image with the sign of Myriobiblos



Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Μουσείο | Έρευνα | Μαθήματα

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Εκκλησιαστική Ιστορία
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ
ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"


ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ,
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών


Περιεχόμενα


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟΝ ΩΣ ΠΟΛΙΙΤΙΚΟΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΖΗΤΗΜΑ ΕΙΔΙΚΩΤΕΡΟΝ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ.

3. Η εισαγωγή του πολιτικού Ημερολογίου εν Ελλάδι και αι επί της Εκκλησίας επιπτώσεις αυτής.

Η κατά την συνεδρίαν της ΔΙΣ της 20-5-1919 ληφθείσα απόφασις(31) δι' ης παρείχετο τη ελληνική Πολιτεία η ευχέρεια μεταβολής του ισχύοντος ημερολογίου, κατά τας πολιτικάς σχέσεις, και αποδοχής του Γρηγοριανού, ως ευρωπαϊκού ημερολογίου, ακολουθουμένου υπό των πλείστων Κρατών, παρά το γεγονός ότι δεν ικανοποίησε πλήρως την Πολιτείαν, επιδιώκουσαν την ριζικήν αντιμετώπισιν του ζητήματος διά της προσχωρήσεως και της Εκκλησίας εις την ιδέαν της αλλαγής του κρατούντος ημερολογιακού καθεστώτος, εν τούτοις διήνοιξε την οδόν προς αποφασιστικάς εξελίξεις εν τω θέματι τούτω: Συγκεκριμένως η Επαναστατική Κυβέρνησις Σ. Γονατά, εν τη επιθυμία αυτής όπως προωθηθή το όλον ζήτημα(32) συνέστησεν, εν έτει 1922, ειδικήν Επιτροπήν απαρτισθεϊσαν εκ των Γ. Κοφινά, Υπουργοϋ επί των Οικονομικών, Π. Τσιτσεκλή, νομικού, και των καθηγητών του Πανεπιστημίου αρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Δ. Αιγινήτου και Αμ. Αλιβιζάτου, εις ην ανέθετο την μελέτην του θέματος «συμφώνως προς τας υποδείξεις της Επιστήμης και τας ανάγκας της Χώρας, εν αρμονία, προς τας διατάξεις της Εκκλησίας»(33). Η κυβερνητική επί του προκειμένου άποψις προσέκλινε σταθερώς προς την ταυτόχρονον υπό τε της Εκκλησίας και της Πολιτείας εισαγωγήν του Γρηγοριανού Ημερολογίου, και τούτο ίνα μη δημιουργήται σύγχυσις παρά τω λαώ ένεκα της χρήσεως δύο ημερολογίων, πολιτικού και εκκλησιαστικού. Ο εκ των μελών όμως της διαληφθείσης Επιτροπής αρχιμ. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ευρεθείς προ των τοιούτων της Πολιτείας προθέσεων, επεσήμανεν ευθύς το αντικανονικόν της τοιαύτης λύσεως ως πρός την Εκκλησίαν, ούσαν κανονικώς δεσμευμένην έναντι του Γρηγοριανού Ημερολογίου, κατά τα εν τοις πρόσθεν εκτεθέντα, αποτρέψας «από τοιαύτης ουχί ορθής αποφάσεως και υποδείξας ότι δεν δύναται η Εκκλησία της Ελλάδος να δεχθή την εισαγωγήν του νέου ημερολογίου εξ αποφάσεως μόνης της Πολιτείας, άνευ προηγουμένης συνεννοήσεως μετά των λοιπών Εκκλησιών και δη μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου»(34).

Την γνώμην ταύτην υιοθετήσασα(35) κατά βάσιν η Επιτροπή, προήλθεν εν τη εαυτής εισηγητική, προς την Κυβέρνησιν, από 16-1-1923 Εκθέσει(36) εις την υποβολήν σχετικής προτάσεως.

Επειδή η πρότασις αύτη της εν λόγω Επιτροπής, πολλής έτυχεν επεξεργασίας εκ μέρους πάντων των ενδιαφερομένων διά την περαιτέρω εξέλιξιν, ην έσχε το ημερολογιακόν ζήτημα εν Ελλάδι, και επί τινων σημεΙων τουλάχιστον αυτής εστηρίχθη η μετέπειτα εκδηλωθείσα οξεία των παλαιοημερολογιτών αντίθεσις προς τον Αρχιετrίσκοπον Χρυσόστομον, κρίνομεν αναγκαίον όπως αναλύσωμεν αδρομερως, το περιεχόμενον αυτής, προς ακριβεστέραν αντίληψιν των πραγμάτων και συναγωγήν αντικειμενικών συμπερασμάτων. Και εν πρώτοις δέον να επισημάνωμεν, ότι η δοθείσα εις την διαληφθείσαν Επιτροπήν κυβερνηrική εντολή υπήρξε περιωρισμένη, αφορώσα εις την μελέτην του ζητήματος της μεταρρυθμίσεως του ημερολογίου και εις την υπόδειξιν του προσφορωτέρου τρόπου της μεταβολής αυτού, συμφώνως προς τα δεδομένα της Επιστήμης και τας ανάγκας της χώρας, εν αρμονία, προς τας διατάξεις της Εκκλησίας. Τούτο σημαίνει ότι η Πολιτεία είχεν ήδη ειλημμένην απόφασιν περί εισαγωγής, τουλάχιστον εις τας πολιτικάς σχέσεις, του νέου ημερολογίου, πιεζομένη εις τούτο εκ της ανάγκης συμπορεύσεως τοις κράτεσι της Ευρώτrης και του τrεπολιτισμένου κόσμου, ανέμενε δ' εκ της Επιτροπής την υπόδειξιν του πλέον προσφόρου τρόπου προς ενέργειαν των δεόντων. Συν επί τούτοις η Πολιτεία εξήσκει πίεσιν επί της Εκκλησίας προς ταυτόχρονον και υπ' αυτής μεταβολήν του ημερολογίου(37) προσκρούσασαν όμως εις την σθεναράν αντίδρασιν του τότε Αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ην τελικώς ενεστερνίσθησαν και τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής. Συνεπώς ελέγχεται ανακριβής ο ισχυρισμός του Γ. Ευστρατιάδου, καθ' ον δήθεν η Πολιτεία εν τω ζητήματι του ημερολογίου εφάνη συντηρητικωτέρα της Εκκλησίας, διότι ερρύθμισε διά του Διατάγματος μόνον το πολιτικόν ημερολόγιον, εγκαταλείψασα ανέπαφον το εκκλησιαστικόν(38). Εάν τελικώς η Πολιτεία ηκολούθησε την λύσιν ταύτην, τούτο ωφείλετο όχι εις την υπ' αυτής αναγνώρισιν κανονικών τινων λόγων κωλυόντων την υπό της Εκκλησiας εισαγωγήν εν τη θρησκευτική ζωή του νέου ημερολογίου, αλλ' εις την μη εξασφάλισιν τής προς τούτο συμφώνου γνώμης της τε Επιτροπής και της Ιεράς Συνόδου και εις τήν πρόνοιαν αυτής όπως, παρά τον επαναστατικόν αυτής χαρακτήρα, μη προέλθη μόνη εις την διά νόμου επιβολήν μιας τοιαύτης λύσεως.

Αληθές τυγχάνει ότι η Επιτροπή ενίσχυσε την Κυβέρνησιν εις την εισαγωγήν του νέου ημερολογίου εις τας πολιτικάς σχέσεις και πράξεις: Τούτο ανταπεκρίνετο ου μόνον εις την ενδόμυχον επιθυμίαν της Πολιτείας, αλλά και εις τας διαμορφωθείσας διεθνώς συνθήκας, την προς τας οποίας προσαρμογήν και της Ελλάδος, επέβαλλον γενικώτεροι λόγοι, περί ων διέλαβεν εν τη Εκθέσει αυτής η Επιτροπή. Επί πλέον το γεγονός, ότι η ημερολογιακή απόμόνωσις της Ελλάδος εζημίου ηθικώς τε και υλικώς τηv χώραν ουδείς δε σοβαρός λόγος συνέτρεχε προς διατήρησιν της καταστάσεως ταύτης, εφ' όσον, εννοείται, η Εκκλησία θα εξηκολούθει έχουσα εν χρήσει το Ιουλιανόν Ημερολόγιον, καθιστά την απόφασιν της Επιτροπής περισσότερον αδιάβλητον, καίτοι εν πάση περιπτώσει δεν δύναται μετά βεβαιότητος να υποστηριχθή η άποψις ότι εν παντελεί απουσία ή αγνοήσει λόγων σκοπιμότητος, ελήφθη η σχετική απόφασις.

Βαίνουσα περαιτέρω η Επιτροπή, διετύπου σαφώς γνώμην και περί της εκκλησιαστικής όψεως του ημερολογιακού ζητήματος. Συμφώνως προς την γνώμην ταύτην η μεταρρύθμισις κατ' αρχήν του εκκλησιαστικού ημερολογίου εις ουδέν δογματικόν ή κανονικόν κώλυμα προσέκρουε, κατά συνέπειαν δε θα έδει όπως η Ορθόδοξος Εκκλησία επιδιώξη το συντομώτερον την μεταβολήν του ισχύοντος παρ' αυτή Ιουλιανού Ημερολογίου. Προς τούτο επεβάλλετο η κατά πρωτοβουλίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έναρξις της διαδικασίας προς συνεννόησιν μετά των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών «προς όσον ένεστι ταχυτέραν μεταρρύθμισιν και του εκκλησιαστικού ημερολογίου», διότι η επίτευξις πανορθοδόξου συμφωνίας επί της ημερολογιακής μεταβολής εθεωρείτο όρος εκ των ων ουκ άνευ διά την κανονικότητα της ενεργείας, δημιουργουμένου, εν εναντία, περιπτώσει, λόγου σχίσματος εν τοις κόλποις της Ορθοδοξίας. Είδικώτερον καθ' όσον αφορά εις την θέσιν της Εκκλησίας της Ελλάδος έναντι του ημερολογιακού ζητήματος, η Επιτροπή, κρίνουσα απαραίτητον την επέκτααιν της ημερολογιακής μεταβολής και εν τω εκκλησιαστικώ τομεί, έτασσεν ως προϋπόθεσιν την συνεννόησιν αυτής μετά των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, συνωδά και τη προηγηθείση αποφάσει της Ιεράς Συνόδου εν έτει 1919, ορίζουσα περαιτέρω ως προσωρινήν και βραχείας διαρκείας την μεταξύ του πολιτικού και του εκκλησιαστικού ημερολογίου διαφοράν, τούθ' όπερ μαρτυρεί ότι η Επιτροπή εθεώρει αναπόφευκτον την μεταβολήν και του εκκλησιαστικού ημερολογίου και δη και εις το λίαν εγγύς μέλλον, υπό την προϋπόθεσιν ότι θα προηγείτο σχετική συνεννόησις μετά των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών(39).

