|
"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, † Αρχιεπισκόπου Αθηνών |
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ
ΤΟ ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ
ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ,
ΕΙΔΙΚΩΤΕΡΟΝ, ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ «ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ» ΑΥΤΟΥ
3. Η θέσις της Εκκλησίας της Ελλάδος έναντι των περί Ημερολογίου «αποφάσεων» του Π.Σ.
α) Η κατά Δεκέμβριον 1923 συγκληθείσα ΙΣΙ
Των αποφάσεων του Π.Σ. λαβούσα γνώσιν διά του υπ' αριθμ. 2423/ 28-13 Ιουλίου 1923 Πατριαρχικού Γράμματος η Εκκλησία της Ελλάδος και εν γνώσει τελούσα των υφισταμένων δυσχερειών ως προς την άμεσον εφαρμογήν αυτών, εν όψει μάλιστα και της διαφαινομένης ασυμφωνίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών, προυτίμησε την οδόν της προσωρινής αναβολής εν τη εφαρμογή αυτών, παρά το γεγονός ότι «η αναβολή της προσαρμογής του εορτολογίου προς το νέον ημερολόγιον προυκάλει διαμαρτυρίας και μεγάλην δυσφορίαν παρά τω ελληνικώ λαώ»(76) εν συνδυασμώ και προς την ήδη γνωστήν απόφασιν της ΙΣΙ του Απριλίου 1923, ήτις εδέχετο προκαταβολικώς τας «αποφάσεις» του Π.Σ. Κατά τον μεταξύ χρόνον ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος κατεβαλλε συντόνους, πλην άνευ αποτελέσματος, προσπαθείας προς επίτευξιν πανορθοδόξου επί του Ημερολογιακού συμφωνίας(77) αντιμετωπίζων, προς τοις άλλοις, και οξέα ενδοεκκλησιαστικά προβλήματα(78) την προτεραιότητα αξιούν τα της εκκλησιαστικής αντιμετωπίσεως, τοσούτω μάλλον όσω εξεδηλώθη πρόθεσις της επαναστατικής Κυβερνήσεως Ν. Πλαστήρα, όπως επέμβη εις τα εσωτερικά της Εκκλησίας(79), αποκρουσθείσα μεν ένεκα της σθεναράς αντιστάσεως του αοιδίμου Χρυσοστόμου, αλλά καταλήξασα εις την δημοσίευσιν αρχικως μεν του από 14-12-1923 εγγράφου του αρχηγού της Επαναστάσεως δι' ου κατηργείτο η ΔΙΣ και εγκαθιδρύετο ως ανωτάτη διοικητική της Εκκλησίας αρχή η ΙΣΙ μέλλουσα να συνέλθη εντός του Δεκεμβρίου 1923, μετα δε τρεις ημέρας του από 17-12-23 Β. Δ/τος περί συγκλήσεως της ΙΣΙ τη 24-12-1923 ίνα ασχοληθή και «περί της προσαρμογής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου προς το πολιτικόν τοιούτο»(80).
Η συμπερίληψις του Ημερολογιακού μεταξύ των θεμάτων της ημερησίας διατάξεως της ΙΣΙ, διαβληθείσα ως καρπός δολίας δήθεν συνεργασίας Κυβερνήσεως και Αρχιεπισκόπου και αφού προηγουμένως εξησφαλίσθη κλίμα βίας και φοβίας εις βαρος των Αρχιερέων, απήχει ουχ' ήττον τας ανησυχίας του τελευταίου ως προς την έκβασιν του ζητήματος τούτου, καθόσον αφ' ενός μέν ήσαν ήδη γνωσταί αι αντιδράσεις των Πατριαρχών της Ανατολής διά την ημερολογιακήν μεταβολήν, αποκλειομένης ούτω της επιτεύξεως πανορθοδόξου συμφωνίας περί αυτής, αφ' ετέρου δε ουδέ μακρόθεν διεφαίνετο η δυνατότης συγκλήσεως Οικουμ. Συνόδου προς επίλυσιν αυτού, ως ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας απήτει, απειλήσας μάλιστα προς στιγμήν να συγκαλέση ούτος ταυτην(81). Επομένως η παραπομπή του ζητήματος εις την ΙΣΙ δεν ετέλει εν εξαρτήσει τόσον προς την σχετικήν υπόδειξιν του Π.Σ, άτε εκ προοιμίου δοθείσης της συγκαταθέσεως αυτής προς υιοθέτησιν ταύτης, όσον προς την επί νέας βάσεως θέσιν του όλου ζητήματος. Συγκεκριμένως η τταραπομττή του ζητήματος εις την Ιεραρχίαν είχε την έννοιαν του προσδιορισμού της δυνατότητος της Εκκλησίας της Ελλάδος να χωρήση εις την εφαρμογήν του διωρθωμένου Ιουλιανού Ημερολογίου και άνευ συμφωνίας πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών ή έστω και άνευ της συναινέσεως του Πατριάρχου Αλεξανδρείας, ούτινος η άρνησις ήτο δεδομένη. Την αναγκαιότητα του τοιούτου προσδιορισμού ετόνιζε κυρίως το γεγονός ότι «το πολιτικόν ημερολόγιον επεβλήθη επί της ζωής (και) κατέστησεν έτι μάλλον επαισθητήν την ανάγκην»(82) ημερολογιακής μεταβολής, ως εν τη εκτενεί εισηγήσει αυτού ενώπιον της ΙΣΙ υπεστήριξεν ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος.
β) Η εισήγησις του Αρχ/που Χρυσοστόμου.
