν της αποφάσεως της ΙΣΙ (Ούτω και επιστολή «λαϊκού» αναγνώστου εν: «Εκκλησία» Α' σ. 167-168 ). Δεν έχεται προς τούτοις αληθείας η, ην εκ πληροφοριών ηρρύσθη και ανέγραψεν ο «Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης» Χρυσόστομος, είδησις, ότι η ΙΣΙ είχε διατυπώσει την γνώμην, καθ' ήν θα έδει να μεσολαβήση διάστημα ενός έτους από της λήψεως της περί «διορθώσεως» του Ιουλιανού Ημερολογίου αποφάσεως, μέχρι της εφαρμογής αυτής, και τούτο προς προετοιμασίαν του λαού. Βλ. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Αναίρεσις του «ελέγχου...σ. 72. Ιεζεκιήλ, Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, Βιβλιοκρισία εις το «Ημερολογιτικών κατηγοριών έλεγχος» του Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου, εν: «Εκκλησία» 1937 σ. 103.

2. Ούτος είχεν εκλεγή τη 6-12-1923 εις διαδοχήν Μελετίου Δ' του Μεταξάκη. Πρβλ. «Εκκλησίαν» 1923-24 σ. 227, 230-231. .

3. Βλ. ταύτα ανωτ. σ. 95 επ.

4. Βλ. Αρχιμ. Θ. Στράγκα, ένθ. ανωτ. τ. Β' σ. 1241-1243. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 45-47. Χρυσοστόμου, (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Η διόρθωσις ... σ. 48-49.

5. Αποκρούων ως αδόκιμον τον όρον «διόρθωσις» ο «Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης» Χρυσόστομος έξ' επόψεως τόσον εννοιολογικής, όσον και συστηματικής, παρατηρεί ότι. διά της γενομένης ουτωσεί «διορθώσεως» του Ιουλιανού Ημερολογίου δεν ήρθησαν αι ατέλειαι αυτού, άρα δεν διωρθώθη τούτο, ενώ εξ άλλου η χρησιμοποίησις του όρου τούτου. αποτελεί «προπέτασμα καπνού» προς απόκρυψιν από του λαού της πραγματικότητος, τοσούτω μάλλον όσω αντί διορθώσεως μάλλον σύγχυσις και ανωμαλία επήλθεν εν τη ορθοδόξω Λατρεία και τω Τυπικώ της Εκκλησίας. Βλ. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Αναίρεσις του ελέγχου»... σ. 9-10, Του αυτού, Απάντησις εις μίαν διατριβήν περί Εκκλησ. Ημερολογίου του Σεβ. Μητροπολίτου Λαρίσης κ. Δωροθέου, Αθήναι 1951 σ. 3.

6. Εν τη προς τον Μακαρ. Αρχιεπίσκοπον Αθηνών υπ' αριθμ. 221/28 Ιανουαρίου 1924 απαντήσει αυτού ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος; αφού εν αρχή εμνημόνευε των προσπαθειών, ας η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία κατέβαλε προς διευθέτησιν του ημερολογιακού χάριν του συμφέροντος των ορθοδόξων Εκκλησιών και Λαών τα εξής, εν συνεχεία; διελάμβανεν εν σχέσει προς την συγκεκριμένην πρότασιν της Εκκλησίας της Ελλάδος: «Δυστυχώς η ορισθείσα έναρξις της εφαρμογής του νέου Ημερολογίου κατά την α' Οκτωβρίου παρελθόντος έτους, απεδείχθη εκ των πραγμάτων ανεπίτευκτος διά την μή αποπεράτωσιν, κατά το μεταξύ διάστημα, εν πάσαις ταις αδελφαίς Εκκλησίαις της σχετικής προς το ζήτημα διασκέψεως και αποφάσεως ή και διά την μη υπό πάντων αποδοχήν των αποφάσεων του Πανορθοδόξου Συνεδρίου. Επειδή όμως, ως και εν τη επιστολή της Υμετέρας Μακαριότητος σημειούται, τυγχάνει δε άλλως τε και ευνόητον, η επί μακρόν εισέτι παράτασις της νυν ανωμαλίας, της χρήσεως δηλονούν δύο ταυτοχρόνως ημερολογίων παρά τοις ορθοδόξοις λαοίς, εκτός των εν ταις κοινωνικαίς σχέσεσιν αυξανομένων οσημέραι δυσχερειών, πολλήν αναμφιβόλως και την θρησκευτικήν και την εκκλησιαστικήν ζημίαν συνεπάγεται και απειλεί, η Μετριότης ημών, μετά της περί ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου, σπουδαίως και αύθις επί του ημερολογιακού ζητήματος διασκεψάμενοι και εις το δυνατόν εν τη παρούση των πραγμάτων καταστάσει αφορώντες, πρώτον μεν έγνωμεν αποδέξασθαι την υπό της αδελφής Εκκλησίας της Ελλάδος εισηγουμένην γνώμην περί αποδοχής το γε νυν της αναφερομένης μέσης λύσεως, ήτοι της εφαρμογής του νέου διά πάσας τας ακινήτους εορτάς του ορθοδόξου εορτολογίου, πλήν του Πάσχα και των μετ' αυτού συνδεδεμένων κινητών εορτών, μέχρι της οριστικής από κοινής γνώμης και αποφάσεως διευθετήσεως και του ζητήματος του Πασχαλίου, είτα δε και εις την ταχίστην εκτέλεσιν, διά την επείγουσαν ήδη πολλαχού ανάγκην συντελούντες, προήχθημεν ορίσαι και προτείνομεν προς αποδοχήν ως ημέραν κοινής υπό πασών των αδελφών Εκκλησιών εφαρμογής του νέου ημερολογίου την δεκάτην του μηνός Μαρτίου του αρξαμένου απκδ' έτους, εισηγούμενοι, όπως αύτη εν πάσαις ταις αδελφαίς Ορθοδόξοις Εκκλησίαις λογισθή και ονομασθή ως κγ' Μαρτίου του ημετέρου εορτολογίου, των μεταξύ της ι' και κγ' ακινήτων εορτών διά το παρόν έτος εορταζομένων κατά τα εν ταις αποφάσεσι του Πανορθοδόξου Συνεδρίου υποδεικνυόμενα. Προκειμένου δε περί του Αγίου Πάσχα και των μετ' αυτού συνδεδεμένων κινητών εορτών, αύται μέχρι της οριστικής και του σημείου τούτου διαρρυθμίσεως ενεκρίναμεν και ημείς, ίνα φυλάττωσι το γε νυν την κατά το άχρι τούδε Πασχάλιον θέσιν αυτών εν τω εορτολογίω, απλώς αυξανομένων κατά 13 των ημερομηνιών κατά το παλαιόν ημερολόγιον των υπολελογισμένων ημερών του εορτασμού αυτών και σημειουμένων τοιουτοτρόπως και των κινητών εορτών κατά το νέον ημερολόγιον προς προφυλακήν από της συγχύσεως». Τελευτών. δ' ο Πατριάρχης έγραφε: «Ταύτα ουν τα ούτω υφ' ημών συνοδικώς εξ αφορμής της προτάσεως και παρακλήσεως της Ιεράς Συνόδου της Ελλάδος εγκριθέντα και αποφασισθέντα γνωρίζοντες εις απάντησιν, διά της παρούσης αδελφικής ημών επιστολής και πληροφορούντες, ότι ταυτοχρόνως σχετικήν ανακοίνωσιν ποιούμεθα και προς πάσας εν γένει τας αδελφάς Εκκλησίας, παρακαλούμεν την υμετέραν Μακαριότητα όπως το γ επ' αυτή ως οίόν τε τάχιστα διά τηλεγραφήματος. Αύτής γνωρίση ημίν την γνώμην και την. τελειωτικήν συναίνεσιν της αδελφήςΕκκλησίας της Ελλάδος προς έναρξιν της εφαρμογής από της ι' του προσεχούς Μαρτίου, ου μην δ' αλλά και ει που νομίζει πρόσφορον ενεργήση, ίνα και υπό άλλων αδελφών Εκκλησιών ομοία εξενεχθή απόφασις και ταχέως φθάση προς ημάς η αναγκαία δήλωσις της συναινέσεως αυτών» Βλ. «Εκκλησίαν» Α' σ. 363-364.