Αγνοούντες πάντα τα λοιπά σημεία της Εκθέσεως, ιδιαιτέρως δε τα έχοντα σχέσιν προς την εκκλησιαστικήν πλευράν του ζητήματος οι παλαιοημερολογίται απομονώνουσι την υπ' αριθ. 8 παρατήρησιν της Εκθέσεως, καθ' ήν ουδεμία των Ορθοδόξων Εκκλησιών δικαιούται να χωρισθή των λοιπών και να αποδεχθή αυτή μόνη νέον ημερολόγιον «χωρίς να καταστή σχισματική απέναντι των άλλων», και επισείουσι ταύτην κατά του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, εμφανίζοντες τούτον ασυνεπή προς εαυτόν, άτε μετά εν έτος από της τοιαύτης αποφάσεως της Επιτροπής, εις ην και ούτος μετείχεν επιχειρήσαντα «αυθαιρέτως» την μεταβολήν του εκκλησιαστικού ημερολογίου εν Ελλάδι(40). Το επιχείρημα τούτο δεν δύναται να ευσταθήση. Πρώτον μεν διότι, ως ελέχθη ήδη, η Επιτροπή ου μόνον δεν απέκλειε την αλλαγήν του εκκλησιαστικού ημερολογίου εν Ελλάδι, αλλ' αντιθέτως προσεδόκα την εντός βραχέος χρονικού διαστήματος ολοκλήρωσιν της απαιτουμένης διαδικασίας προς εισαγωγήν του νέου ημερολογίου και εις τας θρησκευτικάς σχέσεις, θεωρούσα ως προσωρινήν την μέλλουσαν, μετά την εισαγωγήν του νέου πολιτικού ημερολογίου, να υπάρξη διαφοράν μεταξύ αυτού και του θρησκευτικού τοιούτου. Δεύτερον δε διότι η Επιτροπή δεν έτασσεν ως προϋπόθεσιν της εισαγωγής του νέου ημερολογίον την ταυτόχρονον υπό πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών εισαγωγήν τούτου, αλλά την μετ αυτών συνεννόησιν, υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αλλ' είναι ευνόητον ότι «συνεννόησις» σημαίνει ανταλλαγήν απόψεων και γνωμών προς εξεύρεσιν κοινώς αποδεκτής λύσεως, ήτις δέν είναι απαραίτητον να περιορίζηται εις την ταυτόχρονον υπό πασών των Εκκλησιών μεταβολήν του ημερολογιακού καθεστώτος. Η αυθαίρετος υπό τινος Εκκλησίας εισαγωγή ημερολογιακής τινος καινοτομίας θα ήτο δυνατόν να οδηγήση ταύτην εις απόσχισιν από των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, ουχί δε και η μετά συνεννόησιν, κανονικώς έγκυρον, υιοθέτησις τούτου ή ετέρου ημερολογιακού συστήματος. Τρίτον διότι ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος είχε προηγουμένως ταχθή υπέρ της μεταβολής ου μόνον του εν χρήσει υπό της Εκκλησίας ημερολογίου, αλλά και αυτού του Πασχαλίου «διότι δεν πρόκειται περί δόγματος, ούτε καν περί διατάξεων των Κανόνων»(41) υπό προϋποθέσεις βεβαίως, καθιστών σαφείς εν τούτοις «τας αγαθάς αυτού προθέσεις και την εδραίαν αυτού πίστιν εις όσα η Εκκλησία εκανόνισε»(42). Εν συνεπεία όθεν προς όσα εν τη Εκθέσει της διαληφθείσης Επιτροπής διέλαβεν ως ιδίας αυτού απόψεις ο τότε Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπαδόπουλος επεδίωξε βραδύτερον ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών την επίτευξιν ημερολογιακής συμφωνίας μετά των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, αδιάφορον εάν επέδειξε σπουδήν τινα εν τη εισαγωγή του νέου εκκλησιαστικού ημερολογίου, εν Ελλάδι οφειλομένην εις τας πιέσεις ας η Εκκλησία υφίστατο ένεκα της μονομερούς υπό της Πολιτείας εισαγωγής εις τον πολιτικόν βίον του Γρηγοριανού Ημερολογίου και εις τας, ένεκα των εν Ελλάδι σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, αφεύκτους επιρροάς της δευτέρας επί της πρώτης(43).

Η Ελληνική Πολιτεία, λαβούσα υπ' όψιν την εισηγητικήν ταύτην Έκθεσιν προήλθεν εις την έκδοσιν του Ν. Δ/τος της 18-25/1/1923 «περί του νέου πολιτικού ημερολογίου» δι' ού εισήγετο εν Ελλάδι το «πολιτικόν ημερολόγιον» διά της προσθήκης 13 ημερών εις το Ιουλιανόν Ημερολόγιον. Κατά το ώς άνω Ν. Δ/μα(44) η ισχύς αυτού έμελλε να άρξηται τη 16 Φεβρουαρίρυ i923, ονομαζομένη και αριθμουμένη 1η Μαρτίου 1923, ενώ εν άρθρω 1 παρ. 3 του αυτού προεβλέπετο ρητώς ότι «διατηρείται εν ισχύι τό Ιουλιανόν Ημερολόγιον όσον αφορά εν γένει την Εκκλησίαν και τας θρησκευτικάς εορτάς», και εν άρθρω 1 παρ. 4 ότι «Η Εθνική Εορτή της 25 Μαρτίου και πάσαι αι κατά τους κειμένους νόμους εορτάσιμοι και εξαιρετέαι ημέραι ρυθμίζονται κατά το Ιουλιανόν Ημερολόγιον».

Κατά ταύτα η Ελληνική Πολιτεία ακολουθούσα τω παραδείγματι όπερ ηκολούθησαν «πάντα τα ορθόδοξα Κράτη και ο εν τη διασπορά Ελληνισμός»ι εισήγαγε δια του εν λόγω Ν. Δ/τος «εν ταις πολιτικαίς και.κοινωνικαίς σχέσεσι το Γρηγοριανόν, λεγόμενον, ημερολόγιον» όπερ σύμπας ο πεπολιτισμένος κόσμος εΙχεν ήδη εφαρμόσει(45), μη θίξασα το Πασχάλιον ουδέ το εορτολόγιον της Εκκλησίας, ειδικήν μάλιστα λαβούαα μέριμναν διά τον εορτασμόν της 25ης Μαρτίου, ημέρας της Εθνικής επετείου, κατά το Ιουλιανόν Ημερολόγιον, ήτοι ομού μετά της εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, και τούτο δι' ευνοήτους λόγους ιστορικής συνεπείας και εθνικής ευαισθησίας.

Αλλ' ατυχώς, εν τοις πράγμασιν, η Πολιτεία παρεβίασε την τελευταίαν ταύτην διάταξιν ορίσασα όπως η Εθνική εορτή τελεσθή κανονικώς τη 25η Μαρτίου 1923 κατά το νέον ημερολόγιον, με αποτέλεσμα να εορτασθή αύτη κεχωρισμένως από της θρησκευτικής εορτής του Ευαγγελισμού, της τοιαύτης ρυθμίσεως επεκταθείσης και επί πασών των εορτασίμων και εξαιρετέων ημερών και επί πάσης εν γένει εθνικής, πολιτικής και κοινωνικής εκδηλώσεως. Το γεγονός τούτο ωδήγησεν εις δημιουργίαν συγχύσεως και ταραχής παρά τω λαώ και έθετο τας προϋποθέσεις της οξύτητος μεθ' ης έμελλε να αντιμετωπισθή το ζήτημα εκ μέρους της Εκκλησίας. Η μονομερής και παράνομος αύτη της Πολιτείας ενέργεια απετέλεσεν έμμεσον εκβιασμόν κατά της Εκκλησίας όπως υποχωρήση εις την και άλλοτε προβληθείσαν πολιτειακήν αξίωσιν περί προσχωρήσεως αυτής εις το νέον ημερολόγιον, ευρισκομένης πλέον προ τετελεσμένου γεγονότος(46), και προ οξείας λαϊκής αντιδράσεως, προερχομένης εκ της επελθούσης διαφοροποιήσεως εν τη ημερολογιακή μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας τάξει.

Η Εκκλησία, ήστινος Προκαθήμενος είχεν ήδη αναδειχθή διά της ψήφου της Αριστίνδην Συνόδου, συνελθούσης εν συνεδρία τη 23-2-1923 ο Αρχιμ. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος(47), ευρεθείσα προ της τοιαύτης καταστάσεως, προυτίμησε να περιορισθή επί του παρόντος εις σοβαράν του όλου ζητήματος μελέτην, πολλώ μάλλον διότι διετέλει εμπερίστατος λόγω των προηγηθέντων εν αυτή γεγονότων, ων ένεκα είχε φυγαδευθή απ' αυτής η ειρήνη και ενότης(48). Ο νέος Μητροπολίτης Αθηνών Χρυσόστομος, έχων κατά το παρελθόν αναμειχθή ενεργώς εις το ημερολογιακόν ζήτημα και ευρεθείς αφ' ενός μεν προ των πιέσεων της Πολιτείας, αφ' ετέρου δε προ της συγχύσεως του λαού, κατά την έκτακτον συνεδρίαν της ΔΙΣ της 9/22 Μαρτίου 1923 εισηγήθη(49) την σύγκλησιν της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας. Της δε τοιαύτης αυτού εισηγήσεως γενομένης αποδεκτής υπό τε της ΔΙΣ και της Πολιτείας, εξεδόθη το από 31-3-1923 Β. Δ/μα δι' ου εκαλούντο «πάντες οι κανονικοί και εν ενεργεία Μητροπολίται της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος» εις συνέλευσιν Ιεραρχίας εν Αθήναις τή 16η Απριλίου υπό την προεδρίαν του Μακ. Μητροπολίτου Αθηνών ίνα «εκφέρωσι την γνώμην των από Εκκλησιαστικής απόψεως επί του ζητήματος της αποδοχής υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος του νέου Ημερολογίου ως και του υπό της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπείας 1914 καταρτισθέντος σχεδίου Νόμου «Καταστατικού της Εκκλησίας της Ελλάδος»(50). Αμφότερα τα ως άνω θέματα της ημερησίας διατάξεως είχε προτείνει ο Μακαρ. Χρυσόστομος και είχεν εγκρίνει η ΔΙΣ(51).

