|
"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, † Αρχιεπισκόπου Αθηνών |
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
3. Το Ιουλιανόν Ημερολόγιον και η σχέσις αυτού προς την,περί εορτασμού του Πάσχα, απόφασιν της Α' Οικουμενικής Συνόδου.
Οι Χριστιανικοί λαοί, την ρωμαϊκήν οικούντες οικουμένην, εχρησιμοποίουν εις τας κοινωνικάς αυτών σχέσεις το εθνικής προελεύσεως Ιουλιανόν Ημερολόγιον, η δε Εκκλησία ενωρίς παρεδέχθη τούτο, διότι τούτο εύρεν έπικρατουν εν τω Ρωμαϊκώ Κράτει και εν τη Χριστιανική Κοινωνία(32), παρά τας ατελείας του και τας εξ αυτών ανωμαλίας(33). Το γεγονός τούτο, εξ άλλου, είναι ενδεικτικόν του πνεύματος της Εκκλησίας όπως εναρμονίζηται προς το περιβάλλον αυτής εν τταντί ζητήματι το οποίον δεν θίγει την δογματικήν αυτής διδασκαλίαν και δεν ττροσκρούει προς την κρατούσαν κανονικήν τάξιν(34).
Ενωρίς, όθεν, η Εκκλησία αποδεχθείσα το Ιουλιανόν Ημερολόγιον, προσδιώρισεν εν αυτώ σταθμούς εορταστικούς, απαρτίζοντας το Εορτολόγιον αυτής(35). Τους σταθμούς τούτους, διά των οποίων το ημερολόγιον προσέ-λαβε μεν εκκλησιαστικόν τινα χαρακτήρα, ουχί όμως δογματικής φύσεως, δεν ετήρουν υποχρεωτικώς ττάσαι αι επί μέρους Εκκλησίαι, διαμορφούσαι, ανα-λόγως προς τα παρ' εκάστη αυτών κρατούντα, τον εορτολογικόν αυτών κύκλον, άνευ οιασδήποτε δεσμεύσεως(36). Τον κανόνα τούτον ηκολούθησε και η εορτή του Πάσχα, ήτις κατ' αρχάς ήτο κινητή, καίτοι είχεν ενωρίς άρχίσει να επικρατή η ορθή άποψις, ότι θα έδει να εορτάζηται πάντοτε εν ημέρα Κυριακή.(37) Ούτως επαρχίαι τινές της Ανατολής ως λ.χ. η Συρία, η Μεσοποταμία και η Κιλικία συνεώρταζον τοις Ιουδαίοις το Πάσχα αδιαφόρως εν Κυριακή ή μη, ενώ έτεραι της Δύσεως εώρταζον τούτο εν Κυριακή(38). Η τοιαύτη διαφορο-ποίησις, επεκτεινομένη μάλιστα και εις αυτό τούτο το περιεχόμενον της εορτής(39) ιδία δε ο, κατά παράβασιν του Ζ' Αποστολικού .Κανόνος, συνεορτασμός του Χριστιανικού Πάσχα μετά του των Ιουδαίων εγένετο η αιτία ανωμαλίας τινος μεταξύ των Εκκλησιών, εξ ης ηπειλήθη μεν η της Εκκλησίας ενότης, χωρίς όμως να διασπασθώσιν οι δεσμοί της εν Χριστώ μεταξύ αυτών κοινωνίας. Είναι άλλως τε γνωστόν, ότι ο Επίσκοπος Σμύρνης Πολύκαρτrος, μετα-βάς εις Ρώμην εν έτει 157 ή 158 προς συνάντησιν του Πάπα Ανικήτου και. επίλυσιν μετά και άλλων εκκλησιαστικών ζητημάτων και της περί το Πάσχα διαφοράς μεταξύ των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως, μη συμφωνήσας μετ' αυτού «περί της κατά το Πάσχα ημέρας»(40) δεν απέστη της πρός αυτώ κοινωνίας, αλλ' αμφότεροι, καίτοι διχογνωμούντες περί ημερών και καιρών και χρόνων και τηρήσεως τοπικών εθίμων, έστω και αττό αποστολικών παρα-δόσεων ορμωμένων(41), αττεχωρίσθησαν αλλήλων εν αγάπη, αφού προηγουμένως ο Ανίκητος παρεχώρησε τω Πολυκάρττω την ιδίαν Εκκλησίαν, ίνα τελέ-ση ούτος το της Θείας Ευχαριστίας Μυστήριον(42). Αι περί τον εορτασμόν του Πάσχα διαφοραί των Εκκλησιών δεν έθιξαν την μεταξύ αυτών ενότητα(43). Επεκράτησεν η αντίληψις, ότι «η ενότης της Εκκλησίας δέον να στηρίζηται εις τα ουσιώδη, ενώ εις τα επουσιώδη δέον να κρατή ελευθερία»(44) εν πάση δε περιπτώσει ότι «ού πρέπει τω καιρώ δουλεύειν αλλά τω Κυρίω».