Το Ημερολογιακόν ζήτημα εξητάσθη εν τη Δ' συνεδρία της ΙΣΙ τής 27-12-1923, παρόντων 29 Ιεραρχών, συμπεριλαμβανομένου και του Δημητριάδος Γερμανού. Κατά την συνεδρίαν ταύτην, εισηγούμενος σχετικώς ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος υπέμνησε τας επιστημονικάς ατελείας του εν χρήσει Ιουλιανοϋ Ημερολογίου, ων ένεκα δεν ετηρείτο ουσιαστικώς η περί του χρόνου εορτασμού του Πάσχα διάταξις της Α' Οικουμ. Συνόδου, άτε της εαρινής ισημερίας μετατοπισθείσης και υπολογιζομένης «κατά συνθήκην και ουχί κατά κανονικήν ακρίβειαν». Συνεχίζων ο Αρχιεπ/πος ανεφέρθη εις την δημιουργηθείσαν εν τη ελληνική κοινωνία ανωμαλίαν, ένεκα της χρήσεως δύο ημερολογίων,τονίσας ότι «αν η ελληνική Πολιτεία παρέβλεπε τους πολιτικούς, εμπορικούς, κοινωνικούς λόγους και δεν παρεδέχετο το νέον ημερολόγιον, ουδείς λόγος μεταβολής θα υπήρχε» το αυτό δε θα ίσχυε και εις ήν περίπτωσιν, καθ' υπόθεσιν, το ελληνικόν Κράτος δεν θα ήτο ορθόδοξον, ενώ η επελθούσα μεταβολή, διά της εισαγωγής εις τας κοινωνικάς σχέσεις του Γρηγοριανού Ημερολογίου, εδημιούργησεν μεγάλην σύγχυσιν παρά τώ λαώ, καθιστώσαν αναγκαίαν την προσαρμογήν του εκκλ.ημερολογίου προς το πολιτικόν, κατά το φαινόμενον βεβαίως. Συν επί τούτοις ο Μακαριώτατος υπεγράμμιζε τας εξ απόψεως εορτολογίου δυσμενείς επί του λαού επιδράσεις του διπλού εν χρήσει ημερολογιακού συστήματος, ένεκα του οποίου κατά τας μεγάλας εορτάς παρετηρείτο το φαινόμενον οι μεν να νηστεύωσι και οι δε να πανηγυριζωσι με αποτέλεσμα «ο λαός εκ της ημερολογιακής διαφοράς να απομακρύνηται της Εκκλησίας». Παρακατιών ο Μακ. Πρόεδρος ανεφέρθη εις τήν έναντι του Ημερολογιακού στάσιν των διαφόρων Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ειδικώτερον δ' εις την πείσμονα άρνησιν του Πατριάρχου Αλεξανδρείας,όστις «καίτοι δι' αντιπροσώπου (ήτοι του Μητροπολίτου Λεοντοπόλεως Χριστοφόρου) επείσθη περί της αναποφεύκτου ανάγκης της Εκκλησίας της Ελλάδος περί συνταυτισμού του ημερολογίου, επιμένει μετά του Αντιοχείας εις την σύγκλησιν Οικουμενικής Συνόδου». Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος εμνημόνευσε ακολούθως του Μακ. Ιεροσολύμων, όσrις είχε δηλώσει ότι «εν περιπτώσει συνταυτισμού των ημερολογίων, ουδεμίαν διαμαρτυρίαν θα κάμη, αυτός όμως, διά λόγους προσκυνηματικούς δεν δύναται να μεταβάλη γνώμην». Ειρήσθω δ' ότι την αντίδρασιν των Πατριαρχών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας ο Αρχιεπίσκοπος απέδιδεν εις τον ρώσον Μητροπολίτην Κιέβου Αντώνιον «όστις κατεπολέμησε πάσαν μεταρρύθμισιν ως και την του ημερολογίου τοιαύτην. Πριν όμως ανακινηθή το ζήτημα, ο Πατριάρχης Μόσχας Τύχων έγραψεν εις το Οικουμ. Πατριαρχείον ζητών μεταβολήν, αλλ' οι εν Σερβία ρώσοι Επίσκοποι αντέστησαν (ου μην) αλλά και αι Εκκλησίαι Σερβίας και Ρουμανίας απεφάσισαν την εφαρμογήν, θέλουσιν όμως την από κοινού τοιαύτην»(83). Τελευτών ο Αρχιεπίσκοπος και αποβλέπων, ως είπεν, εις την θρησκευτικήν ενότητα, επρότεινε την εξής μέσην λύσιν(84) ην ο ίδιος εχαρακτήρισε βραδύτερον ως «έργον μεγάλης προνοίας και συνέσεως(85): «Επειδή δυσεπίτευκτος εν γε τω παρόντι φαίνεται η συμφωνία πασών των Εκκλησιών, να ζητηθή μεν αύτη παρά πασών των Εκκλησιών και δη παρά του Οικουμ. Πατριαρχείου, μέχρι δε της επιτεύξεως αυτής να συνταυτισθώσιν αι ημερομηνίαι του ημερολογίου διά της προσθήκης 13 ημερών εις το εκκλησιαστικόν ημερολόγιον,και αι μεν ακίνητοι εορταί να εορτάζωνται κατά τας ωρισμένας ημέρας του εκκλ. ημερολογίου, συμπιπτούσας προς τας του πολιτικού, το δε Πάσχα και αι μετ' αυτού συνδεόμεναι κινηταί εορταί εξακολουθήσωσι τελούμεναι κατά το εκκλ. ημερολόγιον εν ταις αντιστοίχοις ημέραις του πολιτικού»(86). Η πρότασις αύτη, αποχωρίζουσα το εορτολόγιον του Πασχαλιου(87) , και παρά τας εκ του αποχωρισμού τούτου προκυπτούσας λειτουργικάς κυρίως και τυπι-κολογικάς επιπτώσεις, άτε των κινητών εορτών υφισταμένων εν πολλοίς την επίδρασιν των ακινήτων, συνεδύαζε την εκ των πραγμάτων αδήριτον καταστά-σαν ημερομηνιακήν προσαρμογήν του εκκλησιαστικού ημερολογίου προς το πολιτικόν, προς άρσιν της συγχύσεως και ανωμαλίας, ομού μετά της διατηρή-αεως αθίκτου και αμεταβλήτου του Πασχαλίου, συνίστα μεν συντηρητικήν διά τας περιστάσεις λύσιν, εκτός όμως των προδιαγεγραμμένων υπό τού Π.Σ. πλαι-σίων κειμένην. Προφανές τυγχάνει ότι ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος επεδίωκε να παρακάμψη τον, εκ της ασυμφωνίας των δύο Πατριαρχείων, σκόπελον διά της εισηγήσεως της λύσεωc ταύτης, ήτις έκειτο εντεύθεν των εν τω Π.Σ. αποφασισθέντων και είχεν επομένως υπέρ αυτής, εκτός των άλλων, και την κάλυψιν του ελάσσονος υπό του μείζονος, κατέλιπε δ' ευρέα περιθώρια δια την οριστικήν ημερολογιακήν μεταρρύθμισιν, ήτις θα ήτο δυνατόν να επέλθη «διά κοινής συμφωνίας πασών των Εκκλησιών» οδηγούσης εις τήν «διαρρύθμισιν αυτού (του ημερολογίου ) κατά τας κανονικάς διατάξεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου»(88). Άλλαις λέξεσιν επεδιώκετο διά προσωρινής λύσεως η αντιμετώ-πισις της εκ της παραλλήλου υπάρξεως εν ισχύι των δύο ημερολογίων πα-ραχθείσης δυσαρέστου καταστάσεως.
γ) Αι εν τη Ιεραρχία διαμορφωθείσαι απόψεις.
Κατά την επακολουθήσασαν επί Συνόδου ευρυτάτην συζήτησιν αι απόψεις των Ιεραρχών εδιχάσθησαν, των μεν αναφανδόν κηρυχθέντων υπέρ της αμέσου αποδοχής της ως άνω προτάσεως, των δε διατυπωσάντων επιφυλάξεις και φόβους ως προς την σκοπιμότητα του μέτρου, εν όψει μάλιστα των δια-φαινομένων προθέσεων μερίδος του λαού όπως αντιδράση εις μίαν τοιαύτην λύσιν(89). Πολλοί εξ άλλου των Ιεραρχών εζήτησαν μετ' επιμονής να πληροφο-ρηθώσι περί των προθέσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου έναντι του ζητή-ματος, γεγονός μαρτυρούν ότι αι περί συμφωνίας αυτού προς την ημερολογια-κήν μεταβολήν διαβεβαιώσεις του Μακ. Χρυσοστόμου, δεν είχον γίνει ανεπι-φυλάκτως δεκταί. Εν τη ονομαστική ψηφοφορία, ήτις επηκολούθησεν, Ιεράρχαι τινές, επισείοντες τόν κίνδυνον σκανδαλισμού και κλονισμού του λαού εκ τυχόν αποφασισθησομένης αλλαγής, κατεφέρθησαν εναντίον της προτάσεως τού Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, ενώ έτεροι, καίπερ αναγνωρίζοντες τον τοιού-τον κίνδυνον,διετύπωσαν την άποψιν ότι «ο κλονισμός δεν πρέπει να μας φο-βίζη, διότι θα μας παρομοιάση με λιμναζον ύδωρ»(90). Υπήρξαν εν τούτοις και οι υποστηρίξαντες, ότι ουδείς τοιούτος κίνδυνος υφίσταται, διαβεβαιώσαντες μάλιστα ότι εν ταις εαυτών Μητροπόλεσιν «ουδείς σκανδαλισθήσεται»(91). Υπό πλείστων εξ άλλου Ιεραρχών προυτάθη όπως, προ πάσης λήψεως απο-φάσεως, εξασφαλισθή η συγκατάθεσις του Οικουμενικού Πατριαρχείου δια την εν ταις Νέαις .Χώραις εισαγωγήν της μεταρρυθμίσεως, επιπροσθέτως δ' ίνα μη η Εκκλησία της Ελλάδος μονομερώς και δίχα συγκαταθέσεως του Οικουμ. Πατριαρχείου χωρούσα εις την αλλαγήν, θεωρηθή τυχόν ως σχισμα-τική, οι δε πιστοί σκανδαλισθώσι.