Κατά την ορισθείσαν ημέραν, ήτοι την 16ην Απριλίου 1923 συνήλθεν εν Αθήναις η ΙΣΙ επί παρουσία 22 Ιεραρχών(52) κληθέντων επί τούτω τηλεγραφικώς, προς ους ο Μακαρ. Πρόεδρος, αφού εποιήσατο μακράν εισήγησιν περί του θεσμού και της αναγκαιότητος συχνής συγκλήσεως της ΙΣΙ(53), ανέπτυξε διά πολλών το περί ημερολογίου θέμα. «παγκοίνως - άλλωστε - γνωστόν» και εχον «ανάγκην ειδικής επιλύσεως»(54) ιδία μετά το πρόσφατον αποφασιστικόν βήμα της Πολιτείας. Παρακατιών ο Μακ. Πρόεδρος υτrεγράμμισε την δημιουργηθείσαν ανωμαλίαν εκ της χρήσεως δύο ημερολογίων(55) και αφού ετόνισεν ότι «άνευ ειδικής αποφάσεως της όλης Ορθοδόξου Εκκλησίας περί μεταβολής του Πασχαλίου δεν δύναται να επέλθη η συμφωνία των δύο ημερολογίων διά της παραδοχής του Γρηγοριανού ημερολογίου, ούτινος την μεταβολήν άλλωστε ζητούσι και αυτοί οι Δυτικοί λαοί» είσηγήθη «λύσιν αίρουσαν μεν την παρουσιαζομένην νυν ανωμαλίαν, μη θίγουσαν δε απολύτως το Πασχάλιον και το εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Κατά την προτεινομένην λύσιν θα επήρχετο «λίαν ανεπαισθήτως διόρθωσις εν τω υπό της Εκκλησίας παραδεδεγμένω ημερολογίω διά προσθήκης 13 ήμερών», διά της διορθώσεως δε ταύτης θα καθίστατο δυνατή η ακριβεστέρα εφαρμογή των περί του εορτασμού του Πάσχα διατάξεων της Α' Οικουμενικής Συνόδου, αίτινες δεν ετηρούντο διά του κρατούντος ημερολογίου. Συνοψιίζων τ' ανωτέρω ο Μακαριώτατος υπεσημείου ότι «την εν λόγω διόρθωσιν δεν υπαγορεύουσι μόνον λόγοι σκοπιμότητος, διότι δι' αυτής θα αρθή η προκύψασα εν τη Ελληνική και εν ταις λοιπαίς ορθοδόξοις κοινωνίαις εκ της υπάρξεως δύο ημερολογίων ανωμαλία, αλλά και λόγοι εκκλησιαστικής ακριβείας επιστημονικώς κυρούμενοι»(56).

Αι απόψεις αύται του Μακ. Χρυσοστόμου περιελήφθησαν και εν εντύπω Υπομνήματι περιλαμβάνοντι αναλυτικώς τα κατά το ζήτημα του εορτασμού του Πάσχα, τα της επελθούσης ημερολογιακής ανωμαλίας και τα της προτεινομένης άρσεως αυτής, διά της προσθήκης των 13 ημερών. «Κατά τοιούτον τρόπον αι ημερομηνίαι του εκκλησιαστικού ημερολογίου θα συνταυτισθώσι προς τας του πολιτικού, χωρίς να μεταβληθή το της Ορθοδόξου Εκκλησίας Πασχάλιον και εορτολόγιον. Ευνόητον - προσετίθετο - ότι η Εκκλησία δύναται να κανονίση καταλλήλως τον εορτασμόν των 13 ημερών εκείνων, ας θ' αφαιρέση εκ του ημερολογίου»(57). Και το Υπόμνημα κατέληγε σημειούν ότι «τοιαύτη διόρθωσις, ήτις βεβαίως είναι δυνατή μετά κοινήν συνεννόησιν και απόφασιν των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, θα καταστήση ακριβεστέραν την τήρησιν των περί του Πάσχα διατάξεων της Εκκλησίας, θα εκπληρώση προφανεστάτην ανάγκην και θα άρη τας προκυπτούσας νυν μεγάλας ανωμαλίας εκ της διαφοράς των ημερομηνιών του πολιτικού και εκκλησιαστικού ημερολογίου».

Κατά την β' συνεδρίασιν της ΙΣΙ της 18 Απριλίου / 5 Μαΐου «κληθείς προσήλθεν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου και διευθυντής του Αστεροσκοπείου κ. Αιγινήτης, όστις διά μακρών ανέπτυξεν από ετrιστημονικής απόψεως τα κατά το Ημερολόγιον»(58). Ακολούθως δε ο Μακαρ. Πρόεδρος, συμπληρών τα υπ αυτού κατά την διαγενομένην συνεδρίαν λεχθέντα, είπε και τα εξής: « Η Πολιτεία μη αποδεξαμένη μέχρι τούδε το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, απεδέχθη τούτο επ' εσχάτων πιεζομένη υπό ποικίλων αναγκών τόσον κοινωνικών, όσον και εμπορικών καθ' όσον άλλως εθεωρείτο απομεμονωμένη. Πόσαι ανωμαλίαι εκ τούτου προέκυψαν θεωρώ περιπόν ν' απαριθμήσω. Το τοιούτο ζήτημα έτέθη κατά το έτος 1920 και εγένετο δεκτόν, ότι ή Πολιτεία, ένεκα των ανωτέρω λόγων, δύναται ν' αποδεχθή τούτο ενώ η Εκκλησία επεφυλάσσετο δι' άπώτερον μέλλον, ότε θα ήσαν γνωστά τα αποτελέσματα γιγνομένης εργασίας διά τον καθορισμόν νέου ημερολογlου. Σήμερον όμως η Εκκλησία αντιμετωπίζει κατάστασιν καθ' ην τοιούτο νέον Ημερολόγιον δεν καθωρίσθη. Το τοιούτο Γρηγοριανόν Ημερολόγιον καθ' όλου δεν δυνάμεθα να δεχθώμεν και προ παντός διότι. τούτο μεταβάλλει την βάσιν εφ' ης στηρίζεται το ημέτερον Πασχάλιον, ορθότερον μεν καθ' όσον διώρθωσε τας πανσελήνους, ελαπωματικόν όμως καθ' όσον, κατά το Πασχάλιον αυτού το Πάσχα συμβαίνει και εορτάζηται ή προ ή μετά των Ιουδαίων πράγμα όπερ το ημέτερον Πασχάλιον αποφεύγει. Επειδή υπάρχει σκέψις μεταβολής ημερολογίου και επικρατεί η αντίληψις της μονιμοποιήσεως της εορτής τού Πάσχα και ετrειδή πράγματι η παραδεδεγμένη ως Ισημερία δεν είναι ακριβής και συνεπώς δεν τηρούμεν την διάταξιν της Α' εν Νικαία Οίκουμενικής Συνόδου και επειδή η 21 Μαρτίου του 325, ήτις είναι η 8 Μαρτίου, δεν συμφωνεί προς την εαρινήν ισημερίαν διότι το Ιουλιανόν έτος δεν συμπιπτει προς το τροπικόν, το οποίον μείζονα έκτασιν έχει, δια τούτο η ημέρα της Ισημερίας συμπίπτει ενωρίτερον, επιστημονικώς δεν τηρούμεν την διάταξιν της Α' εν Νικαία Συνόδου, διότι έχομεν την 21ην Μαρτίου αφετηρίαν, όθεν προτείνω, όπως εφ' όσον λόγοι σκοπιμότητος και ανάγκης επιβάλλουσι τούτο, δεχθώμεν τας δέκα τρεις ταύτας ημέρας και ούτως επιτευχθή πλήρης συμφωνία των δύο ημερολογίων, τηρουμένου αμεταβλήτου του Πασχαλίου; εορταζομένου του Πάσχα, ως πάντοτε, με την διαφοράν ότι η ημερομηνία θα είναι η του νέου ημερολογίου. Διά του ορισμού τούτου δεν πρόκειται να γίνη από τούδε και καθορισμός νέου Πασχαλίου. Η πρότασις αύτη αποβλέπει μόνον εις το να συμβιβάση τα δύο ημερολόγια, χωρίς εντεύθεν να προσγίγνηται βλάβη τη Εκκλησία»(59).

Εκ των Πρακτικών της Ι. Συνόδου καταφαίνεται, ότι κατά την επακολουθήσασαν διεξοδικήν, μεταξύ των Ιεραρχών, συζήτησιν υπεστηρίχθησαν κατά βάσιν αι ακόλουθοι απόψεις: α) ότι η προσθήκη των 13 ημερών, αναγκαία ούσα, επιβάλλεται να γίνη κατά τρόπον αποκλείοντα «κλονισμόν τού λαού» ίνα μη δι' αποτόμου υπερπηδήσεως αυτών δημιουργηθή σκανδαλισμός του ποιμνίου(60), β ) ότι η επίτευξις ημερολογιακής ομοιομορφίας προέχει παντός ετέρου ζητήματος, προς ην και δέον όπως αφόβως χωρήση η Εκκλησία, εν συνεννοήσει μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, πολλώ μάλλον διότι το όλον ζήτημα δεν φέρει δογματικόν χαρακτήρα, του λαού επί πλείον σκανδαλιζομένου εκ της υπάρξεως δύο ημερολογίων και γ ) ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, μη κοινωνούν ταις Εκκλησίαις Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων «διά τους γνωστούς εις πάντας λόγους»(61), δεν δύναται, το γε νυν έχον, να επιληφθή του προκειμένου θέματος και να ηγηθή της προσπαθείας προς επίλυσιν αυτού, διό και επιβάλλεται όπως «την πρωτοβουλίαν της λύσεως του ζητήματος τούτου (θα) αναλάβη η Εκκλησία της Ελλάδος, προερχομένη εις συνεννοήσεις μετά πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών, καθ' ον αύτη ήθελε κρίνει προσφορώτερον τρόπον», καίτοι διετυπώθη επί του σημείου τούτου διάφορος γνώμη, ίνα μη μειωθή το παράπαν το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου «ως υπάτου αρχής της Ορθοδοξίας».