7. Πρβλ. Μητροπολιτών Δημητριάδος Γερμανού κ.λ.π... Διασάφησις σ. 9,19. Βλ. και Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 55 επ.

8. Μητροπολιτών Δημητριάδος Γερμανού κ.λ.π. ...Διασάφησις σ. 10. Η αυτή μομφή απεδόθη και εις τον Οικουμενικόν Πατριάρχην διά την μη υπ' αυτού σύγκλησιν της Ιεραρχίας του Θρόνου. Ένθ. ανωτ. Πρβλ. Μητροπολιτών Δημητριάδος Γερμανού, πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου και Ζακύνθου Χρυσοστόμου, Προς τον εφημεριακόν κλήρον και τους μοναχούς της ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας. Ωσαύτως Αρχιμ.Θ.Στράγκα, ένθ. ανωτ. τ. Δ' σ. 2600. Παρακατιόντες όμως αναιρούσιν εαυτούς οι τρεις ούτοι Ιεράρχαι γράφοντες ότι «και αν ακόμη η μεταβολή αύτη του ημερολογίου εγίνετο υφ' όλης της Ιεραρχίας του Οικουμενικού Θρόνου και της Εκκλησίας της Ελλάδος συνερχομένης εις Σύνοδον, πάλιν δεν θα είχε κύρος εκκλησιαστικόν διότι θα έδει να συγκληθή Οικουμενική Σύνοδος». Ένθ. ανωτ. τ. Δ' σ. 2601.

9. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Η διόρθωσις ... σ. 56.

10. «Εκκλησία» Α' σ. 367.

11. Το πλήρες κείμενον του εν λόγω τηλεγραφήματος έχει ως έπεται: «Αμέσου συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου αδυνάτου καθισταμένης επειγούσης δε αφομοιώσεως Ημερολογίου χάριν εκατομμυρίων ορθοδόξων λαών, εκλιπαρούμεν υμετέραν Μακαριότητα δεχθήναι πρότασιν Οικουμενικού Πατριαρχείου περί συνταυτίσεως ημερομηνιών διά προσθήκης 13 ημερών από 10 προσεχούς Μαρτίου άνευ οιασδήποτε μεταβολής Πασχαλίου, μόνης ταύτης παραπεμφθησομένης Οικουμενική Συνόδω». Βλ. τούτο παρά Γ. Ευστρατιάδη, ένθ: ανωτ. σ. 26-27. Η λέξις «εκλιπαρούμεν» κατεκρίθη εν τούτοις ως προσδούσα προσωπικόν χαρακτήρα εις την όλην υπόθεσιν. Ένθ.ανωτ. σ. 53.

12. «Εκκλησία» Α' σ. 367.

13. «Εκκλησία» Α' σ. 396. Πρβλ. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών ..., Η διόρθωσις ... σ.58.

14. «Εκκλησία Α' 367.


Περιεχόμενα