|
"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, † Αρχιεπισκόπου Αθηνών |
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟΝ ΩΣ ΠΟΛΙΙΤΙΚΟΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΖΗΤΗΜΑ ΕΙΔΙΚΩΤΕΡΟΝ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ.
2. Η εκ νέου αντιμετώπισις του Ημερολογιακού υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ενώ η Εκκλησία της Ελλάδος υπέβαλε προς τε την Ελληνικήν Πολιτείαν και το Οικουμενικόν Πατριαρχείον τας εαυτής επί του Ημερολογιακού απόψεις, ήδη η Ιερά Πατριαρχική Σύνοδος; κατά την συνεδρίαν αυτής της 10-1-1919, είχε συστήσει εττταμελή Επιτροπήν προς μελέτην του ζητήματος τούτου και της «εν τοις Πατριαρχείοις γενομένης ήδη προ καιρού εργασίας περί μεταβολής του καθ' ημάς ημερολογίου» και υπερβολήν «του πορίσματος και των σκέψεων αυτής διά τα περαιτέρω»(24): Η Επιτροτrή αύτη, τελούσα υπό την προεδρίαν του Μητροπολίτου Βιζύης Ανθίμου και απαρτιζομένη εκ των Σεβ. Μητροπολιτών πρ. Καισαρείας Αμβροσίου και Σελευκείας Γερμανού και των καθηγητών Β. Αντωνιάδου, Γ. Λιανοπούλου, Αθ. Ιωάννου και Σ. Σταματιάδου, μετ' επιστασίας επιληφθείσα του προκειμένου θέματος, υπέβαλε τη Ι. Συνόδω Κων/λεως την Έκθεσιν αυτής, υφ' ημερομηνίαν 1-12-1920, ήτις συνετάγη, αφ' ού εν τούτω τω μεταξύ είχε ληφθή και η σχετική απόφασις της Εκκλησίας της Ελλάδος «και ιδιαιτέρως το υπόμνημα του Διευθυντού του Αστεροσκοπείου Αθηνών κ. Δ: Αιγινήτου» καθώς και το από 19-7-1919 έγγραφον του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών, δι' ου εγνωστοποιείτο η κυβερνητική άποψις, ότι η μονομερής υπό της Πολιτείας μεταβολή του ημερολογίου ήτο αποκρουστέα, και «ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον θα ηδύνατο δι' ανταλλαγής των απαιτουμένων γραμμάτων να επιτύχη διορθόδοξον συνεννόησιν ως προς την καθιέρωσιν του Γρηγοριανού ημερολογίου» διό και παρεκάλει όπως το Οικουμενικόν τούτο Πατριαρχείον ευαρεστηθή και προέλθη εις τας καταλλήλους ενεργείας «προς ταχύν του άνω ζητήματος διακανονισμόν»(25).
Αλλ' ενώ η Κυβέρνησις της Ελλάδος εξεδήλου ήδη την δυσαρέσκειαν αυτής διά την υπό της Εκκλησίας της Ελλάδος ληφθείσαν επί του Ημερολογιακού απόφασιν, μη στέργουσα να αναλάβη μόνη τας ευθύνας μιας ημερολογιακής αλλαγής εις τον πολιτικόν τομέα, η διαληφθείσα Πατριαρχική Επιτροπή, κρίνουσα αμφότερα τα εν χρήσει ημερολόγια Ιουλιανόν τε και Γρηγοριανόν επιστημονικώς ανακριβή και ατελή προσέκλινεν υττέρ υιοθετήσεως τρίτου τινος ημερολογίου, αποφεύγοντος τας ατελείας και ανακριβείας των δύο πρώτων και συγκεντρούντος τα απαιτούμενα εττιστημιονικά πλεονεκτήματα(26). Παρά ταύτα η Επιτροπή δεν έκρινεν αναγκαίον να εττισημάνη την αναγκαιότητα της υπό του τρίτου τούτου ημερολογίου τηρήσεως του περί Πασχαλίου κανόνος, ίσως διότι ως προϋπόθεσιν