Αι ως άνω απόψεις, συγκλίνουσαι άπασαι προς την αναγκαιότητα της εκκλησιαστικής ημερολογιακής μεταρρυθμίσεως και ορμώμεναι εκ του μη δογματικού χαρακτήρος αυτής, ενεφάνιζον διαφοροποίησίν τινα εν σχέσει προς τον τρόπον ενεργείας, άλλων μεν εκ των Ιεραρχών συνιστώντων βαθμιαίαν όλως και ανεπαίσθητον μεταβολήν, είτε διά της μη αριθμήσεως των δισέκτων ετών, είτε διά του καθορισμού της διαρκείας πάντων ανεξαιρέτως των μηνών εις 30/θημέρου μέχρι της εκμηδενίσεως της διαφοράς των 13 ημερών, άλλων δε αντιθέτως, φρονούντων ότι η άμεσος λύσις ήτο πλέον ενδεδειγμένη ώς αίρουσα άπαξ διά παντός τον σκανδαλισμόν του λαού και επιλύουσα ριζικώς το ζήτημα. Η τοιαύτη διαφοροποίησις, απότοκος ούσα της υπό διάφορον πρίσμα θεωρήσεως του ζητήματος, δεν ημπόδισε παρά ταύτα, την Ιεράν Σύνοδον όπως αποδεχθή «το συμπέρασμα του υπομνήματος του Μακ. Προέδρου αυτής, καθ' ο εις το Ιουλιανόν Ημερολόγιον προστίθενται δέκα τρεις (13 ) ημέραι χωρίς να μεταβληθή απολύτως το Πασχάλιον και εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας»(62) της ως άνω αποφάσεως επεχούσης θέσιν επισήμου εισηγήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος ενώπιον του μέλλοντος να συγκληθή τότε Πανορθοδόξου εν Κων/πόλει Συνεδρίου, ούτινος τας περί ημερολογίου και εορτασμού του Πάσχα τυχόν αλλοίας αποφάσεις, «συμφώνους όμως πάντως προς την σχετικήν απόφασιν της Α' εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου και την Παράδοσιν και τους κανόνας της Εκκλησίας»(63) η Εκκλησία προκαταβολικώς από τούδε απεδέχετο, συνεπής προς την αρχήθεν διατυπωθείσαν άτrοψιν αυτής, ότι το προκείμενον ζήτημα θα έδει να επιλυθή κατόπιν τrανορθοδόξου συμφωνίας υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Εις επίρρωσιν τούτου σημειωτέον ενταύθα, ότι διά την περίπτωσιν καθ' ην θα εματαιούτο, δι' οίονδήποτε λόγον, η σύγκλησις του διαληφθέντος Πανορθοδόξου Συνεδρίου, η Ι. Σύνοδος επεφύλασσεν εις εαυτήν το δικαίωμα όπως «προτείνη τω Οικουμενικώ Πατριαρχείω ίνα επιδιώξη την επίλυσιν του ημερολογιακού ζητήματος, συνεννοουμένω διά γραμμάτων μετά των Ορθοδόξων Εκκλησιών»(64): Η θέσις, κατά ταύτα, της Εκκλησίας της Ελλάδος εν σχέσει προς το ημερολογιακόν ζήτημα καθωρίζετο πλέον σαφώς, ήτοι ετάσσετο αύτη υπέρ της προσθήκης 13 ημερών εις το Ιουλιανόν Ημερολόγιον, προς εκμηδένισιν της διαφοράς αυτού προς το Γρηγοριανόν, της τοιαύτης προσθήκης δυναμένης να τύχη εφαρμογής μόνον εις περίπτωσιν υιοθετήσεως αυτής υπό των Ορθοδόξων Εκκλησιών, κοινόν όργανον των οποίων ενεφανίζετο εις τον ορίζοντα το μέλλον τότε να συγκληθή εν Κων/πόλει Πανορθόδοξον Συνέδριον.

Η υπό της ΙΣΙ λήψις της αποφάσεως ταύτης, εν αποδοχή της εισηγήσεως του Μακ. Προέδρου αυτής, απεδόθη βραδύτερον, υπό τινων παλαιοημερολογιτικών κύκλων, εις την εκ του επαναστατικού καθεστώτος του Ν. Πλαστήρα επικρατούσαν εν τοις κύκλοις των Ιεραρχών φοβίαν, ετονίσθη δ' υπ' αυτών, ότι «εν τω μέσω ενός επαναστατικού σάλου εξ ου εχειμάζετο και η Εκκλησία της Ελλάδος εζήτησεν ο Μακαριώτατος με πνευστιώσαν ταχύτητα να λύση το σοβαρώτερον και ακανθωδέστερον Εκκλης. ζήτημα διά την λύσιν του οποίου απητείτο όλη η ηρεμία του Κράτους, η ομαλότης εν τη χώρα, η ψύχραιμος και ανεπηρέαστος συζήτησις των ειδικών και προ παντός η ελευθερία γνώμης και η ελευθερία σκέψεως»(65). Το ότι υπό ανωμάλους όντως πολιτικάς συνθήκας συνήλθεν η ΙΣΙ και έλαβε τας ειρημένας αυτής αποφάσεις αποτελεί γεγονός, όπερ θα έδει ασφαλώς να αξιολογηθή, εν τη εκτιμήσει της βαρύτητος της καταγγελίας ταύτης, τοσούτω μάλλον όσω η ασκηθείσα άμεσος και έμμεσος επί της Εκκλησίας πίεσις εκ μέρους της Πολιτείας προς ρύθμισιν και του εκκλησιαστικού ημερολογιακού ζητήματος υπήρξεν ισχυρά, και διεδραμάτισε σπουδαιότατον ρόλον εν προκειμένω(66). Αυτός δ' άλλωστε ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος παρεδέχθη βραδύτερον, μετ' αυτού δε και πάσα η Ιεραρχία, ότι υπέρ την τοιαύτην πίεσιν της κυβερνήσεως εχώρησεν η Εκκλησία εις την περί μεταβολής του εκκλησιαστικού ημερολογίου απόφασιν. Ομολογουμένως εν άκρως ακαταλλήλω κλίματι ελήφθη η απόφασις αύτη, και ίσως να ήτο διάφορον το περιεχόμενον αυτής, εάν υπό φιλελεύθερον πολιτικόν καθεστώς ενηργούντο τα δέοντα, καίτοι δεν γεννά φερέλπιδα εγκαρδίωσιν η διαπίστωσις ότι εν συλλογικόν ιερόν όργανον, της περιωπής της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας εκάμφθη προ των πιέσεων ή και απειλών ενδεχομένως ενός επαναστατικού καθεστώτος επί θέματος σπουδαίαν έχοντος σημασίαν διά την Εκκλησίαν. Εν τrάση περιπτώσει το αληθές είναι ότι ουδείς των Ιεραρχών προύβαλεν αντίθετόν πως άποψιν εκείνης του Μακ. Προέδρου, και εν τούτω σφάλλεται ο Γ. Ευστρατιάδης υποστηρίζων ότι κατά την λήψιν της αποφάσεως εμειονοψήφισεν ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Γερμανός και μετ' αυτού οι Μητροπολίται Σύρου Αθανάσιος, Πατρών Αντώνιος, Χαλκίδος Γρηγόριος, και Θήρας Αγαθάγγελος(67). Εκ των Πρακτικών καταδείκνυται ότι κατά τας δύο πρώτας συνεδρίας της ΙΣΙ, ότε και συνεζητήθη το ημερολογιακόν, ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Γερμανός απουσίαζεν ασθενής ων, η δε σχετική περί της ημερολογιακής μεταβολής απόφασις ελήφθη παμψηφεί μηδεμιάς διαφωνίας καταχωρισθείσης εν τοις οικείοις Πρακτικοίς(68). Διερωτάται εξ άλλου ο αυτός Γ. Ευστρατιάδης εάν ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος έθετο υπ' όψιν της Ιεραρχίας την κατά το 1919 εξενεχθείσαν περί του ημερολογιακού γνώμην του καθηγητού Ζολώτα, ως και την εισηγητικήν Έκθεσιν της Επιτροπής του 1923(69). Αλλά προφανές τυγχάνει ότι τα εν λόγω στοιχεία, και αν εισέτι επεθύμει να αποκρύψη ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, ήσαν εις πάντας γνωστά, η δε αιτιολογία εφ' ης ο διαληφθείς καθηγητής εστήριξε την αντίθετον αυτού γνώμην δεν ηδύνατο να έχη εν Ελλάδι αποφασιστικάς επιπτώσεις εν τη λήψει της ανωτέρω αποφάσεως.





Σημειώσεις

31. Βλ. ταύτην εν τοις πρόσθεν σ. 41 επ.

32. Η περί εισαγωγής υπό της Ελληνικής Πολιτείας του νέου ημερολογίου απόφασις της Κυβερνήσεως είχε ληφθή ήδη από του έτους 1919, αλλά τα επακολουθήσαντα τραγικά εθνικά γεγονότα επέβαλον αναστολήν πάσης σχετικής ενεργείας. Βλ. και Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Ημερολογιακά Α' 1926 σ. 27.

33. Βλ. Φ.Ε.Κ. τ. Α' αρ. 24 της 25-1-1923. Χρυσοστόμου ( Α' ) Αρχιεπισκόπου Αθηνών ... , ένθ. ανωτ. σ. 27. Του ιδίου, Η διόρθωσις ... σ. 14.

34. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Η διόρθωσις...σ. 14. Πολλάκις έκτοτε ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εγένετο στόχος επιθέσεων εκ μέρους, κυρίως, των παλαιοημερολογιτών, διά τον λόγον, ότι, ενώ η Πολιτεία ετήρει εφεκτικήν δήθεν στάσιν έναντι της ημερολογιακής μεταρρυθμίσεως, εκείνος αντιθέτως επέσπευδε ταύτην. Ουδέν τούτου αναληθέστερον. Ως μάλιστα ο ίδιος επί Συνόδου απεκάλυπτεν, «η κατά τα 1923 συστάσα υπό της Επαναστατικής Κυβερνήσεως Επιτροπή υπό τον Κοφινάν ήθελεν όπως επιβάλη νόμω το διωρθωμένον ημερολόγιον τη Εκκλησία, τούθ' όπερ είχε και πρότερον αξιώσει το Υπουργείον Θρησκευμάτων επί Υπουργίας Δίγκα. Η Εκκλησία όμως δεν απεδέχθη την αξίωσιν ταύτην, επιφυλασσομένη ίνα συνεννοηθή προηγουμένως επί του προκειμένου μετά των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών και δη μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου». (Συνεδρία ΔΙΣ της 16-6-1936, ΚώΔΙΣ 1936-1937 σ.116 ).

35. Βλ. «Εκκλησίαν» 1953 σ. 111 εν σημ.