Κατά το οικείον Πρακτικόν της ΙΣΙ το αποτέλεσμα της ως άνω ψηφοφο-ρίας, ωδήγησεν εις τα κάτωθι συμπεράσματα : «α ) ότι πάντες συμφωνούσιν υπέρ της μεταβολής του Εκκλησιαστικού Ημερολογίου και συνταυτισμού αυ-τού προς το πολιτικόν τοιούτο(92) β) κατά πλειοψηφίαν ότι ουδένα σκανδαλισμόν θα προκαλέση και γ) ότι εφ' όσον εν Ελλάδι υπάρχουσιν Επαρχίαι εξαρτώ-μεναι εκ του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκκλησιαστικώς, δέον να ζητηθή η συγκατάθεσις αυτού ως και διά το κύρος του Οικουμ. Πατριαρχείου»(93). Το υπό στοιχείον α συμπέρασμα βεβαίως δεν ανταποκρίνεται προς την εικόνα, ην δίδουσι τα πρακτικά, διότι ουχί πάντες οι Ιεράρχαι συνεφώνησαν εις την ημε-ρολογιακήν μεταβολήν, πολλοί δ' εξεδήλωσαν ανησυχίας διά τον προτεινόμενον τρόπον εισαγωγής αυτής εις την ζωήν της Εκκλησίας. Το θέμα εξ άλλου της εξασφαλiσεως της συγκαταθέσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ιδία διά τας Ν. Χώρας, και της αποτροπής σκανδαλισμού του λαού, καταλαβόν προέχουσαν θέσιν, υπεσκέλισε πάντα τα λοιπά, της Ιεραρχίας λαβούσης την εξής τελικήν απόφασιν: «Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος λαμ-βάνουσα υπ' όψιν την εκ της διαφοράς του Εκκλησ. Ημερολογίου προς το επικρατήσαν ήδη πολιτικόν τοιούτο προερχομένην σύγχυσιν παρά τω λαώ και την εκ ταύτης θρησκευτικήν βλάβην αυτού, ανταποκρινομένη δε εις την παντα-χόθεν εκδηλουμένην επιθυμίαν, αποφασίζει όπως αφομοιώση το Εκκλησιαστι-κόν Ημερολόγιον προς το Πολιτικόν, υπό τον όρον της συμφωνίας του Οικουμ. Πατριαρχείου και δι' άλλους μεν λόγους και διότι εν τω Ελληνικώ Κράτει αι Νέαι Χώραι εξαρτώνται εκκλησιαστικώς εξ αυτού, ανατίθησι δε τω Μακα-ριωτάτω Προέδρω αυτής όπως προς τούτο συνεννοηθή μεθ' όλων των Ορθο-δόξων Εκκλησιών, ιδία, δε του Οικουμενικού Πατριαρχείου, μεθ' ου η συμ-φωνία έσται απαραίτητος»(94). Προηγουμένως η ΙΣΙ είχε παράσχει την άδειαν αυτής τω Μακαριωτάτω Προέδρω, ίνα ως εκπρόσωπος αυτής μετάσχη τυχόν συγκληθησομένης Πανορθοδόξου Συνόδου προς επίλυσιν του Ημερολογιακού, ης η σύγκλησις επιθανολογείτο, ίδία μετά τας κατά του Π.Σ. γνωστάς αιτιάσεις(95).
Ούτω διά της πρόσθεν αποφάσεως αυτής, η ΙΣΙ απεδέχετο κατ' αρχήν τον ημερομηνιακόν συνταυτισμόν του εκκλησιαστικού προς το πολιτικόν ημερολόγιον, χωρίς να καθορίζη χρόνον ενάρξεως της ισχύος αυτού, εξαρτωμέ-νου εκ τε της «συνεννοήσεως» μετά πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών και της «απαραιτήτου συμφωνίας» του Οικουμενικού Πατριαρχείου(96). Ευνόητον ότι, υπό τον όρον «συνεννόησις» εννοείτο, κυρίως ειπείν, η αγγελία του ληφθέντος μέτρου και η ανταλλαγή απόψεων επ' αυτού, παρακαμπτομένου τοιουτοτρόπως του, ως εκ της εκπεφρασμένης αρνήσεως των Πατριαρχών Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, ορθουμένου εμποδίου και της οδού προς εφαρμογήν της ημερολο-γιακής μεταβολής διανοιγομένης πλέον.
Οι παλαιοημερολογίται την λήψιν της τοιαύτης αποφάσεως «κατά δια-βολικώτατον - κατ' αυτούς - τρόπον διατυπωθείσης υπό του Αρχιεπ/που Αθηνών» προς εξαπάτησιν της Ιεραρχίας(97), αποδίδουσιν εις τούτον, όστις υπήρξεν «εισηγητής εις την Ιεραρχίαν αυτής και φανατικός και υπερμάχος της μεταβολής κήρυξ» (98). Και είναι μεν αληθές ότι ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστο-μος διεδραμάτισεν αποφασιστικόν ρόλον εις την όλην του ζητήματος τούτου εξέλιξιν, αλλ' εις άπαντα τα συλλογικά όργανα διοικήσεως, η ευθύνη διά την λήψιν αποφάσεων δεν επιρρίπτεται επί του εκάστοτε εισηγητού, οσηνδήποτε βαρύτητα και αν έχη η γνώμη αυτού, αλλ' είναι συλλογική καταμεριζομένη μεταξύ πάντων των απαρτιζόντων το αποφασίζον όργανον μελών. Αι προη-γηθείσαι, εξ άλλου, συνεννοήσεις μετά τε του Οικουμ. Πατριαρχείου και των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών, αφήρουν, κατά τον Μαρωνείας Άνθιμον(99), τον χαρακτήρα της αυθαιρεσίας από του ρόλου, ον διεδραμάτισεν ο βαλλό-μενος Αρχιεπίσκοπος.
Η κυρία βάσις εφ' ης η Ιεραρχία εστήριξε την απόφασιν αυτής υπήρξεν «η πανταχόθεν εκδηλουμένη επιθυμία» μεταβολής του εκκλ. ημερολογίου. Το εrιχείρημα τούτο ζωηρώς αμφισβητούσιν οι κατά της ημερολογιακής αλλαγής τεταγμένοι, καθ' ους ουδέποτε η συνείδησις της Εκκλησίας διετύπωσε την ανάγκην διορθώσεως του ημερολογίου, ως Εκκλησίας ασφαλώς νοουμένης του ευσεβούς κλήρου και λαού, άπαντος δηλονότι του πληρώματος των πιστών ομού μετά των ποιμένων αυτών(100). Τον ισχυρισμόν τούτον αντικρούει η επί-σημος περί του Ημερολογιακού Εισήγησις της Εκκλησίας της Ελλάδος ενώ-πιον της Μεγάλης Συνόδου, δεχομένη ότι «από του τέλους του ιθ' αιώνος είχεν αρχίσει η Εκκλησία να συνειδητοποιή την ανάγκην διορθώσεως του ισχύοντος τότε Ιουλιανού ημερολογίου, διότι είχε πλέον διαπιστωθή ότι τούτο, συν τω χρόνω προϊόντι είχε καταντήσει να σφάλλη τόσον, ώστε η πραγματική εα-ρινή ισημερία να έχη αποστή κατά 13 ημέρας της ως τοιαύτης πιστευομέ-νης»(101). Ανεξαρτήτως όμως τούτου φαίνεται ότι έχεται ποίάς τινος αληθείας η εν απολύτω πως διατυπώσει εκφρασθείσα εν έτει 1935 υπό του θρησκευ-τικού περιοδικού «Οι Τρεις Ιεράρχαι» γνώμη, ότι «αδιαφιλονίκητος άλή-θεια (είναι) ότι ουδεμία απολύτως εγένετο έρευνα περί των διαθέσεων του χριστεπωνύμου πληρώματος, κατ' εξοχήν συντηρητικού, τουλάχιστον εν τω δόγματι της Ορθοδοξίας, αλλ' εχαρακτήρισε τας όλας ενεργείας περί την υπόθεσιν ταύτην μία αδικαιολόγητος σπουδή, η οποία έφερε τα μετέπειτα δυσά-ρεστα αποτελέσματα»(102).
