|
Δημοτικό Τραγούδι - Κείμενο |
Μοιρολόγια
"Τα μοιρολόγια των γυναικών μας, θαυμαστά ελεγειογραφίας αριστουργήματα, αυτόφυτα της ελληνικής ευαισθησίας προϊόντα, κινοϋσι τον θαυμασμόν των ποιητών και εφελκύουσι των γραμματολόγων την προσοχήν όσον ουδέν άλλο, έστω και το εντεχνότερον, των λοιπών έξηυγενισμένων και τετορνευμένων ημών στιχουργημάτων".
(ΣΠ. ΖΑΜΠΕΛΙΟΣ)
173
ΟΤΑΝ ΞΕΨΥΧΗΣΗ
Τώρα, ουρανέ μου, βρόντησε, τώρα, ουρανέ μου, βρέξε,
ρήξε 'ς τους κάμπους τη βροχή και 'ς τα βουνά το χιόνι,
'ς του πικραμένου την αυλή τρία γυαλιά φαρμάκι.
Τό να να πίνη την αυγή τ' άλλο το μεσημέρι,
το τρίτο το πικρότερο 'ς το δείπνο, όταν δειπνάη.
174
'Σ του πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει,
μον' είναι πάντα συννεφιά και βασιλεύει αντάρα,
φυτρώνει ο πικραπήγανος, να τρων οι πικραμένοι,
να τρων οι μάνναις τοις κορφαίς, κ' οι αδερφαίς τους κλώνους,
γυναίκες των καλών αντρών να τον ξεθεμελιώνουν.
175
Πρέπει η γης να χαίρεται, πρέπει να καμαρώνη,
πρέπει νά τηνε σπέρνουνε κλωνιά μαργαριτάρι,
πρέπει να τη σκαλίζουνε με χρυσά σκαλιστήρια,
που τρώγει αϊτούς και σταυραϊτούς, και νιαϊς με τα στολίδια,
τρώει του μαννάδων τα παιδιά, τουν αδερφιών ταδέρφια,
που τρώγει και τα αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα.
176
Ο Κύριος έκαμε τη γη κ' εστόλισε τον κόσμο,
μα μόνο τρία πράματα δεν έμπεψε 'ς τον κόσμο,
γιοφύριν εις τη θάλασσα και γαγερμό 'ς τον Νάδη,
και σκάλαν εις τον ουρανό να πχαίνου να γαγέρνου.
177
Μέσα η καρδιά μου με πονεί, μα δεν ηξεύρω τι έχει,
κάνε πουλί τήνε τσιμπά, κάνε θηριό την τρώγει,
κάνε μαχαίρι δίκοπο είναι και τήνε κόβει.
178
Τίνος να ειπώ το ντέρτι μου, το ντέρτι της καρδιάς μου;
Να σας το ειπώ ψηλά βουνά; ψηλά είστε δεν τ' ακούτε,
να σας το ειπώ ψηλά δεντρά; φυσάει βοριάς, το παίρνει,
να σας το ειπώ χαμόκλαρα; φυσάει νοτιά, το παίρνει.
Εγείραν τα δεντρόφυλλα κι' ακούμπησαν 'ς το χιόνι,
σε μελετάει ταχείλι μου, μέσα η καρδιά μου λειώνει.
179
Τα ρούχα μου και τα καλά όποιος τα βρη, ας τα πάρη,
μα της καρδιάς μου τον καϊμό κανένας να μην πάρη.
180
Τα μοιριολόγια τά σωσα, τα δάκρυα μου στερέψαν,
θα πάρω δάκρυα δανεικά και μοιριολόγια ξένα,
τα μοιριολόγια απ' ταρφανά, τα δάκρυα από τοις χήραις.
181
Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδαις είχα βάλη,
Είχα τον ήλιο 'ς τα βουνά, και τον αϊτό 'ς τους κάμπους,
και το βοριά το δροσερό τον είχα 'ς τα καράβια.
Μα ο ήλιος εβασίλεψε, κι' ο αϊτός αποκοιμήθη,
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κ' έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.
182
Τήρα μη μοιάσης του λαγού, οπού γεννάει κι' αρνειέται.