36. Η Έκθεσις αύτη έχει ως εξής: «Έκθεσις της επί της μεταρρυθμίσεως του Ημερολογίου Επιτροπής αποτελουμένης εκ των κ.κ. Γ. Ν. Κοφινά Υπουργού των Οικονομικών, Δ. Αιγινήτου καθηγητού του Πανεπιστημίου και διευθυντού του Αστεροσκοπείου, Χ. Παπαδοπούλου Αρχιμανδρίτου και καθηγητού του Πανεπιστημίου, Π. Τσιτσεκλή δικηγόρου και Αμίλκα Αλιβιζάτου, Καθηγητοϋ του Πανεπιστημίου και τμηματάρχου του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών. Προς το Σον Υπουργικόν Συμβούλιον. Συμμορφούμενοι προς την εντολήν της Κυβερνήσεως, όπως μελετήσωμεν το ζήτημα της μεταρρυθμίσεως του Ημερολογίου και υποδείξωμεν τον προσφορώτερον τρόπον της μεταβολής αυτού, συμφώνως προς τας υποδείξεις της Επιστήμης και τας ανάγκας της χώρας, εν αρμονία προς τας διατάξεις της Εκκλησίας, και λαβόντες υπ' όψιν:

1) Ότι άπαντα τα έθνη του Χριστιανισμού και καθ' όλον τον πεπολιτισμένον κόσμον, συμπεριλαμβανομένης και της Ιαπωνίας, έχουσιν ήδη το νέον Ημερολόγιον, το καλούμενον Γρηγοριανόν, εν τη μετρήσει του χρόνου, και αυτά δε τα όμορα και τα λοιπά ορθόδοξα Κράτη των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, της Ρωσσίας, της Ρωμουνίας και της Βουλγαρίας παρεδέχθησαν ήδη διά τας σχέσεις του πολιτικού αυτών βίου, το Ημερολόγιον τούτο.

2) Ότι η εντεύθεν προκύπτουσα ημερολογιακή απομόνωσις της Ελλάδος από σύμπαντος του λοιπού πεπολιτισμένου και αυτού του ορθοδόξου κόσμου, ου μόνον ηθικώς αλλά και υλικώς είναι επιζήμιος εις την χώραν, διότι, ενώ αφ' ενός παρουσιάζει αυτήν υστερούσαν εν τη επιστημονική προόδω και τω πολιτισμώ, αφ' ετέρου προξενεί σύγχυσιν, δυσχερείας και ανωμαλίας εις την Επιστήμην, την Βιομηχανίαν, το Εμπόριον, την Συγκοινωνίαν, το Χρηματιστήριον, τα τηλεγραφήματα, την δημοσίαν και ιδιωτικήν αλληλογραφίαν και εν γένει τας πολλαπλάς διεθνείς σχέσεις και συναλλαγάς του τόπου.

3) Ότι το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον είναι χρονολογικώς συμφωνότερον του Ιουλιανού προς την Επιστήμην διά την μείζονα ακρίβειαν της εν αυτώ παρεμβολής των δισέκτων ετών σχετικώς προς την αληθή διάρκειαν του έτους. Δι' ο και ο κανών της γρηγοριανής παρεμβολής ενεκρίθη και διετηρήθη και υπ' αυτής της Διεθνούς εξ ειδικών Επιστημόνων Επιτροπής, της ορισθείσης υπό του Διεθνούς Συνδέσμου των Ακαδημιών προς σύνταξιν νέου Ημερολογίου, ατrηλλαγμένου των ελαπωμάτων του τε Ιουλιανού και του Γρηγοριανού εν τώ υπ' αυτής κατά τον παρελθόντα Μάϊον εν Ρώμη συνταχθέντι νέω Επιστημονικώ Ημερολογίω. Όθεν η χρονολογία του Γρηγοριανού Ημερολογίου είναι προτιμητέα, ου μόνον ως παγκόσμιος, αλλά και ως επιστημονικώς ακριβεστέρα της του Ιουλιανού, την οποίαν μόνη η Ελλάς, μεταξύ όλων των πεπολιτισμένων Κρατών ολοκλήρου του κόσμου διατηρεί εισέτι.

4. Ότι η περi της εορτής του Πάσχα απόφασις της εν Νικαια τω 325 συνελθούσης Oικουμενικής Συνόδου διατάσσουσα όπως όλοι οι χριστιανοί της υφηλίου εορτάζωσι συγχρόνως και συμφώνως προς τας υποδείξεις της εν Αλεξανδρεlα, τότε ακμαζούσης αστρονομικής επιστήμης, το Πάσχα, ου μόνον εις την μεταρρύθμισιν του τrολιτικού ημερολογίου κατ' ουδέν αντίκειται, αλλά, αντιθέτως προς ό,τι μέχρι προ τινος ενομίζετο και προς αυτήν την μεταβολήν του εκκλησιαστικού ημερολογίου είναι σύμφωνος.

5. Ότι η υπό της Ιεράς Συνόδου της Ελλάδος, εν έτει 1919 συσταθείσα ειδική εξ ιεραρχών και καθηγητών του Πανεπιστημίου Επιτροπή προς μελέτην του υπό του καθηγητού της Αστρονομίας εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω υποβληθέντος εις την Κυβέρνησιν επιστημονικού υπομνήματος περί της ορθότητος και του επικαίρου της μεταρρυθμίσεως του ημετέρου ημερολογίου, αποδεχθείσα τα υπέρ της μεταβολής επιχειρήματα και συμπεράσματα αυτού, απεφάνθη ότι η μεταρρύθμισις του ημερολογίου εν γένει δεν προσκρούει ούτε εις δογματικούς ούτε εις κανονικούς λόγους, και επομένως ουδέν κωλύει την πραγματοποίησιν αυτής από θρησευτικής και εκκλησιαστικής απόψεως.

6. Ότι και αυτή η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδος, εν τη συνεδρία αυτής της 20 Mαΐου 1919, παμψηφεί, ου μόνον την άνω γνώμην της εξ ιεραρχών, θεολόγων και ειδικών επιστημόνων Επιτροτrής απεδέχθη, αλλά και, προβάσα περαιτέρω, υπέδειξεν εις την Πολιτείαν ότι είναι ελευθέρα, εάν κρίνη τούτο αναγκαίον και χρήσιμον, να προβή αμέσως πρώτη αυτή εις μεταρρύθμισιν του πολιτικού ημερολογiου. Η απόφααις αύτη της Ιεράς Συνόδου, ην αμέσως ανεκοίνωσεν επισήμως εις το Υπουργείον των Εκκλησιαστικών, έχει ούτως: «Η Ιερά Σύνοδος, ασχοληθείσα επί του ζητήματος του Ημερολογίου, κατόπιν μελέτης πάντων των σχετικών εγγράφων και των υπό της επί τούτω συσταθείσης επιτροπής υποβληθεισών προτάσεων, απεδέξατο ότι η μεταβολή του Ιουλιανού ημερολογίου, μη προσκρούουσα εις δογματικούς και κανονικούς λόγους, δύναται νά γίνη μετά συνεννόησιν μετά πασών των λοιπών ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, ιδίως δε μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, εις ο θα ήτο ανάγκη ν' ανατεθή η πρωτοβουλία πάσης σχετικής ενεργείας. Εάν η Πολιτεία, μη ελπίζουσα ταχείαν αποπεράτωσιν του νέου επιστημονικού ημερολογίου, αισθανομένη δέ αυξανούσας τας δυσχερείας τας σχετικάς, εφ' όσον και τα όμορα Κράτη εδέχθησαν το Γρηγοριανόν, νομίζη ότι δεν δύναται να παραμείνη εις το σήμερον υφιστάμενον ημερολογιακόν καθεστώς, είναι ελευθέρα να δεχθή το Γρηγοριανόν ως Ευρωπαϊκόν ημερολόγιον, της Εκκλησίας κρατούσης μέχρι του νέου επιστημονικού ημερολογίου, το Ιουλιανόν».

7. Ότι κατόπιν της αποφάσεως ταύτης της Ιεράς Συνόδου, καθ' ην ου μόνον ουδέν θρησκευτικόν ή εκκλησιαστκκόν κώλυμα κατά της μεταβολής του ημερολογίου υφίσταται, αλλά τουναντίον υποδεικνύεται υπό της Εκκλησίας εις την Πολιτείαν ότι είναι ελευθέρα, εάν κρίνη τούτο αναγκαίον, όπως προβή πρώτη αυτή εις την μεταρρύθμισιν του πολιτικού ημών ημερολογίου, χωρiς να θίξη τας θρησκευτικάς εορτάς και καθόλου τα της Εκκλησίας, ότι κατόπιν της τοιαύτης υποδείξεως ολόκληρον την βαρείαν ευθύνην διά τας ηθικάς και υλικάς ζημίας της χώρας τας εκ της ημερολογιακής απομονώσεως ημών από σύμπαντος του λοιπού πεπολιτισμένου κύκλου προερχομένας, φέρει έκτοτε η Πολιτεία και μόνη αυτή.

8. Ότι η Εκκλησία της Ελλάδος, ως και αι λοιπαί ορθόδοξοι αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι, αν και ανεξάρτητοι εσωτερικώς είναι όμως στενώς συνδεδεμέναι προς αλλήλας και ηνωμέναι, διά της αρχής της πνευματικής ενότητος της Εκκλησίας, αποτελούσαι μίαν και μόνην ορθόδοξον Εκκλησίαν και συνεπώς ουδεμία τούτων δύναται να χωρισθή των λοιπών και αποδεχθή νέον ημερολόγιον, χωρίς να καταστή σχισματική απέναντι των άλλων. Όθεν και η Εκκλησία της Ελλάδος, όπως μεταβάλη το εκκλησιαστικόν ημερολόγιον αυτής, είναι απαραίτητον και οφείλει, ίνα μη αποσχισθή των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών, τούθ' όπερ, ου μόνον την ενότητα και αρμονίαν της όλης ορθοδόξου Εκκλησίας θέλει καταστρέψη και την δύναμιν αυτής μειώση, αλλά και από εθνικής απόψεως είναι ασύμφορον και επιζήμιον, να συνεννοηθή προηγουμένως, ως αποφαίνεται ανωτέρω η Ιερά Σύνοδος ημών, μετά των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών.

9. Ότι η πρωτοβουλία του Διεθνούς Συνδέσμου των Ακαδημιών, κατόπιν της επιμόνου απαιτήσεως ολοκλήρου του πεπολιτισμένου κόσμου, σύνταξις κατά τον παρελθόντα Μάίον εν Ρώμη υπό μεγάλης εξ ειδικών επιστημόνων Διεθνούς Επιτροπής νέου επιστημονικού ημερολογίου, απηλλαγμένου των κοινών ελαπωμάτων του τε Ιουλιανού και του Γρηγοριανού ημερολογίου, και εις το οποίον πρόκειται να προσχωρήσωσι συγχρόνως όλα τα πεπολιτισμένα Κράτη, διευκολύνει και την ορθόδοξον Εκκλησίαν, όπως προσχωρήση εις αύτό.