Αλλ' εάν αι ττερί τον εορτασμόν του Πάσχα διαφοραί εν τη αρχαία Εκκλησία δεν διέσπων ώς προελέχθη την ενότητα αυτης(45), απετέλουν ουχ ήττον αφορμάς ανωμαλίας εν τω σώματι αυτής, διά την άρσιν των οποίων εμερί-μνησεν η εν Νικαία Α' Οικουμενική Σύνοδος. Αύτη συγκληθείσα, ως γνω-στόν, προς αντιμετώπισιν της αρειανικής κακοδοξίας, επελήφθη και του περί -του Πάσχα ζητήματος(46) και ώρισεν όπως τούτο εορτάζηται υφ' απάντων των χριστιανών ταυτοχρόνως, ήτοι κατά την ττρώτην Κυριακήν μετά την πανσέ-ληνον της εαρινής ισημερίας ήτις τότε συνέπιπτε, κατά το εν ισχύι Ιουλιανόν Ημερολόγιον, τη 21η Μαρτίου και μετά το Ιουδαϊκόν Πάσχα(47). Κατά ταύτα ή Α' Οικουμενική Σύνοδος τέσσαρας έθετο όρους(48) διά τον εορτασμόν του Πάσχα: α) Να τελήται τούτο μετά την εαρινήν ισημερίαν(49) β) ουχί μετά του Έβραϊκού Πάσχα όπερ ετελείτο τη 14 Νισάν και εν οιαδήποτε ημέρα, αλλά μετ' αύτό, συνωδά και τω Ζ' Αποστολικώ Κανόνι(50), γ) ουχ απλώς μετά την ισημερίαν αλλά μετά την πρώτην μετ' αυτήν πανσέληνον(51) και δ) κατά την πρώτην μετ' αυτήν Κυριακήν(52).
Παρά ταύτα ο ουτωσί γενόμενος καθορισμός της ημέρας εορτασμού του Πάσχα δεν ετηρήθη πιστώς υττό πασών των Εκκλησιών(53) καίτοι βαρείας κυρώσεις ηπείλει ο Α' Κανών της εν Αντιοχεία Συνόδου (341 μ.Χ.)(54). Ενώ δε ο Μ. Κωνσταντίνος, μετά την λήξιν των εργασιών της Α' Οικουμενικής Συνόδου, εξεδήλου την ικανοποίησιν αυτού διά την επελθούσαν συμφωνίαν, ήτις έμελλεν αίρειν εκ μέσου παν κοινόν των Χριστιανών «μετά του εχθίστου των Ιουδαίων όχλου» και πάσαν εν τω χριστιανικώ χώρω σύγχυσιν(55), ήδη από της επομένης σχεδόν ειπείν της συγκλήσεως της ειρημένης Συνόδου διετυπώθη υπό τινων η κατά των συγκροτησάντων ταύτην μομφή, ότι δήθεν ούτοι χαριζόμενοι τω Μ. Κωνσταντίνω μετέβαλον το αρχαίον έθος(56). Είναι χαρακτηριστικόν επί τούτοις το γεγονός, ότι ο ιερός Χρυσόστομος καταφερόμενος κατά των «Πρωτοπασχιτών», ων το σχίσμα ήκμαζεν επί της εποχής του, συνίστα μεν αυτοίς πειθαρχίαν ταις αποφάσεσι της Εκκλησίας, διαπορών διά την υπ' αυτών παραβίασιν της αποστολικής παραδόσεως, ης δεν είχεν αποστή η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος, απεδείκνυε δε συνάμα ότι «το μεν γαρ τώδε ή τώδε τω χρόνω νηστεύσαι ουκ έστιν έγκλημα, το δε σχίσαι την Εκκλησίαν και φιλονείκως διατεθήναι και της Συνόδου διαρκώς εαυτόν αποστερείν ασύγγνωστον και κατηγορίας άξιον και πολλήν έχει την τιμωρίαν»(57). Εν τούτοις αι περί το Πάσχα έριδες, ιδία μεταξύ των Εκκλησιών Αλεξανδρείας και Ρώμης δεν έστησαν μετα την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον, οφειλόμεναι νυν εις την υπό εκατέρας διάφορον αντίληψιν των αστρονομικών δεδομένων και υπολογισμών, δι' ων εσκοπείτο παρ' αυτών η τήρησις της διατάξεως της Συνόδου ταύτης(58).
Μετά δύο και πλέον αιώνας από της Α' Οικουμενικής Συνόδου επετεύχθη εορτολογιχή ενότης των Εκκλησιών.
Είναι γνωστόν ότι δεν διεσώθη ο περί καθορισμού της εορτής του Πάσχα Κανών της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Την σχετικήν απόφασιν αυτής γνωρί-ζομεν εκ τε των πρακτικών αυτής και εκ πληροφοριών παρεχομένων ημίν υπό των εκκλησ. ιστορικών, μνημονευόντων τας περιπτύστους επιστολάς, ας απέστειλον ο τε Μ. Κωνσταντίνος, προς τας Εκκλησίας(59) και οι άγιοι θεο-φόροι Πατέρες της Συνόδου «τοις εν τη εώα αδελφοίς αυτών επισκόποις» και τω Αλεξανδρείας(60). Εν τη προς τούτον επιστολή αυτών οι θεοφόροι Πατέρες διαλαμβάνουσι και τα ακόλουθα: «Ευαγγελιζόμεθα δε υμίν περί της συμφωνίας του αγιωτάτου Πάσχα, ότι, υμετέραις ευχαίς, κατωρθώθη και τούτο το μέρος, ώστε πάντας τους εν εώα, αδελφούς, τους μετά των Ιουδαίων το πρότερον ποιούντας, συμφώνως Ρωμαίοις και ημίν και πάσι τοις εξ αρχαίου μεθ' ημών φυλάττουσι το Πάσχα εκ του δεύρο άγειν». Είναι εξ άλλου γνω-στόν, ότι η Σύνοδος επελήφθη του περί το Πάσχα ζητήματος «παυσαμένης της επί τω δόγματι ζητήσεως»(61) γεγονός μαρτυρούν ότι δεν αντιμετώπισε τούτο ως δογματικόν θέμα, δι' ο