Μοιάσε της πετροπέρδικας, της αηδονολαλούσας,
που κάνει δεκοχτώ πουλιά, κανένα δεν αρνειέται,
κι' αν πέστι αϊτός και πάρη ένα, εν' από τα πουλιά της,
κάνει καιρούς να πιη νερό, καιρούς να κελάϊδήση.
Κι' οπόβρη ξάστερο νερό, θολώνει και το πίνει,
κι' οπόβρη μαυρη καψαλιά, θα κάτστι να βοσκήση,
κι' οπόβρη μαύρο κούτσουρο, θα κάτση να λαλήση.
183
ΟΤΑΝ ΣΗΚΩΝΟΥΝ ΤΟΝ ΝΕΚΡΟΝ
Αυτού που βούλεσαι να πας, κι' όπου ξεπερατειέσαι,
αν εύρης νιους χαιρέτα τους, και νιαις κουβέντιασέ τους,
κι' αν εύρης και μικρά παιδιά γλυκά παργόρησέ τα.
Μην κάμης νιαις να κλάψουνε και νιους ν' αναστενάξουν,
μην κάμης και μικρά παιδιά και θυμηθούν τη μάννα.
Μην πης πως έρχεται Λαμπρή, πως έρχονται γιορτάδες.
Πες του Χριστού πως χιόνιζε και τη Λαμπρή θα βρέχη,
και την ημέρα τ' άη Θωμά θα σέρνουν τα ποτάμια.
Πως δε θα βγούνε τα παιδιά με ταις γλυκειάϊς μαννάδες,
ούτε θα βγουν τ' άδρόγενα να πολυαγαπημένα.
184
"Παράγγειλε μου, μάτια μου, το πότε θέλεις να ρθης,
να στρώσω ρόδα 'ς τα βουνά, τριαντάφυλλα 'ς τους κάμπους.
-Κι' α στρώσης ρόδα, μάζω τα, τριαντάφλα, μύρισέ τα,
κ' εγώ πίσω δεν έρχομαι και πίσω δεν γυρίζω.
Πήγα 'ς της Άρνης τα βουνά, 'ς της Άρνης τα λαγκάδια,
π' αρνειέται η μάννα το παιδί, και το παίδι τη μάννα,
π' Αρνειώνται και ταντρόγενα και πλια δεν ανταμώνουν."
185
"Ευτού που κίνησες να πας 'ς το μακρινό ταξίδι,
θέλω να ειπής 'ς τη μάννα σου πότε θα ρθης 'ς το σπίτι,
νά χω κ' εγώ μια παντοχή, νά χω και την ελπίδα,
λελούδια να χω 'ς την αυλή, τριαντάφυλλα στρωμένα,
να σου χω γιόμα μυστικό, και δείπνο να δειπνήσης,
να χω νερό για να λουστής, ρούχα καλά ν' άλλαξης,
να στρώσω και την κλίνη σου, να πέσης να πλάγιασης.
-Λελούδια συ να τα χάρης, τριαντάφυλλα να τά χης,
κι' αν έχης γιόμα, γέψου το και δείπνο δείπνησέ το,
κι' αν έχης και νερό ζεστό, λούσου το μοναχή σου,
κι' αν εχης ρούχα φόρεσ' τα, κοιμήσου 'ς το κρεβάτι.
Το δρόμον οπού πέρασα, δεν τον ξαναδιαβαίνω.
Θα πάω 'ς της Άρνης τα βουνά, 'ς της Αρνεσιάς τη βρύση,
κ' έχω της γης για στρώματα, σεντόνια έχω το χώμα,
και γεύομαι τον κουρνιαχτό, δειπνάω από το χώμα,
και πίνω τ' ωριοστάλαχτο της πλάκας το φαρμάκι.
-Σαν αποφάσισες να πας, να μην ξαναγυρίσης,
άνοιξε τα ματάκια σου να μ' αποχαιρετήσης,
να μας αφήσης το χε γεια και το μεγάλον πόνο."
186
Αϊτός ξεβγαίνει από τη γη, καϊμένα εϊν' τα φτερά του,
κι' άλλος αϊτός τον ρώταγε, κι' άλλος αϊτός του λέγει.