10. Ότι εκλιπόντων ούτως ήδη των εκκλησιαστικών και των λοιπών λόγων, δι' ους ητιολογημένως μέχρι τούδε η Ορθόδοξος Εκκλησία διετήρησε το Ιουλιανόν ημερολόγιον, δύναται να θεωρηθή ως βέβαιον, ως εμφαίνεται εκ της άνω αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου και της πανταχού του ορθοδόξου κόσμου κρατούσης κοινής γνώμης και ζωηράς επιθυμίας υπέρ της ταχείας μεταβολής και του εκκλησιαστικού ημερολογίου, ότι και η Ορθόδοξος Εκκλησία, ήτις ουδέποτε ηθέλησε να αποχωρισθή της επιστήμης και της αληθείας, θέλει προβή εις την μεταβολήν του εκκλησιαστικού ημερολογίου και δεν θα εξακολουθήση κρατούσα ημερολόγιον, όπερ συν τω χρόνω βαίνει συνεχώς βαθμηδόν απομακρυνόμενον της επιστημονικής ακριβείας και εiναι διάφορον του εις πάντα τα ορθόδοξα Κράτη παραδεδεγμένου πολιτικού. Επομένως η μεταξύ του εκκλησιαστικού και του πολιτικού ημερολογίου διαφορά δύναται να θεωρηθή ως προσωρινή και βραχείας διαρκείας.

Διά πάντας τους ανωτέρω λόγους κρίνομεν πρέπον να διατηρηθή προσωρινώς εν ισχύι: ως εκκλησιαστικόν ημερολόγιον το Ιουλιανόν, καθόσον δηλαδή αφορά και τας θρησκευτικάς εορτάς και τα της Εκκλησίας εν γένει, μέχρις ου συνεννοηθώσι και συναινέσωσιν εις την μεταβολήν αυτού πάσαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι. Καθ' όσον όμως αφορά εις την μεταβολήν του ημερολογίου, ως προς τας πολιτικάς σχέσεις καί πράξεις; θεωρούμεν ταύτην αναγκαίαν, επείγουσαν και επιβεβλημένην υπό πολλαπλών και μεγάλων ηθικών και υλικών συμφερόντων της χώρας, και συνεπώς νομίζομεν ότι η Πολιτεία, έχουσα ήδη και της Εκκλησίας την σχετικήν συναίνεσιν και υπόδειξιν, μη δυναμένη δε ν' αναμείνη την άνω συνεννόησιν πασών των ορθοδόξων Εκκλησιών, ήτις δυνατόν και νά βραδύνη επί πολύ ακόμη, οφείλει να εισέλθη αμέσως είς την παγκόσμιαν κοινότητα, εν τη μετρήσει του χρόνου, εισάγουσα εις τας πολιτικάς σχέσεις και πράξεις την Γρηγοριανήν ημερομηνίαν, ήτις προηγείται ήδη κατά δέκα τρεις ημέρας της Ιουλιανής, χωρίς να θίξη ποσώς τάς θρησκευτικάς εορτάς, ως έπραξαν πρό τινος και πάντα τα λοιπά ορθόδοξα Κράτη, και ως συνέβη προ πολλού εν Τρανσυλβανία, Εις πάσας τας χώρας ταύτας, ενώ το Κράτος έχει ως πολιτικόν το Γρηγοριανόν ημερολόγιον, κατ' ουδέν κωλύει τούτο την Ορθόδοξον και τήν Ουνιτικήν Εκκλησίαν ν' ακολουθώσι διά τας εορτάς το Ιουλιανόν. Προς τούτοις θεωρούμεν πρέπον, όπως, ανακοινουμένης αρμοδίως και εγκαίρως της μεταβολής ταύτης του πολιτικού ημών ημερολογίου, παρακληθή το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως, όπως αναλάβη την πρωτοβουλίαν της συνεννοήσεως μετά των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών προς όσον ένεστι ταχυτέραν μεταρρύθμισιν και του εκκλησιαστικού ημερολογίου.

Όθεν, μετά μακράν συζήτησιν και μελέτην του θέματος, ως και πάντων των σχετικών προς αυτό ζητημάτων, συνετάξαμεν το συνημμένον σχέδιον νόμου, όπερ έχομεν την τιμήν να υποβάλωμεν, υπό την έγκρισιν του Υπουργικού Συμβουλίου.

Εν Αθήναις τη 16η Ιανουαρίου 1923

Η επί της μεταρρυθμίσεως του ημερολογίου 'Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Υπουργός των Οικονομικών Γ. Ν. Κοφινάς

Τα Μέλη

Δ. Αιγινήτης, Χ. Παπαδόπουλος, Τ. Τσιτσεκλής, Α. Αλεβιζάτος»

(Φ. Ε. Κ. τ. Α' άρ. 24 της 25-1-1923).

37. Περί ταύτης βλ, αγόρευσιν Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου ενώπιον της ΔΙΣ τη 16-6-1936, ανωτ. εν σημ. 34.

38. Γ. Ευστρατιάδου, Η πραγματική αλήθεια ... σ. 15.

39. Επισημειούμεν ενταύθα ότι ο «Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης» Χρυσόστομος εν τη εαυτού «Αναιρέσει του ελέγχου ... » ενώ ισχυρίζεται ότι παρέθεσε πλήρες το κείμενον της Εκθέσεως της Επιτροπής (ένθ. ανωτ. σ. 78-83) εν τούτοις εκ της φράσεως:«κρίνομεν πρέπον να διατηρηθή προσωρινώς εν ισχύι ως εκκλησιαστικόν ημερολόγιον το Ιουλιανόν», απήλειψε την λέξιν «προσωρινώς» αλλοιώσας ούτω το νόημα της προτάσεως της Επιτροπής, εν συνεχεία δε παρέλειψε να αναγράψη το απόσπασμα της Εκθέσεως όπερ αναφέρεται εις την άμεσον ανάγκην της υποβολής παρακλήσεως προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ίνα αναλάβη πρωτοβουλίαν διά συνεννόησιν μετά των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών «προς όσον ένεστι ταχυτέραν μεταρρύθμισιν και του εκκλησιαστικοϋ ημερολογίου». Είναι προφανής ο λόγος της κολοβώσεως του κειμένου εις τα δύο ταύτα σημεία. Πρβλ. και «Εκκλησίαν» 1937 σ: 375.

40. Επί της αποφάνσεως δε ταύτης στηρίζουσι και την κήρυξιν υπ' αυτών της Εκκλησίας της Ελλάδος ως σχισματικής. (Βλ. «Η.Φ.Ο.» 1959 φ. 324 σ. 1). Ακακίου Παππά, Αναίρεσις υποσχέσεων και καθηκόντων εγκατάλειψις, εν: «Η.Φ.Ο» 1959, φ. 324 σ. 1.Εξ ου και «πρωτεργάτην του σχίσματος» αποκαλούσι τον Αρχιεπίσκοπον Χρυσόστομον («Η.Φ.Ο.» 1964 φ. 448 σ: 3 ) Πρβλ. και Ιω. Βώκου, Η διάσπασις της ορθοδοξίας (Παλαιόν και Νέον Ημερολόγιον) -Αθήναι 1977 σ. 4 επ. Μητροπόλεως ΓΟΧ Πειραιώς και Σαλαμίνος, Υπό το φώς της ορθοδόξου πίστεως, Αθήναι 1977 σ. 23 επ.

41. Αρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Το Γρηγοριανόν ημερολόγιον εν τη Ανατολή, εν: «Εκκλ. Κήρυξ» 1918 σ. 264.

42. Δωροθέου, Μητροπολίτου Λαρίσης, Παρατηρήσεις επi της γνωματεύσεως των κ.κ. Καθηγητών επί του Παλαιοημερολογιτικού ζητήματος, εν: «ΑΕΚΔ ΣΤ' 1951 σ. 8.

43. Το όντως πελώριον θέμα της διαμορφώσεως παρ' ημίν των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, διεκφεύγον τα αυστηρά πλαίσια της παρούσης μελέτης, συνιστά, θεμελιώδες και βασικόν ζήτημα περί το οποίον ενδιέτριψαν, μεταξύ των άλλων και οι Χ. Ανδρούτσος Εκκλησία και Πολιτεία εξ επόψεως ορθοδόξου Αθήναι 1920. Πρβλ. και Γ. Παπαγεωργιάδου και Πορφυρiου Κυριακίδου, Άρθρα και έργα του Κεντρικού Εκκλησ. Συνδέσμου, Αθήναι 1924 σ. 9 επ. Α μ. Αλιβιζάτος, Σχέσις Εκκλησίας και ΠολιτεΙας εξ επόψεως ορθοδόξου Αθήναι 1937, Π. Παναγιωτάκος, Εκκλησία και Πολιτεία ανά τους αιώνας Αθήναι 1939, Π. Πουλίτσας, Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας ιδία, επί εκλογής Επισκόπων τ. Ι Αθήναι 1946, Κ. Μουρατίδης, Σχέσις Εκκλησίας και Πολιτείας εξ επόψεως ορθοδόξου και των νεωτέρων κατευθύνσεων εν τη Εκκλησιολογία και τη Πολιτειολογία τ. Ι Αθήναι 1965.

44. Το κείμενον του Νομ. τούτου Διατάγματος έχει ώς έξής:

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β'

ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Έχοντες υπ' όψει την πρώτην παράγραφον της από 15 Σεπτεμβρίου τού 1922 αποφάσεως της Επαναστατικής Επιτροπής, προτάσει του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου απεφασίσαμεν και διατάσσομεν.

Άρθρον 1

1 - Από της 16 Φεβρουαρίου 1923 καθ' άπασαν την Ελλάδα αντικαθίσταται εν ταις: πολιτικαίς εν γένει σχέσεσι το ισχύον ήδη Ιουλιανόν Ημερολόγιον διά νέου τοιούτου, όπερ αποκαλείται «Πολιτικόν `Ημερολόγιον».

2 - Το νέον Ημερολόγιον προπορεύεται του ήδη ισχύοντος Ιουλιανού κατά δέκα -τρεις πλήρεις ημέρας. Επομένως η 16 Φεβρουαρίου 1923 έσται εν πάσαις ταις πολιτικαίς σχέσεσιν η πρώτη Μαρτίου 1923.

3 - Διατηρείται εν ισχύι το Ιουλιανόν Ημερολόγιον όσον αφορά εν γένει την Εκκλησίαν και τας θρησκευτικάς εορτάς.

4 - Η πρώτη Ιανουαρίου του νέου Ημερολογίου έσται η πρώτη εκάστου νέου έτους. Η Εθνική Εορτή της 25ης Μαρτίου και πάσαι αι κατά τους κειμένους νόμους εορτάσιμοι και εξαιρετέαι ημέραι ρυθμίζονται κατά τό Ιουλιανόν ημερολόγιον.