και απέφυγε να διατυπώση περί αυτού κανόνα, ως έπραξε διά τα σοβαρά δογματικά ζητήματα(62). Αλλ' η μη περιβληθείσα την μορφήν Κανόνος απόφασις αύτη της Συνόδου δύναται μετά λόγου να χαρακτη-ρισθή ως «όρος» και δη και «προσεγγίζων εις αξίαν τους όρους πίστεως»(63) δεδο-μένης της σημασίας, ην αρχήθεν η Εκκλησία απέδωκεν εις το ζήτημα του Πά-σχα, επιδιώξασα την επί του σημείου τούτου ομοιόμορφον, υπό πασών των κατά τόπους Εκκλησιών, τήρησιν των αφορώντων εις τον προσδιορισμόν του χρόνον εορτασμού αυτού, εν σαφεί διαστολή του χριστιανικού από του ιουδαϊκού Πάσχα 64. Ήδη η εν Αντιοχεία Σύνοδος (341 μ.Χ.) ρητώς εν τω Α' Κανόνι αυτής αποκαλεί ταύτην δις «όρον της Αγίας και Μεγάλης Συνό-δου της εν Νικαία συγκροτηθείσης επί παρουσία, της ευσεβείας του Θεοφιλε-στάτου βασιλέως Κωνσταντίνου περί της αγίας εορτής του σωτηριώδους Πάσχα»(65).Επ' αυτού συμφωνούσιν ο τε Ζωναράς, κατονομάζων διά του «όρος» την περί του Πάσχα απόφασιν(66) και ο Βαλσαμών μετά του Αριστηνού ομι-λούντος περί «ενθέσμου του Πάσχα παραδόσεως»(67). Ανεξαρτήτως όμως του χαρακτηρισμού τούτου, αξιοσημείωτον τυγχάνει το γεγονός ότι η Α' Οικ. Σύνοδος, θελήσασα να ορίση την ημέραν εορτασμού του Πάσχα, δεν ώρισε μήνας και ημέρας του Ιουλιανού Ημερολογίου, αλλ' έθετο ως σταθεράν βάσιν του υπολογισμού την εαρινήν ισημερίαν, δηλ. ώρισε τα κατά τον εορτασμόν ουχί ημερομηνιακώς(68), αλλ' αστρονομικώς, και τούτο διότι το κανονικώς ενδια-φέρον δεν είναι η ημερομηνία, αλλ' η ισημερία(69). Επειδή δε δεν ήτο γνωστή η ημερομηνία καθ' ην θα συνέπιπτεν εκάστοτε η εαρινή ισημερία, ένεκα του μεταβλητού αυτής(70) ανετέθη τω Αρχιεπισκόπω Αλεξανδρείας, ίνα καθορίζη τούτο επί τη βάσει των εττιστημονικών δεδομένων, άτε της Αστρονομίας ακμαζούσης εν τη εαυτού πόλει. Οϋτος δε ττροήρχετο εις τον καθορισμόν της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα, ουχί επί τη βάσει της 21ης Μαρτίου, αλλά επί τη βάσει της κατά τας ημέρας αυτού εκάστοτε συμπτώσεως της εαρινής ισημερίας(71), εξαπολύων τας «Πασχαλίους επιστολάς»(72). Κατά ταύτα το επιι-χείρημα, ότι δήθεν η Α' Οικουμενική Σύνοδος εξέδοτο Κανόνα υπέρ τού Ιουλιανού Ημερολογίου ελέγχεται ανακριβές(73). Την Α' Οικουμενικήν Σύνοδον ενδιέφερεν ο ταυτόχρονος υπό πάντων των χριστιανών εορτασμός του Πάσχα και η αποκατάστασις της ενότητος εν τη Εκκλησία, εν όψει ιδία των Ιουδαΐ-ζόντων(74), διά του καθορισμού κοινώς αποδεκτών πλαισίων.
Κατά συνέπειαν δεν υφίσταται κώλυμά τι διά την Εκκλησίαν όπως προσ-χωρήση τα περί της ακριβεστέρας ημερομηνίας της ισημερίας πορίσματα της Αστρονομίας τηρουμένης, βεβαίως, της κανονικής διαδικασίας(75). Το γεγονός ότι αι, μετά την πρώτην, εξ υπόλοιποι Οικουμενικαί Σύνοδοι δεν προέβησαν εις την διόρθωσιν του ημερολογίου δεν δύναται να προβληθή ως ττειστικόν επιχείρημα κατά της τοιαύτης διορθώσεως(76) απλούστατα διότι, μη υπάρχοντος τότε του μετέπειτα φανέντος Γρηγοριανού Ημερολογίου και της εισαγωγής αυτού εν ταις κοινωνικαίς των Εθνών σχέσεσι, η Εκκλησία δεν αντιμετώπιζεν επιτακτικήν την ανάγκην της διορθώσεως, και δη και εν ω μέτρω και εκτάσει ενεφανίσθη αύτη κατά τον κ’ αιώνα.
Επομένως α) Η Α' Οικουμενική Σύνοδος αντιμετώπισε το περί Πάσχα ζήτημα ουχ’ ως δογματικόν αλλ’ ως ζήτημα ενισχύσεως της εκκλησιαστικής ενότητος και ως θέμα εκκλησιαστικής τάξεως. β) Εν τω καθορισμώ των εις την ημέραν εορτασμού αυτού αφορώντων, έταξε τέσσαρας προϋποθέσεις μη εξαρτωμένας εκ σταθεράς τινος ημερομηνίας, αλλ’ εκ σταθερού τινος αστρονομικού γεγονότος, όπερ είναι η εαρινή ισημερία. γ) Ουδεμία μνεία εγένετο εν τη Α’ Οικουμενική Συνόδω περί του Ιουλιανού Ημερολογίου και περί του απαρασαλεύτου των στοιχείων αυτού. δ) Ουδείς δικαιούται, άνευ πανορθοδόξου αποφάσεως, να μεταβάλη τον Πασχάλιον Κανόνα, ήτοι να παραβιάση την περί εορτασμού του Πάσχα διάταξιν της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, ήτις δεν συνδέεται προς ωρισμένον ημερολόγιον(77).