Εν πάση περιπτώσει η απόφασις αύτη της ΙΣΙ, συμπνιγείσα εντός των αλλεπαλλήλων συζητήσεων περί τού νέου Καταστατικού Νόμου της Εκκλησίας, αποτελούντος άλλωστε και το κύριον και κυριαρχούν εν τη ΙΣΙ ταύτη θέμα, και εν μια και μόνη συνεδριάσει ληφθείσα, έφερεν εν εαυτή, κατόπιν μά-λιστα και των διατυπωθεισών υπό ενίων Ιεραρχών αντιρρήσεων, τα σπέρματα της εκκλησιαστικής ανωμαλίας και διαιρέσεως, πολλώ μάλλον διότι πάντες συνησθάνοντο ότι επρόκειτο περί βεβιασμένης ενεργείας αγνοησάσης την έλ-λειψιν μακράς και συστηματικής ενημερώσεως και διαφωτίσεως του λαού περί της ουσίας του όλου θέματος(103). Ούτως αφέθη ο λαός να πιστεύη εις την δογ-ματικήν χροιάν του ζητήματος, τούτο δε υπήρξε θανάσιμον σφάλμα της εκκλη-σιαστικής ηγεσίας, όπερ δεν κατωρθώθη να διορθωθή μετέπειτα, παρ' όλας τας όντως φιλοτίμους και υπερανθρώπους αυτής προσπαθείας. Προφανής εξ άλλου τυγχάνει η διαφοροποίησις της αποφάσεως ταύτης έναντι εκείνης του έτους 1919. Τότε η Ιεραρχία είχεν εξαρτήσει την ημερολογιακήν μεταβολήν εκ της περί ταύτης συμφωνίας των αγίων ορθοδόξων Εκκλησιών και εκ της συντάξεως νέου ακριβεστέρου ημερολογίου. Ενώ η παρούσα, μόνην την συγκατάθεσιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου έταξεν ως όρον εκ των ων ουκ άνευ διά την πραγμάτωσιν αυτής(104). Άλλωστε μόνον ούτω θα ηδύνατο να επιτευχθή η μεταβολή αύτη, δεδομένης, ως προελέχθη, της δεδηλωμένης αρνήσεως των δύο Πατριαρχών τουλάχιστον.
Ήδη, μετά παρέλευσιν 50ετίας η Εκκλησία της Ελλάδος, εν τη επι-σήμω αυτής περί του Ημερολογιακού ζητήματος Εισηγήσει προς την Μεγάλην Σύνοδον, ομολογεί ότι ατυχώς ηγνοήθη η σώφρων φωνή του Πατριάρχου Ιω-ακείμ του Γ' «και μηδενός εκκλησιαστικού λόγου συνωθούντος διωρθώθη το Ιουλιανόν Ημερολόγιον και η Εκκλησία διηρέθη εις δεχομένας την διόρθωσιν και απορριπτούσας αυτήν»(105). Αληθές οπωσδήποτε τυγχάνει ότι δεν συνέτρε-χον σοβαροί εκκλησιαστικοί λόγοι προς την διόρθωσιν, πράγμα όπερ παρεδέχθη και αυτός ούτος ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος ομιλών ενώπιον της ΙΣΙ τη 27-12-1923(106). Επομένως όχι τόσον λόγοι εκκλησιαστικοί όσον λόγοι πο-λιτικοί, εμπορικοί και κοινωνικοί ήσαν εκείνοι, οίτινες ήσκησαν πίεσιν επί της Εκκλησίας και ωδήγησαν ταύτην εις την λήψιν της προκειμένης αποφάσεως. Η τοιαύτη δε πίεσις υπήρξε τω όντι σημαντική ούτως δ' εξηγείται πώς η εν ανέσει διεξαχθείσα επί Συνόδου ευρυτάτη συζήτησις περί του ζητήματος τούτου, καθ' ην διετυπώθησαν και σοβαρώταται επιφυλάξεις ως προς την εισαγωγήν της αλλαγής, ωδήγησεν εν τέλει εις την εν ομοφωνία(107) λήψιν της γνωστής αποφάσεως, της διαφοράς των απόψεων περιορισθείσης τελικώς εις τον τρόπον ενεργείας και δράσεως. Το τελικόν επομένως συμπέρασμα επί του ση-μείου τούτου είναι, ότι σύμπασα η Ιεραρχία, προ αδηρίτου πολιτικής και πραγματικής πιέσεως ευρεθείσα, ένεκα της, εκ της εις τας πολιτικάς σχέσεις, εισαγωγής του νέου ημερολογίου, προελθούσης παρά τω λαώ συγχύσεως, απε-δέξατο την εισήγησιν του Μακ. Προέδρου αυτής, των υπό τινων μελών αυτής προβληθεισών αντιρρήσεων τελικώς μη επηρεασασών την ως άνω απόφασιν. Εάν δηλ. δεν προηγείτο η ενέργεια της Πολιτείας και η εκ ταύτης προελθού-σα ανωμαλία εις τον λαόν, η Εκκλησία δεν θα εκινείτο προς ημερολογιακήν μεταρρύθμισιν.
Σημειώσεις
76. «Εκκλησία» 1923 σ.167-168. Πρβλ. και Χρυσοστόμου (Α' ), Αρχιεπισκόπου Αθηνών...,Η διόρΘωσις...σ:40. Του αυτού, Ημερολογιακά Α' 1926 σ. 28-29:
77. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόττου Αθηνών..., Η Εκκλησία της Ελλάδος επί τη 1900ή ... σ. 169. Πρβλ. και «Ανάπλασιν» 1927 σ. 48.
78. Βλ. Υπομνηστικόν Σημείωμα του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου προς τον επί των Εκκλησιαστικών Υπουργόν Γ. Δίγκαν, περί της ανάγκης ριζικής μεταβολής εν τη διοικήσει της Εκκλησίας, εν: «Εκκλησια» 1923 σ. 229-230, ένθα, μεταξύ των άλλων, διατυπούται το δίκαιον παράπονον ότι «επί 90 έτη από της ιδρύσεως της αυτοκεφάλου Εκκλησίας η Ελληνική Πολιτεία ούτε έπραξέ τι υπέρ της Εκκλησίας, ούτε αφήκε την Εκκλησίαν να πράξη η ιδία γενναίον τι προς ανόρθωσιν αυτής». Βλ. και «Ανάπλασιν» 1928 σ. 58-60.
79. Κατά την εναρκτήριον συνεδρίαν της ΙΣΙ τη 24-12-1923 ομιλών ο Πρωθυπουργός Στ. Γονατάς είπε μεταξύ των άλλων: «Kαι εν τω στρατώ ευρισκόμενοι, αλλ' ιδία αφ' ης διαχειριζόμεθα τα κοινά, αντελήφθημεν ότι η Ελληνική αυτοκέφαλος Εκκλησία ευρίσκεται καθυστερημένη εν τη οδώ του επιβαλλομένου συγχρονισμού αυτής και ότι απητείτο ώθησις προς τον συγχρονισμόν τούτον, ίνα. μη εκπέση εν τη συνειδήσει των χριστιανών, αλλ' αντιστρόφως να ανυψωθή και συντελέση ούτως εις την ηθικήν βελτίωσιν και ευημερίαν του λαού. Εγνωρίζομεν συγχρόνως ότι η Εκκλησία εδράζεται επί ειδικών Κανόνων, η διατάραξις των οποίων συνεπάγεται κλονισμούς αυτών των βάθρων της Εκκλησίας, και διά τούτο δεν ηθελήσαμεν διά ριζικών μέτρων, όσον και αν εθεωρήσαμεν ταύτα λυσιτελή και σκόπιμα, να επιβάλω μεν την αναμόρφωσιν αυτής, αλλ' επροτιμήσαμεν, αφ' ου ενηργήσαμεν ό,τι δεν αντέκειτο εις τους Ι. Κανόνας, να παραδώσωμεν την συνέχειαν του έργου της βελτιώσεως της Εκκλησίας εις τας αρμοδίας χείρας και προς τούτο εκαλέσαμεν την Ιεραρχίαν εις την έναρξιν των εργασιών της οποίας παριστάμεθα σήμερον» (Κώ ΙΣΙ 24-12-1923 έως 18-6-1928 σ. 6 ).