Άρθρον 2

Πάσαι αι νόμιμοι προθεσμίαι του δημοσίου, αστικού, εμπορικού και ποινικού δικαίου. εν γένει, πάσαι αι δικονομικαί και δικαστικαί προθεσμίαι παντός είδους δικαστηρΙων και εκδικαστικών Επιτροπών, πάσαι αι προθεσμίαι των Διοικητικών εν γένει νόμων οικονομικών, φορολογικών και λοιπών, ως και των διοικητικών πράξεων και αποφάσεων; προς δε πάσαι εν γένει αι συμβατικαί προθεσμίαι, εφ' όσον πάσαι αι ανωτέρω προθεσμίαι ή διορίαι δεν ήθελον λήγη μέχρι της 15 Φεβρουαρίου, συμπεριλαμβανομένης, συνεχίζονται από της πρώτης Μαρτίου 1923 του νέου Ημερολογίου και λήγουσι κατά την αντίστοιχον ημέραν του νέου Ημερολογίου μετά την πάροδον του υπολειπομένου διά την λήξιν αυτών χρονικού διαστήματος. Εξαίρεσις τούτου γίγνεται μόνον η του εδαφ. 3 του επομένου άρθρου.

Άρθρον 3

1 - Διά τον μήνα Φεβρουάριον 1923 οι μισθοί, τα επιδόματα, τα χορηγήματα, αι αποδοχαί, αι αποζημιώσεις παντός είδους, αι συντάξεις πάντων εν γένει των πολιτικών, και εκκλησιαστικών λειτουργών, υπαλλήλων και υπηρετών, ως και των στρατιωτικών παντός βαθμού προς δε πάντων των ιδιωτικών υπαλλήλων και υπηρετών και παντός προσώπου παρέχοντος τας υπηρεσίας αυτού επ' αμοιβή κατά μήνα ωρισμένη, εφ' όσον πάσαι αι ανωτέρω παροχαί ήθελον λήγη κατά το Ιουλιανόν Ημερολόγιον εις το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου 1923, καταβληθήσονται τοις δικαιούχοις αναλόγως (pro rata) διά χρονικόν διάστημα δέκα επτά πλήρων ημερών:

2 - Το αυτό ισχύει διά τα παντός είδους μισθώματα, υπομισθώματα, τροφεία, οφειλάς τόκων και παντός είδους μηνιαίας χορηγίας, ων η λήξις ήθελε συμπίπτει επίσης εις το τέλος Φεβρουαρίου 1923.

3 - Επί των αυτών εν γένει συμβάσεων και παροχών διά της ανωτέρω αναλόγου μεταβολής των 17 ημερών θεωρείται συμπληρωθείς ολόκληρος ο μην Φεβρουάριος 1923, των κατά μήνα προθεσμιών αρχομένων από της 1 Μαρτίου 1923 του νέου Ημερολογίου και ληγουσών εις το τέλος των αντιστοίχων μηνών του νέου Ημερολογίου.

4 - Επί των αυτών επίσης παροχών, εφ' όσον εξ οιουδήποτε λόγου έχει προκαταβληθή ολόκληρον το ποσόν το αντιστοιχούν εις τον μήνα Φεβρουάριου 1923, ποσόν ανάλογον προς ένδεκα ημέρας συμψηφίζεται αυτοδικαίως εις την πρώτην επομένην δόσιν.

Άρθρον 4

Πάντα εν γένει τα έγγραφα, δημόσια και ιδιωτικά, τα δικόγραφα και πιστοποιητικά παντός είδους, τα αναγόμενα εις νομικά και πραγματικά γεγονότα παντός είδους, οίον γεν-νήσεις, γάμους, θανάτους, δικαιοπραξίας κλπ. μέχρι και της 15 Φεβρουαρίου θέλουσι μνημονεύει την χρονολογίαν του Ιουλιανού Ημερολογίου, υπό το κράτος του οποίου έλαβον χώραν, συν τη προσθήκη των λέξεων «παλαιόν ημερολόγιον» (π.η.).

Άρθρον 5

Πάσα αμφιβολία; διαφορά ή αμφισβήτησις, αναφυομένη εκ της εφαρμογής του παρόντος νομοθετικού διατάγματος, λύεται υπό του αρμοδίου κατά τόπον Προέδρου των Πρωτοδικών ή μη υπάρχοντος Πρωτοδικείου, υπό του αρμοδίου Ειρηνοδίκου κατά τους όρους των άρθρων 634-639 της Πολ. Δικονομίας, απάσης της σχετικής διαδικασίας διεξαγομένης εφ' απλού χάρτου.

Άρθρον 6

Η ισχύς του παρόντος νομοθετικού διατάγματος άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Εις τους επί της Δικαιοσύνης και Εκκλησιαστικών και Οικονομικών και λοιπούς αρμοδίους Υπουργούς ανατίθεμεν την δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος διατάγματος.

Εν Αθήναις τη 18 Ιανοναρίου 1923

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β'

Το Υπουργικόν Συμβούλιον

Ο Πρόεδρος

Σ. Γονατάς

Τα Μέλη

Α. Αλεξανδρής; Μ. Μίσιος, Γ. Παπανδρέου, Ι. Σιώτης, Γ. Ν. Κοφινάς, Α. Χατζηκυριάκος, Λ. Σακελλαρόπουλος, Γ. Σίδερης; Α. Δοξιάδης,. Γ. Εμπειρίκος, Π. Μαυρομιχάλης, Κ. Βούλγαρης». (Φ.Ε.Κ. τ. Α' 24 της 25-1-1923 ). Βλ. και «Kώδικα Θέμιδος» ΙΒ' σ. 454.

45. Βλ. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών...,Αγόρευσις ενώπιον της ΙΣΙ της 16-4-1923, εν: «Εκκλησία» τ. Α' σ. 4 και ΚώΙΣΙ 1923 σ. 6.

46. Κ. Παπαδάκη, ένθ. ανωτ. σ. 284. Η Πολιτεία ήδη απ' αυτής της συστάσεως αυτής εν Ελλάδι, εισήγαγεν εν τη διοικήσει της Εκκλησίας τύποις μεν το σύστημα της νόμω κρατούσης Εκκλησίας, ουσία δε στυγνήν πολιτειοκρατίαν, μετατρέπουσα συχνάκις την επί της Εκκλησίας εποπτείαν αυτής εις εξουσιαστικήν κυριαρχίαν, σχούσα εν τη τοιαύτη επιδιώξει της καισαροπαπικής πολιτικής αυτής συναντιλήπτορας και τινας λογίους κληρικούς εν οις και τον Θεόκλητον Φαρμακίδην, όστις «ηδυνήθη να επιβάλη τας αρχάς αυτού και να επιδράση επί την πολιτικήν περι της Εκκλησίας νομοθεσίαν του 1852, ης αμέσως εξεδηλώθησαν τα επιζήμια διά την Εκκλησίαν επακολουθήματα». Πρβλ. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1920 τ. Α' σ. 447.

47. ΚώΔΙΣ 1923. Το μήνυμα ετελέσθη τη 24 Φεβρουαρίου / 9 Μαρτίου 1923, η δε χειροτονία εγένετο τη 25-2-1923. Τη 1-3-1923 ο νέος Μητροπολίτης ανέλαβε καθήκοντα, αυθημερόν δε προήδρευσε της Α' συνεδρίας της ΔΙΣ. Πρβλ. Δημ. Σίμου Μπαλάνου, Η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1931 σ. 15-16, Βασιλείου (Ατέση), Μητροπολίτου πρ. Λήμνου, ένθ. ανωτ. τ. Β' σ. 83 επ. Αρχιμ. Θεοκλήτου Στράγκα, ένθ. ανωτ. τ. Β' σ: 1133. Βλ. και Ιω. Κωνσταντινίδου, Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (1868-1938 ) Αρχ/πος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Αθήναι 1968 σ. 8.

48. Ομιλών κατά την πρώτην, υπό την προεδρίαν αυτού, συνεδρίαν της ΔΙΣ ο νεοεκλεγείς Μητροπολίτης Χρυσόστομος επί παρουσία και του Υπουργού Εκκλησιαστικών Ι. Σιώτου, ανεφέρθη διά μακρών εις τας εξαιρετικώς κρισίμους διά τε το Έθνος και την Εκκλησίαν περιστάσεις, διά την αντιμετώπισιν των οποίων επεκαλέσθη την συνδρομήν πάντων. Αναφερόμενος δ' εν συνεχεία εις την εν τη Ιεραρχία επικρατήσασαν τελικώς ειρήνην και ενότητα, ετόνισεν: «Ευτυχώς δε δύναμαι να είπω ότι μία των σπουδαιοτέρων δυσχερειών αίρεται ήδη, διότι πάντες σχεδόν οι Ιεράρχαι της Ελλάδος μοι εδήλωσαν τηλεγραφικώς και δι' επιστολών την χαράν των και την προθυμίαν προς συνεργασίαν, η δήλωσις δ' αύτη σημαίνει ότι πραγματοποιείται η ειρήνευσις της Εκκλησίας της Ελλάδος. Προστίθημι δ' επίσης ευχαρίστως ότι και αι σχέσεις αυτής μετά των λοιπών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών και δη μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου αποκατεστάθησαν» (ΚώΔΙΣ 1921-1927 σ. 172). Περί της εν τη Εκκλησία της Ελλάδος υφισταμένης εκρύθμου καταστάσεως κατά τους υπ' όψιν χρόνους; έπιθι και Χρυσοστόμου (Α' ) Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Η Εκκλησία Αθηνών. Αθήναι 1928 σ. 103 επ. Ενταύθα γίγνεται λόγος και περί «απεριγράπτου πολιτικής συστροφής» (ένθ. ανωτ. σ.104 ). Ιδού πώς το δημοσιογραφικόν όργανον του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων εσκιαγράφει την οίαν ο Χρυσόστομος εύρε των πραγμάτων κατάστασιν άμα τη αναρρήσει αυτού εις τον θρόνον: «Ai περιστάσεις υφ' ας ανέρχεται τον θρόνον (ο Χρυσόστομος ) είναι λίαν χαλεπαi και δυσχερείς. Χειμάζεται και κλυδωνίζεται μετά του Ελληνικού Έθνους και η Εκκλησία ένεκα των προσφάτων εν αυτή λυπηρών γεγονότων. Αλλά πεποίθαμεν ότι διά των περικοσμούντων αυτόν εξόχων αληθώς πνευματικών χαρισμάτων τα μέγιστα θα συντελέση εις τον κατευνασμόν των παθών, θα επαναφέρη την γαλήνην εν τη Εκκλησία και θα συμβάλη μεγάλως εις την ανύψωσιν του κλήρου» («N. Σιών» ΙΗ' 1923 σ. 228).