"Για πες μας, πες μας, σταυραϊτέ, τι κάνουν οι δικοί μας;
-Είδες εμέ το σταυραϊτό πως είναι τα φτερά μου;
Έτσι ειν' της μάννας τα παιδιά, των αδερφιών ταδέρφια,
έτσι είν' των κακορίζικων τα πρώτα τους αιταίρια,
τα πρώτα τους και τα καλά, τα πολυαγαπημένα."
Για κάτσετε, σιγήσετε, να ιδούμε ποιος μας λείπει.
Μας λείπει ο κάλλιος του σπιτιού κι' ο πρωτονοικοκύρης,
που ήταν 'ς το σπίτι φλάμπουρο, 'ς την εκκλησιά φανάρι,
το φλάμπουρο τσακίστηκε, και το φανάρι εσβήστη.
Κρίμα 'ς εκείνον που έπεσε, κι' αλλιά 'ς εκειόν πόστάθη.
187
Είχα μηλιά 'ς την πόρτα μου και δέντρο 'ς την αυλή μου,
και τέντα κατακόκκινη το σπίτι σκεπασμένο,
και κυπαρίσσι ολόχρυσο κ' ήμουν ακουμπισμένη,
είχα κι' ασημοκάντηλο 'ς το σπίτι κρεμασμένο.
Τώρα η μηλιά μαράθηκε, το δέντρο ξερριζώθη,
και η τέντα η κατακόκκινη, και κείνη μαύρη εγίνη,
το κυπαρίσσι το χρυσό έπεσε κ' ετσακίστη,
τασημοκάντηλο έσβησε, το σπίτι δε φωτάει.
188
Ποιος ήταν κείνος πόβανε φωτιά 'ς το περιβόλι,
κ' εκάη η φράχτη τάμπελιοϋ κ' εκάη το περιβόλι,
κ' εκάησαν τα δυο δεντρά, που ήσαν αδερφωμένα;
Καϊ τό να κάη κ' έπεσε, και τάλλο κάη κ' έστάθη.
Κείνο που κάη κ' έπεσε, εβγήκε από τοις έννοιαις,
κείνο που κάη κ' έμεινε, πολλά χει να πέραση.
Θα το φυσήξη κι' ο βοριάς, και θα το βρέξη ο νότος,
θα ρήξη ξεροπάγουνο να κάψη την καρδιά του.
189
Θιαμαίνομαι, ξενίζομαι και μοναχός θιαμάζω,
πως δε ραγίζουν τα βουνά, δε πέφτει τάστρι κάτου
από τον πόνο τς αδερφής κι' απ' τον καϊμό της μάννας
κι' από το βαριοστεναμό του μαύρωνε χηράδω.
190
ΕΙΣ ΧΗΡΑΝ
Κυρά, που κάθεσαι ψηλά, κατέβα παρακάτω,
και κάτσε με τοις άμοιραις, και κάτσε με τοις χήραις,
και τίναχ' το κεφάλι σου, να γκρεμιστή η κορώνα,
τίναξε και το δάχτυλο, να πέση η αρραβώνα,
και βγάλ' τα κατακκόκκινα, και φόρεσε τα μαύρα.
Τα κόκκινα είναι της χαράς, τα μαϋρα είναι της λύπης.
Η χήρα μέσα κάθεται κι' όξω την κουβεντιάζουν,
αν περπατήση ταπεινά, της λεν πώς καμαρώνει,
κι' αν περπατήση ογλήγορα, της λεν πως εζουρλάθη,
κι' αν κουβεντιάση μ' άλλονε, της λεν, άντρα γυρεύει,
κι' αν νέθη και τη ρόκα της, της λεν πως προίκα φτειάνει,
κι' αν αρρωστήση και καμιά, της λεν παίδι θα κάμη.
191
Χήρα σπερώνει 'ς το βουνό, κανείς δεν τη μαζώνεΐ.
Ψιλή φωνίτσα νέβαλε όση κι' αν εδυνάστη.