της αποδοχής και εισαγωγής αυτού εν τη Εκκλησία, έτασσε την κοινήν πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών συνεννόησιν, έτι δε και μετ'αυτής της Αρμενικής, ή και την μετά παγχριστιανικήν συμφωνίαν, σύγκλησιν παγκοσμίου Συνεδρίου τη πρωτοβουλία του Οικουμενικού Θρόνου, και τη συμμετοχή πασών τ ων χριστιανικών Εκκλησιών και Κυβερνήσεων. Αλλ' η παράλειψις αύτη εφαίνετο μάλλον ηθελημένη, δεδομένου, ότι της ως άνω λύσεως κρινομένης ανεφίκτου, λόγω των επικρατουσών συνθηκών; η Επιτροπή κατέληγεν εις το να προτείνη εναλλακτικώς «μίαν προσωρινήν ημερολογιακήν μεταβολήν, γενησομένην είτε διά διαρρυθμίσεως του ήδη παρ' ημίν υπάρχοντος Ιουλιανού Ημερολογίου, είτε δι' αμέσου αντικαταστάσεως του τελευταίου τούτου διά του Γρηγοριανού Ημερολογίου», όπερ μέλη τινά αυτής(27) εθεώρουν ορθότερον και ακριβέστερον του Ιουλιανού, ως παγκοσμίως δε γενόμενον δεκτόν εις τας συναλλαγάς και επικρατέστερον, συμφωνότερον δε προς την της Α' Οικουμεν. Συνόδου διάταξιν και τον επί τη βάσει αυτής καθορισμόν της ημέρας του Πάσχα(28). Τοιουτοτρόπως ηγνοείτο επισήμως ο υφιστάμενος κανονικός λόγος περί μη αποδοχής του Γρηγοριανού Ημερολογίου, προυτείνετο δε η παραδοχή αυτού δίχα συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου και παρά τον επικρεμάμενον κίνδυνον δημιουργίας σχισμάτων και ανωμαλιών(29).
Λίαν αξιόλογος υττήρξεν η εν τη μνημονευθείση Εκθέσει της Επιτροπής καταστρωθείσα εν πλάτει γνώμη του Προέδρου αυτής Μητροπολίτου Βιζύης Ανθίμου(30) ήτις φέρει έvτονα τα γνωρίσματα της επί κανονικών ου μήν δ' αλλά και ρεαλιστικών βάσεων αντιμετωπίσεως του Ημερολογιακού ζητήματος, και εμφανίζει εν σαφηνεία, ήδη από της εποχής ταύτης, την κατεύθυνσιν, ην έμελλε να ακολουθήση εν τη ρυθμίσει τούτου η Εκκλησία, διά της απλής προσθήκης των 13 ήμερών, καίτοι επεσημαίνοντο πολλαχόθεν οι τεράστιοι κίνδυνοι εις βάρος της ενότητος αυτής εκ τυχόν βεβιασμένης σχετικής ενεργείας. Ο Μητροπολίτης Βιζύης Άνθιμος, κατέχων καλώς το και ιδανικής ισημερίας ως και την εξ αυτής επερχομένην παραβίασιν της θελήσεως της Α' Οίκουμενικής Συνόδου εν τω καθορισμώ της πασχαλίου μηνολογίας. Και ναι μεν, ως ττροελέχθη, οι θεοφόροι εκείνοι Πατέρες ουδαμώς περί ωρισμένης ημερομηνίας εμερίμνησαν εν τη διατυπώσει της περί της εορτής Ημερολογιακόν ζήτημα, ευκαίρως ετόνισε την διαμορφωθείσαν διαφοράν μεταξύ πραγματικής του Πάσχα αποφάσεως αυτών, βουληθέντες να αποκαταστήσωσι την ενότητα πάντων των χριστιανών εν τω έορτασμώ του μεγίστου των γεγονότων της χριστιανικής πίστεως και ιστορίας. Αλλ' η υπ' αυτών τεθείσα ως βάσις και αφετηρία του χρονικού υπολογισμού της εορτής του Πάσχα εαρινή ισημερία, εκπίπτουσα έκτοτε και ανά 128 έτη κατά μίαν ημέραν, έπαυσεν εν τοις καθ' ημάς χρόνοις να συμπίπτη πραγματικώς προς την 21ην