49. Κατά τον Γρ. Ευστρατιάδην ο Χρυσόστομος, εκμεταλλευόμενος το επαναστατικόν καθεστώς της χώρας, τη συνδρομή του οποίου «ηδύνατο να επιβάλη την γνώμην του εις όλην την Ιεραρχίαν, ίνα ρίψη έπειτα την ευθύνην της Εκκλησιαστικής καινοτομίας» εις αυτήν, προυκάλεσε σϋσκεψιν εν τω Υπουργεlω της Παιδείας, εις ήν μετέσχον οι Ν. Πλαστήρας, Σ. Γονατάς, Α. Αλεξανδρής, Γ. Κοφινάς, Ι: Σιώτης, Γ. Σίδερης κ.ά. αιτησάμενος την παροχήν της κυβερνητικής αδείας προς σύγκλησιν της ΙΣΙ (Γ. Ευστρατιάδου, ένθ' αν. σ:11).

50. ΚώΙΣΙ, 1923 σ. 1-2 και «Εκκλησία» Α' σ. 3.

51. Ομιλών ενώπιον της 6μελοϋς ΔΙΣ ο Μακαρ. Χρυσόστομος είπεν «ότι αντικείμενον της σημερινής εκτάκτου συνεδρίας είναι ο καθορισμός των θεμάτων, άτινα θα τεθώσιν εις συζήτησιν ενώπιον της συγκληθησομένης Ιεραρχίας. Εκ των πολλών δε, άτινα ενδιαφέρουσι την Εκκλησίαν μεγάλων ζητημάτων φρονώ ότι δέον να συζητηθώσι α) το περί αποδοχής του νέου Ημερολογίου εν τη Εκκλησία και β) το περί συντάξεως νομοσχεδίου του Καταστατικού νόμου επί τη βάσει του ήδη συντεταγμένου τοιούτου υπό της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπείας του 1914» (ΚώΔΙΣ 1921-1927 σ.179 ). Εν τη ως άνω συνεδρiα της 9/22 Μαρτίου 1923 ελήφθη ου μόνον η απόφασις περi των περιληπτέων εις την ημερησίαν διάταξιν της ΙΣΙ θεμάτων, αλλά και η τοιαύτη περί υποβολής προτάσεως τη Πολιτεία, προς σύγκλησιν αυτής, ήτις λογικώς θα έδει να προηγήται. Κατά το oικείον Πρακτικόν «μετά σχετικήν συζήτησιν εγένετο δεκτή η πρότασις αύτη (ως ανωτέρω) του Μακ. Προέδρου και απεφασίσθη να παρακληθή το Υπουργείον των Εκκλησιαστικών να εγκρίνη την σύγκλησιν της Ιεραρχίας, ίνα συζητήση και αποφανθή επί των δύο ειρημένων ζητημάτων» (ΚώΔΙΣ, ένθ. ανωτ. σ. 179 ).

52. Απουσίαζον οι Σεβ. Ζακύνθου Διονύσιος, Δημητριάδος Γερμανός, Πατρών Αντώνιος, Ηλείας Αντώνιος και Μονεμβασίας Γερμανός. Εν τη «Εκκλησία» Α' σ. 3 αναφέρεται ότι ήσαν παρόντες 26 Ιεράρχαι. Εν τω Πρακτικώ όμως της ΙΣΙ oι ονομαστί αναφερόμενοι ως παρόντες, αριθμηθέντες υφ' ημών, ευρέθησαν ανερχόμενοι εις 22, ενώ εν τέλει αυτού υπέγραψαν 23 (ΚώΙΣΙ, 1923 σ. 1).

53. Ο Μακαριώτατος είχεν αναπτύξει και προφορικώς ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου τους σοβαρούς κανονικούς λόγους εφ' ων εδράζεται ο θεσμός των Συνόδων και είχε πείσει τούτο περl τού ότι «όλως αδικαιολογήτως και επί βλάβη της Εκκλησίας αι ελληνικαί Κυβερνήσεις απέκρουον την συνέλευσιν των Ιεραρχών επί το αυτό». Βλ. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Η διόρθωσις...σ. 18. Η τοιαύτη αυτοπρόσωπος του Μακ. Χρυσοστόμου παράστασις ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου ίσως να είναι η ως «σύσκεψις» υπό του Γρ. Ευστρατιάδου αναφερομένη, καθ' ην επείσθη η Κυβέρνησις ίνα συγκαλέση την Ιεραρχίαν. Βλ. ανωτ. υποσ. 49. Κατά την α' συνεδρίασιν της ΙΣΙ της 3/16 Απριλίον 1923, υπεγράφη υφ' απάντων των μελών αυτής η εξής δήλωσις, ην συνέταξεν ο Σεβ. Μητροπολίτης Λαρίσης Αρσένιος: «Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος εν αγίω Πνεύματι συνηθροισμένη προς εξέτασιν γενικών εκκλησ. ζητημάτων και εκπροσωπούσα την όλην Εκκλησίαν της Ελλάδος, ευχαριστίαν μεν και αίvov αναπέμπει προς τον Δοτήρα της ειρήνης Χριστόν τον Θεόν επί τη θεία συνάρσει και ευδοκία επελθούση εκκλησιαστική ειρηνεύσει, επ' ευκαιρία δε της επί το αυτό εν τω ονόματι του Κυρίου συναθροίσεως και προ πάσης συσκέψεως, προς άρσιν πάσης ενδεχομένης αμφισβητησεως της κανονικότητος και του κύρους της επ' εσχάτων γενομένης αποκαταστάσεως των εν αυτή πραγμάτων, αποφαίνεται κατά γνώμην ομόθυμον εν ονόματι του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού ότι πάσαι αι μέχρι τούδε υπό τε της τακτικής και εκτάκτου Ιεράς Συνόδου ληφθείσαι και γενόμεναι αποφάσεις και πράξεις εισl κανονικαί και απολύτως έγκυροι, εφ' ώ και χωρεί επί το έργον δι' ο εκλήθη». (ΚώΙΣΙ, 1923 σ. 9).

54. ΚώΙΣΙ, 1923 σ. 6. «Εκκλησία» Α' σ. 4.

55. Την πρωτοβουλίαν ανακινήσεως θέματος μεταβολής του εκκλησιαστικού ημερολογίου αποδίδουσιν oι παλαιοημερολογίται εις μόνον τον Αρχιεπίσκοπον Χρυσόστομον, αγνοούντες την ύπαρξιν λόγων ωθούντων την Εκκλησίαν εις αντιμετώπισιν του θέματος και διερωτώμενοι εν αφελεία: «Εξηναγκάσθη παρά τινος ο Σεβ. Αρχιεπίσκοπος Αθηνών να εισηγηθή την μεταβολήν του εκκλησιαστικού ημερολογίου εις την Ιεραρχίαν; Αναμφιβόλως όχι». (Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 5 ). Ο Π. Καρολίδης, εν τούτοις, .αποδίδει εις τον Δ. Αίγινήτην την εισήγησιν περί της ημερολογιακής αλλαγής. (Π. Καρολίδου, Σύγχρονος Ιστορία των Ελλήνων. Ζ' σ. 473 υποσ. 6 ). Τονίζων την επερχομένην σύγχυσιν και εκ της χρήσεως δύο ημερολογίων και την εξ αυτής ασκουμένην πίεσιν ο Μακαριώτατος εδήλου εν τη ΙΣΙ 1923: «Αρκεί να σημειωθή ότι η πρώτη του πολιτικού έτους θα συμπίπτη προ της εορτής των Χριστουγέννων και ότι τελευταίως η Εθνική ημών εορτή ετελέσθη ουχί την ημέραν της εορτής του Ευαγγελισμού» («Εκκλησία» Α' σ. 4 ).

56. ΚώΙΣΙ, 1923 σ. 6-7, «Εκκλησία» Α' σ. 4.

57. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Η διόρθωσις...ένθ. α;ωτ. σ. 21.

58. Η ένώπιον της Συνόδου εμφάνισις του καθηγητού Δ. Αιγινήτου και η υπ' αυτού ανάπτυξις του ημερολογιακού ζητήματος, δεν ευρίσκει δικαίωσίν τινα παρά τοις παλαιοημερολογίταις, οίτινες διερωτώνται διά τίνα λόγον εκλήθη ο ειρημένος καθηγητής να ομιλήση περί του ζητήματος τούτου τοις Ιεράρχαις «ως εάν το ζήτημα του εκκλησιαστικού ημερολογίου ήτο ζήτημα αστρονομικόν και ως εάν διά την μεταβολήν αυτού δεν απητείτο καμμία άλλη γνώσις ή μόνον αστρονομική» ! (Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 5 ).

59. ΚώΙΣΙ, 1923 σ. 16-17.

60. Χρυσοστόμού, (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Η διόρθωσις... σ. 24. Γ. Κονιδάρη, Εκκλ. Ιστορία της Ελλάδος, Αθήναι 1970 τ. Β' σ. 270.

61. ΚώΙΣΙ, 1923 σ.19.

62. ΚώΙΣΙ, 1923 σ. 20-21. Είχεν εν τούτοις υποστηριχθή επί Συνόδου η δόξα υπό του Άρτης Σπυρίδωνος ότι και η μεταβολή του Πασχαλίου, μη προσκρούουσα εiς τήν Α' εν Νικαία Σύνοδον, εφ' όσον τηρώμεν την πράξιν ταύτην «ηδύνατο αφόβως να επιδιωχθή» είτε κατά επιστημονικόν πίνακα πανσελήνων είτε και κατά τόν Νόμον του Μέτωνος διορθούμενον κατά πέντε ημέρας, ας μέχρι τούδε έσφαλλε» (ΚώΙΣΙ, 1923 σ. 17-18 ).

63. Κώ ΙΣΙ, 1923 σ. 21.

64. ΚώΙΣΙ, 1923 σ. 21.

65. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ, ανωτ. σ. 12. Πρβλ. καιί Δ. Παυλή, Εκκλησία και Επιστήμη σ. 14-15, ένθα παρατηρεί ότι η ημερολογιακή μεταρρύθμισις επεδιώχθη «εις χρόνους μεγάλων συμφορών του Έθνους, και απασχολήσεως του Ελληνικού λαού, -οlων της Μικρασιατικής καταστροφής και συρροής εν Ελλάδι εν οικτρά καταστάσει ενός και ημίσεος εκατομμυρίου ομογενών Ελλήνων της Μ. Ασίας και επιιστροφής εν υποχωρήσει των υπολειμμάτων του Ελληνικού στρατού και δια της βίας μιας Στρατιωτικής Επαναστάσεως».

66. Περί ταύτης βλ. εκτενέστερον εις σ. 169 έπ.

67. ΚώΙΣΙ, 1923 σ.11,15. Πρβλ. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 14.

68. ΚώΙΣΙ, 1923 σ. 20.

69. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 18. Η εισηγητική αύτη Έκθεσις είχεν ήδη δημοσιευθεί, εν ΦΕΚ τ. Α' αρ. 24 τής 25-1-23.


Περιεχόμενα