"Πού είσαι, καλέ μου σύντροφε, καλέ μου νοικοκύρη;
αν είσαι εμπρός καρτέρα με, και πίσω μίλησέ με,
κι' αν είσαι 'ς άκρη ποταμιού, στάσου να με περάσης,
γιατί είμαι η δόλια αδύνατη και δέν μπορ' να περάσω.
192
ΕΙΣ ΑΓΟΥΡΟΝ
Για ιδές καιρό που διάλεξες, Χάρε μου, να τον πάρης,
'ς τα έβγα του καλοκαιριού, 'ς τα έμπα του χειμώνα,
να πάρης τάνθη οχ τα βουνά, λελούδια από τους κάμπους,
να πάρης τον αμάραντο, να τον μαράν' ή πλάκα.
193
Δεν είναι κρίμα κι' άδικο, παραλογιά μεγάλη,
να στέκουν τα παλιόδεντρα και τα σαρακιασμένα,
να πέφτουνε τα νιόδεντρα με τάνθη φορτωμένα;
194
Ήλιε μου, πώς εβιάστηκες να πας να βασίλεψης,
ν' αφήσης το σπιτάκι σου κι' αλλού να πας να φέξης;
195
Δε σόμοιαζε, λεβέντη μου, 'ς τη μαύρη γης για νά μπης,
μόν' σόμοιαζε να κάθεσαι 'ς ένά μορφο τραπέζι,
να τραγουδάς να χαίρεσαι, να σε κερνούν να πίνης.
Άγουρ', άγουρε δροσερέ κρουσταλλοβραχιονάτε,
χρυσά ήταν τα καλίγια σου κι' αργυρά τα σφυριά σου,
και το σφυρί που σφύριζε με το μαργαριτάρι.
Νύχτα σελλώνει τάλογο, νύχτα το καλιγώνει,
νύχτα περνάει το 'Ρουφιά, το φοβερό ποτάμι.
Πάει να πάρη το φιλί πρου βρέξη, πρου χιονίση.
196
Δε σόπρεπε, δε σόμοιαζε 'ς τη γη κρεβατοστρώση,
μόν' σόπρεπε, μόν' σόμοιαζε 'ς του Μάη το περιβόλι,
ανάμεσα σε δυο μηλιαίς, σε τρεις νεραντζοπούλαις,
να πέφτουν τ' άνθ' απάνου σου, τα μήλα 'ς την ποδιά σου,
τα κρεμεζογαρούφαλα τριγύρω 'ς το λαιμό σου.
197
Το νιο που συνεβγαίνουμε τι έχουμε να του πούμε;
πού το ψηλός σαν άγγελος, λιγνός σαν κυπαρίσσι,
πού χε το Μάη 'ς τοϊς πλάταις του, την άνοιξη 'ς τα στήθη,
τάστρα και τον αυγερινό 'ς τα μάτια και 'ς τα φρύδια,
πού τον 'ς τους κάμπους το βιολί, 'ς την εκκλησιά καντήλι,
ήτανε και 'ς το σπίτι του καράβι αρματωμένο.
Και το βιολί τσακίστηκε, και το καντήλι εσβήστη,
και το καράβι τόμορφο κ' εκείνο απικουπίστη.
198
ΤΗΣ ΜΑΝΝΑΣ ΕΙΣ ΠΑΙΔΙ
Α δε φουσκώση η θάλασσα, ο βράχος δεν αφρίζει,
κι' αν δε σε κλάψη η μάννα σου, ο κόσμος δε δακρύζει.
199
Εσύ, παιδί μου, εκίνησες να πας 'ς τον Κάτου κόσμο,
κι' αφήνεις τη μαννοϋλα σου πικρή, χαροκαμένη.
Παιδάκι μου, τον πόνο σου πού να τον απιθώσω;
που κι' αν τον ρήξω τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάταις,
κι' αν τον αφήσω 'ς τα κλαριά, τον παίρνουν τα πουλάκια.
Πού να βαλθούν τα δάκρυα μου για τον ξεχώρισμό σου;
Αν πέσουνε 'ς τη μαύρη γης, χορτάρι δε φυτρώνει,
αν πέσουνε 'ς τον ποταμό, ο ποταμός θα στύψη,
αν πέσουνε 'ς τη θάλασσα, πνίγονται τα καράβια,
κι' αν τα σφαλίσω 'ς την καρδιά, γλήγορα σ' ανταμώνω.