Σημειώσεις
32. Βλ. Εγκύκλιον Ιεράς Συνόδου από 1-3-1924, εν: «Εκκλησία» Α' σ.371. Κατά τους τρείς πρώτους αιώνας πάντως η Εκκλησία εχρησιμοποίει τα ελληνικά ημερολόγια,δεδομένου μάλιστα ότι ο ΛΖ' Αποστολικός Κανών, καθορίζων τα χρονικά πλαίσια εντός των οποίων δέον να συνέρχωνται αι Σύνοδοι των Ιεραρχών, χρησιμοποιεί ορολογίαν του ελληνικού ημερολογίου. «Υπερβερεταίου δωδεκάτη...» Ρ-Π, Συνταγμα τ.2 σ. 50, Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Ημερολογιακά Β' 1929 σ.12-13. Είναι εξ άλλου γνωστόν ότι η Εκκλησία «εγκαίρως ήρξατο χρησιμοποιούσα και τας εκάστοτε υπό της Πολιτείας χρησιμοποιουμένας χρονολογίας, ως π.χ.την από κτίσεως Κόσμου, και την Επινέμησιν ή Ινδικτιώνα, έτι δε και το Ημερολόγιον αύτής». Βλ. Ανθίμου, Μητροπολίτου Μαρωνείας, Το ζήτημα τού Ημερολογίου και Πασχαλίου. Εισηγητική μελέτη τη εντολή του Οικουμενικού Πατριαρ-χείου, εν: «Εκκλησία» 1932 σ. 417.
33. Αρχιμ. Αρσενίου Κακογιάννη, Ημερολογιακά, εν:«Ανάπλασις» 1928 σ. 126. Καλλινίκου, Μητροπολίτου Κυζίκου, Το Πάσχα εν,: «Ορθοδοξία» Α' σ. 441 έπ.
34. Ανθίμου, Μητροπολίτου Μαρωνείας, ένθ. ανωτ. σ. 417. Ού-τω και μέχρι σήμερον η Εκκλησία ημών αναγνωρίζει δύο έτη, ήτοι το εκκλησιαστικόν, αρ-χόμενον τη 1η Σεπτεμβρίου (Αρχή της Ινδίκτου) και το πολιτικόν, αρχόμενον τη 1η Ιανουαρίου. Χρυσοστόμου, (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Η-μερολογιακά, τ. Β' 1929 σ. 14.
35. Αρχιμ. Μελετίου Γαλανοπούλου, ένθ. ανωτ..,σ. 6 Πρβλ. καί Δωροθέου Μητροπολίτου Λαρίσης (και είτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών), Η νομοκανονική θέσις του Ελληνικού Παλαιοημερολογιακού ζητήματος, εν: «Νομοκανονικαί έρεύναι» Αθήναι 1951 σ.181. Η Ρ..Κ. Εκκλησία, σχολιάζουσα την πρότασιν ττερl σταθεροποιήσεως της εορτής του Πάσχα και μεταρρυθμίσεως του Γρηγοριανού Ημερολο-γίου, την εξής εποιείτο, διά του εν Ελβετία Αποστολικού αυτής Νουντσίου, τη 7-4-24 δήλωσιν: «Η Αγία Έδρα μετ' ευχαριστήσεως διαπιστοί ότι η Κ.τ.Ε. αναγνωρίζει ότι το ζήτημα του Ημερολογίου και ιδία ό,τι αφορά τον καθορισμόν του Πάσχα, είναι κυ-ρίως εκκλησιαστικόν. Η Αγία Έδρα φρονεί ότι αι τυχόν τροποποιήσεις, αν δεν προκα-λώσι δογματικάς δυσκολίας, θα ηδύναντο όμως να επιφέρωσι εγκατάλειψιν αττοκατεστη-μένων παραδόσεων, τας οποίας δεν θα ήτο ούτε νόμιμον, ούτε αποδεκτόν να εγκαταλείψωμεν άνευ της υπάρξεως λόγων παγκοσμίου συμφέροντος ... » (Πρβλ. Κ. Ψάχου, Το Ορθόδοξον Ημερολόγιον εν: «Η.Φ.Ο.» 1928 φ. 5 σ. 3). Επί του θέματος τούτου. Βλ. και Παγκρατίου, Μητροπολίτου Λεύκης, Οϊ Παλαιοημερολογίται, οι Νεοημερολογίται και το Άγιον Πάσχα. Κωνσταντινούπολις 1928 σ. 12 έπ.
36. Σημειωτέον ότι επί δύο αιώνας (4ον-6ον) η Εκκλησία Ιεροσολύμων ηρνείτο να συμμορφωθή προς την απόφασιν των άλλων Εκκλησιών περί μεταθέσεως της εορτής των Χριστουγέννων από της 6ης Ιανουαρίου εις την 25ην Δεκεμβρίου. Πρβλ. Το ζήτημα των Παλαιοημερολογιτών, εν: «Ανάπλασις» 1932 σ. 299.
37. Βλ. Επιτομήν Εκκλησιαατικής Ιστορίας, Κεφ. ΙΓ' Θεία Λατρεία, εν: «Ανάπλασις» 1930 σ. 304-305.
38. Ευσεσβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία, V, ΚΓ, P.G. 20,492, Κ. Χασάπη, Το κοινόν Χριστιανικόν Πάσχα, εν: «Ελεύθερος Κόσμος» 22-4-70, Ι. Φωκυλίδου, Η εν Νικαία Α' Οικουμενική Σύνοδος, εν: «Εκκλησιαστικός Φάρος» 1925 σ. 193. Πρβλ. Μαξίμου, Μητροπολίτου Σάρδεων, Το Οίκουμενικόν Πατριαρχείον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία. Θεσσαλονίκη 1972 σ. 45, Δ. Κατσή, Ο μαθηματικός υπολογισμός της ημέρας του Πάσχα παρ' ημίν και παρά τοις ετεροδόξοις, εν: «Ανάπλασις» -1959 σ. 70.