80. «Εκκλησία» 1923 σ. 237-238. Το γεγονός εξ άλλου ότι κατά την εναρκτήριον συνεδρίαν της ΙΣΙ τη 24-12-1923 κληθέντες, ως συνήθως, παρέστησαν ο τε Αρχηγός της Επαναστάσεως Ν. Πλαστήρας και ο πρωθυπουργός Στ. Γονατάς μετά του Υπουργού των Εκκλησιαστικών Γ. Δίγκα, εθεωρήθη, μετά παρέλευσιν 5ετίας, υπό των παλαιοημερολογιτών ως απόδειξις της τrροθέσεως του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου όπως εκφο-βίση τους Ιεράρχας και επιτύχη την εξουδετέρωσιν πάσης άντιδράσεως αυτών ούτως, ώστε να γίνη αβιάστως δεκτή η πρότασις αυτού περί εισαγωγής του διωρθωμένου ημερολογίου. (Πρβλ. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 34-39 ). Αλλά η πρόσκλησις πολιτικών ανδρών και πολιτειακών αρχόντων κατά τας εναρκτηρίους συνεδρίας των ΙΣΙ ούτε πρωτοφανές ήτο, ούτε και επιλήψιμον. Πρβλ. και Ιεζεκιήλ, Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, Βιβλιοκρισία του έργου «Ημερολογιακών κατηγοριών έλεγχος»,εν: «Εκκλησία» 1937 σ.103. Πρβλ. και Αρχιμ. Φιλοθέου Ζερβάκου, Ανοικτή επιστολή προς τον Μακ.Αρχιεπ/πον Θεόκλητον εν: «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη» 1959 σ. 222. Ωσαύτως Αγιορειτών Πατέρων, Αποστασίας έλεγχος ... σ. 69.
81. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Η διόρθωσις ... σ.41.
82. «Εκκλησία», 1929 σ. 255.
83. ΚώΙΣΙ, 1923-1928 σ.103-104 Πρβλ. Εκκλησίας Ελλάδος, Το Ημερολογιακόν...σ: 10-11. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιετrισκόπου Αθηνών ..., Η Εκκλησία της Ελλάδος...σ. 169. Ανθίμου, Μητροπολίτου Μαρωνείας, Το ζήτημα Ημερολογίου, εν: «Εκκλησία» 1932 σ. 425, ένθα επισημαίνεται και η εκ της γενικεύσεως της χρήσεως του Γρηγοριανού Ημερολογίου βλαβερά επίδρασις επί της ορθοδόξου χριστιανικής συνειδήσεως, πανταχόθεν δεχομένης προσβολάς και εντυπώσεις υπέρ αυτού ως ακριβεστέρου και τελειοτέρου.
84. Τρεις λύσεις είχε, κατά τον Μαρωνείας Άνθιμον, ενώπιον αυτής η Εκκλησία της Ελλάδος αντιμετωπίζουσα το ημερολογιακόν, και δη και α) την προσχώρησιν εις το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, β) την καταβολήν προσπαθείας παρά τη Κυβερνήσει ώστε η υπό της Πολιτείας χρησιμοποίησις του Γρηγοριανού Ημερολογίου να περιορισθή μόνον εις τας καθαρώς πολιτικάς σχέσεις και πράξεις, και γ) την διόρθωσιν υπ' αυτής του Ιουλιανού Ημερολογίου. Βλ. Ανθίμου, Μητροπολίτου Μαρωνείας, Το ζήτημα του Ημερολογίου, εν «Εκκλησία» 1932 σ. 435.
85. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Η διόρθωσις ... 42.86. Ηλέγχθη μεταγενεστέρως υπό των αντιφρονούντων αυτώ παλαιοημερολογιτών ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, διότι απέκρυψεν από των Ιεραρχών τας απαντήσεις των ορθοδόξων Προκαθημένων επί του ημερολογιακού, ας, καίτοι επιμόνως ζητηθείσας υπό του Μητροπολίτου Δημητριάδος Γερμανού, απέφυγε να ανακοινώση. (Βλ. Γ. Εύστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ.40. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Αναίρεσις ... σ.46, επ. Πολυκάρπου, Επισκόπου Διαυλείας, Η ημερολογιακή μεταρρύθμισις ... σ.19). Και ναι μεν εν τοις Πρακτικοίς της ΙΣΙ κατά την συνεδρίαν της 27-12-1923 αναφέρεται ότι «ο Σεβ. Δημητριάδος ζητεί να αναγνωσθώσι τα έγγραφα, εν οις εκτίθενται αι γνώμαι των Πατριαρχών, διότι δεν πρόκειται περl πα-ρωνυχίδος» (ΚώΙΣΙ, 1923-1928 σ. 104 ) χωρίς να δίδηται απάντησίς τις εις το αίτημα τούτο. Εν τούτοις αυτός ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος εν τη αμέσως προηγηθείση ειση-γήσει αυτού είχε τονίσει, άνευ περιστροφών, ότι εν τοις Πατριαρχείοις «υπάρχει σοβαρά αντίρρησις και ιδία, εκ μέρους των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων. Προς τούτο ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας απέστειλεν ενταύθα προς συνεννόησιν ως αντιπρόσωπόν του τον Σεβ. Λεοντοπόλεως, όστις, προκατειλημμένος ων, μετέβαλε γνώμην» (ΚώΙΣΙ, 1923-1928 σ. 103 ). Εκ τούτων καθίσταται σαφές, ότι ανεξαρτήτως της αναγνώαεως ή μή των εγγράφων, δι' ην απελογήθη μετά ταύτα ο Αρχιεπίσκοπος, ειπών ότι άπαντήσεις μεν τινες ήσαν γνωσταί άτε δημοσιευθεϊσαι, έτεραι δε δέν είχον εισέτι ληφθή κατά την ημέραν καθ' ην εζητήθη η ανάγνωσίς των, (Βλ. Χρυσοστόμου (Α' ) Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Έλεγχος... σ. 23-24) ο ισχυρισμός των παλαιοημερολογιτών ότι «μεθ' όλον τον εκβιασμόν, όστις ησκήθη επί της Ιεραρχίας, αύτη δεν ήτο δυνατόν να αποφασίση την μονομερή εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος μεταβολήν του Ημερολογίου, αν εγνώριζε τα εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος σταλέντα γράμματα....» (Βλ. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 40) δεν ευσταθεί, διότι η ΙεραρχΙα είχεν εν πάση πε-ριπτώσει ενημερωθή επi της αρνητικής θέσεως των δύο κυρίως Πατριαρχών έναντι της μεταβολής, και, κατά συνέπειαν, ήτο εις.θέσιν να σταθμίση αντικειμενικώς τα πράγματα πριv ή λάβη αποφάσεις. Πάντως επί του ιδίου θέματος επανήλθε βραδύτερον, και δη και εν έτει 1928 ο Δημητριάδος Γερμανός, αναφερθεiς και αύθις εν τη συνεδρία ΔΙΣ της 8-2-1928 εις το μη ικανοποιηθέν, εν τη ΙΣΙ του Δεκεμβρίου 1923, αίτημα αυτού τούτο. Σημειωτέον ότι ενώπιον της ΙΣΙ του έτους 1924 ανεγνώσθη αναφορά των παλαιοημερολογιτών δι' ης κατηγγέλλετο ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος ότι εδήλωσε ψευδώς κατα την συνεδρίαν ΙΣΙ της 27-12-23 ότι αι Εκκλησίαι Σερβίας και Ρουμανίας εδέχθησαν το νέον ημερολόγιον, τα δε Πατριαρχεία δεν διετύπωσαν σοβαράς αντιρρήσεις κατ' αυτού. Εις αντίκρουσιν του ισχυρισμού τούτου ο Μακ. Χρυσόστομος επεκαλέσθη τα Πρακτικά της συνεδρίας ταύτης, άτινα, τη προτάσει αυτού, ανεγνώσθησαν, ο δε ισχυρισμός κατέπεσε (Κώ ΙΣΙ, 1923-1928 σ. 359). Διά της εν έτει δε 1937 εκδοθείσης μονογραφίας αυτού υπό τόν τίτλον «`Ημερο-λογιτικών κατηγόριών έλεγχος» ό 'Αρχιεπ. Χρυσόστομος ανέτρεψε και την κατ' αυτού συ-κοφαντίαν,ότι δήθεν απέκρυψεν από της ΙΣΙ της 27-12-23 την έγγραφον διαμαρτυρίαν του Πατριάρχου Φωτίου, ήτις εγράφη τη 20-4-24!!
