|
Δημοτικό Τραγούδι - Κείμενο |
Λιανοτράγουδα
135
ΠΑΙΝΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΤΙΚΗΣ
Απ' όλα τάστρα τουρανοϋ ένα είναι που σου μοιάζει,
ένα που βγαίνει το πουρνό, όταν γλυκοχαράζει.
Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει,
που στέκεις πάντας δροσερό κι' ανθείς και λουλουδίζεις;
Μα συ σαι μια βασίλισσα, π' όλον τον κόσμο ορίζεις,
σα θέλης παίρνεις τη ζωή, σα θέλης τη χαρίζεις.
Όντε σ' εγέννα η μάννα σου, ο ήλιος εκατέβη
και σού δωκε την ομορφιά και πάλι μετανέβη.
Ποιος ήλιος λαμπερότατος σού δωκε την ανθάδα,
και ποια μηλιά, γλυκομηλιά, τη ροδοκοκκινάδα;
Σαν τι το θέλει η μάννα σου τη νύχτα το λυχνάρι,
οπόχει μέσ' 'ς το σπίτι της τ' Αυγούστου το φεγγάρι.
ΠΑΙΝΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΥ
Θαμάζομ' όντεν πορπατής, πώς δεν ανθούν οι ρούγαις,
και πώς δε γίνεσαι αϊτός με τσοι χρουσαϊς φτερούγαις.
ΠΑΛΙΑΙΣ ΑΓΑΠΑΙΣ
Αλησμονιώνται κ' οι φιλιαίς, ξεχνιώνται κ' οι αγάπαις,
'ς το δρόμο νανταμώνονται σαν ξένοι, σα διαβάταις.
Καινούρια αγαπημένη μου, στάσου κομμάτ' οπίσω,
παλιά φιλιά μου πάντησε και θω να τη μιλήσω.
Λησμονημένη σ' είχα γω, τώρα που σ' είδα πάλι,
μού βαλες πόνο 'ς την καρδιά και ζάλη 'ς το κεφάλι.
Παλιά στράτα δε χάνεται, καινούρια δεν πατειέται,
ουδέ παλιά αγαπητικιά δεν απολησμονειέται.
Σαν ειν' η αγάπη μπιστική, παλιώνει, μηδέ λειώνει,
ανθεί και δένει 'ς την καρδιά και ξανακαινουργώνει.
ΚΑΪΜΟΙ ΚΑΙ ΒΑΣΑΝΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Αδύνατό ειναι μια καρδιά σαν πληγωθή να γιάνη,
μοιάζει δεντρί που μαραθή και πλιο καρπό δεν κάνει.
Αν αποθάνω γω για σε, ο κόσμος τι θα λέη;
Πρώτα τον εφαρμάκωσε κ' ύστερα τόνε κλαίει.
Από μικρός σ' εφύτεψα μεσ' της καρδιάς τα βάθη,
κ' είν' ο καρπός οπού τρυγώ, καϊμοί, πληγαίς και πάθη.
Απ' το δεντρί που θάρρεψες να φας απ' τον καρπό του,
μη μυριστής τα φύλλα του και πάρης τον καϊμό του.
Για ιδές εκείνο το βουνό, οπού άναψε και καίγει,
κάποιος αγάπη νέχασε και κάθεται και κλαίγει.
Δεν είν' ο έρωτας ανθός μαζί του για να παίξης,
μόν' είναι βάτος μ' αγκαθιαίς κι' αλίμονο σου αν μπλέξης.
Δεν είναι πόνος να πονή, πόνος να θανατώνη
σαν την αγάπη την κρυφή, που δεν ξεφανερώνει.
Δίχως χιόνια χιονίζουμαι, δίχως βροχαίς βροχιούμαι,
δίχως μαχαίρια σφάζουμαι, όντας σε συλλογιοϋμαι.
Εγέρασαν τα πάθη μου σαν του Χελμού το χιόνι,
π' όσο να λειώση το παλιό καινούριο το πλακώνει.
Εγώ είμ' εκείνο το πουλί που 'ς τη φωτιά σιμώνω,
καίγουμαι, στάχτη γίνουμαι και πάλι ξανανιώνω.
Εγώ λεγα κ' η μέλισσα πως είν' καλό πουλάκι,
μ' αυτή έχει μέσα το γλυκό και απόξω το φαρμάκι.
Έξαφνα μ' επλακώσανε βρονταίς κι' αστροπελέκια,
και μ' ασηκώσανε το νου τα μάτια τα γυναίκεια.