39. Αι Εκκλησίαι της Μ. Ασίας εώρταζον το Σταυρώσιμον Πάσχα, ενώ αι λοι-παί το Αναστάσιμον.
40. Ευσεβίου, Εκκλησιαστική Ιστορία IV, ΙΔ, P.G., 20,337. Πρβλ. Μηνά: Χαμουδοπούλου, Το Πάσχα, εν: «Ε.Α.» 1883 σ. 432 και Αρχιμ. Παρθενίου Πολάκη, Ιστορικαί προϋποθέσεις του Πρωτείου του Επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, εν: «Θεολογiα» 1952 σ. 101.
41. P.G. 20,508,1060.
42. P.G. 20, 508.
43. Κ. Κοντογόνου, Εκκλ. Ιστορία από Χριστού Γεννήσεως μέχρι των καθ' ημάς χρόνων. Αθήναι 1876 σ.216. Β. Στεφανiδου, ενθ. ανωτ. σ. 99 εξ. Δ. Μπαλάνου, Περί το Παλαιοημερολογητικόν, εν : «Εκκλησία» 1948 σ. 237-238. -Γ. Κονιδάρη, Γεν. Εκκλησ. Ιστορία. Αθήναι 1957 σ. 224.
44. Μαξίμου, Μητροπολίτου Σάρδεων, Το Οικουμενικόν Πατριαρ-χείον...σ. 46.
45. Βλ. Εγκύκλιον της Ιεράς Συνόδου περί του ημερολογίου εν: «Εκκλησία» -Α' σ. 371. Ουχ ήττον αι διαφοραί αύται «νόσος αργαλεωτάτη εκ μακρού διενοχλούσα» την Εκκλησίαν υπό Ευσεβίου αποκαλούνται (Βίος Κων/νου ΙΙΙ, Ε' P.G. 20,1057). Πρβλ. Κ. Παπαδοπούλου, Τα ιστορικά του Πάσχα. (άρθρον εν: «Καθημερινή». 3-5-1959 ).
46. Πρβλ. Αιμιλιανού Τσιρπανλή, Ιστορική μελέτη περί του χρονολο-γικοϋ εορτασμού του Πάσχα, εν: «Νέα Σιών» 1967 σ.133 Αρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Το ζήτημα περί της εορτής του Πάσχα σ.5. Περί των προ της Α' Oικ. Συνόδου καταβληθεισών προσπαθειών προς ρύθμισιν του ζητήματος του Πάσχα, υπό -μεμονωμένων Πατέρων και Τοπικών Συνόδων, βλ. Κ. Παπαδοπούλου, ένθ. άνωτ.
47. Κατά το Σωσιγένειον Ημερολόγιον η εαρινή ισημερία προσδιωρίζετο τη 25η Μαρ-τΙου Πρβλ. Κ. Σάθα, Βιογραφικόν σχεδίασμα περί του Πατριάρχου Ιερεμίου του Β' Αθήναι 1870 σ. ξγ'. Περί του υπό της Α' Οικουμενικής Συνόδου γενομένου καθορισμού του εορτασμού του Πάσχα έπιθι Σωζομενού Εκκλησ. Ιστορία Ι, ΙΣΤ P.G. 67,909, Θεοδωρήτου, Εκκλησ. Ιστορία Ι, ΣΤ' P.G. 82,932, επ. Εγκύκλιον επιστολήν Μ. Κωνσταντίνου προς τους απολειφθέντας επισκόπους εν Ευσεβίου, Βlω Κων-σταντίνον ΙΙΙ, 18,19, P.G. 20,1073 επ. και Θεοδωρήτου, Εκκλησ. Ιστορία Ι,Θ,. P.G. 82, 932. Σωκράτους, Εκκλησ. Ιστορία Ι,Θ, P.G. 67,77, επ. Μ. Αθανασίου, P.G. 26,687. Πρβλ. και τον Ι' Αποστολικόν Κανόνα, ως και τον Α' της εν Αντιο-χεία. Βλ. ωσαύτως Καλλινίκου, Μητροπολίτου Κυζίκου, Το Πάσχα: εν: «Ορθοδοξία» Α' σ. 445, Αμ. Αλιβιζάτου, Οι ιεροί κανόνες και οι Εκκλησ. Νόμοι, Αθήναι 1949 σ. 24, Π. Παναγιωτάκου - Σπ. Αλεξανδροπού-λου, Η θέσις. . ., εν : «Α.Ε.Κ.Δ». 1951 σ. 31, Αρχιμ. Αρσενίου Κακο-γιάννη, Ημερολογιακά, εν: «Ανάπλασις» 1928 σ. 140. Αρ. Πανώτη. Tο κοινόν Πάσχα της Χριστιανωσύνης, εν: «Το Κοινόν άγιον Πάσχα της Χριστιανωσύνης» Αθήναι σ. 16 επ. Αδ. Αρβανιτάκη, Το Πάσχα κατά τας ελάσσονας ανατολικάς Εκκλησίας, ένθ. ανωτ. σ. 36 επ. Γ. Μπεκατώρου, Ο συνεορτασμός του Πάσχα και η ορθόδοξος πράξις, ένθ, ανωτ. σ. 50 επ. Κ. Πλατανίτου, Πασχάλιοι Πίνα-κες Αθήναι 1956 σ. 4 έπ. Σπ. Αλεξίου : Προσπάθειες για κοινό εορτασμό του Πάσχα. (άρθρον εν: «Καθημερινή» 30-3-1975 ).
48. Κατά τον Σεβ. Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιον, «απλουστέρα και πιο σαφής διατύπωσις, δεν ήτο δυνατόν να γίνη. Πιο ευρύ αλλά και πιο συγκεκριμέ-νον rrλαίσιον μέσα εις το οποίον να δύναται να κινηθή άνετα η κρίσις και η ελευθερία του ανθρώπου δεν ήτο δυνατόν να δοθή». Διονυσίου, Μητροπολίτου Σερβίων καί Κοζάνης, ΣΤ' Ομιλία επί του Ημερολογιακού (εξ ανεκδότου χειρογράφου).