87. Ανακριβής τυγχάνει η υπό του «Μητροπολίτου πρ. Φλωρiνης» Χρυσοστόμου εν τη εαυτού «Αναιρέσει του ελέγχου...» σ. 66-67 παρατιθεμένη είδησις, καθ' ην ο Αρχιεπ. Χρυσόστομος έθετο δήθεν εις ψηφοφορίαν, εν τη συνεδρία, ταύτη, και την πρότασιν περi ταυ-τοχρόνου μεταβολής και του Πασχαλίου, ηττηθείς κατά κράτος, άτε μόνον 5 Ιεραρχών τα-χθέντων υπέρ της τοιαύτης αυτού προτάσεως. Πάντως περί της ανάγκης διορθώσεως και του Πασχαλίου έπιθι μετά και άλλων και εν: Ανθίμου, Μητροπολίτου Μα-ρωνείας, Το ζήτημα του ημερολογίου, εν: «Εκκλησία» 1933 σ: 19 επ. 33 επ. 42 επ. 52 επ. 58 επ. Ανδρέου Σπαθάρη, Μελέτη του Πασχαλίου. Κων/λις 1880. Constantin Chiritesco, Le comput pascal, Bucarest 1925. Ανθίμου, Μητροπολίτου Βιζύης, Το Ημερολογιακόν ζήτημα. Περί δε των ττροκυψασών εν τη πράξει δυσχερειών ως εκ του διαχωρισμού των δύο τούτων όρα: «Tο Πασχάλιον» εν «Ορθοδοξία» 1929, σ.138-148.
88. ΚώΙΣΙ, 1923-1928 σ. 104.
89. Αι πρώται αντιδράσεις του λαού κατά της μελετωμένης μεταβολής του ημερολογίου επεσημάνθησαν υπό Ιεραρχών ενώπιον της ΙΣΙ. Ούτως ο Μητροπολίτης Τριφυλίας Ανδρέας κατά την ψηφοφορίαν ετόνισεν ότι «από την μεταβολήν του ημερολογίου όλοι τω εξεδήλωσαν την δυσφορίαν των διά τον γενόμενον σκανδαλισμόν. Επιτροπείαι τω πα-ρουσιάσθησαν και την μεταβολήν απέτρεψαν» (ΚώΙΣΙ, 1923-1928 σ. 105). Και ο Μη-τροπολίτης Χαλκίδος Γρηγόριος εις την δυσφορίαν ταύτην του λαού αναφερόμενος παρετήρησεν ότι «η γνώμη των λαών Ρουμανίας, Σερβίας, Ρωσσίας για τον λαόν είναι αδιάφο-ρος. (Ούτος) διά τά Πατριαρχεία ενδιαφέρεται ίνα μη σκανδαλισθή... Ο λαός του Πει-ραιώς κατά την εορτήν του Αγ. Σπυρίδωνος το απέδειξεν. Ο λαός σκανδαλίζεται» (Κώ-ΙΣΙ, ένθ. ανωτ. σ.106 ). Και ο Μητροπολίτης Κυθήρων Δωρόθεος ώμολόγησεν ότι ο λαός «συνδέει το ζήτημα του Ημερολογίου με το ζήτημα της πίστεως» (ενθ. ανωτ.), του Μητροπολίτου Πατρών Αντωνίου παρατηρήσαντος ότι «πας νεωτερισμός προκαλεί μέγα σκάν-δαλον ότε ηκούσθη η εισαγωγή του πολιτικού ημερολογίου οι άνθρωποι εσκανδαλίσθησαν, αν το Οίκουμενικόν Πατριαρχείον συναινέση, ο σκανδαλισμός έσται μετριώτερος» (ένθ' άνωτ. σ. 109).
90. ΚώΙΣΙ, 1923-1928 σ. 106.
91. Οϋτω μεταξύ αυτών οι Μητροπολίται Παροναξίας Ιερόθεος, Κορινθίας Δαμασκη-νός, Γυθείου Διονύσιος, Αργολίδος Αθανάσιος. Βλ. Κω ΙΣΙ, 1923-1928 σ.107.
