|
Δημοτικό Τραγούδι - Κείμενο |
Κάλανδα Βαΐτικα
"Τάσματα του αγερμού, άτινα εις τακτάς ημέρας του έτους τραγουδούν όμιλοι παίδων, περιερχόμενοι από θύρας εις θύραν προς συλλογήν μικρών φιλοδωρημάτων εις είδη ή κερμάτια, στενήν έχουν συνάφειαν προς συνηθείας της αρχαίας λατρείας, διότι κατάδηλος είναι η συγγένεια τούτων προς ταρχαία έθιμα της είρεσιώνης, του κορωνίσματος, του χελιδονίσματος. Και δεν έχουν μόνον το θέμα όμοιον τάσματα ταύτα προς ταντίστοιχα αρχαία, αλλ' ομοίαν έχουν και την σύνθεσιν καθώς και τον χαρακτήρα και την ούσίαν των εκφραζομένων συναισθημάτων και εννοιών. Και εις ταρχαία όπως και εις τα σημερινά τα αυτά εγκώμια επιδαψιλεύονται εις εκείνον, προς ον υποβάλλεται η αίτησις, αι αυταί φιλικά! ευχαί υπέρ ευημερίας του οίκου του. Και αν εις ταρχαία άσματα ή διατύπωσις των επαίνων και των ευχών έχει μείζονα χάριν, φυσικότητα και απλότητα, των σημερινών δ' όμως ο τρόπος δύναται ίσως να κριθή ως ζωηρότερος, πρωτοτυπώτερος και τρυφερώτερος".
(Fauriel.)
155
ΣΤΟ ΝΟΙΚΟΚΥΡΗ
Αφέντη, όντας γεννήθηκες σε θρέφαν τα λιοντάρια,
κ' εβγήκες ο ξεδιαλεχτός μέσα 'ς τα παλληκάρια.
Άλλοι κουρσεύουν με σπαθιά, κι' άλλοι με τα δοξάρια,
και συ, τι θάμα είν' αυτό! κουρσεύεις με το μάτι.
Και του ματιού σου η σαϊττιά πύργους ξεθεμελιώνει,
πύργους και πετροπήγαδα κι' αυλαίς μαρμαρωμέναις.
156
ΣΤΟ ΝΟΙΚΟΚΥΡΗ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΓΕΩΡΓΟΣ
Εσένα πρέπει, αφέντη μου, το άξϊο το ζευγάρι,
το άξιο, το περήφανο και το στεφανωμένο.
Ας ειν' καλά ταλέτρι σου, θεός να το πλουταίνη,
για να θερίζης σταυρωτά, να δένης αντρειωμένα,
να θημωνιάζης πυργωτά, να ζης για να σε πάρω,
να κοσκινίζης μάλαμα, να πέφτη το χρυσάφι,
τα πυκνοκοσκινίσματα να δίνης 'ς τοις βαΐστραις.
157
ΣΤΟΝ ΠΑΠΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Αυτά τα σπίτια τα ψηλά τα μαρμαροχτισμένα,
με ταις μεγάλαις ταις αυλαίς και τοις πλακοστρωμέναις,
νά χουν και χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια,
νά χουν ζευγάρια είκοσι και δεκοχτώ φοράδες,
νά χουν γελάδες εκατό κι' αμπάρια φορτωμένα,
να μπαινοβγαίνουν οι δικοί, οι φίλοι να μη λείπουν,
κι' όσοι διαβάταις απερνοϋν να τρώνε, να κοιμώνται.
158
ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΡΟΕΣΤΟΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Αφέντη μου, 'ς τα σπίτια σου χρυσαίς καντήλαις φέγγουν,
φέγγουν 'ς τους ξένους να δειπνούν, 'ς τους ξένους να πλαγιάζουν,
φέγγει και μια 'ς ταϊταίρι σου να στρώνη να κοιμάστε
απάνου 'ς τα τριαντάφυλλα κι' απάνω 'ς τα μιμίτσια,
να πέφτουν τάνθια απάνου σου, τα μήλα 'ς την ποδιά σου,
και τα κορφολογήματα τριγύρω 'ς το λαιμό σου.