49. Επεξηγών ο Βλάσταρις τον αιτιολογικόν λόγον του όρου τούτου επάγεται ότι κατά τας εξ της Δημιουργίας ημέρας «ακριβής υπήρχεν ισημερία», εφ' ώ και «προσήκον ην έν τη του χρόνου ισημερινή αρχή, καθ' ην ο άνθρωπος την πρώτην έσχε πλάσιν, και την αυτού οικονομηθήναι ανάπλασιν, και ότι, επειδή το φως έμελλεν αύξειν της ευσεβείας; και το σκότος της ασεβείας μειούσθαι, μετ' ισημερίαν το σωτήριον Πάσχα ουκ έξω λόγου τε-λείται ηνίκα το μεν της ημέρας φως επιδίδωσι, της νυκτός δε το σκότος ελαττούται» (Ρ-Π Σύνταγμα τ. 6, σ. 408, 409,410 ). Ο λόγος, ωσαύτωc δι' ον οι Πατέρες της Α' Οικου-μενικής Συνόδου έθεσαν ως βάσιν του εορτασμού του Πάσχα την εαρινήν ισημερίαν είναι ότι η πρώτη ημέρα του Εβραϊκού μηνός Νισάν κατά τούς μωσαϊκούς χρόνους συνέπιπτε προς την ημέραν της εαρινής ισημερίας και η 14η Νισάν ήτo η 14η ημέρα από της εαρινής ισημερίας. Συνεπώς ο Κύριος ανέστη μετά την εαρινήν ισημερίαν (Πρβλ. και Κ. Χα-σάπη, Το κοινόν Χριστιανικόν Πάσχα, εν: «Ελεύθερος Κόσμος» 23-4-70 ).
50. Η ανάγκη της μετά το ιουδαϊκόν τελέσεως του χριατιανικού Πάσχα, δεν ευρΙ-σκει παρά τισι συγχρόνοις Θεολόγοις δικαίωσιν, άτε ουδενός Χριστιανού ιουδαΐζοντος σή-μερον. Βλ. Παγκρατίου, Μητροπολίτου Λεύκης, Το φυσικόν ημερολό-γιον, έν: «Πάνταινος» 1937 σ. 569. Εξ άλλου σήμερον οι Ιουδαίοι εορτάζουσι το Πάσχα αυτών κατά 4 ημέραc ενωρίτερον εκείνου όπερ εώρταζον κατά την εποχήν της Α' Οικου-μενικής Συνόδου. Γεννάται δε θέμα εξαρτήσεως του ημετέρου Πάσχα εκ του Ιουδαϊκού και εις ην περίπτωσιν τούτο μετακινηθή έτι περαιτέρω. Βλ. Χ. Παπαγεωργίου, ένθ. ανωτ. σ. 513-514.
51. Περί της σημασίας της πανσελήνου ως στοιχείου υπολογισμού του Πάσχα Βλ., Εκκλησίας Ελλάδος, Το Ημερολογιακόν ζήτημα. Εισήγησις προς την Πανορ-θόδοξον Μεγάλην Σύνοδον, Αθήναι 1971 σ. 38 επ.
52. Επιφανίου κατά Τεσσαρασκεδεκατιτών P.G. 42, 36 Αρχιμ. Μελε-τίου Γαλανοπούλου, Το Ημερολόγιον και το Πάσχα σ. 23. Ανθίμου, Μητροπολίτου Μαρωνείας, Το ζήτημα Ημερολογίου και Πασχαλίου. Ei-σηγητική μελέτη ... εν: «Εκκλησία» 1932 σ. 376 εττ. 398 επ. 1933 σ. 66 επ. Αναστασίου Μαρίνου, Η θρησκευτική ελευθερία, Αθήναι 1972 σ. 396 επ. Αθ. Δα-νιηλίδου, Η διόρθωσις του ημερολογίου και η μετακίνησις του εορτολογίου. Αθήναι 1926 σ. 20-21. Πρβλ.και το του Ματθαίου Βλαστάρεως «ότι τέσσαρες oι του Πάσχα διορισμοί» εν: «Σύνταγμα κατά στοιχείον» Ρ-Π Σύνταγμα τ. 6 σ. 420-421.
53. Ιω. Φωκυλίδου, Η εν Νικαία Α' Οικουμενική Σύνοδος, εν: «Εκκλ. Φάρος» ΚΔ' σ. 206 επ. Χρυσοστόμου (Α'). Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ημερολογιακά τ. Β' 1929 σ. 42. Εν τη Δύσει ο ανατολικός υπολογισμός του Πάσχα επεκράτησεν ενεργείαις του Διονυσίου Exiguus κατά τον 6ον αιώνα Β. Στεφανίδου, ένθ. ανωτ. σ. 285-286.
54. Ρ-Π Σύνταγμα τ. 3 σ. 123-125. Ο Κανών επάγεται αφορισμόν και καθαίρεσιν.
55. Πρβλ. Αρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Το Γρηγορια-νόν Ημερολόγιον εν τη Ανατολή, εν: «Εκκλησ. Κήρυξ» Η' 1918 σ. 248.
56. Ανθίμου, Μητροπολίτου Μαρωνείας, Το ζήτημα του Ημε-ρολογίου έν: «Εκκλησία» 1933 σ. 66. Χρυσοστόμου (Α' ) Αρχιεπισκό-που Αθηνών..., Ημερολογιακά τ. Α' 1926 σ. 4-5.