Έχασα τοις ελπίδες μου σαν του δεντρού τα φύλλα,
οπού τα παίρνει ο άνεμος και μένουνε τα ξύλα.
Η αγάπη βράχους κατελεί και τα θεριά μερώνει,
κ' εγώ την έχω 'ς την καρδιά, γι' αυτό με θανατώνει.
Η μάννα σου 'ς τον ύπνο της, 'ς ονειροφαντασιά της,
είδε να γεννηθή δαυλός να κάψη την καρδιά της.
Θάλασσα, οπ' όλα τα νερά και τα ποτάμια πίνεις,
και τα δικά μου δάκρυα πιε, πλατύτερη να γίνης.
Με της αγάπης τη φωτιά όποιος καή, δε γιαίνει,
μ' α γιάνη και καμιά φορά, πάλε σημάδι μένει.
Μ' οντέ σου θέλω θυμηθώ με τα θεριά μαλώνω,
και με τσοι δράκους πολεμώ, και σα σε δω μερώνω.
Ο ήλιος βασιλεύει, κ' η ημέρα σώνεται
κι' ο νους μου 'ς το κεφάλι δε συμμαζώνεται.
Όλα τα δέντρα την αυγή δροσιά είναι γιομισμένα,
και μένα τα ματάκια μου με δάκρυα βουρκωμένα.
Ο ύπνος περιφέρνεται 'ς την κλίνη μου ναπάνω,
κλειστά τα μάτια σε θωρώ, ανοίω τα, σε χάνω.
Πάντοτε τρέχω για να βρω βοτάνι για να γιάνω,
και το βοτάνι τό χει οχτρός, που θέλει να πεθάνω.
Σα μου τον ήπηρες το νου, πάρε με σκιας και μένα,
κ' είντα με θέλει κουζουλό η μάννα που μ' εγέννα;
Τι να σου πω; τι να μου πης; Εσύ καλά γνωρίζεις,
και την ψυχή μ' και την καρδιά μ' εσύ με την ορίζεις.
Τα βότανα, τα γιατρικά μόν' το κορμί γιατρεύουν,
μα οι πληγαίς, πού 'χ' η καρδιά, άλλο γιατρό γυρεύουν.
Τα χιόνια και τα κρούσταλλα φέρνουνε τα χαλάζια,
τα δάκρυα κ' οι αναστεναγμοί φέρνουνε τα μαράζια.
Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω,
κι' ότα σε συλλογίζωμαι τρέμω κι' αναστενάζω.
Το μήλο νείναι κόκκινο κ' έχει και τη θωριά του,
μα κείνο έχει σάρακα και τρώει την καρδιά του.
Το πληγωμένο στήθος μου πονεί, μα δεν το λέει,
ταχείλι μου κι' αν τραγουδή, μέσα η καρδιά μου κλαίει.
Ωσάν η νύχτα η σκοτεινή, π' όλα τα κάνει μαύρα,
έτσ' είναι όλα 'ς την καρδιά, σαν τη πλακώση η λαύρα.
Ως τρέμουν τ' άστρα τ' ουρανού, όντε θα ξημερώση,
τρέμει κ' έμέ η καρδούλα μου, όντε θα σ' αντάμωση.
ΠΟΘΟΙ
Α μ' αγαπάς κ' είν' όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω,
γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω.
Δεν είναι κρίμα να διψώ κ' η βρύση να είναι εμπρός μου,
νερό να μη μπορώ να πιω, μεγάλος ο καϊμός μου!
Να σου 'ς τον κάμπο λεϊμονιά, εγώ 'ς τα όρη χιόνι,
να λειώνω να ποτίζουνται οι δροσεροί σου κλώνοι.
Νά χα το σύννεφ' άλογο και τάστρι χαλινάρι,
το φεγγαράκι της αυγής νά ρχουμου κάθε βράδυ.
Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι,
χωρίς αγάπη δε βαστούν κόρη και παλληκάρι.
Τα χείλη σου είναι ζάχαρη, το μάγουλό σου μήλο,
τα στήθη σου παράδεισο και το κορμί σου κρίνο.
Να φίλουνα τη ζάχαρη, να δάγκανα το μήλο,
ν' άνοιγεν ο παράδεισος, ν' αγκάλιαζα τον κρίνο.
ΠΑΡΑΠΟΝΑ
Έχω σου παραπόνεση χιλιάδες και μυριάδες,
μα δε μπορώ να σου τσοι πω, όξω με μαντινάδες.
ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Απ' όντε δεν εσμίξαμε, ψηλέ, λιγνέ μου κρίνε,
δεν αναντράνισα να ιδώ, είναι ντουνιάς; δεν είναι;
Εμίσσεψες και μ' άφησες σαν παραπονεμένη,
σαν εκκλησιά αλειτούργητη σε χώρα κουρσεμένη.
ΑΠΙΣΤΙΑΙΣ
Αηλίμονος τα πράγματα 'ς τον κόσμο πως περνούνε,
άλλοι μερώνουν τα πουλιά κι' άλλοι τα κυνηγούνε.
Βασιλικός 'ς τη γειτονιά, κ' εμείς τον πεθυμούμε,
κ' έρχοντ' απ' άλλη γειτονιά και τον κορφολογοϋνε.
Εγώ λεγα, βρυσούλα μου, πως τρέχεις για τ' εμένα,
μα συ έτρεχες και πότιζες όλα τα διψασμένα.
Μηλιά, που σ' εκαμάρωνα καθημερνή και σκόλη,
τωρά πλεξες τα κλωνιά σου 'σέ ξένο περιβόλι.
Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ
Αγγελοστολισμένη μου, ποιος σού δωκε τη χάρη,
να σαϊττεύης τοις καρδιαίς δίχως να χης δοξάρι;
Α θέλης να μη σ' αγαπώ, πες το των ομματιώ σου,
οπού με σαγιττεύουνε όταν περνώ απ' εμπρός σου.
Ανάμεσα 'ς τα φρύδια σου δίχτυ χρυσό ειν' πλεγμένο,
κι' όποιο πουλάκι κι' αν διαβή, πιάνεται το καϊμένο.
Γλυκά γλυκά κυττάζεις, φαρμακερά χτυπάς
με δίστομο μαχαίρι εκείνον π' άγαπάς.
Ο ποταμός σέρνει κλαδιά κ' η θάλασσα καράβια,
κ' η κόρη με τανάμπλεμα σέρνει τα παλληκάρια.
Ποιος είδε τέτοιον πόλεμο να πολεμούν τα μάτια,
χωρίς μαχαίρια και σπαθιά να γένουνται κομμάτια;
ΦΙΛΗΜΑΤΑ
Αρρωστημένος του γιατρού πάντα ζητάει βοτάνι,
κ' εγώ σου ζήτησα φιλί, πολλά σου κακοφάνη.
Μαργαριτάρι ατρύπητο, κόρη μου, 'ς το λαιμό σου,
κ' ένα μικρό, μικρόπουλο φιλί 'ς το μάγουλο σου.
Όποιος φιλάει την αυγή την αγαπητική του,
παίρνει του Μάη τη δροσιά, τη ρήχνει 'ς το κορμί του.
'Σ τη γειτονιά σου με πουλούν σκλάβο, κι' αγόρασε με,
για να φιλί με δίνουνε, δώσε το κ' έπαρέ με.
ΠΑΝΤΡΕΙΑ
Ποιο δέντρο δε μαραίνεται, δε γέρνει τα κλαριά του,
και ποιο κορίτσι ανύπαντρο δεν καίει την καρδιά του;
ΠΕΙΣΜΑΤΙΚΑ
Πύργος δε θεμελιώνεται
χωρίς μαστόρου μάτι,
κι' αγάπη δεν τελειώνεται
χωρίς κακία κ' αμάχη.
Ασφάλαχτέ μου, τι κεντάς; βάτε μου, τι αγκυλώνεις;
εκεί που δε σε θέλουνε τι πας και ξεφυτρώνεις;
Εγάπουν σου που πέθαινα και τώρα φαίνεταί μου,
ένα κερί αφτούμενο εβάστουν κ' έσβησέ μου.
Έχει ο καιρός γυρίσματα κι' ο χρόνος εβδομάδες,
και τα πουλάκια τάγρια πιάνουνται 'ς τοις βροχάδες.
Μην καμαρώνης, άνοιξη με τα πολλά λελούδια,
γιατί θελάρθη ο θεριστής να τα μαράνη ούλα.
Της κορασίδας τα μυαλά γυρίζουν σαν το μύλο,
έναν που διώχνει σήμερα, αύριο τον πιάνει φίλο.
Το δέντρ' οπού είναι 'ς το βουνό όλ' οι καιροί τ' ορίζουν,
την όμορφη την κοπελλιά όλοι την τριγυρίζουν.
Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά, και θα λυγίση ο κλώνος,
και θα σου φύγη το πουλί και θα σου μείνη ο πόνος.
|
|