92. Αντιθέτως, κατά τον Γ. Ευστρατιάδην, εμειοψήφισαν οι Μητροπολίται Δημητριάδος Γερμανός, Πατρών Αντώνιος, Χαλκίδος Γρηγόριος, Σύρου Αθανάσιος και Θήρας Αγαθάγγελος. Βλ. Γ. Ευστρατιάδου ένθ, ανωτ. σ.43. Μεταφέρομεν ενταύθα εκ των Πρακτικών τα οικεία αποσπάσματα ένθα καταχωρίζεται η υπό ενός εκάστου των φερομένων ως μειοψηφούντων εξενεχθείσα γνώμη. Ούτως ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Γερμανός εiπεν: «δευτέρα γνώμη δεν υπάρχει, ότι το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον ανώτερον του Ιουλιανού (εiναι). Φρονεί ότι δέον να εφαρμοσθή ως ο άγιος Κορινθίας είπε (ήτοι μετά συγκα-τάθεσιν μόνον του Οικουμενικού Πατριαρχείου χάριν των Νέων Χωρών). (ΚώΙΣΙ, 1923--1928 σ. 108 ). Συνεχίζων δ'ετόνισε: «πριν να ζητηθή η γνώμη του Οικουμεν. Πατριάρχου και των άλλων Πατριαρχείων διότι γνωρίζω τας συνθήκας υφ' ας ταύτα διαβιούσιν. Εκεί είναι Σύροι, οίτινες ευκόλως μεταβάλλουσι θρήσκευμα, αι προπαγάνδαι θα επιπέσω-σι κατ' αυτών. Η ιστορία πολλά διδάσκει και δεν πρέπει να σκεφθώμεν Ελλαδικώς»; (ένθ: ανωτ. σ. 108 ). Ο Μητροπολίτης Πατρών Αντώνιος είπεν: «ότι πας νεωτερισμός προκαλεί μέγα σκάνδαλον. Αν η Ι. Σύνοδος γράψη τω Οικουμ. Πατριάρχη και ούτος συγκατατεθή ο λαός θα δεχθή» (ένθ. ανωτ., σ.109). Ο Μητροπολίτης Χαλκίδος Γρηγόριος είπεν ότι «συμφωνεί με την (γνώμην) του αγ. Ηλείας ότι από κοινού μετά του Πατριαρχείου δέον να γίνη η μεταβολή του Ημερολογίου». (ένθ.ανωτ., σ.106 ). Ο Μητροπολίτης Σύρου Αθανάσιος είπεν ότι «αφού είναι βεβαιωμένον ότι η εν Νικαία Α' Οικουμ. Σύνοδος υπελόγιζε καλώς, ημείς ευρισκόμεθα καταπατούντες, διότι η Εκκλ,ησlα δεχομένη να εορ-τάζη 7 ημέρας αργότερον δεν είναι εν τάξει. Αν δυνάμεθα άνευ αντιρρήσεως να αποφασί-σωμεν την μεταβολήν και εκ των υστέρων (να) εζητείτο η γνώμη των Πατριαρχείων. Άλ-λοτε εφρόνουν άλλως, ήδη με το εισαχθέν πολιτικόν ημερολόγιον επήλθε σύγχυσις, ήτις δέον να απαλειφθή. Άνευ της γνώμης πάντων δέον να αναμείνωμεν ευθετωτέρους χρόνους» (ένθ. ανωτ., σ. 108-109 ). Ο Μητροττολίτης Θήρας Αγαθάγγελος δεν εξήνεγκε γνώμην. Εκ των ώδε εκτεθεισών κατά πιστήν αντιγραφήν απόψεων, των υπό του Γ.Ευστρατιάδου εμφανισθέντων ως μειονοψηφισάντων Ιεραρχών, συνάγεται ακριβώς το αντίθετον. Παρά ταύτα δεν είναι άνευ σημασίας και το γεγονός ότι κατά την συνεδρίαν της ΙΣΙ της 2-7-1929 ο Μητροτrολίτης Χαλκlδος Γρηγόριος, αναφερόμενος εις τον τρόπον καθ' ον τα Πρακτικά της ΙΣΙ Δεκεμβρίου 1923 διετυπώθησαν, διεμαρτυρήθη εντόνως διότι εκ της αναγνώσεως αυτών φαίνεται ότι δεν υπήρξεν αντίρρησίς τις. «Επί τούτοις υπήρξε ζωηρά αντίρρησις εκ μέρους πολλών, αλλά δεν εγράφη εις τα Πρακτικά, εvώ άλλων γνώμαι εγράφοντο επιμελώς» (ΚώΙΣΙ, 1929 σ. 211). Ο αυτός, εν τούτοις, Μητροπολίτης Χαλκίδος Γρηγόριος μετά διήμερον, ήτοι κατά την συνεδρίαν της 4-7-1929, διευκρινίζων τα ανωτέρω, παρετήρησεν ότι «δεν είναι ακριβές το αναγραφέν εις τας εφημερίδας σήμερον ότι δήθεν κατά την χθεσι-νήν συνεδρίαν ελέχθη υπ' εμού ότι διεγράφησαν τα Πρακτικά της Ιεραρχίας του 1923 και 1924, καθόσον απλώς ηθέλησα να είπω ότι δεν απεδόθη πλήρως η γνώμη της τότε μικράς μειοψηφίας» (ΚώΙΣΙ, 1929 σ. 222).
93. ΚώΙΣΙ, 1923-1928 σ.110.
94. ΚώΙΣΙ, 1923-1928 σ.111.
95. Ο νέος Καταστατικός Νόμος της Εκκλησίας (ΦΕΚ 387 Α'/31-12-23 ) είχε κα-ταργήσει την 5μελή Διαρκή Σύνοδον ως «επακολούθημα της αποκατασταθείσης ισχύος των Κανόνων» («Εκκλησία» Α' σ. 315 ) και είχεν εγκαθιδρύσει τον θεσμόν της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας ως ανωτάτης διοικητικής Αρχής, άπαξ του έτους συνερχομένης εις τακτι-κήν συνέλευσιν, μη αποκλειομένης και της εκτάκτου αυτής συγκλήσεως (άρθρα 2-3 ). Πρβλ. Βαρνάβα (Τζωρτζάτου), Μητροπολίτου Κίτρους, Η Καταστα-τική Νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος Αθήναι 1967 σ.. 124 επ.).
96. Πρβλ. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Η Εκκλησία της Ελλάδος..ένθ. ανωτ. σ. 170. Δεν είναι ορθόν το υπό του «Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης» Χρυσοστόμου υποστηριζόμενον, ότι «ανετέθη εις τον Μακ. Πρόεδρον η ε-φαρμογή της αποφάσεως υπό τον όρον όμως, όπως συμφωνήσωσιν εις τούτο άπασαι αι επί μέρους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι» (Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Σύντομος και περιληπτική περιγραφή του Εκκλησ. παλ/κού ζητήματος, Αθή-ναι 1953 σ. 5 ). Κατά δε τον Γ. Ευστρατιάδην διά της αποφάσεως ταύτης «η μεν Ιεραρχία αφέθη να πιστεύη ότι η μεταρρύθμισις θα εγίνετο κατόπιν κοινής αποφάσεως του τε Oικouμ. Πατριαρχείου και των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, ο δε Μακαριώτατος ενεφανίσθη ως εντεταλμένος υπό της Ιεραρχίας να προβή εις την μεταρρύθμισιν και μόνον με την συναίνε-σιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου». (Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ, σ. 41).
97. Γ. Εύστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 41.
98. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 41. Εις επίρρωσιν ο αυτός υπεστήριξεν ότι η λήψις της εν λόγω αποφάσεως ωφεiλετο και εις τον εκφοβισμόν των Ιεραρχών εξ αιτίας τούτο μέν, ως προελέχθη, της εκπεφρασμένης γνώμης της Επαναστάσεως επί του ζη-τήματος, τούτο δε της περί ορίου ηλικίας και αποχωρήσεως Μητροπολιτών εκ της ενεργού υπηρεσίας διατάξεως του Καταστατικού Χάρτου. (ένθ' ανωτ., σ. 39 ). Ανακριβής είναι ο περί ορίου ηλικίας ισχυρισμός. Τοιαύτην διάταξιν δεν περιελάμβανεν ο Νόμος του 1923, όστις εδημοσιεύθη τη 31-12-23 ήτοι μετά την λήψιν της περί ημερολογίου αποφά-σεως της ΙΣΙ.
99. «Εκκλησία», 1933 σ. 52.
100. Ούτοι διερωτώνται σχετικώς: «Αλλά μήπως έστω και υπό Μητροπολιτών μό-νον ή οιωνδήποτε άλλων ανθρώπων της Εκκλησίας κατά Θεόν και κατά την τάξιν συνερχομένων, υπεβλήθη τοιούτον θέμα και εζητήθη η τοιαύτη μεταβολή (ή «διόρθωσις» όπως λέγεται); Πού και πότε εξεδηλώθη τοιαύτη «συνειδητοποίησις»; Ακριβώς το αντίθετον συ-νέβαινεν». Πρβλ. Αγιορείτου μοναχού, Το Ημερολογιακόν ζήτημα. Παρατηρή-σεις επί της «Είσηγήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος προς την Πανορθόδοξον Μεγάλην Σύνοδον», έν: «Ο.Τ.» 1972, φύλλον 159-160 σ. 5. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Αναίρεσις του ελέγχου....σ. 69-70.
101. Εκκλησίας Ελλάδος, Το Ημερολογιακόν... σ. 7.
102. «Οι Τρεις Ιεράρχαι», 1935 σ. 81.
103. Βλ. Γ. Κονιδάρη, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος Β', Αθήναι 1970 σ. 270. Πρβλ. και Εκκλησίας Ελλάδος, Το Ημερολογιακόν ζήτημα... σ. 49. Ειρήσθω δ' ότι η όλη περί την μεταβολήν του ημερολογίου κίνησις είχε διαβληθή ως αν-τορθόδοξος και νεωτεριστική.