57. P.G. 48,861 επ. Οι «Κατά Ιουδαίων» λόγοι του ιερού πατρός αποκαλύπτουσι το ευρύ πνεύμα των Πατέρων έναντι των ζητημάτων της Εκκλησίας, την ικανότητα αυτών και την τόλμην αντιμετωπίσεως πεπλανημένων δοξασιών επί του πεδίoυ της πίστεως και της εκκλησιαστικής τάξεως, τον σαφή διαχωρισμόν τύπου και ουσίας. Πρβλ. και Αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακοπούλου, Παλαιόν και Νέον Ημερολόγιον. Αθήναι, 1916 σ. 16 έπ.
58. Ανθίμου, Μητροπολίτου Μαρωνείας, ένθ.άνωτ, σ.66 Contra ο «Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης» Χρυσόστομος, εν: «Αναίρεσις του ελέγχου» του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Κάϊρον 1937 σ. 4-7. Η διάφορος μάλιστα περί της εαριvής ισημερίας ημερομηνιακή αντίληψις εν τε τη Δύσει και τη Ανατολή, ωδήγει εις τον εορτασμόν του Πάσχα εν Αλεξανδρεία μεν πολλάκις κατά Μάρτιον μήνα, εν Ρώμη δε και Αντιοχεία κατ' Απρίλιον. Ειδικώτερον τω 387 μ.Χ. το Πάσχα εωρτάσθη εν τε Αντιοχεία και Ρώμη τη Κυριακή 22 Μαρτίου, επειδή η πανσέληνος συνέπεσε τη 19η Μαρτίoυ, ενώ εν Αλεξανδρεία, τη 25η Απριλίου. Πρβλ. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών. . . Ημερολογιακά τ. Α' 1926 σ. 5-7.
59. P.G. 20,1073 επ.
60. P.G. 82,950 Πρβλ. Σωκράτους, Εκκλ. Ιστορία P.G. 67, 84, 89.
61. Σωζομενού, Εκκλ. Ιστορία Ι' ΚΑ' P.G. 67,924.
62. Πρβλ. Ερμηνείαν Ζωναρά εις Ζ' Αποστολ. Κανόνα: «ει και μη ευρίσκεται εν τοις κανόσι της εν Νικαία Συνόδου τοιούτος κανών» (Ρ-Π Σύνταγματ. 2 σ. 10). Πρβλ. και Ζωναράν εις Ερμηνείαν Α' Κανόνος Αντιοχείας. Ρ-Π Σύνταγματ. 3 σ. 124 και Βαλσαμώνα αυτόθι. Κατά τον Κυζίκου Καλλίνικον «δεν συμπεριέλαβε προφανώς η εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος τας περί του Πάσχα αποφάσεις εν τοις Κα-νόσι αυτής, μη θέλουσα να χαρακτηρίση το ζήτημα δογματικόν και να αναθεματίση εκείνους των`Τεσσάρασκαιδεκατιτών, - οίτινες δεν θα εφαίνοντο πρόθυμοι να συμμορφωθώσι προς τας αποφάσεις αυτής, καθόσον η περί του Πάσχα διαφωνία δεν έφερε...δογμα-τικόν χαρακτήρα» ένθ. ανωτ. «Ορθοδοξία» Α' 446-447.
63. Εκκλησίας Ελλάδος, Το Ημερολογιακόν ζήτημα. Εισήγησις πρός την Πανορθόδοξον Μεγάλην Σύνοδον, Αθήναι 1971 σ.35.
64. Ο Βίκτωρ Ρώμης, κακώς βεβαίως πράττων. εθεώρει ετεροδοξούσας τας Εκκλησίας της Μ. Ασίας, αίτινες ερρύθμιζον άλλως τα της εορτής του Πάσχα, ο δε Ευσέβιος Καισαρείας εν τω περί Πάσχα λόγω αυτού επανηγύριζε διότι διά της σχετικής αποφάσεως της Α' Οικουμενιικής Συνόδου αι Εκκλησίαι της Μ. Ασίας «των Κυριοκτόνων απέστησαν» (περί της του Πάσχα εορτής Κεφ. II).
65. Ρ-Π Σύνταγμα τ. 3 σ.123. Πρβλ. και Γ. Μπεκατώρου, Το κοινόν Πάσχα, εν: «Εκκλ. Φάρος», 1975 σ. 576:
66. Ρ-Π Σύνταγμα τ. 3 σ.124.
67. Ένθ. ανωτ. σ. 125.
68. CONTRA Π. Σμαΐλης, Το κύρoς των γάμων των Παλαιοημερολογιτών. Αθήναι, 1956 σ. 8. Κατά τον Δ. Αιγινήτην η Α' Οικουμενική Σύνοδος συνελθούσα «διά την Αρειανήν αίρεσιν και το Πάσχα», δεν επεδίωξε τόσον τον ακριβή καθορισμόν του χρό-νου του Πάσχα, μη εισελθούσα «ειc τους πολυπλόκους αστρονομικούς υπολογισμούς και τας λοιπάς λεπτομερείας του καθορισμού του Πάσχα». (Βλ. Δ. Αιιγινήτου, εν Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών Β' 1927 σ. 57) όσον την άρσιν της ασυμφωνίας και διαστάσεως εν τη ΕκκλησΙα. Αλλ' ή παλαιοημερολογιτική «Φ.Ο.» εν έτει 1964 ισχυρίζετο ότι η Αγία Α' Οικουμενική Σύνοδος ετοποθέτησεν, εν Πνεύματι Αγίω, την εαρινήν ισημερίαν του Ιουλιανού Ημερολογίου μονίμως εις την 21ην Μαρτίου («Η.Φ.Ο.» 1964 φ. 448 σ. 2 ). Αλλά «μόνον λαοπλάνοι τινες δύνανται να ισχυρlζωνται ότι η Σύνοδος ώρισε και το Ιουλιανόν Ημερολόγιον και το Πασχάλιον». («Εκκλησία» 1926 σ. 65 ). Πρβλ. Εκκλησίας Ελλάδος, Το Ημερολογιακόν ζήτημα... σ. 29.