200
Οποιά χασε τον άντρα της, έχασε την τιμή της,
κι' οποιά χασε τη μάννα της, έχασε την κουβέντα,
κι' όποιά χασε τον αδερφό, έχασε τα φτερά της,
κι' όποιά χασε την αδερφή, έχασε το σιριάνι,
κι' όποιά χασε μικρά παιδιά, έχασε την καρδιά της.
201
ΕΙΣ ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ
Πάννε και σου, παιδάκι μου, με τάλλα τα παιδάκια,
'ς του παραδείσου το πλατύ μαεύγουλ λουλουδάκια.
202
Εμέναν το παιδάτσιμ μου μέλιν ετάϊζέ μας,
της πικροδάφνης το ζουμίν υστέρα πότισε μας.
203
Που πας, περιστεράκι μου, να φτειάσης τη φωλιά σου;
αν τήνε φτειάσης 'ς το βουνό, σου τη χαλάει το χιόνι,
αν τήνε φτειάσης 'ς το γιαλό, σου τη χαλάει το κύμα,
κι' αν τήνε φτειάσης καταγής, σου τη χαλούν τα φίδια.
Πού διάης, περιστεράκι μου, να φτειάσης τη φωλιά σου,
κ' εμάρανες τα χείλη μου κ' έκαψες την καρδιά μου;
204
[Το μοιρολόγιον τούτο εις μικρόν παιδίον τραγουδείται ενιαχού μέ τινας παραλλαγάς και εις γάμους, αναφερόμενον εις τον χωρισμόν της νύμφης από των γονέων της.]
Πουλάκι νείχα 'ς το κλουβί και το είχα ημερωμένο,
το τάιζα τη ζάχαρη, το πότιζα το μόσκο,
κι' από το μόσκο τον περσό, κι' από τη μυρουδιά του
μου σκανταλίστη το κλουβί και μού φυγε τάηδόνι.
Πήρα τα όρη σκούζοντα και τα βουνά ρωτώντα:
"Βουνά μου και λαγκάδια μου και κάμποι με τα ρόδα,
μην είδατε ταηδόνι μου κ' έπέρασε πετώντας;
-Εχτές προχτές επέρασε και πάει 'ς τον Κάτου Κόσμο.
Τη νύχτα κλαίει για βυζί και την αυγή για μάννα
και μέσ' 'ς τα ξημερώματα ποιος να το ξετυλίξη."
205
Μεσ' 'ς τά μπα του καλοκαιριού και 'ς τά βγα του χειμώνα,
τήρα καιρό που διάλεξε να πάρη, να μισσέψη!
Παιδί μου, δεν απόμενες, δεν άφηνες αγάλια,
όσο ν' ανθίσουν τα βουνά, να πρασινίσου οι κάμποι,
ν' ανοίξουν τα γαρούφαλα, να γίνουν τα λουλούδια,
να φορτωθής να στολιστής, να πας 'ς τον Κάτου Κόσμο,
να βάλου οι νιοι 'ς τα φέσια τους κ' οι νιαις 'ς τοις τραχηλιαίς τους,
και τα μικρά 'ς τα χέρια τους, να λησμονούν τη μάννα.
206
ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΜΑΝΝΑΣ ΕΙΣ ΚΟΡΗΝ
Κόρη μου, σε κλειδώσανε κάτω 'ς την Αλησμόνη,
που 'ς τό μπα δίγουν τα κλειδιά, 'ς το έβγα δεν τα δίγουν,
και 'ς το μπαινοξανάβγαρμα σφιχτά σε μανταλώνουν,
που κόρη μάννας δε μιλεί, μηδέ 'ς την κόρη η μάννα,
μηδέ τα τέκνα 'ς τους γονιούς, μηδέ οι γονιοί 'ς τα τέκνα,
κι' ο βασιλές ακόμη κει με όλους μας ειν' ίσια.
Εκεί 'ν'τα σπίτια σκοτεινά, οι τοίχοι ραχνιασμένοι,
εκεί μεγάλοι και μικροί ειν' ανακατεμένοι.
|
|