159
ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΑ
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαρωμένη,
κυρά μ', όταν εκίνησες να πας 'ς την εκκλησία,
η στράτα ρόδα γιόμισε κ' η εκκλησιά το μόσκο,
κι' από το μόσκο τον πολύν οι τοίχοι ραγιστήκαν.
Παπάδες, διάκοι σε κυττάν, το διάβασμά τους χάνουν,
τα ψαλτικά τους λησμονούν ψαλτάδες, κανονάρχαις.
160
ΑΛΛΟ ΣΤΗΝ ΚΥΡΑ
Κυρά αργυρή, κυρά χρυσή, κυρά μαλαματένια,
όταν ο θιος εμοίραζε την εμορφιά 'ς τον κόσμο,
και συ στην πόρτα στέκουσουν, την καλομοίρα πήρες.
Πήρες τα ρόδα απ' τη ροδιά, τασπράδι από το χιόνι,
πήρες και το ματόφρυδο από το χελιδόνι.
161
ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΓΙΟ ΤΟΥ ΝΟΙΚΟΚΥΡΗ
Κυρά, έχεις όμορφο μικρό, 'ς το μόσκο αναθρεμμένο,
το λούζουν, το στολίζουνε, 'ς το δάσκαλο το στέλνεις,
το καρτεράει ο δάσκαλος με μια χρυσή βεργούλα,
το καρτεράει η δασκάλισσα με δυο κλωνάρια μόσκο.
"Παιδί μου, που είν' τα γράμματα, παιδί μου, που είν' ο νους σου;
-Τα γράμματα μου 'ς το χαρτί κι' ό νους μου πέρα δέρνει,
πέρα 'ς τοις νιαις τοις όμορφαις, πέρα 'ς τοις μαυρομάταις,
πόχουν τα μάτια σαν ελιά, τα φρύδια σα γαϊτάνι."
162
ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΓΙΟ
Έλα κι' ας το παινέσουμε τούτο το παλληκάρι,
οπόχει πλάταις γι' άρματα κι' αρμούς για το λιθάρι,
και χέρια γοργοργύριστα να ρήχνουν τη σαϊττα,
να σαϊττεύη τα πουλιά και τα όμορφα κορίτσια.
163
ΣΤΗ ΘΥΓΑΤΕΡΑ
Μάννα, τη θυγατέρα σου, τη μικροκανακάρα,
την έλουζες, τη χτένιζες, 'ς τα σύννεφα την κρύβεις,
και σάλεψαν τα σύννεφα και φάνηκεν η κόρη,
φανήκαν τα σγουρά μαλλιά, ταρχοντικά πλεξίδια.
164
ΤΟΥ ΜΑΗ
Εμπήκε ο Μάης, εμπήκε ο Μάης, εμπήκε ο Μάης ο μήνας.
Ο Μάης με τα τριαντάφυλλα κι' ο Απρίλης με τα ρόδα.
Μάη μου, Μάη δροσερέ, κι' Απρίλη λουλουδάτε,
Απρίλη ροδοφόρετε, Μάη μου κανακάρη,
π' όλον τον κόσμο γιόμισες μ' άνθη και με λουλούδια
κ' εμένα με περίπλεξες 'ς της κόρης τοις αγκάλαις.
Για μήνυσέ μου, λυγερή, για μήνυσέ μου, κόρη,
να δώσω το χαιρετισμό νόσο π' ανθούν οι κάμποι, στέφανα να μας πλέξουνε με τανθισμένο κλήμα,
να στρώσουνε την κλίνη μας με της μυρτιάς τα άνθη,
να πέφτουν τάνθη απάνω σου, τα ρόδα 'ς την ποδιά σου
και τρία χρυσά γαρίφαλα τριγύρω 'ς το λαιμό σου.
|
|