69. Χρυσοστόμου (Α') Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Ημερο-λογιακά Β' 1929 σ. 13 Πρβλ.και Βαλσαμώνα, εν τη ερμηνεία του Ζ' Αποστολικού Κανόνος, επαγόμενον: «Εαρινή δε ισημερία γίνεται ουχ ως τινες φασί κατά την κε' του Μαρτίου μηνός ή την κ' ή ετέραν οιανδήποτε ωρισμένην ημέραν αλλ' ότε τύχη. Από γαρ της κυκλικής ψήφου του ηλιακού δρόμου και της σελήνης άλλοτε άλλως η εαρινή γίνεται ισημερία»: Ρ-Π Σύνταγμα τ. 2. σ. Ι.
70. Και σήμερον δεν συμβαίνει η εαρινή ισημερία σταθερώς κατά την 21ην Μαρτίου ως πιστεύεται. Πρβλ. Κ. Χασάπη, Το κοινόν Χριστιανικόν Πάσχα, εν: «Ελεύθερος Κόσμος» 24-4-70.
71. Μ. Αθανασίου, Πασχάλιος επιστολή 18. Αμβροσίου επιστολή 23. Κώμης Λέοντος του Α' επιστολή. Πρβλ. Β. Στεφανίδου ένθ. ανωτ. σ.285. Αρχιμ. Μελετίου Γαλανοπούλου, ένθ. ανωτ: σ. 16. Πρβλ. και Ομιλίαν Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας περί του Πάσχα P.G. 77, 428 και ιδία την ερμη-νείαν Βαλσαμώνος εις τον Ζ' Αποστολικόν Κανόνα εν: Ρ-Π Σύνταγμα τ.2 σ. 10-11, Ωσαύτως πρβλ.και Παγκρατίου, Μητροπολίτου Λεύκης, Οι Παλαιοη-μερολογίται, οι Νεοημερολογίται και το Άγιον Πάσχα, Κωνσταντινούτrολις 1928 σ: 10.
72. Πρβλ. τήν ΙΗ' πασχάλιον .επιστολήν του Μ. Αθανασίου έτους 364, εν P.G. 26, 1339, 77, 401. Μετά την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον έπαυσαν να εκδίδωνται εν Αλεξανδρεία αι τοιαύτα επιστολαί. Βλ. Β. Στεφανίδου, Εκκλησ. Ιστορία από αρχής. μέχρι σήμερον, Αθήναι 1948 σ. 285. Πρβλ. και Κ. Πλατανίτη, Πασχάλιοι Πίνακες, Α-θήναι 1956 σ.11 επ.
73. Πρβλ. και το υπό της Ι.Σ.Ι. 1931 τονισθέν ότι, «το Ιουλιανόν ημερολόγιογ δεν προήλθεν εξ αποφάσεως Οικουμενικής ή άλλης Συνόδου, δεν έχει δογματικήν τινα σημασίαν, επιτρέπεται άρα η διόρθωσις αύτού». (« Γρηγόριος Παλαμάς», 1931 σ. 433).
74. «Η Α' Οικουμενική Σύνοδος:εκανόνισε τα της ημέρας της εορτής του Πάσχα, ορίσασα όπως τούτο εορτάζηται μετά το Ιουδαϊκόν Πάσχα, αλλά .βεβαίως δεν διετάχθη υπό της Συνόδου ωρισμένον χρονολογικόν ή μηνολογικόν σύστημα». Εγκύκλιος της Ιε-ράς Συνόδου από 1-3-24, εν: «Εκκλησία» Α' σ.371. Πρβλ. και Χρυσοστόμου (Α'), Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Ημερολογίακά τ. Α' 1926 σ. 4. Β. Βέλλα, Το Ισραηλιτικόν Πάσχα, εν: «Εκκλησία» 1931 σ. 115-116. Π. Σιμωτά, Το Πάσχα των Σαμαρειτών, εν: «Εκκλησία» 1952 σ. 226-229. Καλλία Σταυρίδου, Χρονολογία του Πάθους, εν: «Εκκλησία» 1934 σ. 108. Κ. Σ. Παπαδοπού-λου, Τα ιστορικά του Πάσχα, εν «Καθημερινή» 3-5-1959.
75. Καλλινίκου, ΜΙητροπολίτου Κυζίκου, Επί του νέου Ημερο-λογίου, εν: «Εκκλησία» Α' σ. 428., Πρβλ. και Εγκύκλιον του Οικουμενικού Πατριάρχου Βασιλείου από 17-2-1927 εν: «Εκκλησία» 1927 σ: 129 και Χρυσοστόμού (Α' ), Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Ημερολογιακά τ: Β' 1929 τ, 10 επ., 35 επ. Την μονιμοποίησιν της εορτής του Πάσχα και την μετατροπήν αυτής εις ακlνητον δεν απέδέχθη εν έτει 1937 η Δ.Ι.Σ. δίχα αποφάσεως Οικουμενικής Συνόδου. (ΚώΔΙΣ 1937--1939 σ. 32). Περί των καταβαλλομένων προσπαθειών προς καθιέρωσιν κοινού εορτα-σμού του Πάσχα, βλ. μεταξύ άλλων Σπ. Αλεξίου: Προσπάθειες για κοινό εορτασμό του Πάσχα ορθοδόξων και καθολικών, εν: «Καθημερινή» 30-5-75. «Επίσκεψιν» αρ. 122/18-4-75, και 123/22-4-75.
76. Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης, Αναί-ρεσις του «ελέγχου...» σ. 4-7 και Χριστοφόρου Πατριάρχου Αλεξανδρείας, Ημερολογιακά σ. 21.
77. Ούτω και η από 1-3-1924 Εγκύκλιος της Ι. Σ. Βλ. εν: «Εκκλησία » Α, σ. 371 επ.
|
|
|