Μαρτίου, γεγονός όπερ θα ηδύνατο να μη έχη σημασίαν τινά ως προς τον προσδιορισμόν της ημέρας εορτασμού του Πάσχα, εάν ήθελεν υποτεθή ότι η Εκκλησία σήμερον βασιζομένη επί της εσφαλμένης ημερομηνίας της εαρινής ισημερίας εκανόνιζε τα του εορτασμού του Πάσχα κατ' αυτήν, μη ενδιαφερομένη δια την τήρησιν, κατά το πνεύμα αυτής, της σχετικής αποφάσεως της Α' Οίκουμενικής Συνόδου. Διότι ασφαλώς οι Πατέρες ορίσαντες την εαρινήν ισημερίαν ως βάσιν διά τον καθορισμόν του Πασχαλίου, ηγνόουν την πραγματικήν εκάστοτε ισημερίαν και ουχί εκείνην, ήτις θα προέκυπτεν εν τω μέλλοντι, επί τη βάσει εσφαλμένων αστρονομικών στοιχείων. Η πρότασις επομένως του Μητροπολίτου Ανθίμου περί προσθήκης 13 ημερών εις το εν χρήσει Ιουλιανόν Ημερολόγιον επί τω τέλει εκμηδενίσεως της υφισταμένης αστρονομικώς διαφοράς μεταξύ του Ιουλιανού και του πραγματικού έτους, απεσκόπει εις την επαναφοράν της εαρινής ισημερίας εις την πραγματικήν αυτής θέσιν ούτως, ώστε ο κατ' αυτήν προσδιορισμός του χρόνου εορτασμού του Πάσχα να ανταποκρίνηται προς την βούλησιν των αγίων Πατέρων της Α' Οικουμενικής Συνόδου.
Τελικώς διά της αποφάσεως της πατριαρχικής Επιτροπής α) ανεγνωρίζετο η επιστημονική ατέλεια του Ιουλιανού Ημερολογίου και η ανάγκη μεταβολής αυτού, β) προυτείνοντο συγκεκριμέναι λύσεις κυμαινόμεναι από της διαρρυθμίσεως του Ιουλιανού Ημερολογίου μέχρι της παραδοχής του Γρηγοριανού, γ) υιοθετείτο ως ττροσωρινή λύσις είτε η άμεσος παραδοχή του Γρηγοριανού (Μητροπολίτης Σελευκείας, καθηγηταί Αθ. Ιωάννου και Σ. Σταματιάδης) είτε η διαρρύθμισις του Ιουλιανού διά προσθήκης 13 ημερών (Μητροπολίτης Βιζύης, Γ. Λιανόπουλος) και εξευρέσεως τρόπου αίροντος την μεταξύ των δύο ημερολογίων διαφοράν των 13 ημερών (Β. Αντωνιάδης).
Σημειώσεις
24. Ανθίμου, Μητροπολίτου.
25. Ένθ. ανωτ. σ. 40. Χρυσοστόμου (Α) Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Η διόρθωσις...σ.10-11.
26. Ανθίμου, Μητροπολίτου Βιζύης, ένθ. ανωτ. 41-42.
27. Ο Μητροπολίτης Σελευκείας Γερμανός και oι καθηγηταί Α. Ιωάννου και Σ. Σταματιάδης.
28. Της αυτής γνώμης ήτο και ο Εφέσου Ιωακείμ, όστις εις άρθρον αυτού υπό τόν τίτλον: «Εκκλησιαστικαί Μεταρρυθμίσεις» εθεώρει την παραδοχήν του Γρηγοριανού επιβεβλημένην διά τον κοινόν συνεορτασμόν του Πάσχα. Βλ. «Εκκλ. Κήρυκα» 1920 σ. 171-172.
29. Ο Μητροπολίτης πρ. Καισαρείας Αμβρόσιος εφρόνει ότι «το πλείστον των ελληνορθοδόξων χριστιανών θέλει θορυβηθή και σκανδαλισθή εκ της γενησομένης τυχόν αμέσου αντικαταστάσεως του Ιουλιανού διά του Γρηγοριανού Ημερολογίου και ότι του θορύβου τούτου και σκανδαλισμού επωφελούμενοι οι καθολικοί ιεραπόστολοι θέλουσι κατενέγκει βαρύ πλήγμα κατά της ημετέρας Εκκλησίας» Ανθίμου, Μητροπολίτου Βιζύης, ένθ. ανωτ. σ. 43.
30. Βλ. ταύτην εν: Ανθίμου, Μητροπολ. Βιζύης ένθ. ανωτ. σ. 47-51.
|
|
|