104. Τούτο παρατηρών και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Χριστοφόρος έγραφεν, ότι η γενομένη διόρθωσις υπήρξεν «αυθαίρετος, αμελέτητος, εσπευσμένη, εκ συναρπαγής και με την πρόθεσιν αι συντηρητικαί Εκκλησίαι να ευρεθώσι προ τετελεσμένου γεγονότος» (Πρβλ. «Το εορτολογικόν ζήτημα» παρά «Η.Φ.Ο.» 1949 φ. 72 σ. 3 ). Ούτω και Χρυσ. Νασλίμη, Η ημερολογιακή καινοτομία εξ επόψεως εκκλησιαστικής, εν: «Η.Φ.Ο.» 1950 φ. 77 σ. 3. Α. Ζαχαρία, Παράνομοι κυβερνητικοί διωγμοί παλ/τών, εν: «Η.Φ.Ο.» 1954 φ. 174 σ. 5, ένθα η τοιαύτη περί μεταβολής του ημερολογίου απόφασις της ΙΣΙ χα-ρακτηρίζεται ως «αντικανονική, και παράνομος ως αντικειμένη εις το Ν. Δ. του 1923». Κατά τον Γ. Ευστρατιάδην, εξ άλλου, δεν χρειάζεται να «εiναι τις σοφιστής και κακόπιστος» διά να ισχυρισθή ότι η απόφασις αύτη «είχε την έννοιαν να γίνη αποδεκτή η μεταβολή του Ημερολογίου διά μόνης της γνώμης του Οικουμενικού Πατριαρχείου» Βλ. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 41-42.
105. Εκκλησίας Ελλάδος Το Ημερολογιακόν ζήτημα... σ. 30.
106. ΚώΙΣΙ 1923-1928 σ.103. Εν τούτοις ως «εκκλησιαστικοί λόγοι» προυβλή-θησαν τότε, μετά και πολλών άλλων, τούτο μεν η οφειλομένη έναντι της Μητρός Εκκλησίας ευλάβεια της θυγατρός αυτής, τούτο δε η ανάγκη διατηρήσεως αδιαταράκτου της μετ' αυτής κανονικής ενότητος, δεδομένου ότι είχε προηγηθή ή από 20-5-1919 απόφασις της Αγίας Πατριαρχικής Συνόδου περί προσχωρήσεως της Εκκλησίας Κων/λεως εις το διωρθωμέ-νον Ιουλιανόν Ημερολόγιον: Πρβλ. «Εκκλησίαν» 1933 σ.112.
107. Κατά το εν τω Ι. Κώδικι της Ι. Συνόδου και εν ταις σελίσιν αυτού 89-111 κατεστρωμένον Πρακτικόν της Δ' συνεδρίας της Α' Συνελεύσεως της ΙΣΙ (27-12-1923) εμφανίζεται διαφορά τις μεταξύ του εν αρχή αυτού παρατιθεμένου καταλόγου 29 παρόντων Ιεραρχών, εις ους προσθετέος και ο Κορινθίας Δαμασκηνός προσελθών βραδύτερον, (ΚώΙΣΙ 1923-1928 σ. 96) και των εν τέλει αυτού τεθεισών υπογραφών αυτών. Ειδικώτερον αι υπογραφαί αίτινες έχουσι τεθή παρά πόδας του Πρακτικού ανέρχονται εις 23, εν αις πε-ριλαμβάνεται και η του Κεφαλληνίας Δαμασκηνού, ούτινος το όνομα δεν αναγράφεται εν τω εν αρχή καταλόγω των παρόντων. Εάν υποτεθή ότι εκ παραδρομής του Γραμματέως δέν κατεγράφη εις τον πίνακα των παρόντων το όνομα του Κεφαλληνίας Δαμασκηνού, τότε επί 31 παρόντων, το Πρακτικόν υπογράφουσι μόνον 23, ελλειπουσών των υπογραφών των Θεσσαλιώτιδος Ευθυμίου, Δημητριάδος Γερμανού, Αργολlδος Αθανασίου, Καλαβρύτων Τι-μοθέου, Τρίκκης Πολυκάρπου, Γυθείου Διονυσίου, Κερκύρας Αθηναγόρου και Καρυστίας Παντελεήμονος, ήτοι οκτώ Ιεραρχών εν οις και του Δημητριάδος Γερμανού του Μαυρομ-μάτη, διαδραματίσαντος, ως γνωστόν, σοβαρώτατον ρόλον μετά όλην δεκαετίαν εν τη εξελίξει του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος. Άξιον σημειώσεως εν προκειμένω τυγχάνει το γεγονός ότι, ενώ εν πάσαις ταις συνεδρίαις της Ιεραρχίας ταυτης ο Δημητριάδος Γερμα-νός φέρεται ως παρών, εν τούτοις ουδέν εκ των οκτώ Πρακτικών ισαρίθμων συνεδριών αυτής υπογράφει εν τω Κώδικι. Το γεγονός τούτο δύναται βεβαίως να αποδοθή, ει και ουχί α-βιάστως, εις αβελτηρίαν του Αρχιγραμματέως της Ι. Συνόδου, μη επισημάναντος, ως ώ-φειλε, την παράλειψιν ταύτην. Εις τα τrρωτότυπα όμως των Πρακτικών ο Δημητριάδος Γερμανός έχει υπογράψει, διό και η μετά δωδεκαετίαν εκδηλωθείσα διαφωνία αυτού προς την, διά της αποφάσεως της 27-12-1923, υιοθετηθείσαν ημερολογιακήν μεταβολήν, εν συνδυασμώ μάλιστα και προς το υπ' αυτού προσαχθέν τότε επιχείρημα ότι «δεν ηκούσθη επισήμως και μία φωνή διαμαρτυρίας εκ μέρους Ιεράρχου τινος, εξ εκείνων οίτινες εμειο-ψήφισαν εις την σχετικήν απόφασιν της ημερολογιακής αφομοιώσεως». (Δημητριάδος Γερμανού, πρ. Φλωρίνης Χρυσυστόμου και Ζακύνθου Χρυσοστόμου, Διασάφησις περί του ζητήματος του Εκκλησ. Ημερολογίου, Αθήναι 1935 σ. 3) και ότι «εφ' όσον εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος δεν υπήρχε σημαντική μερίς ακολουθούσα το Παλαιόν Ημερολόγιον και δυναμένη να δημιουργήση εν ρήγμα εις την ενότητα της Εκκλησίας, oι μειοψηφίσαντες Αρχιερείς απέφευγον να εκδηλώσουν επι-σήμως την γνώμην αυτών, ίνα μη δημιουργήσωσι σχίσμα εις την Εκκλησίαν» (ένθ. ανωτ.σ. 4) δημιουργούσιν απορίαν καταλογίζουσαν ανακολουθίαν και ασυνέπειαν εις τον Ιεράρ-χην τούτον. Διότι εκ της επισταμένης μελέτης των Πρακτικών καταδεικνύεται η υπέρ της πληρότητος του Γρηγοριανού Ημερολογίου ριφθείσα ψήφος του Δημητριάδος Γερμανού, ταχθέντος υπέρ της ημερολογιακής μεταβολής υπό τον όpov να ζητηθή η επί του θέματος συγκατάθεσις μόνον του Οικουμενικού Πατριάρχου. (ΚώΙΣΙ 1923-1928 σ.108 ). Βλ. και ανωτέρω υποσημ. 92. Επομένως σφάλλεται εν προκειμένω και ο Αρ.Πανώτης, υποστηρίζων έν: ΘΗΕ τ. Η' σ. 817 ότι κατά την λήψιν της σχετικής αποφάσεως εμειοψήφισαν οι Δημητριάδος Γερμανός, Πατρών Αντώνιος, Θήρας Αγαθάγγελος και Χαλκίδος Γρηγόριος.
|
|
|